Κεφάλαιο 19°
~~~~~~~~~~~~~
Πόσο δύσκολο είναι πια;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν είχε ιδέα πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που της είπε και ούτε ήθελε όμως να φύγει μακριά. Εδώ που έφτασαν η ένταση ανάμεσα τους είχε κορυφωθεί ξεκάθαρα και δεν έπαιρνε αναβολή...
Ίσως ποτέ δεν της έδειξε κάποιο σημάδι για τα αισθήματα του, μα από την άλλη, είχε; Η Αρετή εφτασε σε σημείο να πιστεύει πως ίσως όλα αυτά είναι μέσα στο κεφάλι της ή πως απλά κυνηγάει και η ίδια ένα συναίσθημα που δεν υπάρχει για να νιώσει λιγάκι ποθητή... Να νιώσει πως ίσως κάποιος εκεί έξω τη βλέπει με άλλα μάτια και όχι σαν σκεύος ηδονής ή σάκο του μποξ όπως ο πρώην της. Ήθελε να του πει τόσα πολλά μα έστεκε πίσω του σαν σκιά ξέροντας ότι την ένιωθε και αδυνατώντας να μιλήσει. Τι ήθελε τελικά από εκείνον και η ίδια;
Τι αναζητούσε και αυτός με τη σειρά του;
Έπαιζε η φαντασία της παιχνίδια ή ήταν διατεθειμένη τελικά να πάρει πάνω της μια ακόμα αμαρτία ρίχνοντας τα μάτια σε ένα ξένο άντρα;
Η Νανά της είπε να κάνει πίσω και εκείνη βρέθηκε να τρέχει εν γνώση της από πίσω του δίχως να ξέρει γιατί...
Τελικά δεν ήξερε τίποτα αφού όσα ερωτήματα κι αν έθετε η απάντηση ήταν ίδια. Η άγνοια...
"Δε σου οφείλω εξηγήσεις για όσα άκουσες, αλλά..." Βρήκε το σθένος να πει μα σταμάτησε να μιλάει σαν τον είδε να σηκώνεται ενώ σαν γύρισε προς το μέρος της και έκρυψε το φως του ήλιου με το κορμί του, σώπασε μέχρι και η ανάσα της.. Ήταν πελώριος και έχοντας το κορμί του τόσο κοντά στο δικό της , όλη της η άμυνα πήγαινε περίπατο. Ήθελε απεγνωσμένα να του φωνάξει...Να του ζητήσει να πει έστω μια λέξη αλλά εκείνος απλά τη κοίταγε. Έμοιαζε θαρρείς και έψαχνε με τη σειρά του τις λέξεις αλλά στη δική του περίπτωση, υπήρχαν απαντήσεις.
"Μίλησε μου , πες κάτι!" ζήτησε μην αντέχοντας άλλο τη στάση του και η απάντηση που τόσο ήθελε , ήρθε ευθύς αμέσως με πράξεις...
Το χέρι του ανέβηκε σιγά σιγά προς το λαιμό της και φτάνοντας στο κατάλληλο ύψος , τυλίχθηκε σαν φίδι γύρω του. Του ζήτησε να μιλήσει και εκείνος επέλεξε να τη γραπωσει από το λαιμό...
"Έτσι λύνεις εσύ τις διαφορές σου;" παρά τη στάση των κορμιών τους, η Αρετή κρατήθηκε στο ύψος της.
Ήθελε τόσο να του αντισταθεί και το προσπαθούσε μα ήξερε πως ήταν μάταιο. Ούτε η αίσθηση του πνιγμού ήταν αρκετή για να τη κάνει να αντιδράσει πραγματικά ενώ μόλις το χέρι κλείδωσε εντελώς , τη γύρισε αργά αργά προς το νερό. Δεν τη πονούσε και η αλήθεια ήταν πως ακολούθησε οικειοθελώς τη κίνηση του χεριού του, μα το κράτημα του ήταν τέτοιο που και να ήθελε δεν άφηνε περιθώρια διαφυγής.
