Κεφάλαιο 2°

Τα ματοκλαδα της πεταρισαν και τεντώνοντας ψηλά τα χέρια, χασμουρηθηκε. Πρώτη φορά στη ζωή της ξυπνούσε από μυρωδιά. Πολλές για την ακρίβεια. Μύριζε ψωμί, φρέσκο και τραγανό... Μύριζε πορτοκάλι, κέικ... Καφές... Ελληνικός καφές. Αυτόν, θα τον αναγνώριζε παντού. Ήταν ο αγαπημένος της θείας της αλλά και γενικά πολλοί παππούδες από τη κοινότητα έπιναν εκείνο το σκεύασμα.

Κοίταξε γύρω και γέλασε.
Αν δε περάσει μια νύχτα τελικά, δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς πως έχεις φτάσει επιτέλους στο προορισμό. Μόνο όταν ανοίγεις τα μάτια το επόμενο πρωί, το καταλαβαινεις.
Τέντωσε ακόμα μια φορά το κορμί της και δίχως να κοιτάξει την ώρα, σηκώθηκε. Δεν την ενδιέφερε καν τι ώρα είναι. Εκείνη η ευωδία του χωριού ήταν ακόμα πιο έντονη και από τα καλουδια που έφτιαχνε η μητέρα της στη κουζίνα.

Το αρχοντικό τους ήταν κοντά στο λόφο, λίγο πιο πέρα από την εκκλησιά.
Η μητέρα της κάποτε σαν της έστειλε φωτογραφίες της είπε ότι δεν ανήκε σε καμία οικογένεια. Ήταν κάτι το οποίο έχτισαν μαζί με τον Ορέστη από το πουθενά.  Έναν Ορέστη που κάποια στιγμή θα ήθελε πολύ να μάθει πως κατάφερε και έκανε τη μητέρα της να ερωτευθεί ξανά. Η θεία της έλεγε πάντα πως ο θάνατος του πατέρα της, τη στοίχειωσε. Κλείστηκε για μήνες ολόκληρους στα σκοτάδια πριν πάρει τελικά την απόφαση να στείλει την Αρετή μακριά. Έφτασε ένα βήμα πριν τη παράνοια μα λίγο ο παπάς, λίγο κάποιες φίλες της, άρχισε σιγά σιγά να κάνει βήματα.. κάπου εκεί, η ιστορία της θείας κόβεται αφού έπειτα έμπλεξε με τον Ορέστη και εκτός από το γεγονός πως ήταν ευτυχισμένη ξανά, δεν έλεγε τίποτα άλλο. Η Αρετή από την άλλη, ούτε που θυμόταν το Μάρκο. Ήταν τόσο μικρή που οι αναμνήσεις της,  φάνταζαν ελάχιστες και αμυδρες. Είχε την εικόνα του στο μυαλό της φυσικά αλλά και κάποιες δυνατές στιγμές σαν παιδάκι μα μέχρι εκεί. Για εκείνη η ζωή ήταν με τη θεία της και εκείνη γνώρισε μεγαλώνοντας. Είχε φυσικά επαφή με την Λενιώ και εκείνη θέλησε πολλές φορές να τη πάρει πίσω μα η Αρετή από μόνη της, δεν ήθελε. Είχε στρώσει τη ζωή της και επέλεγε κάθε χρόνο να παραμείνει εκεί. Μέχρι τώρα...
Τώρα που η ανάγκη να ξεφύγει από την Αμερική και παράλληλα να πατήσει ξανά στη γη που γεννήθηκε , γιγαντώθηκε ύστερα από το παρολίγον θάνατο της. Βέβαια η μητέρα της, δε το έμαθε ποτέ αλλά κάποια πράγματα καλύτερα να παραμένουν στις σκιές.

