Κεφάλαιο 17°

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πόσα κρίματα πια;
~~~~~~~~~~~~~~

Η σιωπή της δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε σαν την έβαλε να καθισει σε εκείνη τη καρέκλα που έμοιαζε με ανάκρισης αλλά την αποδέχθηκε εν τέλει. Η Αρετή της ζήτησε να μην ανοίξει το θέμα και πως δε θέλει να το συζητήσει ενώ της είπε ήρεμα να σεβαστεί την επιλογή της. Η Νανά στάθηκε καταλύτης σε αυτό αφού τελικά έπεισε τη Λενιώ, να κανει πίσω και να την αφήσει να μιλήσει όταν εκείνη νιώσει έτοιμη. Δεν ήταν και εύκολο για μια κοπέλα να μιλάει για τα ερωτικά της. Τουλάχιστον αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τη Λενιώ να χάσει εκείνη την αλλοπαρμενη της έκφραση.
Τώρα πια, το δείπνο είχε σερβιριστεί και όλοι ήταν καθισμένοι γύρω από το τραπέζι. Διόλου δεν έμοιαζε όμως με ένα ζεστό οικογενειακό δείπνο...

Η Αρετή συμπάθησε πολύ τον θείο της σε αντίθεση με τη Νανά και τη Λενιώ οι οποίες κρατούσαν μια εντελώς ουδέτερη στάση ενώ ο τόσο ο Ορέστης όσο και οι υπόλοιποι, μιλούσαν μαζί του αρκετά τυπικά και δίχως πολλές λεπτομέρειες. Ο Φώτης τους ενημέρωσε πως θέλησε να κατέβει στο χωριό για να διεκπεραιώσει κάποια θέματα στο δήμο ύστερα από ένα χαρτί που έλαβε μέσα στο οποίο λέει πως πρέπει να υπογράψει ξανά για τη παραχώρηση ενός από τα χωράφια λόγω αλλαγής νόμου. Γενικά ήταν μια διαδικασία αρκετά εύκολη και επειδή ο δήμαρχος ήταν καλός του φίλος, δε θέλησε να την καθυστερήσει. Είχε πληρωθεί αδρά άλλωστε για εκείνους τους ελαιώνες. Παρόλα αυτά όμως, ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά, αστείος και σοβαρός συνάμα. Η Αρετή ένιωσε ζεστασιά σε αντίθεση με όσα είχε ακούσει για αυτόν που τον παρουσίαζαν σαν ένα τέρας που ξέπλυνε τη περιουσία τους.

Πέρα από το Φώτη όμως, η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ηλεκτρισμένη ολόγυρα. Ο Σήφης έριχνε ματιές από δω και από εκεί. Ο Γιώργης του ψυθιριζε μερικές φορές, η Λενιώ γελούσε πονηρά σαν κοιτούσε τη κόρη της, η Νανά τους κοιτούσε όλους με τη σειρά της ενώ ο Ορέστης, δεν έδινε σημασία σε κανένα παρά μόνο γέμιζε το ποτήρι του με ρακή.
Ακόμα ένιωθε ντροπιασμένη για το όνειρο της πόσο μάλλον όταν πια ήταν σε θέση να φανταστεί το κορμί του, υγρό και γυμνό. Η αμηχανία και μόνο σαν συναντιόταν το βλέμμα της με το δικό του, ήταν εμφανής.

"Νομίζω φουσκωσα! Εγιανε η κοιλιά μου! Μπράβο σου Λενιώ! Χρυσοχέρα όπως πάντα!" Ο Φώτης έπιασε τη κοιλιά του και σηκώθηκε "Θα έφτιαχνα ένα καπνό αλλά δεν έχω κουράγιο"

"Πήγαινε να ξεκουραστείς μπαμπά. Έλα, θα σε πάω στο δωμάτιο σου" η Νανά σηκώθηκε με τη σειρά της και τον οδήγησε ως επάνω

"Τώρα που είμαστε εμείς και εμείς, δε θα μου πεις;"

"Μαμά σε παρακαλώ..."

"Λυσαξες βρε Λενιώ!" Πετάχτηκε και ο Σήφης θέλοντας να σώσει τη κατάσταση

"Για τι πράγμα μιλάτε;" Ρώτησε ο Γιώργης ο οποίος δεν είχε ιδέα

"Η Αρετή!"

"Μαμά σε παρακαλώ..."

"Ντροπή είναι κόρη μου;"

"Όχι άλλα έχεις παρεξηγήσει..."

"Μα το είδα το σαρίκι!"

"Σαρίκι; Ποιο σαρίκι;" Ρώτησε ο Γιώργης

"Αχ, στο γάμο... Μάλλον τότε δε ξέρω, δε μιλάει και πολύ .. νομίζω κάποιος της έβαλε το σαρίκι κι αν δε κάνω λάθος είναι ο γιος του Σαρρή! Η μητέρα του ζήτησε να..."