"Το ξέρεις πως δεν έχεις το δικαίωμα έτσι;" Βρήκε το θάρρος να του πει. "Φιλουσες τη μάνα μου που να σε πάρει!" χτύπησε με τα ελεύθερα χέρια της το στήθος του, δίχως να τη νοιάζει πως τη κρατούσε από το λαιμό και εκείνος προχώρησε αξαφνα. "Δε σε φοβάμαι!"
Στο βήμα του εκείνη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και στα επόμενα , ένιωσε το υγρό νερό να εισχωρεί στα παπούτσια της. Ξαφνικά όλα άρχισαν να αλλάζουν οπτική και εκείνο το "δε σε φοβάμαι" έπαιρνε άλλη μορφή.
"Ορέστη..." κατάφερε και ψέλλισε βλέποντας πως δεν αστειεύεται και σαν ξεστόμισε το ονομα του,την ώθησε ακόμα πιο μέσα. Η ιστορία της κυρά Φροσύνης ξεπήδησε στο μυαλό της ξαφνικά και για μια στιγμή ένιωσε πως την ωθούσε στο θάνατο. Τουλάχιστον έτσι έμοιαζε εκείνη η λίμνη. Σαν ένας τεράστιος κρατήρας που αν πατούσες ένα κουμπί θα άρχισε να περιστρέφεται ρουφωντας τα πάντα στο βυθό της.
"Έχουμε πολλές κυράδες στα ποτάμια και στις λίμνες μας ...." είπε αξαφνα σφίγγοντας τη λιγάκι παραπάνω από το επιτρεπτό "Μα τούτη δω είναι η πιο ξακουστή... Η πιο θανατηφόρα..." Το κορμί της, παραδομένο σε εκείνον, άρχισε να βυθίζεται όλο και περισσότερο προς τα μέσα μα και το δικό του επίσης. Το λασπώδες έδαφος όσο προχωρούσαν εξαφανιζόταν και τα πόδια της βρέθηκαν να πατούν σε χοντρές σταθερές πέτρες. Βήμα εκείνη, βήμα και αυτός έχοντας ακόμα κρατημένο το λαιμό της.
Όσο η στάθμη του νερού ανέβαινε άλλο τόσο ένιωθε ότι το σώμα της διακατέχεται από μια ξαφνική κάψα.
Μια επιθυμία που έσπερνε τη φλόγα και την ανάγκη στο κορμί της.
Πως είναι δυνατόν να σε κρατάει κάποιος από το λαιμό και αντί να ουρλιάζεις για βοήθεια να παρακαλάς να μη σε αφήσει; Ήταν ένα συναίσθημα που βίωνε για πρώτη φορά στη ζωη της και της ήταν δυσνόητο. Το πρόσωπο του είχε μια έκφραση ανεξερεύνητη επίσης. Ήταν καινούρια... Δεν έκλεινε μέσα της ούτε θυμό, ούτε χαρά, ούτε όμως και απάθεια. Τα μάτια του λαμπυριζαν και πίσω από εκείνα τα πυκνά μούσια έβλεπε καθαρά τα σαγόνια του που ετριζαν μεταξύ τους. "Κάθε άντρας σε αυτά τα νερά πέθανε όχι πνιγμένος από το ίδιο το στοιχείο μα από τους ατέλειωτους στεναγμούς του..." Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, την έπιανε ανατριχιλα ενώ κάθε φορά που σιωπούσε αποζητούσε τη φωνή του.
Σίγουρα αυτός ο άντρας ήταν βγαλμένος από τη φαντασία...
Ήταν απλά, άντρας...
Ένιωθε στα δάχτυλα του μια διεκδίκηση ενώ παράλληλα και ένα κίνδυνο άνευ προηγουμένου. Θα μπορούσε κάλλιστα να τη πιέσει και να πνίξει αλλά ακόμα και ο τρόπος που τη κρατούσε έβγαζε περισσότερο ποθο, παρά κίνδυνο...
"Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τρελός... Τρελός και ανήμπορος..." της είπε χαμηλά και εκείνη ένιωσε ένα ελαφρύ τσίμπημα φόβου για πρώτη φορά. Δε σταμάτησε όμως...