"Τι φοράνε στο χωριό;" αναρωτήθηκε βλέποντας τα ρούχα στη βαλίτσα της. Δεν έτυχε να δει και κάποιο κορίτσι στην ηλικία της οπότε δεν είχε τι να φορέσει. Είχε αντιληφθεί πως τα πράγματα ήταν σαφώς πιο συντηρητικά μα το ερώτημα της, ήταν πόσο πολύ...;
Εβγαλε ένα τζιν, ένα μαύρο απλό μπλουζάκι και επιλέγοντας ίσως ότι πιο απλό μπορούσε να βάλει, ντύθηκε και ετοιμάστηκε. Το αυτοκίνητο δεν ήταν έξω και αυτό την έκανε να νιώσει πιο άνετα. Ήθελε λίγο το χρόνο της μέχρι να εγκλιματιστεί και μένοντας μόνη με τη μητέρα της, σίγουρα θα βοηθούσε.

"Καλημέρα!" κατεβαίνοντας τη βρήκε στη κουζίνα. Μια κουζίνα που πραγματικά δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα τη χλιδή της Αμερικής. Και μόνο ο πέτρινος φούρνος και τα κατάλευκα πετρώματα ολόγυρα, σου χάριζαν κάτι από άλλη εποχή. Μια νοσταλγία που δεν ήξερες καν ότι μπορούσες να νιώσεις.

"Καλημέρα κόρη μου! Δεν περίμενα να σηκωθείς τόσο νωρίς!" Η Λενιώ σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά της και την αγκάλιασε. "Μόλις έφτιαξα καφέ για μένα, θέλεις;"

"Θα φτιάξω μόνη μου μαμά... Μοσχομυριζει όλο το σπίτι! Τι έχεις ψήσει;"

"Ααααα, αυτά θα τα μάθεις και εσύ σιγά σιγά! Έφτιαξα ψωμί για το παπά Μανώλη και κέικ για εμάς. Θα βγούμε σήμερα! Νομίζω θα ήταν καλη ιδέα να κάνουμε μαζί τα ψώνια και να γνωρίσεις το χωριό!"

Η Αρετή που ήξερε καλά τη παρασκευή του ελληνικού καφε έπιασε να φτιάξει το δικό της σκεπτική.

"Μαμα να σε ρωτήσω κάτι;" είπε δίχως να γυρίσει

"Μα φυσικά κόρη μου!" Η Λενιώ ήταν τόσο ευδιάθετη και η Αρετή δεν ήξερε πώς να της το φέρει . "Όλα καλά; Δείχνεις προβληματισμένη ξαφνικά παιδί μου..."

"Τον αγαπάς τον Ορέστη;"

"Μα φυσικά! Τι ερώτηση είναι τώρα αυτή; Είμαστε μαζί δεκατρία χρόνια κόρη μου ... Είναι βράχος πλάι μου..."

"Ναι... Ο μπαμπάς; Δε τον ενοχλεί η φωτογραφία του στο σαλόνι;"

"Όχι. Έχουμε και της Μελιάς... Ήταν οι σύζυγοι μας αγάπη μου, πριν γνωριστούμε. Νομίζω δε τέτοια θέματα δε χωράει ζήλια η θυμός..."

"Έχεις δίκιο. Δε ξέρω πως να τον φωνάζω απλα και..."

"Όπως σου βγαίνει. Δεν θα απαιτήσει τη λέξη μπαμπάς να είσαι σίγουρη. Ο Γιώργης θέλει και με φωνάζει μάνα , κόρη μου... Αυτό ήθελες; Μου φαίνεσαι πολύ προβληματισμένη..."

"Και είμαι..." Παραδέχθηκε τελικά αδειάζοντας το καφέ στο φλιτζανι και βάζοντας το στο τραπέζι κάθισε κάτω "Ήθελα να μιλήσουμε για ένα θέμα... Δεν είχα σκοπό να το πω αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής.... Νιώθω ότι σε αυτό το σπίτι έχετε επενδύσει πάνω σε αυτό και για κάποιο λόγο με τρώει... Δε θέλω να πατήσω πόδι εδώ μέσα δίχως να μιλήσω ανοιχτά...
Έχεις λίγο χρόνο;"

"Εννοείται κόρη μου. Πες μου ότι θέλεις..." απάντησε αμέσως ελέγχοντας το φούρνο

"Όχι έτσι μαμά... Θέλω να καθίσεις..." ζήτησε ήρεμα και η Λενιώ κατάλαβε πως ότι κι αν ήταν αυτό που θα της έλεγε ήταν σίγουρα κάτι σημαντικό.

