Κεφάλαιο 18°
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αντιδράσεις
Ενοχές
Ζήλεια
Παράνοια
~~~~~~~~~~~~~~
Τα νερά ήταν κρυστάλλινα και πρώτη φορά έβλεπε το συγκεκριμένο μέρος. Όχι πως είχε περπατήσει και πολύ στο χωριό αλλά δε φανταζόταν πως ανάμεσα στα θηριώδη φαράγγια θα υπήρχε κάτι τόσο μαγευτικό. Τελικά η Κρήτη ήταν αμφίβολα ένα μέρος γεμάτο με τα δικά του μυστικά ενώ τα χώματα της, σίγουρα ήταν ιερά με κάθε τρόπο.
Προς μεγάλη της έκπληξη, δε ντράπηκε να βάλει το μαγιό της και να κολυμπήσει πλάι στο Γιώργη. Τον ένιωθε αρκετά κοντά της και σε εκείνον έβλεπε ένα στήριγμα άνευ προηγουμένου. Έναν άνθρωπο που για κάποιο λόγο ένιωθε ότι θα ήταν πάντοτε εκεί δίχως να τη κρίνει και να τη πληγώσει. Εξ αρχής της έδειξε ένα διαφορετικό πρόσωπο και της δίδαξε με το τρόπο του ότι δεν είναι όλοι ίδιοι.
"Μη φοβάσαι... Μέσα είναι τα καλύτερα!"
"Ξέχασε το! Δε μπαίνω εκεί μέσα! Κι αν πλημμυρίσει; Αν δεν υπάρχει διαφυγή;"
"Τώρα ειλικρινά φοβάσαι μια τόση δα σπηλιά; Για να μην αναφέρω το γεγονός πως είμαι μαζί σου!"
"Δε φοβάμαι!"
"Ε τότε; Τι σε σταματάει;" η Αρετή κοίταξε τη σπηλιά και τα νερά που έρεαν ασταμάτητα από την υποτιθέμενη είσοδο και ξεροκαταπιε. Δεν ήταν λίγους μήνες πριν όταν ο Νίκολας τη παρέσυρε σε έναν υπόνομο στη Νέα Υόρκη που έμοιαζε ακριβώς με μια τεράστια σπηλιά...
"Γιώργη; Δεν αισθάνομαι άνετα εκεί μέσα..." είπε εν τέλη αφήνοντας στην άκρη το ύφος "Σε παρακαλώ μπορούμε να μη μπούμε;" με ένα μακροβουτι βρέθηκε αμέσως πλάι της και εκείνη αναστεναξε "Συγνώμη ... Απλώς έχω κακές εμπειρίες από μέρη σαν αυτά. Δε μπορώ τους μικρούς κλειστούς χώρους..."
Το ζεστό του χαμόγελο, αγαλλιασε τη καρδιά της και έτσι όπως ήταν κοντά, τον αγκάλιασε.
"Είμαι εδώ για οπότε θέλεις να μου μιλήσεις ... Ένα πράγμα μόνο να θυμάσαι.... Κανείς ποτέ ξανά δε πρόκειται να σε πειράξει, Αρετή μου. Αυτό πίστεψέ το και άσε τον εαυτό σου να ζήσει λίγο..." Η Αρετή απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και κολύμπησε ως την άκρη. Ήταν γλυκός και τόσο τρυφερός. Όλα όσα έλειπαν από τον Ορέστη τα είχε πάρει ο Γιώργης. Τα πονηρά γεμάτα χιούμορ βλέμματα, την αφέλεια, την ειλικρίνεια σε πολλά πράγματα αλλά και την ίδια τη ζωή... Μέσα στα μάτια του έβλεπες τη ζωντάνια σε κάθε στιγμή τους ενώ στου Ορέστη, το ατέρμονο γκρίζο ...
"Ώρες ώρες αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να είσαι γιος του Ορέστη" Χαριτολογησε εξωτερικευοντας τις σκέψεις της και ο Γιώργης τη πλησίασε
"Πήρα από το Σήφη!"
"Δε σε μπορώ άλλο το ξέρεις;" τον κοροϊδεψε ρίχνοντας λίγο νερό στο πρόσωπο του και εκείνος κάνοντας τον θυμωμένο την έπιασε από τη μέση
"Μη τολμήσεις να με γαργαλησεις σε σκότωσα!" τον προειδοποίησε μα εκείνος αντέδρασε εντελώς αψυχολογητα. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως τον είχε ψυχολογησει η ίδια....