"ΛΕΝΙΩ ΑΡΚΕΤΆ!" Από το πουθενά η φωνή του Ορέστη ετριξε ακόμα και τα παράθυρα ενώ στη φωνή του , τα μάτια της γουρλωσαν μονομιάς.

"Μου φώναξες..." Παρατήρησε περισσότερο παρά ρώτησε.

"Άφησε τη κόρη σου ήσυχη... Είπε θέλει να φύγει... Αν έβρισκε τον έρωτα λες να ήθελε;" συνέχισε και η Λενιώ χάνοντας εντελώς το χαμόγελο της, μαζεύτηκε αμέσως 

"Εμένα με συγχωρείτε..." άφησε τη πετσέτα της κάτω και σηκώθηκε βουρκωμενη ενώ την ίδια στιγμή τα άγρια βλέμματα του Σήφη και του Γιώργη έπεσαν πάνω στον Ορέστη. "Πάω να δω αν χρειάζεται κάτι ο θείος..." Ενημέρωσε και έφυγε προς τα πάνω. Η Αρετή ένιωσε αμέσως άσχημα. Είχε παγώσει και το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει εκείνο το πανί και να του το τρίψει στη μούρη.
Δεν πρόλαβαν να ειπωθούν άλλα λόγια όταν χτύπησε το κινητό του Γιώργη και αρπάζοντας το βγήκε έξω αφήνοντας τους τρεις μόνους.

"Έχω την εντύπωση πως..."

"Σήφη!!!" Τσιριξε η Νανά από τον επάνω όροφο σταματώντας τον "Φρακαρε η πόρτα!"

"Έρχομαι!" απάντησε για να ακουστεί και σηκώθηκε αναστεναζοντας.

Αυτό ήταν λοιπόν....
Ήταν μόνοι και ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα ούρλιαζε κίνδυνο...
Έμοιαζε θαρρείς και ο διάολος είχε πάρει μια θέση στην εξέδρα για να τη παράσταση που ο ίδιος ανέβασε στο θέατρο της ζωής. Ένα θέατρο του παραλόγου που μόνο σε εκείνον έφερνε γέλιο και τις Μοίρες.

"Μην υψώσεις ξανά το τόνο της φωνής σου στη μητέρα μου" Η Αρετή πέρασε αμέσως στην επίθεση δίχως να την ενδιαφέρει κάτι "Και αυτό, μόνο προβλήματα φέρνει. Πάρτο!" Έβγαλε βιαστικά το σαρίκι και του το πέταξε σχεδόν πάνω από το τραπέζι. Ήξερε καλά πως η συμπεριφορά της ίσως να μην ήταν η αναμενόμενη μα στη τελική τι ήταν πια αναμενόμενο και τι όχι; Ο τρόπος του κάθε άλλο παρά ευγενικός ήταν και αν και η φωνή δεν ήταν τόσο δυνατή , μόνο που προκάλεσε δάκρυα στα μάτια της Λενιώς έφτανε.
Η Αρετή σηκώθηκε απο το τραπέζι και εκείνος μάζεψε το σαρίκι μπλέκοντας το στα δάχτυλα του , δίχως να πει λεξη
"Σε τρεις μέρες φεύγω. Θα επιθυμούσα να μην υπάρξουν παραπάνω εντάσεις για κανένα λόγο" Όσο κι αν καταβαθος την ετσουζαν τα ίδια της τα λόγια κατάπιε και καταπίεσε κάθε της ορμή.
Έκανε το γύρω του τραπεζιού όταν αξαφνα άκουσε το ποτήρι που κρατούσε ο Ορέστης να προσγειώνεται με μανία στο τραπέζι και έπειτα είδε τη μορφή του να σηκώνεται. Κοντοσταθηκε για μια στιγμή καθώς έπρεπε να περάσει αναγκαστικά από μπροστά του μα βάζοντας τη τόλμη για οδηγό έζεψε την αυτοπεποίθηση της και συνέχισε.
Συνέχισε τόσο όσο....
Τόσο όσο ήθελε για να βρεθεί στο μισό μέτρο μακριά του και να νιώσει το δυνατό του αρπαγμα...

"Τι κάνεις!" μίλησε μέσα από τα δόντια της ενώ στη σκέψη να κατέβει κάποιος και να τους δει τόσο κοντά την έλουσε συγκρυο. Όταν σήκωσε το βλέμμα του πάνω της όμως , όλο το σθένος και η πυγμή της εξανεμίστηκαν. Ήθελε κολασμένα να τον νιώσει. Να τον αγγίξει... Όλο το όνειρο πήρε ζωή μονομιάς και κάθε της αίσθηση άρπαξε φωτιά. Εκείνα τα καστανά διαπεραστικά του μάτια δεν μπορούσαν με τίποτα να συγκριθούν με άλλα όσο χρωματιστά κι αν ήταν. Η ένταση και το πάθος σαν τη κοιτούσαν , έφερναν τρέμουλο στα πόδια της και ζεστασιά στη καρδιά της ενώ δεν το έκρυβε πια από τον εαυτό της ότι η αγριάδα του, καταβαθος της άρεσε.