"Μίλησες καθόλου με τη θεία;"

"Όχι ακόμα , γιατί; Δεν την ενημερωσες ότι θα έρθεις;"

"Όχι..." είπε σιγανα "Ξέρω πως αυτό που θα σου ζητήσω είναι δύσκολο μα μπορείς να μη της πει ότι ήρθα;"

"Αρετουλα μου τι λες; Συνέβη κάτι;"

"Όχι... Βασικα... Ίσως... Δεν είμαι έτοιμη ακόμα να το πω αλλα..."

Η Λενιώ αναστεναξε και πιάνοντας τη από τα χέρια, τη τράβηξε πάνω της και την αγκάλιασε

"Πες τα στη μάνα παιδί μου... Ξέρω πως τόσα χρόνια ίσως ήμουν η σκιά στον ώμο σου, μα προσπάθησα πολύ να σε φέρω εδώ... Έπειτα σεβάστηκα την απόφαση σου να μείνεις εκεί... Αλλά για το Θεό. Θέλω πια να γίνουμε ένα. Μάνα και κόρη... Τι σου συνέβη; Γιατί δε θέλεις να μάθει πού είσαι; Εκανες κατι;"
Η Αρετή βουρκωσε και μόλις έσταξε το δάκρυ της, η Λενιώ το σκούπισε αμέσως. "Αν δεν αισθάνεσαι έτοιμη, θα το σεβαστώ. Μα μη νομίζεις ότι κρατώντας με στα σκοτάδια θα νιώθω πιο ήρεμη... Αλλιώς λειτουργούν οι άνθρωποι εδώ Αρετή μου... Σε πείραξε η θεία;" η Λενιώ έκανε σχεδόν τα πάντα για να μάθει χωρίς να τη κάνει όμως να νιώσει ότι της το επιβάλει και η Αρετή σκεπτόμενη τη λέξη τσιροτο -που τη βοήθησε πολύ, τη κοίταξε λυπημένη

"Η θεία δεν ήθελε να το μάθεις για να μη τρελαθείς..." ξεκίνησε να λέει και η Λενιώ προβληματίστηκε . Η Αρετή σηκώθηκε και πιάνοντας την άκρη από τη μπλούζα της, ξεροκαταπιε και την ανέβασε σιγά σιγά προς τα πάνω

"Χριστός και Απόστολος!" ξεφωνίσε η Λενιώ σαν είδε μια κοκκινωπή ουλή κάτω από τα πλευρά. "Τι είναι αυτό! Τι έπαθες!"

"Μαμά ηρέμησε. Για αυτό δεν ήθελα να σου πω κάτι..."

"Αρετή!" απαίτησε ίσως για πρώτη φορά αλλάζοντας εντελώς ύφος "Ποιος σου το έκανε αυτό; Γιατί τούτο δω μόνο πληγή από αρρώστια δεν είναι!"

"Έλα, κάθισε... Θα σου τα πω όλα..." λίγα λεπτά πριν είχε πάρει την απόφαση να μη της πει λέξη μα σαν κατέβηκε και κάθισε πλαι της, όλα γκρεμίστηκαν. Ίσως τελικά καμία φορά η μάνα σε κάνει να ανοιγεσαι ακόμα κι όταν δε το περιμένεις. Άλλες φορές πάλι, ίσως και όχι... Στη προκειμένη η Αρετή ένιωσε πως έπρεπε να της μιλήσει για να ξέρει..."Έφυγα αφήνοντας μονάχα ένα σημείωμα πως θα είμαι καλά γιατί...Γιατί δεν ήθελα να με βρει..."