Συνέχισε να την ωθεί προς τα μέσα ώσπου σαν έφτασαν αρκετά βαθιά, σταμάτησε απότομα.
Το νερό βύθισε πια τα δάχτυλα του χεριού του και εκείνη ανασηκωσε ελαφρά το κεφάλι έτσι ώστε να μη έρχεται σε επαφή με τα χείλη της.
Τελικά είχαν δίκιο....
Εκείνα τα νερά είχαν ισχυρά ρεύματα από χαμηλά και τα ένιωθε να παρασέρνουν τα πόδια της μα ο Ορέστης κρατιόταν σταθερός σαν βράχος.
"Μη με πονέσεις..." Τον παρακάλεσε ύστερα από τόση ώρα που ήταν αμίλητη και εκείνος τράβηξε απαλά το χέρι του προς τα πίσω, και μαζί με αυτό και το κεφάλι της.
"Πάνω από είκοσι ολόκληρα χρόνια έχω να αγγίξω γυναίκα...και ούτε είχα σκοπό" Παραδέχθηκε μα η παραδοχή του, μόνο θυμό γέννησε μέσα της
"Πως μπορείς και μου λες ψέματα;" τα χέρια της έδιωξαν μακριά κάτω από το νερό μα όσο κι αν τον έσπρωξε, εκείνος δε την άφησε "Άφησε με Ορέστη. Δεν έχω καιρό ούτε για παιχνίδια ούτε για ψέματα. Χόρτασα!"
"Δεν έχω αγγίξει τη μάνα σου..." απάντησε στο θυμό της
"Τη φιλουσες χθες..." Το πρόσωπο της σαν μια καλοδουλεμένη μάσκα άλλαξε αμέσως και φόρεσε τη λύπη. Ήταν πεπεισμένη πως τη κοροϊδεύει.
"Τι θέλεις από μένα παναθεμα σε;" ο Ορέστης τη τράβηξε εντελώς κοντά κλείνοντας την απόσταση τόσο πάνω από το νερό όσο και κάτω από αυτό και εκείνη τον κοίταξε με τα πελώρια μάτια της
"Δε ξέρω..." Παραδέχθηκε "Εσύ; Τι ζητάς εσύ;" ξάφνου και από το πουθενά ένιωσε το άλλο του χέρι να αγκαλιάζει τα οπίσθια της και η ταραχή της, ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο. Μέχρι και εκείνο το κράτημα έβγαζε αγριάδα. Έβγαζε κατάκτηση και διεκδίκηση. Ήταν θαρρείς και κρατούσε κάτι δικό του. Κάτι το οποίο του ανήκει και μπορεί να το κάνει ότι εκείνος θέλει.
Δάγκωσε τα χείλη της και δίχως να σκέφτεται λογικά, άφησε να πόδια της να ανέβουν και τα τύλιξε γύρω του. Σε αντίθεση με εκείνη όμως, στο πρόσωπο του είδε μονάχα κυριαρχία και όχι έκπληξη.
Ήταν σαν να έπαιζαν ένα παιχνίδι κάτω από το νερό ενώ στην επιφάνεια αυτού το θέατρο, κρατώντας τους τύπους.
Το χέρι του ακολούθησε το κορμί της πιέζοντας το πάνω στο δικό του και εκείνη θέλοντας και μη σαν τον ένιωσε, άνοιξε απαλά τα χείλη της.
Με τον αντίχειρα του, πίεσε το σαγόνι της και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι τόσο όσο ήθελε ώστε να εμφανιστεί ο υγρός λαιμός στο σημείο του αυτιού. Η αναμονή μέχρι να τον νιώσει να χαμηλώνει , έσπειρε φλόγες σε ολόκληρο το κορμί της ενώ τα πόδια της πίεζαν πια από μόνα τους, το κορμί του.
Ο Ορέστης δάγκωσε το λοβό του αυτιού της σιγανα και έμεινε εκεί αφήνοντας την ανάσα του να σκάει καυτή παίζοντας μαζί της.