"Είσαι τόσο γαμημενα όμορφη..." είπε σιγανά ενώ την ίδια στιγμή, ώθησε το κορμί της κοντά του. Δε χωρούσε αμφιβολία πως ο Γιώργης ήταν ένας άντρας πραγματικά όμορφος. Βγαλμένος ίσως εξωτερικά από κάποια σελίδα περιοδικού μα στα δικά της μάτια, ήταν απλώς ο Γιώργης και ένιωσε εντελώς απροετοίμαστη και μπερδεμένη από τη συμπεριφορά του
"Ξεκόλλα..." ήταν το μόνο που κατάφερε να πει "Δεν... Δεν είναι αστείο ..." η Αρετή γύρισε τη πλάτη για να φύγει έξω από το νερό και εκείνος τη τράβηξε πάνω στο κορμί του εκ νέου
"Τίποτα; Πες μου απλά ότι δεν αισθάνεσαι τίποτα και θα σβήσω αυτή τη μέρα..." Ψιθύρισε μέσα στα βρεγμένα της μαλλιά ενώ τα δάχτυλα του έπαιζαν με τη σπονδυλική της στήλη κάτω από το νερό. Τα αγγίγματα του ήταν άκρως αισθησιακά και θα μπορούσαν να κάνουν κάθε κορμί να λιώσει μα η Αρετή ήξερε καλά πως δε τα εννοούσε. Τουλάχιστον αυτό πίστευε ακράδαντα μέσα της.
"Νοιάζομαι... Αγαπάω... Νιώθω πολλά αλλά..." απάντησε ύστερα από λίγο ήρεμη
"Με άλλο τρόπο έτσι;" Τη συμπλήρωσε ελαφρώς απογοητευμένος
"Μην απομακρυνθείς από μένα Γιώργη. Συγνώμη αλλά..."
"Πως θα μπορούσα να απομακρυνθω βρε βλάκα;" χαριτολογησε κρύβοντας τον θιγμένο ανδρισμό του.
"Ει! Ραγιά εσύ είσαι εκεί;" η φωνή ενός μπάρμπα έσκασε στα αυτιά τους διακόπτοντας την άβολη στιγμή, και λίγο αργότερα είδαν τη φιγούρα ενός παππού. Η Αρετή αμέσως μαζεύτηκε και εκείνος γέλασε
"Αχ, νιάτα! Συγνώμη που σας διέκοψα!"
"Ήντα κάνεις στις ερημιές μπάρμπα Δημητρό;"
"Έβγαλα βόλτα τη κατσίκα και η ρημαδα μου έφυγε!" Ο Γιώργης γέλασε και η Αρετή επίσης "Δε βγαίνεις να βάλεις ένα χεράκι; Άντε για θα φέρω πεσκέσι ένα ολόκληρο τυρί στο πατέρα σου!"
"Αν θα πιάσω τη κατσίκα στα χέρια μου, ψητή θα τη κάνω αλλά ας οψεται!"
"Γιώργη πάψε θα σε ακούσει!" Τον τσίμπησε η Αρετή
"Βγαίνω μπάρμπα Δημητρό! Μισό λεπτό! Γύρνα να βγει και η Αρετή!"
"Ααααα δε σε γνώρισα καλή μου! Η κόρη της Λενιώς; Ατιμε... Το τυλιξες το κορίτσι;!"
"Σσς! Έλα πάμε να βρούμε την αναθεματισμενη τη κατσίκα κι αστα αυτά!" τον μάλωσε βγαίνοντας πρώτος και ύστερα γύρισε στην Αρετή "Ντύσου και σε δέκα είμαι πίσω. Αν δε γυρίσω τράβα ευθεία το μονοπάτι και πες ότι με γκρεμοτσακισε μια κατσίκα!" Αστειευτηκε βάζοντας τα ρούχα του και μόλις ετοιμάστηκε πήρε στο κατόπι το παππού.
Ξάφνου γαληνεψε γύρω της ολόκληρη η πλάση... Τα νερά είχαν άλλο ήχο, τα κλαδιά απέκτησαν άλλη υπόσταση και έμοιαζε με παράδεισο που πριν δεν είχε τη δυνατότητα να παρατηρήσει εξολοκλήρου.
Αν και θα μπορούσε να αφήσει τα λόγια του Γιώργη να την καταβάλουν και να την κάνουν να νιώσει χειρότερα , ήξερε καλά πως σίγουρα ήταν μια αίσθηση της στιγμής γιατί πολύ απλά, ποτέ δεν έτυχε να ερωτευθεί πραγματικά. Ήταν εύκολο λοιπόν για εκείνον να ρίξει τα συναισθήματα του πάνω της και η Αρετή ένιωσε πως πίσω από την εξομολόγηση του, σίγουρα ήταν αυτός ο λόγος. Εκτός αυτού δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να νιώθει άβολα και απέναντι στο Γιώργη από δω και πέρα γιατί αυτό θα σήμαινε ότι το κόκκινο καμπανάκι, έφτασε στο κίνδυνο.
Προτίμησε να κρατήσει τα λεγόμενα του σαν μια παρόρμηση της στιγμής και ύστερα από λίγη ώρα, βγήκε όπως ακριβώς της ζήτησε και ντύθηκε. Δε πήρε μαζί της κινητό ούτε φορούσε ρολόι με αποτέλεσμα να έχει χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Ένα ήταν σίγουρο όμως...