"Ποιος; Ποιος σε κυνηγάει;"

"Κανένας δε με κυνηγάει με το τρόπο που φαντάζεσαι... Πίσω στην Αμερική, είχα ένα δεσμό με έναν Έλληνα ο οποίος όταν θέλησα να τερματίσω τη σχέση, με σακατεψε στο ξύλο μάνα..."

"Θεέ και Παναγία!"

"Η θεία δεν ήθελε να σου το πει για να μη ταραχθεις. Εκτός αυτού, ήταν από τη πιο πλούσια οικογένεια της κοινότητας και οι αρχές τον στήριξαν... Αυτά έγιναν πριν έξι μήνες... Με παράτησε αιμόφυρτη έξω από το νοσοκομείο και όταν έγινα εντελώς καλά, με πλησίασε ξανά. Ήταν ο πρώτος δεσμός μου... Στην αρχή μου έλεγε πως έκανε λαθος. Πως με αγαπάει... Πως για εκείνον δεν υπήρχε άλλη γυναίκα και ζήτησε συγνώμη. Ήρθε μεχρι και στο σπίτι. Η θεία τον θεωρούσε πάντα καλο παιδί..."

"Και δε σε πίστεψέ;!" αναφώνησε οργισμένη"Δε πίστεψέ το ίδιο της το αίμα;!"

"Μαμά ηρέμησε... Εκεί, είναι σαν γκέτο η γειτονιά μας.. Δε ξέρω πως να σου το εξηγήσω μα η οικογένεια του, κινεί όλα τα νήματα... Λίγο καιρό μετά το ξυλοδαρμό, και αφού τον έδιωχνα, έκανα το λάθος να υποκύψω. Ήταν ο πρώτος μου... Ήταν πλάι μου από τότε που πηγαίναμε σχολειο... Ξέρω... Εδώ δεν κάνουν ίσως τα κορίτσια σχέσεις δίχως γάμο μα εκεί, είναι αλλιώς... Δέχθηκα λοιπόν να τον δω και κατέληξα να σέρνω σχεδόν το κεφάλι μου, κόντρα στην ασφαλτο ενώ εκείνος κρατούσε τα μαλλιά μου... Έφυγα δύο βδομάδες αργότερα..."

"Αρετή..."

"Δε πειράζει μαμά. Έμαθα να διαχειρίζομαι καλά τα συναισθήματα μου πια. Για μένα οι άντρες δεν υπάρχουν... Σαν χαθεί λένε η εμπιστοσύνη μια φορά, όλα τελειώνουν"

"Δεν είναι έτσι τα πραγματα αλλά δεν είναι η στιγμή για μια τέτοια κουβέντα..." Η Λενιώ ήταν εμφανώς αναστατωμένη και στεναχωρημένη "Η θεία σου δεν είπε λέξη. Θα ήμουν εκεί με το πρώτο αεροπλάνο! Ακόμα και τώρα μπορώ να πάω και να τον γδαρω!"

"Όχι... Δε ξέρει που είμαι. Δε θα με βρει και δεν χρειάζεται... Δε θέλω να έχω το βάρος αυτού του ανθρώπου μέσα μου μαμά. Έμαθα να προχωράω και αυτό θα κάνω. Εντάξει; Είμαι όμως καλά! Αν δεν ήμουν, δε θα ερχόμουν... Μπορούσα να φύγω παντού. Είχα φίλες στην Ευρώπη και την Αμερική. Μα επέλεξα να επιστρέψω εδώ... Ίσως σε κάτι φανώ χρήσιμη και ίσως καταφέρω να ενταχθώ από το μηδέν στο τόπο μου. Τόπος μου είναι άλλωστε σωστά;"

"Σωστά ψυχή μου... Σωστά... Και πίστεψέ με, οι άντρες εδώ, ούτε τρίχα δε πειραζουν στις γυναίκες... είτε τούτες ανήκουν στον εχθρό, είτε όχι..."