"Ξέρεις τι είναι πιο τρομακτικό από το να σε κρατάω έτσι;" ψιθύρισε αξαφνα και εκείνη κούνησε σιγανα το κεφάλι της "Ότι αν σε κρατήσει κανένας άλλος, θα τον θάψω..." είπε και βάζοντας λίγη δύναμη στο κράτημα του, έφερε το κεφάλι της στα ίσα και τη κοίταξε κατάματα "Μη με αναγκάσεις να γίνω φονιάς..." η Αρετή ήξερε πολύ καλά τι ακριβώς της είπε και τι υπονόησε και ήταν πράγματι τρομακτικό.
"Δεν έγινε τίποτα ανάμεσα μας... Αν και αυτός που χρωστάει εξηγήσεις είσαι εσύ και όχι εγώ..." δεν υπήρχε ειρωνία στα λόγια της. Κάθε άλλο... Έδειχνε εξίσου τη ζήλεια της και ζητούσε με τη σειρά της να ακούσει αυτό που θα απελευθέρωνε τον όλεθρο ανάμεσα τους. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν πως ο Ορέστης έδωσε όρκο στη μάνα της και η τιμή του δεν του επέτρεπε να πει κάτι παραπάνω για το παρελθόν και τις επιλογές ...
"Δεν έχεις να μου πεις τίποτα;"
"Δεν έχω επαφές..."
"Γιατί;"
"Γιατί έτσι... Μη ρωτάς πράγματα που δεν είναι της παρούσης"
"Άφησε με!" θύμωσε και πιάνοντας το χέρι του για πρώτη φορά θέλησε να το απομακρύνει από το λαιμο της.
"Είπα άσε με!" Πιστεύοντας πως τη κοροϊδεύει πια, τον έσπρωξε με τα πόδια της και πάτησε ξανά κάτω. Είχαν δει τόσα μάτια της και τελικά αποδείχθηκε πως εύκολα μπορούσε να κρίνει λανθασμένα "Μόδα είναι να έχετε εδώ μάνα και κόρη; Νόμιζα μόνο στο εξωτερικό υπήρχαν αυτά! Και περνιέσαι για άντρας;" Το χέρι του σηκώθηκε και έμεινε μετέωρο στον αέρα "Χτυπά! Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια! Αλλα δε φταίει κανείς! Εγώ ο μαλάκας φταίω που άφησα τον εαυτό του να πέσει στη γοητεία σου! Έπρεπε να το καταλάβω! Πηδάς τη μάνα μου και είπες γιατί όχι να μη δοκιμάσω και τη νεότερη εκδοχή! Όλοι είστε ίδιοι τελικά!" η αντίδραση της , οδηγούμενη από τη ζήλεια της και εκείνο το καταραμένο φιλί που δεν έλεγε να βγει από το μυαλό της , έβαλαν στη γλώσσα της λόγια που ούτε καν τα σκέφτηκε. Ξεκίνησε να περπατάει ως την όχθη ώσπου πριν φτάσει ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται από πίσω της "Ορέστη άσε με!"
"Έλα δω ανάθεμα σε!" τη τράβηξε με μανία πάνω του ενώ εκείνη άρχισε να παλεύει κυριολεκτικά να απελευθερωθεί
"Παράτα με! Δε θέλω μαζί σου καμια σχ...." η λέξη που δε πρόλαβε ποτέ να τελειώσει μεταμορφώθηκε σε ένα μουγκρητό δίχως τέλος ενώ το σώμα της, βρέθηκε τελικά στην όχθη... Μόνο που βρέθηκε ξαπλωμένο σε αυτή με εκείνον πάνω της να τη κρατάει σταθερά. Τα χείλη του πίεζαν τα δικά της ενώ τα χέρια του κρατούσαν κόντρα το κορμί της στο λασπωμένο έδαφος. Μόλις άνοιξε τα χείλη της για να μιλήσει ένιωσε τη γλώσσα του να εισχωρεί απροσκλητα μέσα της και μόλις τη πίεσε λιγάκι ακόμα, ενέδωσε...