Πέρασε πραγματικά υπέροχα και ήταν κάτι που είχε βαθιά ανάγκη ...
**************
Κοίταζε για ώρα το πρόσωπο της στο καθρέφτη σκεπτόμενη τα αλλοτινά της νιάτα. Τα ατίθασα μαύρα μακριά μαλλιά και το λυγερό κορμί της. Πόσο πολύ αλλάζουν τα χρόνια έναν άνθρωπο τελικά και πόσα από αυτά παραμένουν σαν διπλό βάρος στις πλάτες, αναρωτήθηκε βγάζοντας έναν αναστεναγμό και πιάνοντας τη χτένα ξεκίνησε να βουρτσίζει τα μαλλιά της.
Η Νανά είχε απόλυτο δίκιο...
Βυθίστηκε τόσο πολύ στην ιδέα να ξεχάσει τον Παυλή που για χάρη του θα έθετε την Αρετή σε μια κατάσταση που σίγουρα δεν ήθελε. Ήταν ο μόνος αντιπερισπασμός όμως για να ξεχάσει όσα έγιναν εκείνο το βράδυ αλλά και το επόμενο...
Έπαιξε και έχασε με τον Ορέστη σε μια τελική μάχη ενώ τα μέσα της εξακολουθούσαν να παλεύουν και με τη μορφή του Παυλή ο οποίος δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Ο πρώτος και παντοτινός έρωτας που έμελλε να χαθεί και να σβήσει γιατί το αποφάσισαν άλλοι...
Η γυναίκα μέσα της ήταν θιγμένη από κάθε άποψη και πλευρά. Τόσο από την άρνηση του Ορέστη όσο και από το παρελθόν που ξεπήδησε μπρος στα μάτια της. Ήταν τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να πνίξει που ένιωθε χαμένη τις περισσότερες ώρες της μέρας ενώ οι σκέψεις που έκανε δεν βοηθούσαν διόλου για να ηρεμήσει.
Δύο μέρες τώρα της έτρωγε τα σωθικά εκείνη η άκρη από το σαρίκι στο παντελόνι της Αρετής. Η γυναίκα του Σαρρή της είπε ότι ο γιος της δε της φόρεσε τίποτα ενώ η ίδια η Λενιώ θα ορκιζόταν πως ήταν του Ορέστη. Ίσως ήταν σκοτεινά και ίσως απλά προεξείχε μια γωνιτσα αλλά εκείνοι οι διαολεμενοι κόμποι ήταν ίδιοι...
Εκείνο το σαρίκι δε το αποχωρίζοταν ποτέ και προς διαολεμενη σύμπτωση, δύο μέρες είχε να το βάλει στο τζιν του.
Δεν ήθελε να πιστέψει επουδενί πως ήταν το ίδιο...
Το μυαλό της δεν ήταν καν σε θέση να επεξεργαστεί μια τέτοια είδηση και η γυναικεία φύση της, ένιωθε προδομένη.
Χτένισε τα μαλλιά της από το μεσημεριανό ύπνο, έβαλε καθαρά ρούχα και ετοιμάστηκε για να κατέβει κάτω. Όλοι ήταν σπίτι εκτός από το Σήφη ο οποίος έλειπε απο τη προηγούμενη. Ο Κωνσταντής ήταν σαφώς καλύτερα και το τραπέζι στο σπίτι έπρεπε να στρωθεί.
Λίγο πριν ανοίξει τη πόρτα, ηρέμησε τον εαυτό της προσπαθώντας να τον πείσει ότι όλα ήταν μέσα στο μυαλό της και έτοιμη πια, στόλισε ένα χαμόγελο στα χείλη της, και ξεκίνησε...
*******************
"Ει! Ποιος σου είπε να σηκωθείς!"
"Είσαι σοβαρός τώρα; Ξέρεις τι ώρα είναι; Ξέρεις πόσες ώρες λείπω; Αν η μάνα μου δεν ήταν στο κόσμο της σίγουρα θα είχε πάει να με ψάξει στην αστυνομία ..."
"Ένα ακόμα..." Την άρπαξε από τη γυμνή της μέση πριν καν βάλει τα ρούχα της και τραβώντας τη δυνατά , τη ξάπλωσε πάλι πάνω του. Πέρασαν όλη τη νύχτα μέσα στις σπηλιές που υπήρχαν κοντά στη λίμνη των στεναγμών.
"Ξέχασε το ..."
"Πως μπορείς και είσαι τόσο απότομη μαζί μου μικρέ διαολε;" ρώτησε χαϊδεύοντας το κορμί της "Σε έκανα δική μου απόψε..."