"Εχθρό;"

"Τίποτα. Παλιές βλακείες της Κρήτης. Δεν υπάρχουν πια αυτα. Όλοι είναι μονιασμένοι. Σχεδόν..." ψιθύρισε τη τελευταία λέξη "Λοιπόν, θα σεβαστώ τα θέλω σου γιατί έτσι εμαθα μα ότι και αν συμβεί θέλω να το ξέρω. Είτε εγώ, είτε ο Γιώργης είτε ο Ορέστης... Πίστεψέ με είσαι οικογένεια τους..."

Η Αρετή φούσκωσε τα στήθη της και κατά την εκπνοή χαμογέλασε γλυκά στη μητέρα της χαρίζοντας της μια δυνατή αγκαλιά.
Ίσως τελικά κακώς αρνούνταν να επιστρέψει τόσα χρόνια...

*******

Αν κάποιος την έβλεπε θα νόμιζε πως αντί να το καπνίζει, εκείνη το μασάει το τσιγάρο. Αν και μικρή, είχε μια αύρα που της προσέδιδε τη ρετσινιά του ξενικού σε εκείνο το τόπο.
Ούτε φουστάνια φορούσε όπως οι υπόλοιπες, ούτε γάμπριζε ούτε και την ενδιέφεραν οι κοσμικές εκδηλώσεις του χωριού.  Από παιδάκι ήταν παραγνωρισμένη κατ' επιλογή. Χωμένη στα χωράφια μαζί με τη μάνα της έγινε άντρας και στήριγμα μετά το θάνατο του πατέρα της.

Είχε στα χέρια έναν αναπτήρα τον οποίο έπαιζε στα δάχτυλα της και στο άλλο, ένα πεσκέσι για το παπά Μανώλη. Η μάνα της δε ξεχνούσε ποτέ να μνημονεύσει τέτοιες μέρες το πατέρα της και εκείνη αναγκαστικά, έκανε τη μεταφορά των ψωμιων. Τα Ψυχοσάββατα ήταν τα χειρότερα της.
Κάθε κλωσσα εκείνοι του τόπου έβγαινε και αποθέωνε το Θεό ενώ την ίδια στιγμή , κουτσομπολευε το κόσμο γύρω της και άπλωνε τη κακία παντού. Κατά τα άλλα όμως , ήταν θεούσα. Αυτή την ψευτοπίστη σιχαινοταν , την κοροϊδία και την υποκρισία όλων. Θαρρείς και τα δικά τους χέρια ήταν καθαρά και των άλλων βρώμικα.

Πήρε την ανηφόρα για την εκκλησιά και πριν ακόμα περάσει το σπίτι της κυρά Τασούλας της τρελής όπως την έλεγαν , είδε να κατηφορίζουν η Στρατούλα, η Μαριάνθη και η Δέσποινα. Το τρίο της καταστροφής εκείνου του τόπου.

Έφτυσε το τσιγάρο, κράτησε τις βαριές λειρουργιές έτσι ώστε αν χρειαστεί να της γυρίσει στα κεφάλια τους και συνέχισε.

"Με παντελόνια δε πάνε στην εκκλησία Αναστασία!" πετάχτηκε πρώτη η Δέσποινα

"Άφησε την! Δε θα ασχολούμαστε μαζί της συνεχώς..."

"Δεν ασχολήθηκα Στρατούλα!"

"Ασχολήθηκες Δέσποινα. Καταρχας βλέπεις τίποτα θηλυκό πάνω της; Άρα; Μπορεί να φοράει ότι θέλει!"