Τα δάχτυλα της τυλίχθηκαν στα δικά του , το κεφάλι της ανασηκώνονταν συνεχώς ψάχνοντας να κλείσει κάθε κενό με το δικό του ενώ εκείνο το φιλί που της χαριζε, ηλεκτριζε κάθε της κύτταρο. Η ανάσα της βάρυνε και όσο εκείνος βάθυνε το φιλί άλλο τόσο η έξαψη έπαιρνε τα ηνία. Πρώτη φορά τη φιλούσε κάποιος με τόσο πάθος.
Έμοιαζε θαρρείς και της έδινε αναπνοή σε κάθε του ώθηση ενώ σαν γύριζε τη γλώσσα του, διεκδικούσε τη δική της αφήνοντας τη ξεπνοη...
Όσο πιο έντονο γινόταν το φιλί τους, άλλο τόσο πιο έντονες ήταν και οι κινήσεις του ώσπου απελευθερώνοντας τα χέρια της, εκείνη τα τύλιξε γύρω από το κεφάλι του και αυτός εισχώρησε τα δικά του κάτω από τη βρεγμένη της μπλούζα. Μόλις οι παλάμες του έφτασαν στα στήθη της, η Αρετή έσπασε το φιλί ψάχνοντας για λίγο αέρα μα μόλις τον βρήκε , τα χείλη του τον έκλεψαν ξανά.
Εκτός από τα νερά που έτρεχαν το μόνο που ακουγόταν σε εκείνο το μέρος ήταν οι γρήγορες αναπνοές και τα μουγκρητά τους. Πάλευαν μεταξύ τους μα η Αρετή έχανε ολοένα και περισσότερο έδαφος. Κάθε άγγιγμα κάθε φιλί, κάθε του κράτημα. Όλα ήταν τόσο περίεργα καινούρια στο κορμί της.
Ήταν σαν να βίωνε για πρώτη φορά ανδρικό άγγιγμα και δεν κατάφερε να κρατηθεί πολύ....
Τα χέρια της κατρακύλησαν στη ζώνη του θέλοντας να τον νιώσει εντελώς στο κορμί της και εκείνος ανταποκρίθηκε μονομιάς. Δεν υπήρχε κανένας άλλος σε εκείνο το χωριό τη δεδομένη παρά μόνο οι δυο τους και αυτό ήταν ξεκάθαρο. Ήδη το κορμι της πηγαινοερχοταν πάνω κάτω από τις ωθήσεις που της έκανε με το σώμα του πάνω από τα ρούχα και το μόνο που ζητούσε ήταν να τον νιώσει...
"Τρέξε όσο θέλεις θα σε πιάσω!!!" Η φωνή του Σήφη και το γέλιο της Αναστασίας από μακριά, τους επανέφεραν βίαια στη πραγματικότητα
"Θεουλη μου!" Η Αρετή τον έσπρωξε και σύρθηκε μέχρι που βγήκε έξω. Ήταν βρεγμένη, κατακόκκινη και τρομαγμένη. "Τι θα κάναμε;" ψέλλισε σαστισμένη βλέποντας στα χέρια του τη σκισμένη της μπλούζα. Ούτε που κατάλαβε ότι την είχε άνοιξε στα δύο.
Θα έκανε σεξ με τον άντρα της μάνας της και μόλις τώρα τη χτύπησε η πραγματικότητα από παντού.
"Μείνε μακριά μου Ορέστη...!" είπε έτοιμη να βάλει τα κλάματα και δίχως να μείνει λεπτό εκεί, έφυγε και άρχισε να τρέχει αντίθετα από το μονοπάτι...
****************
"Δε καταλαβαίνω που πήγε!" η Λενιώ ξεφυσησε ενοχλημένη μα θέλοντας και μη κάθισε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και ο Σήφης ξεκίνησε.
"Ίσως ξέχασε κάτι στα χωράφια. Δε πήρε ούτε το κινητό του. Όπως και να έχει θα χάσουμε το επισκεπτήριο"
"Έχεις δίκιο..."