"Απόψε.!" επισήμανε και μόλις πήγε να σηκωθεί, τη γραπωσε, τη γύρισε απότομα και τη ξάπλωσε ανάσκελα
"Αναστασία;" το όνομα της βγήκε εντελώς σοβαρά από τα χείλη του και εκείνη σοβαρεψε με τη σειρά της κοιτώντας βαθιά μέσα στα μάτια του. Ήταν παρθένα και ούτε που της φαινόταν τελικά μα όχι απλά δε το έδειξε, αλλά τον τρέλανε και με τα τσαλιμια της. Όλα αυτά μέχρι να ξημερώσει όπου και φόρεσε το προσωπείο της αποκτώντας μια πιο ψυχρή στάση.
"Σήφη τι θέλεις από μένα;" ρώτησε με εκείνον να εισχωρεί ανάμεσα στα πόδια της
"Εσένα..." της είπε δίχως ενδοιασμούς "Όλα τα θέλω από σένα... Θέλω να ρουφάω τις σταλες απο τον ιδρώτα του κορμιού σου καθώς σου κάνω έρωτα πρωί βράδυ... Θέλω να σε γευομαι συνέχεια χωρίς σταματημό μικρή... Θέλω να μου σπας τα νεύρα με τη συμπεριφορά σου και έπειτα να τιθασεύω τούτο το σώμα και τη ψυχή σου..." Ξάφνου και από το πουθενά , τον είδε να σηκώνει το χέρι του και έπειτα το κοίταξε τρομαγμένη "Τελείωσε μικρή..." της είπε σθεναρά και σκύβοντας προς τα χείλη της, άφησε το σαρίκι του, να αγκαλιάσει το κεφάλι της. Ποτέ της δε πίστευε πως ο Σήφης θα ήθελε κάτι παραπάνω από εκείνη. Ήταν ξακουστός γόης στο χωριό και όλοι ήξεραν πως είχε συνευρεθεί με τα μισά Χανιά. Ναι , ήταν ένας πολύ γοητευτικός και όμορφος άντρας μα η Αναστασία είχε ορκιστεί στον εαυτό της να μείνει μακριά από τέτοιους...
Ένιωσε τα πόδια του να ανοίγουν περισσότερο τα δικά της και τα χείλη του να προσγειώνονται στον γυμνό της λαιμό φιλώντας τον . Ενέδωσε θέλοντας και μη μόλις τη δάγκωσε. "Ποτέ δεν αγάπησα μικρή..." Της ψιθύρισε ενώ την ίδια στιγμή το μόριο του, βρήκε τη φωλιά της "Ούτε έμαθα να ποθώ έτσι ..." Ένιωσε τη πίεση που άσκησε στα τοιχώματα του κόλπου της και αναστεναξε μέσα στο αυτί του "Παιξτο όσο αντράκι θες... Στα δικά μου χέρια, πάντα θα γίνεσαι η γυναίκα μου..." Ο Σήφης μπήκε μέσα της για πολλοστή φορά από τη προηγούμενη μέρα μα τούτη ήταν εντελώς διαφορετική. Τώρα απαιτούσε την αυτοπαράδοση της καρδιάς της και όχι απλά του κορμιού της. Όχι πως υπήρχε περίπτωση να την αφήσει... Πέντε χρόνια πέρασαν από τότε που την έβαλε στο μάτι αλλά δυστυχώς ήταν τέτοιες οι καταστάσεις που δε του επέτρεπαν να κινηθεί διόλου.
Η σπηλιά που κρύφτηκαν γέμισε ξανά με αναστεναγμούς.
Ο Σήφης της έκανε έρωτα και όχι σεξ ενώ πλέον πάνω στο κορμί της, υπήρχε η σφραγίδα του...
Για έναν άντρα δεν υπήρχε μεγαλύτερη έκσταση από το να παίρνει το γυναικείο κορμί που τόσο λαχταρησε με δόξα και τιμή... Να το παίρνει με εκείνο να αποδέχεται ποιος είναι ο κύριος του...
Δεν ήταν φαλλοκρατης μα η γυναίκα που θα επέλεγε δίπλα του, ήθελε να είναι ένα θηλυκό ολοδικο του και για αυτό, ήταν ικανός να γίνει ακόμα και φονιάς.
Η Αναστασία σταμάτησε ξαφνικά και κλείνοντας το πρόσωπο του στις παλάμες της τον κοίταξε λαχανιασμενη "Μη με πληγώσεις..." ζήτησε επισφραγίζοντας ανοιχτά πια με το φόβο της τη "συμφωνία" που έκανε μαζί της και εκείνος δάγκωσε τα χείλη του κοιτώντας τη
"Κάλιο να ποθάνω παρά να δω τούτα τα μάτια σου θλιμμένα..."
********************
Καθόταν ολομόναχη στη κουζίνα πίνοντας το καφέ της και βυθισμένη σε χιλιάδες σκέψεις.