Η Αναστασία κούνησε δεξιά και αριστερά το λαιμό της προκαλώντας απανωτά κρατς στα κόκαλα της και φτάνοντας κοντά ούτε γύρισε να κοιτάξει

"Πάω στοίχημα πως γι αυτό αυτοκτόνησε ο πατέρας της! Δεν την αντεχε!" Η Δέσποινα πάτησε μια αρκετά ευαίσθητη χορδή και η Αναστασία αφήνοντας κάτω τις λειτουργιές , σήκωσε το χέρι να την αρπάξει

"Όχι!" ένας άντρας έτρεξε λίγα μέτρα μακριά και πιάνοντας το χέρι της, τη τράβηξε προς τα πίσω "Δε ντρέπεστε; Δρόμο όλες!" φώναξε και εκείνες μόνο που κατάλαβαν ποιος ήταν το έβαλαν στα πόδια "Είσαι εντάξει;" ρώτησε την Αναστασία μα εκείνη τράβηξε το χέρι της και τον αγριοκοίταξε

"Σου είπε κανενας πως χρειάζομαι προστασία;!" φώναξε ενοχλημένη και τον έσπρωξε

"Να βοηθήσω ήθελα!"

"Από πού κι ως που;! Μπορώ να τα βγάλω πέρα και μόνη μου! Δε χρειάζομαι έναν Ραγιά επί της προστασίας μου! Πόσο μάλλον το φονιά του Λευτέρη!"

"Είσαι μικρή αλλά βλέπω πολλά ξέρεις..." της αντιγυρισε κοιτώντας τη από πάνω μέχρι κάτω

"Όντως ξέρω πολλά..." του απάντησε ευθύς αμέσως δίχως δισταγμό. "Δε ξέρω γιατί κάθε φορά που κατεβαίνεις στο χωριό σε τρέμουν όλοι, αλλά δε σε φοβάμαι Σήφη. Την επόμενη φορά που θα σκεφτείς έστω να με πλησιάσεις , θα γίνω εφιάλτης σου!'

"Κοίτα γλώσσα!" αναφώνησε άφωνος με τη μικρή

"Εκτός από γλώσσα έχω και χέρι!" Η Αναστασία έσκυψε, μάζεψε τη σακούλα και τον στραβοκοιταξε "Καλώς ήρθες πάλι στο χωριό! Δε ξέρω αν σε είδε κανείς, αλλά να είσαι σίγουρος πως σε λίγα λεπτά όλοι θα ξέρουν πως ο Σήφης Ραγιάς επέστρεψε!"

"Μένω έκπληκτος πάντως που με ξέρετε και εσείς τα πιτσιρίκια!"

Η Αναστασία γρυλισε

"Δεν είμαι πιτσιρίκι... Σαν σήκωσες το μαχαίρι στο Λευτέρη, ήμουν δώδεκα... Όπως και να έχει ... Αν τη βγάλεις καθαρή και δε σε φάνε, μείνε μακριά μου εντάξει;" του έριξε μια τελευταία ματιά και βγάζοντας ένα τσιγάρο , το στόλισε στα χείλη της και πήρε την ανηφόρα. Δεν την ενδιέφερε η φήμη του, και αυτό ήταν πράγματι γεγονός.
Όταν ένα παιδάκι βρίσκει το πατέρα του, μέσα στα αίματα με σκισμένες φλέβες, σπάνια φοβάται κάτι μετέπειτα στη διάρκεια της ζωής του...
Η Αναστασία πέρασε πολλά. Ένα ομως ήταν σίγουρο... Ο πατέρας της δεν αυτοκτόνησε και εκείνη θα μάθαινε κάποια στιγμή το φονιά του....

********


"Ακόμα ρε; Κοντεύει μεσημέρι!" έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε ενώ ακριβώς στα δέκα μέτρα μακριά, ο Γιώργης κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι "Μόνος σου είσαι; Που είναι ο πατέρας σου;"

"Άσε με ρε Κωνσταντή... Δεν έφτασαν ακόμα στα αυτιά σου;"

"Τι να φτάσει; Εκτός φυσικά από το γεγονός πως...
Ήρθε η αδερφή σου;"

"Η ποια;"

"Η αδερφή σου ρε... Η κόρη της Λενιώς!"