Έπρεπε να απομακρυνθεί παση θυσία από κοντά του "Άφησε το χέρι μου!" το τράβηξε μα εκείνος με μια κίνηση την έφερε ακόμα πιο κοντά του. Η ανάσα της αγριεψε αμέσως μόλις ήρθε σε επαφή με τη δική του ενώ τα χείλη τους, ήθελαν χιλιοστά για να ακουμπήσουν. Κάθε τοίχος που έχτισε άρχισε να γκρεμίζεται ενώ τελικά αντιλήφθηκε πως πάνω σε αυτόν τον άντρα δεν υπήρχε τίποτα πιο σέξυ από τη σιωπή του... Εκείνο το σιωπηλό του βλέμμα που ούρλιαζε χιλιάδες λέξεις.

"Δε θα πας πουθενά..." Μίλησε ξαφνικά και κοφτά "Κάνε να βγάλεις πόδι από το χωριό, και θα σε φέρω πίσω σηκωτη..." Συνέχισε τελεσίδικα "Και όσο για αυτό..." είπε και όπως ακριβώς και τη πρώτη φορά, ένιωσε αμέσως το ύφασμα να γαργαλαει το λαιμό της "Βρίσκεται εκεί, που πρέπει..." στο τελείωμα, το σαρίκι ήταν ήδη περασμένο γύρω της για δεύτερη φορά και η καρδιά της έπαψε να χτυπά.
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα μακριά, άρπαξε το μπουκάλι με τη τσικουδιά, ήπιε μια γερή τζούρα και σκουπίζοντας τα μούσια του με την ανάστροφη της παλάμης του , τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω  "Ίσως τελείωσε πριν καν αρχίσει, μα ανάθεμα σε, σίγουρα αυτός ο διάολος βρίσκεται εκεί οπου ανήκει..." αποκρίθηκε  σκεπτικός δείχνοντας με το δάχτυλο το σαρίκι και αφήνοντας τη σύξυλη , έκανε μεταβολή και έφυγε...

                       *************


"Τώρα σοβαρά καλεσες εδώ πέρα τη Σοφία δίχως καν να ρωτήσεις την Αρετή;"

"Αυτό είναι το πρόβλημα τώρα μωρέ Νανά; Άσε με να χαρείς .."

"Μήπως μεγαλοποιείς λίγο τη φωνή που σου έβαλε; Ήρθες και κλείστηκες στο δωμάτιο σου χωρίς λόγο! Άδικο είχε; Προτρεχεις και δε καταλαβαίνω το γιατί... Τι σε έπιασε; Δεν είσαι ο εαυτός σου! Αυτή η ηλίθια χαρά δεν είσαι εσύ! Κάτι μου λέει, ότι αυτό που μου κρύβεις δε θα μου αρέσει καθόλου!" η Νανά τη κοίταξε με μισό μάτι και η Λενιώ χαμήλωσε ένοχα το κεφάλι της

"Ήθελα λίγο αντιπερισπασμό... Κάτι για να βγάλω από το κεφάλι μου..."

"Να βγάλεις τι;"

"Νανά; Χθες βράδυ..."

"Αργείς Λενιώ! Τι διάολο συνέβη;!"

"Βρέθηκα με το Παυλή .." είπε και η Νανά γουρλωσε τα μάτια έντρομη

"Σε πείραξε; Θα τον σκοτώσω!, Άπλωσε χέρι πάνω σου; Λέγε Λενιώ! Λέγε γιατί θα πάρω τη καραμπίνα και οποιον πάρει ο χάρος!"

"Ηρέμησε! Όχι φυσικά!"

"Γι αυτό ρίχνεις το βάρος όλη μέρα σήμερα στην Αρετή; Δηλαδή τι πιστεύεις πως αν ασχοληθείς με την υπόθεση της θα ξεχάσεις τη δική σου; ελεύθερη γυναίκα είναι Λενιώ! Δε μπορείς να κουβαλάς μέσα στο σπίτι το κάθε ένα επειδή η μάνα του είπε πως η κόρη σου του αρέσει! Συνελθε! Κι αν θέλεις να ξέρεις ο Ορέστης είχε μια δίκαιη αντίδραση..."

Η Λενιώ αναστεναξε θλιμμένα

"Το ξέρω... Όπως ξέρω πως πρέπει να του ζητήσω συγνώμη μα... Μα φοβάμαι..."

"Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι ... Σήκω να πας να του μιλήσεις... Βγήκε πίσω στην αποθήκη. Τον είδα από το παράθυρο σαν ερχόμουν στο δωμάτιο σου. Πάνε να του μιλήσεις..."

"Θα πάω. Ξέρω πως θα καταλάβει..."

"Γνωρίζει την ιστορία;"

"Όχι όλη..."

"Τι εννοείς όχι όλη!"

"Μη φωνάζεις!"