"Τι έγινε και έφυγε από το τραπέζι;"
"Τίποτα μωρέ Σήφη! Εσύ που ήσουν;" Πήρε θέση η Νανά
"Είχα... Είχα δουλειά"
"Πες της δουλειάς σου να μη σου αφήνει σημάδια στο λαιμό..." Σχολίασε γελώντας ελαφρά και εκείνος την αγριοκοίταξε "Είναι τόσο κρίμα η νεολαία αυτού του τόπου να είναι παραδομένη στα μίση..." συνέχισε ελαφρώς λυπημένη "Ούτε από το σπίτι μπορεί να πάει ο Γιώργης να πάρει τα κορίτσια... "
"Δε φταίμε εμείς Νανά και το ξέρεις καλά"
"Όπως και να έχει σε ένα πόλεμο κερδίζει ο πιο λογικός. Ίσως αν κάνατε και εσείς λιγάκι πίσω..."
"Ποιο ακριβώς είναι το πίσω; Να σταματήσουμε τις δουλειές μας για να χαρεί η Αθηνά και να στρώσουν όλα;"
"Ξέρεις πολύ καλά πως δεν είναι μόνο αυτό στη μέση!"
"Αν λες για το πατέρα του Κυριάκου, τα ήθελε ο κωλος του! Σάπιος βγήκε και ο γιος σαν τον πατέρα!"
"Σήφη!" μίλησε και η Λενιώ "Νεκρός άνθρωπος, σε παρακαλώ μη λες τέτοια..."
"Το ότι κάποιος είναι νεκρός δε σημαίνει πως αξίζει σεβασμό όπως και το ότι μια γυναίκα γίνεται μάνα, δε σημαίνει πως αξιζε να γίνει μάνα... Σε παρακαλώ ας μη πιάσουμε πάλι αυτή τη συζήτηση με τα λανθασμένα στερεότυπα Λενιώ..."
"Τέλος πάντων... Ίσως τα βλέπω διαφορετικά εγώ..."
"Ίσως. Η Αρετή; Νόμιζα θα ερχόταν και εκείνη σήμερα"
"Δεν ένιωθε καλά!" πετάχτηκε η Νανά
"Την είδες;" Απόρησε αμέσως η Λενιώ
"Ναι. Με συγχωρείς, ξέχασα να σου πω..."
"Νόμιζα πως ούτε εκείνη γύρισε αλλά ίσως ήθελε το χρόνο της"
"Όχι. Γύρισε απλά εκείνη την ώρα ήσουν στο μπάνιο. Έκανε μια βόλτα και ξάπλωσε... Μου είπε πως θα κοιμηθεί και ξέχασα να σου πω..."
Το πρόσωπο της Λενιώς άλλαξε αμέσως.
Ήταν θαρρείς και σκεφτόταν πώς ήταν μαζί με τον Ορέστη αλλά ακούγοντας την Νανά να της λέει πως η Αρετή ήταν σπίτι , ηρέμησε μονομιάς. Γυναίκα ήταν... Όσο κι αν έκανε πίσω όλα αυτά τα χρόνια θέλοντας και μη η ζήλεια εμφανίστηκε. Αδικαιολόγητα ίσως αλλά ήταν εκεί. Υπαρκτή.
"Ήταν εντάξει;" ρώτησε τη Νανά και εκείνη ανασηκωσε τους ώμους της
"Φυσικά. Γιατί να μην ήταν; Η Αρετή είναι ένα κορίτσι που πέρασε με τη σειρά της πολλά Λενιώ. Μη το ξεχνάς αυτό... Ναι, δε λέω και εσύ δεν πέρασες εύκολα αλλά εκείνη ήρθε από ένα πολύ σκληρό και βίαιο περιβάλλον... Μερικές φορές θέλει απλά..."
"Βίαιο;" Τους διέκοψε ο Σήφης
"Λυπάμαι Σήφη. Δεν είναι δική μου ιστορία για να τη πω..."
"Ήμουν σίγουρος σχεδόν..." είπε σιγανά
"Γι αυτό σου λέω..." ξαναγύρισε στη Λενιώ "Μη τη πιέζεις... Όλα είναι φρέσκα για εκείνη. Δεν είναι ανάγκη να μεταφράζεις κάθε της κίνηση..."