"Καταρχάς δεν είναι αδελφή μου! Είναι δηλαδή αλλά... Και κατά δεύτερον η Μαριάνθη έτσι;"

"Ποιος άλλος; Αυτό το κορίτσι ώρες ώρες γλώσσα δε βάζει μέσα! Μα θα τη πιάσω μια και έξω....! Καλή η....;"

"Ποια ρε;! Κόψε τις μαλακίες και βάλε ένα χεράκι γιατί ήρθε ο Σήφης στο χωριό και ο πατέρας έφυγε να τον βρει"

"Ωχ... Και πριν δύο μήνες που κατέβηκε είχαμε φασαρίες. Καλά δεν είναι εκεί πάνω στα μιτάτα;"

"Έλα ντε... Κάτι θα θέλει για να ήρθε... Όπως και να έχει, επειδή οι Μακρήδες θα τη πουν την εξυπνάδα τους, δε γουστάρω και πολλα πολλά. Ακόμα πιστεύουν πως έφαγε το Λευτέρη! Τι να πεις για δαυτους!"

"Δεν έχουν άδικο έτσι όπως έγιναν τα πράγματα! Τέλος πάντων... Πότε θα μου γνωρίσεις την αδερφή;"

"Κωνσταντή μαζέψου..." Τον απείλησε με ένα βλέμμα

"Μια πλάκα κάνω... Αν ήθελα να τη γνωρίσω εξάλλου τόσο πολύ θα σκαρφάλωνα στο παραθύρι της !"

"Ρε μαλακα ήπιες πρωί πρωί;!"

"Όχι δα! Απλά έχω κέφια!"

"Κέφια; Κατάλαβα..."

"Ίσως είμαι άρρωστος τελικά δε ξέρω... Μα θα τη στρώσω!"

"Πρώτα σε εκνευρίζει και τώρα θα τη στρώσεις; Βαρέθηκα τόσα χρόνια να σε ακούω να μη ξέρεις τι θέλεις..."

"Αν δε τη στρώσω πως θα τη πάρω ρε;"

"Τη ρωτάς αν σε θέλει;"

"Με θέλει ...."

"Α μπα;"

"Θα δεις στο γλέντι για τους αρραβώνες της Περιστέρας την άλλη βδομάδα! Θα τη χορέψω και θα της βάλω το σαρίκι μου!"

"Κωνσταντή! Είκοσι χρονών είναι δεν είναι! Πιο σαρίκι!"

"Από μικρή την έχω άχτι!"

"Το ξέρω ανάθεμα με..."

"Καιρός είναι να τη κάνω άνθρωπο και να κόψει επιτέλους τις κακές παρέες..." Ο Γιώργης τον αγριοκοίταξε

"Η Στρατούλα είναι καλή... Δεν έχει σχέση με το βρωμοσογο της" Είπε κοφτά

"Πάντως ολοένα και την αποφεύγεις!"

"Την αποφεύγω γιατί ώρες ώρες δε γουστάρω να μας δεί κανείς και βγάλει συμπεράσματα. Ξέρω πως της απαγόρευσαν σχέσεις μαζί μου. Μα από παιδιά ήμαστε σε ένα τόπο!"

"Τη γουστάρεις παραδεξου το!"

"Είναι όμορφη μα ο τρόπος που.."

"Γιώργη πάψε ρε..." τον σκουντηξε ο Κωνσταντής κοιτώντας πίσω του

"Τι έγινε;"

"Κάτι έρχεται.."

"Τι έρχεται ρε και κοιτάς έτσι;" Ο Γιώργης γύρισε απότομα προς τα πίσω

"Μη μου πεις ότι αυτό είναι ..."

"Σκάσε" γρυλισε μέσα από τα δόντια του και έπειτα στόλισε τα χείλη με ένα χαμόγελο "Αρετή; Τι δουλειά έχεις στα αμπέλια; Νόμιζα θα.."