"Είστε τόσα χρόνια στην ίδια πλευρά και παρέλειψες να του πεις τι;"

"Δεν ξέρει για το βιασμό... Αυτό μόνο... Δεν ήθελα να φέρω μεγαλύτερες εντάσεις. Έχεις ιδέα τι θα γινόταν αν του το έλεγα και έπεφτε πάνω του;" Η Νανά αναστεναξε

"Έχεις δίκιο... Άντε, σήκω να πας να τον βρεις..."

"Ελπίζω να πάνε όλα καλά..."

"Πες μου μια φορά που αυτός ο άντρας δεν σε κατάλαβε... Μόνο μια... Μην, ανησυχείς Λενιώ. Είναι σωστός και ξέρει να κρατάει το λόγο του..."

                     ***************

Ήταν ακόμα τυλιγμένη με τη πετσέτα.
Αν και πέρασε πάνω από ώρα που έκανε μπάνιο, δεν είχε όρεξη ούτε πιτζάμες να βάλει. Η διάθεση της είχε πέσει στα τάρταρα και ήταν ακόμα πιο μπερδεμένη από ποτέ...
Τι ήθελε από εκείνη; Ήθελε άραγε όσα ακριβώς και η ίδια απλά τα απέφευγε από σεβασμό προς τη Λενιώ;
Η κατάσταση έμοιαζε με μπλεγμένο κουβάρι και εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να τον κοιτάζει.
Είχε βγει έξω και σκάλιζε ένα παλιό μηχάνημα στην αποθήκη. Παρέα είχε τα τσιγάρα και τη ρακή του. Με το φως του δωματίου της κλειστό, δεν είχε ιδέα πως τον κοιτάζει από ψηλά και αυτό της έδινε το ελεύθερο να βλέπει για ώρα.

Ήταν άραγε δυνατόν να ένιωθε για εκείνη κάτι δυνατό; Έτσι δε λένε πως νιώθει ένας άντρας σαν δώσει το σαρίκι; Εκτός κι αν δεν είχε πια τόσο μεγάλη βαρύτητα. Και από την άλλη, το ερώτημα για το σαρίκι που υπήρχε στη φωτογραφία της Μελιάς ακόμα υπήρχε στο μυαλό της. Ήταν πολλά τα κενά και εκείνη σίγουρα δεν θα έπαιρνε εύκολα απαντήσεις.

Χαμήλωσε το βλέμμα στο γραφείο και κοίταξε το εισιτήριο της. Τα λόγια του αντηχησαν στα αυτιά της και αναστεναξε στρέφοντας εκ νέου το βλέμμα της έξω από το παράθυρο μόνο που τούτη τη φορά, ένιωσε αμέσως ένα δυνατό τσίμπημα στη καρδιά της.
Η μητέρα της είχε κατέβει κάτω και ήταν πλάι του.
"Σίγουρα πήγε να ξεκαθαρίσει... Έτσι δε κάνουν τα ζευγάρια;" μονολογησε αφήνοντας τη λέξη "ζευγάρια" να φτάσει βαθιά στα αυτιά της.
Ο Ορέστης είχε αφήσει κάτω τα εργαλεία του ενώ εκείνη έδειχνε λυπημένη. Δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσαν κι αν μπορούσε θα άνοιγε ακόμα και το παράθυρο για να ακούσει μα ήταν αδύνατο.
Είδε τον Ορέστη να σουφρωνει τα φρύδια εκνευρισμένος, ύστερα τη μητέρα της να δακρύζει ελαφρά και να του μιλάει σε πιο ταραγμένο τόνο ώσπου ο Ορέστης αναστεναξε. Άνοιξε τα χέρια του και εκείνη χώθηκε ανάμεσα μονομιάς σαν να ήταν η προσωπική φωλιά της. Πρώτη φορά τους έβλεπε σε μια τέτοια κατάσταση και ένιωσε να θυμώνει. "Μια αγκαλιά είναι φυσιολογική... Τι διάολο σε έπιασε μου λες;" μάλωσε τον εαυτό της όταν ξαφνικά, είδε τη Λενιώ να σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της... Έπειτα να τον κοιτάζει κατάματα και μετέπειτα τα χείλη τους να ενώνονται.
Το σώμα της Αρετής εκτοξεύθηκε μακριά από το παράθυρο αμέσως ενώ οι χτυποι της καρδιάς της έφτασαν στο Θεό. Τη φίλησε... Λίγη ώρα πριν ήταν τόσο κοντά της δίνοντας της ένα σαρίκι και τώρα φιλούσε τη μάνα της στην αποθήκη. Οι παλάμες της σχημάτισαν άθελά τους γροθιές και κάτι μεσα της μαύρισε. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαλε από μέσα το σαρίκι που έκρυψε νωρίτερα και το κοίταξε. Ήθελε τόσο να πάρει τον αναπτήρα και να του βάλει φωτιά...
Να το διαλύσει και να το καταστρέψει...