Ο ερχομός του Παυλή σίγουρα δεν ήταν για καλό πόσο μάλλον με τον δεύτερο να διεκδικεί και τη θέση του στα οινοποιεία. Ήθελε τόσο να του βάλει τις φωνές κι ας ήταν μεγαλύτερος από εκείνη αλλά ήξερε πως δε την έπαιρνε. Είχε κάθε δικαίωμα παρά τα όσα έγιναν.
Ένα πράγμα που κάνεις δεν ήξερε για την Αθηνά ήταν πως ίσως έδειχνε ψυχρή και κακιά μα καταβαθος έφαγε πολλες κατραπακιες από παιδί...
Όλοι ήξεραν πως ποτέ δεν αγάπησε το Διονύση και ήταν απλά ένα αναγκαστικό προξενιό για το χρήμα και αυτό από μόνο του την έκανε να νιώθει περίεργα στο χωριό. Βέβαια με τα χρόνια έγινε σεβαστή αλλά και πάλι η ρετσινιά είχε κολλήσει στο δέρμα.
Η Αθηνά έκανε πολλά λάθη....
Τόσα πολλά που ανάθεμα τη , ήταν αδύνατο να μετρηθούν στο ένα χέρι.
Πέρα όμως από τα λάθη , πέρα από το μίσος και τις κακίες, ένα πράγμα ήταν αληθινό μέσα της και δεν έλεγε να σβήσει... Ο έρωτας... Το πάθος για έναν άντρα που μπήκε στη ζωή της απ' το πουθενά και τα έφερε όλα τούμπα.
Ήταν τόσο μικρή και νέα σαν τον πρωτοείδε να σκάει μύτη στο χωριό. Τότε την είχαν παντρέψει με τον Διονύση μα τα μάτια της, δεν ήταν κλειστά ούτε τυφλά...
Δεν την ενδιέφερε που έκανε την ίδια δουλειά με τη δική τους. Ήθελε απλά να τον βλέπει. Ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ να τον έχει μα αυτό δε της απαγόρευε να ονειρεύεται. Ποια κοπέλα δε θα το έκανε έχοντας πλάι της έναν άντρα που δεν αγαπά;
Δυστυχώς όμως η έχθρα ανάμεσα τους έβγαλε βαθιές ρίζες με το θάνατο της Μελιάς και εκείνη βρέθηκε στο στόχαστρο από τότε. Ποτέ δε πίστευε πως ο Μάρκος θα έπραττε μια τέτοια κτηνωδία μα να που το έπραξε και κατέληξε νεκρός. Δεν ήταν αθώα. Και η Αθηνά είχε μερίδιο ευθύνης για πολλά μα δε θα τολμούσε ποτέ να δώσει εντολή να σκοτώσουν μια λεχώνα.
Ίσως έκανε όνειρα να βρεθεί κάποια στιγμή με τον Ορέστη μα τα κρατούσε σαν όνειρα και τίποτα παραπάνω...
Όνειρα που με τα χρόνια έγιναν πέτρες μέσα της σαν τον πλάγιασε η Λενιώ. Ονειρα που μόνο τότε έγιναν αληθινό μίσος...
"Πολύ σκεπτική είσαι..." ανοιγοκλεισε τα βλέφαρα της και γυρίζοντας είδε το Ζήση να μπαίνει στη κουζίνα μαζί με το Κυριάκο "Τι συμβαίνει;"
"Τίποτα. Σηκώθηκα απλώς νωρίτερα και τώρα αισθάνομαι λιγάκι κουρασμένη... Η Στρατούλα;"
"Πήγε από το πρωί στη Μαριάνθη και μαζί θα πήγαιναν να δούνε τον Κωσταντή στο νοσοκομείο το απόγευμα..."
"Μάλιστα ..."
"Μάνα μην αρχίσεις! Ξέρεις πολύ καλά πως δε τον γουστάρω αλλά δέκα εναντίον ενός, είναι ανανδρεία!"
"Δέκα;"
"Ναι... Ο Κωνσταντής από ότι έμαθα μίλησε και είπε πως του την έπεσαν δέκα μανταχαλοι την ώρα που πήγαινε στην Μαριάνθη..."
"Με τόσες μαλακίες που έκανε όλο και κάποιος θα έφτανε στο αμήν!"
"Κυριάκο!" Φώναξε η Αθηνά και εκείνος σώπασε αμέσως "Μπορεί να τον ήθελα νεκρό και δε το κρύβω αλλά ο αληθινός άντρας πάει πρόσωπο με πρόσωπο! Επίσης ο αληθινός άντρας δεν αγγίζει μια γυναίκα παρά τη θέληση της!" Πέταξε επιτέλους κάτι που κρατούσε καιρό και εκείνος μαζεύτηκε αμέσως
"Λοιπόν, εμείς φεύγουμε μάνα... Θα έρθει και ο θείος στα χωράφια σήμερα..."
"Αυτός μας έλειπε. Τέλος πάντων. Να προσέχετε!"