"Το ξέρω απλώς..."
"Δεν έχει απλώς, Λενιώ. Άφησε την ελεύθερη. Στη τελική, δεν είναι μωρό... Ούτε εσύ είσαι..." της είπε με νόημα "
"Έχεις δίκιο. Ίσως έπραξα απερίσκεπτα. Βασικά δεν χωράει ερώτηση ούτε ίσως... Ξέρω πως έπραξα λάθος..."
"Τον γουστάρεις αληθινά έτσι; Πέρα από τη μπούρδα που βγάζετε προς τα έξω τόσα χρόνια..." είπε αξαφνα ο Σήφης και η Λενιώ ασπρισε
"Σήφη τι λες;"
"Αυτό που κατάλαβες... Μόνο ένας χαζός δε θα το έβλεπε. Σαν συμβουλή όμως θα σου πω ένα πράγμα γιατί σε νοιάζομαι... Δεν είναι ο Ορέστης για αυτά Λενιώ. Κι αν είναι , δε θα επιλέξει να είναι... Αν με καταλαβαίνεις. Μη το πιέζεις..." Αποκρίθηκε και έπειτα σώπασε. Με το δικό του τρόπο της είπε ότι ακριβώς της έλεγε και η Νανά. Ναι μεν άξιζε αρχικά να προσπαθήσει αλλά αποδείχθηκε περίτρανα κι όλας πως ο Ορέστης δε την έβλεπε ερωτικά. Το θέμα ήταν πως η Λενιώ όλα αυτά τα χρόνια έθαβε καλά τα αισθήματα της και πλέον είχε αποφασίσει να διεκδικήσει πάλι τη ζωή...
Καταλάβαινε τι ακριβώς της έλεγαν αλλα από την άλλη θεωρούσε πως και εκείνος ίσως απλά φοβάται...
Επέλεξε να σωπάσει για το υπόλοιπο της διαδρομής και να χαθεί στις σκέψεις της... Δεν είχε νόημα να πει κάτι παραπάνω. Θα άφηνε το καιρό να δείξει και ήταν γραφτό, θα τους ένωνε η ζωή...
******************
Φτάνοντας σπίτι επικρατούσε ησυχία.
Ήξερε πως όλοι ήταν σίγουρα στο νοσοκομείο μα ύστερα από τα τελευταία γεγονότα δεν είχε κουράγιο να αντικρύσει κανένα.
Ήταν έξαλλος...
Δεν έριχνε ευθύνες στην αντίδραση της. Μη ξέροντας το παρελθόν είχε κάθε δίκιο με το μέρος της και ήταν φυσικό να πιστεύει πως εκείνος και η Λενιώ είχαν επαφές αλλά και πάλι, τι να της εξηγήσει;
Πόσο εύκολο ήταν να πεις σε κάποιον πως έμενε με κάποιον άλλο για να τον προστατέψει;
Οι εξηγήσεις όμως δεν ήταν οι μόνες που κατέστρεφαν το μυαλό του.
Το κορμί της...
Η μυρωδιά της...
Η θερμότητα που εξέπεμπε το βρεγμένο της σώμα...
Όλη εκείνη η ένταση και το πάθος...
Πρώτη φορά ένιωθε τόσο ευάλωτος μπροστά σε μια γυναίκα. Πόσο μάλλον όταν αυτή η γυναίκα ήταν αρκετά χρόνια μικρότερη...
Είχε ανάγκη να ζήσει μέσα της.
Είχε ανάγκη να μείνει και να τελειώσει την ύπαρξη του πλάι της...
Από τη πρώτη στιγμή που την είδε ήξερε πως θα ήταν το τέλος του και κάθε μέρα του το έδειχνε όλο και πιο πολύ.
Ακούγοντας εκείνο το παππού να λέει πως τα χέρια του Γιώργη την άγγιξαν, ήταν ότι ακριβώς έπρεπε για να αντιληφθεί τη σημαίνει ζήλεια...