"Αρετή;" ένα απαλό χτύπημα στη πόρτα ήταν ότι ακριβώς έπρεπε για να το ξαναβάλει αμέσως στη θέση του. Η πόρτα άνοιξε και η Νανά εμφανίστηκε προβληματισμένη "Τι κάνεις στα σκοτάδια; Καλά άκουσα θόρυβο..." είπε ανοίγοντας το φως "Εκλαιγες;!" απόρησε ενώ μαζί της απόρησε και η Αρετή που πάνω στα νεύρα της ούτε αντιλήφθηκε τα δάκρυα που έτρεχαν

"Εγώ; Όχι φυσικά!"

"Δε ξέρεις να λες ψέματα στο είπε κανείς; Έλα να ανοίξω το παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας... Μετά θα μου πεις τι επαθες..."

"Θεία σε παρακαλώ ! Δεν είναι ανάγκη!"

Η Νανά απαξίωσε. Πλησίασε στο παράθυρο, το άνοιξε, πήρε μια ανάσα και γύρισε προς το μέρος της.

"Γιατί εκλαιγες;"

"Τα νερά από το μπάνιο είναι... Δε βλέπεις πως είμαι ακόμα με τη πετσέτα;"

Η Νανά κοίταξε τα μαλλιά της που ήταν έτοιμα να στεγνώσουν και έπειτα πήγε ως τη πόρτα

"Καλώς... Ίσως παρεξήγησα... Ήθελα επί της ευκαιρίας να σου πω, ότι η μητέρα σου αύριο θα ακυρώσει το καφέ με τη Σαρρή. Ήταν πάνω στον ενθουσιασμό της όπως καταλαβαίνεις..."

"Δε χρειάζεται!"

"Τι;" απόρησε έκπληκτη

"Ένας καφές δεν έβλαψε κανέναν σωστά;! Νέα γυναίκα είμαι... Που ξες! Ίσως..."

"Αρετή πήρες τίποτα; Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;"

"Λέω πως ίσως ήρθε η ώρα να κάνω φίλους στο χωριό!"

"Μάλιστα..." απάντησε εν τέλει σκεπτική "Τέλος πάντων, κοιμήσου τότε για να είσαι όμορφη για... Για τους φίλους σου, αύριο..." συνέχισε με ειρωνεία και βγαίνοντας από το δωμάτιο έκλεισε τη πόρτα και πήγε ως το παράθυρο του διαδρόμου. Ο Ορέστης ήταν μόνος πια ενώ τα βήματα της Λενιώς στη σκάλα δεν άργησαν να ακουστούν. Από το τρόπο και μόνο που τα άκουγε ήξερε πως δεν ήταν στα καλά της. Σαν την είδε να φτάνει στη σκάλα ήταν δακρυσμένη.

"Ποτέ δε θα με δει ερωτικά Νανά... Ποτέ!" αποκρίθηκε σαν ήρθαν αντιμέτωπες και δίχως να παραμείνει στο χώρο , έφυγε σφαίρα στο δωματίο της...

                   *****************

"Τι εκτιμώ που ήρθες να με ενημερώσεις από κοντά..." η Μαριάνθη ήταν καθισμένη στο μεγάλο βράχο απέναντι από την εκκλησία και ο Γιώργης καθόταν πλάι της "Δε ξέρω τι να σκεφτώ πια... Γιατί τόσο μίσος και τόση κακία; Ξέρεις πόσα χρόνια έκανα υπομονή και έπνιγα τα αισθήματα μου; Πρώτη φορά αποφασίσαμε από κοινού να τα βγάλουμε παραεξω και κατέληξε στο νοσοκομείο..."

"Μαριάνθη μου; Ξέρω πως είναι δύσκολο αλλά κάτι μου λέει πως η εντολή ήρθε εκ των έσω..." της είπε σοβαρός "Η μητέρα σου το ήξερε..."

"Γιώργη τι λες;"

"Πιστεύεις πως καθόμουν με σταυρωμένα χέρια τόσες μέρες; Μίλησα με όσους μπορούσα Μαριάνθη... Ο Κοσμάς μου είπε τελικά πως την άκουσε να μιλάει με κάποιον στο τηλέφωνο και μετά έδωσε εντολή στους άντρες του πατέρα σου, να τον σακατεψουν..."

"Θα τη σκοτώσω!"

"Μαριάνθη κάτσε κάτω!" Έβαλε τις φωνές πιάνοντας τη "Πιστεύεις πως ένας καυγάς με τη μάνα σου είναι η λύση; Κάποιος υπάρχει στο χωριό που δε θέλει με τίποτα μια τέτοια ένωση και ανάθεμα με νομίζω ξέρω ποιος! Απλώς δεν έχω στοιχεία..." συνέχισε ηττημένος

"Μα ποιος..."

"Η Αθηνά..."

"Αμάν με το μίσος σου πια για δαυτους! Όλο πρέπει να φταίνε εκείνοι; Γι'αυτό και πότε σου δε παραδέχθηκες την αγάπη σου για τη Στρατούλα;"

"Πιστεύεις πως όλο αυτό έχει σχέση με εμάς; Τα παιδιά; Να είσαι σίγουρη πως είναι χρόνια το μίσος στο διάβα μας! Κι αν θέλεις να ξέρεις, δεν έκανα κίνηση γιατί πολύ απλά ποτέ μου δεν είδα τη Στρατούλα ερωτικά!"