Τα αγόρια έφυγαν και η Αθηνά μένοντας μόνη συνοφρυωθηκε και σηκώθηκε . Δεν ήταν του χαρακτήρα της Βιολέτας να κάνει κάτι τέτοιο. Από την άλλη, ναι μεν ήθελε και η ίδια να αποτρέψει το Κωσταντή από τη Μαριάνθη και έβαλε το χεράκι της αλλά το να στείλει δέκα εναντίων ενός, ήταν υπερβολή ακόμα και για εκείνη.
Αποφασισμένη να μάθει εν μέρη τι ακριβώς έγινε, πήγε ως το τηλέφωνο, έψαξε τον αριθμό και την κάλεσε...
****************
"Μόνο ο Σήφης λείπει. Περίεργο..." Σχολίασε η Νανά βάζοντας και το τελευταίο πιάτο στο τραπέζι. "Όπως και να έχει αν πεινάσει θα έρθει! Πως περάσατε;" ρώτησε μα πριν απαντήσουν, μπήκε μέσα και ο Ορέστης
"Πήγαινε να πλυθείς και έλα, έτοιμο είναι το φαγητό..." έσπευσε να πει η Λενιώ σαν τον είδε
"Στραβος είναι μωρέ Λενιώ;!" απόρησε η Νανά μαζί της
"Μυρίζει τέλεια πάντως!" Πετάχτηκε ο Γιώργης τσιμπώντας ένα μπούτι από το κοτόπουλο
"Ο θείος;" ρώτησε η Αρετή βλέποντας την απουσία του Φώτη
"Ο θείος πήγε στο δήμαρχο και θα φάει εκεί είπε. Μετά θα πάει σίγουρα στο καφενείο και δε συμμαζευεται..." Η Αρετή έδειχνε σαφώς πιο ήρεμη και η Νανά το παρατήρησε αμέσως "Λοιπόν; Πως περάσατε;"
"Και ποιος σου είπε εσένα πως ειμασταν μαζί;" τη κοροϊδεψε ο Γιώργης και η Νανά σήκωσε το φρύδι και τον αγριοκοίταξε ενώ την ίδια στιγμή εβγαινε και ο Ορέστης από τη κουζίνα
"Ήρθατε πίσω σχεδόν βρεγμένοι και χαχανιζοντας και θέλεις να μου πεις ότι ... Ποιος είναι ;" έκοψε το λόγο της σαν άκουσε το κουδούνι
"Κάτσε πάω να δω..." Η Λενιώ πήγε ως τη πόρτα και σε λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε μια γνώριμη φωνή
"Ωχ..." ψέλλισε ο Γιώργης και η Αρετή ανασηκωσε τους ώμους
"Συγνώμη που διακόπτω!"
"Μα τι είναι αυτά που λες μπάρμπα Δημητρό! Αν θέλεις το τραπέζι μας είναι ανοιχτό, πέρασε μέσα" η Λενιώ τον άφησε να περάσει στο καθιστικό και εκείνος μπήκε φορτωμένος με ένα πεσκέσι
"Ααααα, μοσχομυριζει! Δυστυχώς με περιμένουν στο καφενείο αλλά όπως υποσχέθηκα , ορίστε!" Άφησε στο τραπέζι ένα τυρί τυλιγμένο σε λευκό τραπεζομάντηλο και τους κοίταξε
"Τι είναι αυτό;" ρώτησε η Λενιώ περίεργα
"Τούτο το σκασμενο με βοήθησε να βρω το Κατερινιώ! Το έχασα σήμερα στη λίμνη!"
"Ο Γιώργης;" Απόρησε η Νανά ενώ ο Ορέστης κοιτούσε σιωπηλός
"Ναι! Έκανε μπάνιο με το όμορφο το κορτσούδι από δω σαν πιτσουνακια αλλά παρόλα αυτά βγήκε και με βοήθησε!"
"Μπάρμπα Δημητρό μη λες τέτοια!" τον έκοψε κατακόκκινος ο Γιώργης ενώ η Αρετή κομπιασε
"Άιντε βρε ζούδι! Θαρρείς και δε σας είδα αγκαλιά μέσα στη λίμνη, είμαι γέρικο σκαρί βρε σκασμενο! Ξεχωρίζω από χιλιόμετρα τον έρωτα! Όπως και να έχει, να φοράτε μαγιό γιατί έχει ψάρια εκεί μέσα! Τέλος πάντων ! Υποσχέθηκα ένα πεσκέσι και να το!"
Ο Γιώργης έριξε ένα φοβισμένο βλέμμα στη Λενιώ καθώς η αντίδραση της, ήταν και ο μεγαλύτερος του φόβος ενώ απέναντι ακριβώς, ο πραγματικός τρόμος τον κοιτούσε σιωπηλός.