Με τη Μελιά δεν ένιωσε ποτέ κάτι παρόμοιο. Κορόιδευε αυτό το συναίσθημα και πάντα έλεγε πως όποιος αγαπάει αληθινά δε ζηλεύει...
Να που όμως βγήκε ψεύτης...
Όχι απλά ζήλεψε αλλά τρελάθηκε σε σημείο που ήθελε να αρπάξει το Γιώργη και χωρίς να υπολογίσει τίποτα να τον πλακώσει στο ξύλο.
Δεν ήταν μόνο η Αρετή η οποία βάδιζε επί πυρός αλλά και ο ίδιος.
Άρχισε να αναρωτιέται πόσο δυνατά αγάπησε τη Μελιά και αν αυτό που αισθάνεται για την Αρετή είναι αγάπη ή κάτι διαφορετικό.
Το γεγονός πως έφτασε σε σημείο να αμφισβητεί τη μέχρι τώρα ζωή του ήταν αρκετά τρομακτικό για εκείνον...
Γιατί άραγε δεν χάρισε ποτέ στη Μελιά το σαρίκι του μπαρμπά Στυλιανού;
Ο Ορέστης θεωρούσε πάντα εκείνο το ύφασμα ξεχωριστό... Φοβόταν να ατιμασει την υπόσχεση που έδωσε σε εκείνο το γέρο και το κράτησε πάνω του μα όπως αποδείχθηκε η καρδιά μόνη της το φόρεσε στην Αρετή.
Ήταν άραγε παρόρμηση;
Ήταν μοίρα;
Ήταν ψέμα ή αλήθεια;
Ο Ορέστης ήταν αδιαμφισβήτητα εξίσου τρελαμενος με εκείνη απλά είχε ένα διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης που ελάχιστοι καταλάβαιναν.
Σε κάθε περίπτωση όμως ήταν ένας άντρας που τιμούσε τα παντελόνια του και αν έπρεπε να αθετήσει τον όρκο, δε θα το έκανε. Προτιμούσε να ξηγηθει στη Λενιώ και έπειτα να αποκαλύψουν την αλήθεια παρά να μιλήσει πίσω από τη πλάτη της.
Ήταν ακόμα νωπά τα ρούχα του και σέρνοντας τα πόδια του στη σκάλα, ανέβηκε προς τα πάνω.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει μακριά της ο κόσμος να γύριζε ανάποδα.
Παραδόθηκε στο διάολο ψυχή και παρολίγον σώμα και δε το μετάνιωνε...
Αν έπρεπε να φτάσει κοντά στα σαράντα για να βιώσει την αμαρτία, ήταν διατεθειμένος να το πράξει με κάθε κόστος.
Έφτασε μέχρι τη κρεβατοκάμαρα και μπαίνοντας μέσα ένιωσε κάτι διαφορετικό στον αέρα...
Έβγαλε τη μπλούζα του, την άφησε στη καρέκλα και πηγαίνοντας προς τη ντουλάπα είδε κάτι που του τράβηξε τη προσοχή στο κομοδίνο
"Θα τη πνίξω..." ψέλλισε βλέποντας το σαρίκι του αφημένο πάνω και αρπάζοντας το, βγήκε με φόρα έξω οδεύοντας προς το δωμάτιο της.
Της το χάρισε με όλη τη ψυχή του και δε το δεχόταν... Ίσως δεν ήταν εκεί μα θα το έβαζε στη θέση του στέλνοντας της ένα ξεκάθαρο μήνυμα.
Παρόλα αυτά το ήξερε καλά πως με σαρίκι ή χωρίς, δεν άλλαζε τίποτα στο τρόπο που την εβλεπε...
"Ανάθεμα σε για γυναίκα!...." φτάνοντας στο δωμάτιο της εκείνο ήταν άδειο...
Τόσο η βαλίτσα όσο και τα πράγματα της έλειπαν ενώ στο κρεβάτι υπήρχε ένα γράμμα και το φόρεμα που της έκανε δώρο η Λενιώ...
🙄🙄🙄💔🖤🔞❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top