"Γιώργη να χαρείς μη το λες αυτό..."

"Και τι θέλεις να πω ψέματα; Η μήπως δε το ξέρεις;! Μη μου κάνεις τη χαζή Μαριάνθη! Ξέρεις πολύ καλά πως αν ήθελα θα τη διεκδικούσα ακόμα κι αν ήταν η κόρη του διαόλου!"

"Αν το μάθει θα τρελαθεί..." του είπε λυπημένη "Σαγαπαει από τόσο δα μικρό κοριτσάκι Γιώργη..."

"Όχι. Πίστεψέ με πως δεν αγαπάει εμένα... Αγαπάει την ιδέα να είναι με κάποιον σαν εμένα... Ειλικρινά, ελπίζω να το δει πριν να είναι αργά..."

"Και εσύ; Δε γίνεται τόσα χρόνια να μη σου τράβηξε ποτέ τη προσοχή θηλυκό στο χωριό..."

"Μια χαρά ζωή κάνω εκτός χωριού και αυτό που θέλω το παίρνω καλύπτοντας τις ανάγκες μου... Ο έρωτας δε χτύπησε ακόμα τη πόρτα μου Μαριάνθη..."

"Κι όμως... Στα μάτια σου βλέπω αγάπη, Γιώργη... Ξέρω τα βλέμματα σου... Ξέρω πως κάτι αισθάνεσαι για κάποια μα εκείνη ίσως όχι... Η ίσως φοβάσαι..."

"Δεν ήρθα εδώ για ψυχανάλυση Μαριάνθη... Θα έρθεις τελικά μαζί μου αύριο;"

"Και το ρωτάς; Τι ώρα θα πάμε;"

"Στις έντεκα να είσαι εδώ..."

                  ****************

"Βαρέθηκα να σε βλέπω σε αυτή τη κατάσταση!" Άναψε ένα τσιγάρο και τη κοίταξε καλά καλά "Νέα γυναίκα είσαι. Δε φτάνει;"

"Αναστασία γιατί δε φεύγεις σε παρακαλώ;"

"Μαμά κουράστηκα! Βαρέθηκα!"

"Πήγαινε να κοινωνήσεις..."

"Μωρέ πας καλά; Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο!"

"Σβήσε αυτό το πράμα..."

"Γιατί; Θα φωνάξεις; Καιρός είναι πια! Δείξε λίγο χαρακτήρα!"

"Αναστασία σε παρακαλώ..."

"Θέλω πίσω τη μαμά μου .... Δε μπορώ άλλο αυτή τη μιζέρια! Αν ξυπνήσω άλλη μια μέρα με το λιβάνι στη μύτη θα κάνω εμετό!"

"Αναστασία! Πρόσεχε τη γλώσσα σου..."

"Ξέρεις κάτι; Ίσως αυτό πρέπει να κάνω τελικά! Να φύγω από δω μέσα! Εσύ δε βάζεις μυαλό! Ποτέ δε θα βάλεις! Θα ζεις πάντα με τη σκιά του νεκρού μπαμπά και σαν κι εκείνον, έτσι θα καταλήξεις και εσύ!" έσβησε το τσιγάρο μέσα στον υγρό νεροχύτη και αρπάζοντας τα πράγματα της, έφυγε από το σπίτι έξαλλη.
Είχε κουραστεί ψυχολογικά και έφτασε πια δε μια ηλικία που δεν άντεχε άλλο τη συμπεριφορά της.
Δεν ήταν χαζή...ήξερε καλά πως κάτι είχε συμβεί και την άλλαξε και σίγουρα δεν ήταν ο θάνατος του πατέρα της αλλά η μάνα της, λέξη δεν έβγαζε.

"Για που το έβαλες εσύ;" ένα χέρι τυλίχθηκε γύρω της σταματώντας το βιαστικό της βήμα

"Σήφη όρεξη έχεις πρωί πρωί; Και τι δουλειά έχεις εδώ; Δε θα ήσουν στα Χανιά;"

"Ο Κωνσταντής συνήλθε..." Το χαμόγελο στα χείλη της ήταν πέρα για πέρα αληθινό ενώ άθελά της δακρυσε από τη χαρά "Ήξερα πως θα ήθελες να ξέρεις και για αυτό ήρθα..."

"Δεν ήταν ανάγκη" Σήκωσε ξανά τα τείχη της

"Να κεράσω καφεδάκι;"

"Όχι" τον έκοψε και άρχισε πάλι να περπατά

"Γιατί είσαι τόσο εχθρική ρε μικρή;"

"Γιατί ίσως είμαι μικρή και ανώριμη;" τον κοροϊδεψε με τις λέξεις του

"Είσαι και αντιδραστική!"