"Δε φεύγεις σιγά σιγά μπάρμπα που σε περιμένουν κι όλας;" πετάχτηκε η Νανά ξεροβηχωντας
"Νανα δε ντρέπεσαι;" ψέλλισε σιγανα η Λενιώ θεωρώντας ανάρμοστη τη συμπεριφορά της
"Βρε άκου με που σου λέω ..." συνέχισε έχοντας ένα αμήχανο χαμόγελο στα χείλη
"Λοιπόν, φεύγω! Ευχαριστώ και πάλι μικρό σκασμενο και στο γάμο σου θα το κάψουμε! Ορέστη μου , να χαίρεσαι το παλικάρι σου αλλά και τη νύφη!" του έκλεισε το μάτι δείχνοντας την Αρετή και χαιρετώντας ολόγυρα, γύρισε προς τη πόρτα με τη Λενιώ να τον συνοδεύει προς τα έξω.
"Μάλιστα.... Ποιος θέλει, ρύζι;" πήρε το λόγο η Νανά κοιτώντας τους με ένα φοβισμένο βλέμμα ενώ ο Ορέστης κατέβασε με μιας τρία σφηνάκια ρακή
"Κανείς;"
"Τι έλεγε ο μπάρμπας Γιώργη;!" η Λενιώ μπήκε στη τραπεζαρία γεμάτη απορία
"Τίποτα βρε μαμά! Αν είναι δυνατόν!" Μίλησε για πρώτη φορά η Αρετή
"Εδώ είπε ότι σας είδε να κάνετε μπάνιο γυμνούς! Τρελαθηκατε;! Όχι πως... Εννοώ, νέα παιδιά είστε και ... Είναι φυσιολογικό. Ο έρωτας καμία φορά.." η καρέκλα του Ορέστη σαν σύρθηκε την έκανε να πάψει να μιλά ενώ η Νανά ξεροκαταπιε από απέναντι
"Γιατί... Γιατί σηκώθηκες;"
"Τελείωσα"
"Μα ακόμα δεν αρχίσαμε..."
"Είπα τελείωσα" επανέλαβε και χωρίς να ρίξει βλέμμα σε κανένα, άρπαξε το καπνό του και έφυγε από την εξώπορτα
"Μια ωραία ατμόσφαιρα..." ψέλλισε μέσα από τα δόντια της η Νανά η οποία κατάλαβε πια πως το κακό είχε γίνει και γυρισμος δεν υπήρχε για καμιά πλευρά. Ούτε από της Αρετής αλλά ούτε και από του Ορέστη.
"Τώρα τι έπαθε;" Αναρωτήθηκε η Λενιώ φωναχτά
"Έχει κι αυτός τις δικές του έγνοιες μωρέ Λενιώ!"
"Και ποιες είναι αυτές ώστε να αφήσει το τραπέζι μωρέ Νανά;"
"Καλύτερα να πάω να δω τι κάνει..." Ο Γιώργης σηκώθηκε
"Εσύ πρώτα θα μου πεις γιατί ήσουν γυμνός μαζί της και μετά! Μήπως το σαρίκι ήταν δικό σου; Έχετε σχέση; Αυτό είναι! Γι αυτό όλα είναι τόσο περίεργα! Είστε ζευγάρι!"
"Ρε μάνα!" Πετάχτηκε και η Αρετή εκτός εαυτού "Δεν ήμασταν γυμνοί ανάθεμα! Γιατί πρέπει όλα να μπλέκονται τόσο πολύ σε αυτό μέρος;! Ένα μπάνιο κάναμε για το Θεό!" Φώναξε εκνευρισμένη και σηκώθηκε "Νομίζω χόρτασα και εγω!"
"Που πας;!"
"Να πάρω λίγο αέρα!"
Η Αρετή έφυγε και η Λενιώ κοίταξε το Γιώργη ο οποίος σηκώθηκε και αυτός
"Μη με κοιτάς! Της τρελής γίνεται εδώ μέσα ώρες ωρες. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο και μετά να φύγω να πάρω τα κορίτσια..."
"Τι κατάλαβες;" Τη ρώτησε η Νανά μόλις έμειναν μόνες. "Μείναμε εμείς και ένα τραπέζι...."
"Τώρα τι έκανα;"
"Λενιώ; Συμπεριφέρεσαι σαν χαζή ώρες ώρες και ξέρω καλά πόσο έξυπνη είσαι! Μη μου πουλάς εμένα παραμύθια! Τι ήταν αυτά που έλεγες μου λες; Γιατί τσιτωσες τη κατάσταση; Τι διάβολο έπαθες;!"
"Εσύ φταις που μου φούσκωσες τα μυαλά!" φώναξε εν τέλει "Μια χαρά ήμουν τόσα χρόνια!"
"Εγώ ώθηση σου έδωσα! Αν δε σε θέλει ο άλλος δε μπορείς να το ζορισεις!"