"Πήγαμε και η μαμά με έστειλε να φέρω αυτό... Μου έδειξε το δρόμο αν και νόμιζα ότι θα χαθώ..." παραδέχθηκε διστακτικά

"Κωνσταντής!" ένα χέρι βγήκε πίσω από το Γιώργη και κάνοντας τον στην άκρη πέρασε μπροστά "Χάρηκα! Η Αρετή έτσι;" συστήθηκε και εκείνη του γέλασε

"Η Μαριάνθη είναι αυτή;!" εστουξε αξαφνα ο Γιώργης

"Τι; Που; Που είναι!" Πανικοβλήθηκε αμέσως ο Κωνσταντής και ο Γιώργης γέλασε

"Άντε τράβα ρε καημένε στο οινοποιείο και έρχομαι και εγώ εντάξει;" τον κοροϊδεψε και ο Κωνσταντής τον χτύπησε στη πλάτη , χαιρέτησε την Αρετή με ένα νεύμα και πήγε στη μηχανή. "Μη τον παρεξηγείς. Ψυχαρα είναι απλά του αρέσει να πειράζει το κόσμο... Όσο εύκολα τον βλέπεις να γελά άλλο τόσο εύκολα μπορεί να σου τιναξει τα μυαλά στον αέρα!" Αστειευτηκε μα η Αρετή δε γέλασε στα τελευταία του λόγια "Παράδειγμα φέρνω!"

"Μα.. μα φυσικά!" του είπε ντροπαλά

"Θέλεις να δεις μήπως τ'αμπελια πριν πάμε πίσω;"

"Αν και η μαμά είπε να επιστρέψω πίσω γρήγορα γιατί όχι! Πάντα ήθελα να δω πως γίνεται! Μπορώ να έρθω και στο οινοποιείο;"

"Φυσικά! Θα πάρω την ευθύνη αν αργήσουμε! Πάμε;"

"Αμέ!"

********

"Ώστε ήρθε ο Σήφης έτσι;"

"Ναι Ζήση... Ήρθε και μάλιστα τριγύριζε σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Όπως ακριβώς και ο σκύλος ο αδερφός του!" Αποκρίθηκε χτυπώντας τα χέρια του στο τεράστιο πλατάνι

"Το ξέρει ο πατέρας μου;"

"Δε νομίζω. Ούτε ο δικός μου το ξέρει... Τον είδε ο μπάρμπα Παντελής που μιλούσε με τα κορίτσια στο στενό της εκκλησίας!"

"Τα δικά μας;"

"Ναι. Η αδερφή σου ήταν με την Μαριάνθη και τη Δέσποινα... Δε ξέρω τι έγινε αλλά είπε πως έφυγαν τρέχοντας "

"Θα τον σκοτώσω!"

"Πιστεύεις πως μπορείς!; Συνέλθε λίγο! Πρέπει να ενημερώσουμε τους άλλους! Αν ήταν στο χέρι μου, θα τον σκότωνα εγώ!"

"Είπα την αδερφή μου να μη πλησιάσει κανένα Ραγιά ούτε στο μισό μέτρο, Κυριάκο! Και εκείνη πλησίασε τον χειρότερο!"

"Θαρρείς και δε ξέρεις πως πλαγιάζει το Γιώργη! Μήνες ουρλιάζω Ζήση!'

"Θα της τα κόψω τα ποδαρια!"

"Όπως και να έχει υπάρχει και κάτι ακόμα..."

"Όπως;"

"Γύρισε η κόρη της Λενιώς..." του είπε και ο Ζήσης αστραψε ολόκληρος....

🙄🙄🙄🙄🙄



Υπάρχουν κάποιες προσθήκες στο cast που ξέχασα!

Πάμε λοιπόν!

Ζήσης Μακρής 23 , αδερφός της Στρατούλας


Κυριάκος , αδελφικός φίλος του Ζήση και πνευματικό παιδί του Διονύση 25


Για οποιαδήποτε άλλη προσθήκη, θα συνεχίσουμε στο επόμενο!

Να είστε καλά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top