"Σήφη κάτι καλύτερο δεν έχεις να κάνεις εκτός από το να με παίρνεις από πίσω;" Του είπε σοβαρή και στο επόμενο βήμα της, βρέθηκε ανάμεσα στα χέρια του

"Πίστεψέ με δε θα ήταν αυτή η αντίδραση σου αν σε έπαιρνα πράγματι από πίσω..." της είπε πονηρά και εκείνη γέλασε

"Περνιέσαι για βαρύς; Για αρσενικό βαρβατο που όλες οι γκόμενες πέφτουν στα πόδια του;"

"Αν έτσι το βλέπεις..."

"Δε θα μπορούσες να με διαχειριστείς αγόρι μου!" η Αναστασία τον έσπρωξε και εκείνος πιάνοντας τη από τη μέση, την κολλησε πάνω του

"Έχω ανάγκη να ηρεμήσω..." της είπε σοβαρός

"Και εμένα τι με πέρασες για Ζάναξ;"

"Μεγάλο στόμα έχεις..."

"Ακριβώς. Και τώρα δίνε του μη πας πάρει γραμμή κανένα μάτι!"

"Και;"

"Σήφη είπα δίνε του! Δε θα έρχεσαι όποτε σου καπνίσει να μου σπας και εσύ τα νεύρα!"

Το χέρι του κλείδωσε στο λαιμό της απαλά ενώ το άλλο, φυλάκισε τη μέση της αμέσως "Καμία δε κατάφερε να μου γαμησει το μυαλό..."

"Για όλα υπάρχει πρώτη φορά..." Ψιθύρισε πάνω στα χείλη του

"Μικρή;"

"Μμμ;" μουγκρισε  ειρωνικά κοιτώντας τον και ο Σήφης πιάνοντας τη απροετοίμαστη, δάγκωσε το κάτω χείλος της και την απελευθέρωσε γελώντας.

"Καλημέρα!" φώναξε φεύγοντας και μόλις απομακρύνθηκε πήρε μια βαθιά ανάσα. Το κορμί της έτρεμε... Η καρδιά της όμως έτρεμε ακόμα περισσότερο...
Ποτέ δε μίλησε έτσι σε κανέναν άντρα πόσο μάλλον σε κάποιον σαν το Σήφη. Δεν ήθελε  να δείξει ούτε την αδυναμία της ούτε την "μικρή" της ηλικία όπως έλεγε.
Παρόλα αυτά όμως, η ψυχή της βρέθηκε να πηγαινοέρχεται στο σώμα.
Ίσως φορούσε μια καλά οργανωμένη μάσκα μα η γυναικεία της φύση δε μπορούσε να αρνηθεί τη γοητεία ούτε την επίδραση που είχε πάνω της.

"Περίμενε!" φώναξε δίχως να σκεφτεί και εκείνος σταμάτησε μονομιάς το βήμα λίγα μέτρα πριν χαθεί από τα μάτια της...

                    ****************

Έφτιαξε ένα καφέ, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και παίρνοντας τα τσιγάρα της , έβγαλε τη καρέκλα έξω και κάθισε στη πίσω βεράντα.
Τόσες μέρες ποτέ πριν δεν ένιωσε την ανάγκη για ένα τσιγάρο και ήθελε να το απολαύσει. Ήταν μόνη στο σπίτι. Τουλάχιστον έτσι ήξερε...
Ο Γιώργης βγήκε το πρωί, η μαμά της με τη Νανά θα πήγαιναν για ψώνια ενώ ο Σήφης με τον Ορέστη θα πήγαιναν στο νοσοκομείο. Ο θείος της ήταν στο δωμάτιο του και κοιμόταν ακόμα οπότε ουσιαστικά είχε το σπίτι στη διάθεσή της.

Έβαλε ευλαβικά στα χείλη της το τσιγάρο, το άναψε και τράβηξε τη πιο βαθιά τζούρα που είχε πάρει ποτέ της...
Είχε πάρει χρόνια την απόφαση να το κόψει και πλέον κάπνιζε αραιά και που αλλά πάντα είχε ένα πακέτο στα πράγματα της.

"Σβηστο" στη φωνή η οποία προερχόταν από τη κουζίνα  εκνευρίστηκε

"Θεία σε παρακαλώ!"

"Αρετή θα σε δει η μάνα σου και θα πάθει δεκαεπτά εγκεφαλικά!"

"Τόσο κακό είναι ένα τσιγάρο;!"

"Και εγώ καπνίζω... Δε ξέρουν όμως πως καπνίζεις και εσύ... Ήρθα να πάρω το πορτοφόλι μου και φεύγω, σε παρακαλώ, πέταξε το πριν σε δουν... Η έστω ενημέρωσε μη τους έρθει σαν πετριά στο κεφάλι..."

"Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανένα παρά μόνο στη μάνα μου αν με δει..."