"Η κόρη μου όμως μπορεί ετσι;"
"Τι ειναι αυτά που λες;!"
"Το σαρίκι που κρατάει νομίζω είναι του Ορέστη Νανά..." είπε λυπημένη και κάθισε "Κοντεύω να τρελαθώ μέρες τώρα..." συνέχισε δακρυσμένη "Δε μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σωστά; Με τη κόρη μου;"
Η Νανά έχασε τα λόγια της...
Τελικά υπήρχε εξήγηση και μάλιστα αρκετά καλή για τις πράξεις και τα λόγια της Λενιώς. Ζήλεψε και μάλιστα την ίδια της, τη κόρη. Τουλάχιστον έτσι το είδε η Νανά.
"Νομίζω ότι δε σκέφτεσαι καθαρά..." ήταν το μόνο που κατάφερε να πει για να την ηρεμήσει "Τόσα αγόρια έχει το χωριό. Και στη τελική και να είναι δικό του, ποιος σου λέει πως δε της το χάρισε η πως υπάρχει κάτι ερωτικό από πίσω; Ίσως τη βλέπει σαν... Δε ξέρω. Σαν κόρη του βρε Λενιώ.." η Νανά αν και θέλησε με τα λόγια της να την κάνει να ηρεμήσει, καταβαθος ήξερε καλά ότι όλα ήταν ψεύτικα. "Και γιατί σκας τόσο πολύ μου λες; Ωραία γυναίκα είσαι και ελεύθερη τόσα χρόνια! Δε φτάνει πια αυτή η κατάσταση; Σε προστάτεψε αρκετά τότε..."
"Νομίζω πως τον αγαπάω..."
"Εννοείται τον αγαπάς αλλά γιατί τον έχεις συνηθίσει στη ζωή σου. Ηρέμησε να χαρείς και μη σπέρνεις προβλήματα από το πουθενά εντάξει; Είμαι σίγουρη πως τα αναλύεις όλα υπερβολικά πολύ και κοίταξε που φτάνουμε..."
Η Λενιώ αναστεναξε
"Έχεις δίκιο..."
"Είδες; Άντε πήγαινε να ντυθείς και θα μαζέψω το τραπέζι μόνη μου. Όπου κι αν πήγαν όλοι, θα γυρίσουν αργά η γρήγορα. Σε δύο ώρες φεύγουμε για τα Χανιά..."
********************
Κλωτσούσε τα χόρτα και τις πέτρες εκνευρισμένη με όλους και όλα.
Η βόλτα της βγήκε ξυνή και όχι μόνο δημιούργησε ένταση μα η συγκεκριμένη ένταση ήταν άνευ προηγουμένου.
Ένιωθε ότι η μητέρα της είπε ότι είπε εσκεμμένα και αυτό τη θύμωνε.
Από την άλλη, ένιωθε και τύψεις.
Ίσως είχε νιώσει πως κάτι δε πάει καλά και αυτή να ήταν η άμυνα της. Άντρας ήταν ο Ορέστης στη τελική και η Αρετή δεν είχε ιδέα για τη μεταξύ τους σχέση ούτε το βαθύ παρελθόν. Στα δικά της μάτια ήταν ζευγάρι από επιλογή...
Πήρε τον κατήφορο μέσα από το δασάκι και σαν έφτασε στο χωματόδρομο που έβγαζε στη λίμνη κοντοσταθηκε. Ήξερε πως εκεί ήταν το μέρος του Ορέστη και εκείνα τα χώματα το καταφύγιο του μα τα πόδια της ξεκίνησαν να περπατούν ολομόναχα προς τα μέσα. Σε λίγα λεπτά βρέθηκε ξανά σε εκείνο το γνώριμο μονοπάτι. Ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται εκεί μα όσο πλησίαζε άλλο τόσο εσκαγε στα ρουθούνια της η μυρωδιά φρεσκοκαμμενου καπνού. Ένιωθε ότι του χρωστάει εξηγήσεις χωρίς να ξέρει όμως το γιατί.
Τα λόγια της Λενιώς πήραν προσβλητική υπόσταση για εκείνη αλλά από την άλλη, εκείνος φιλούσε τη μάνα της τη προηγούμενη στην αποθήκη.
Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα αλλά τώρα ήταν πια αργά...
Η Αρετή εφτασε στο ξέφωτο και εκείνος ήταν ακριβώς εκεί...
Καθισμένος στο μεγάλο βράχο με τη πλάτη γυρισμένη προς το νερό...
Άφησε ελεύθερο τον εαυτό της και περπάτησε μέχρι το μέρος του. Μόλις στάθηκε πίσω του, τον είδε να τσιτωνει
"Αν δε φύγεις δε θα είμαι υπεύθυνος των πράξεών μου..." δήλωσε χωρίς μετάνοια και εκείνη αντί να τρομάξει, πλησίασε ως το τέρμα...
🙄🙄🙄🙄❤️🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top