Η Νανά βγήκε έξω και κάνοντας το γύρω της καρέκλας στάθηκε μπροστά της. Τη κοίταξε εξερευνητικά και η Αρετή ένιωσε αμήχανα αμέσως.

"Τελικά η ζήλεια είναι αμοιβαία από ότι βλέπω...." είπε προβληματισμένη

"Τι εννοείς; Ποια ζήλεια;!" έσπευσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της

"Αρετή; Υπάρχουν πολλά που αγνοείς... Θα σου πω μονάχα ένα πράγμα... Κάνε πίσω αγάπη μου ... Η μητέρα σου έχει πληγωθεί πολύ στη ζωή της για να το αντέξει... Έχετε τρελαθεί και οι δύο σας; Θα ξεσπάσει χαμός στο χωριό... Ο Ραγιάς με τη κόρη του Μακρή... Μόνο θάνατο μυρίζει και αίμα..." είπε και δίχως να περιμένει απάντηση έφυγε αφήνοντας τη με τις τύψεις. Ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε. Δεν ήταν χαζή...
Δεν είχε ιδέα πως το κατάλαβε, αλλά ίσως τελικά όπως το κατάλαβε εκείνη έτσι να το καταλάβαιναν και οι υπόλοιποι.
Πέταξε το τσιγάρο στο χώμα και σηκώθηκε. Όλα είχαν πάει για τα ανάθεμα και θεωρούσε τον εαυτό της υπαίτιο.

"Στα κομμάτια και οι απειλές του και ολα!" μονολογησε σκεπτόμενη όσα της είπε τη προηγούμενη μέρα και αυτή τη φορά, ήταν σίγουρη. Έπρεπε να φύγει... Οχι μόνο για το καλό της μάνας της αλλά και για το καλό όλων τελικά...
Δε θα γινόταν ποτέ η αιτία να προκληθεί κάποιος καυγάς...
Έφυγε για να γλιτώσει τα προβλήματα και στη σκέψη πως αυτά την ακολούθησαν ακόμα και εκεί αηδιασε με τη ζωή της...

Έκλεισε λυπημένη τη μπαλκονόπορτα και μπαίνοντας στη κουζίνα είδε το Γιώργη να πλησιάζει με τη σειρά του.

"Πρωινή βλέπω!" σχολίασε ήρεμος και σαν άνοιξε το ψυγείο, σταμάτησε και τη κοίταξε "Καπνός..." ψέλλισε μυρίζοντας τον αέρα "Αν δε καπνίσω πρώτος το πρωί και μυρίσω τσιγάρο μοιάζω με λαγωνικό ..." συμπλήρωσε κοιτώντας τη έντονα

"Καλημέρα και σε σένα!" Χαριτολογησε αφήνοντας το καφέ της στο νεροχύτη
"Τελικά όλοι θα φεύγατε και όλοι είστε εδώ"

"Ο γιατρός είπε να μη πάμε τσάμπα στα Χανιά. Θα κάνουν εξετάσεις στο Κωσταντή και το επισκεπτήριο θα ανοίξει το μεσημέρι ..."

"Πόσο χάρηκα που έγινε καλά..."

"Εγώ να δεις..."

"Θέλεις να σου κάνω ένα καφέ;"

Ο Γιώργης τη κοίταξε καλά καλά και ύστερα χαμογέλασε "Τράβα ντύσου να σε πάω βόλτα πριν πάω να πάρω τη Μαριάνθη"

"Βόλτα; Που θα πάμε;"

"Μυστικό! Πάρε και ένα μαγιό μαζί!"

"Γιώργη πας καλά;"

"Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις τις επόμενες τρεις ώρες;" ρώτησε χαμογελαστος"Γιατί εγώ όχι... Τι πιο καλό λοιπόν από το να περάσω τον ελεύθερο χρόνο μου με μια αιθέρια ύπαρξη;"

"Με έκανες και γελασα παναθεμα σε!" τον σκουντηξε λιγάκι και εκείνος της χαμογέλασε

"Πήγαινε να αλλάξεις και μην αργήσεις... Νομίζω έχουμε ανάγκη και οι δύο από λίγη ξεγνοιασιά... Όσο για τον ηλίθιο που θα φέρει η μάνα σου το απόγευμα , μην αγχώνεσαι! Θα τον στρώσω εγώ!"

"Γιώργη!" τον μάλωσε αμέσως

"Θα ήμουν βλάκας αν άφηνα άλλο άντρα πλάι σου όσο είμαι εγώ εδώ! Πόσο μάλλον το ζαβό το Δημητράκη! Τι με κοιτάζεις έτσι... Πήγαινε να ετοιμαστείς!"

"Εσύ και τα βαρβατα τα αστεία σου!" τον κοροϊδεψε πηγαίνοντας προς τα έξω

"Καλά καλά! Λέγε εσύ! Θα φάει μια φαπα θα φύγει τρέχοντας μαζί με τη μάνα του!" φώναξε και την άκουσε να γελάει σαν ανέβαινε τις σκάλες "Όχι που θα αφήσω το κάθε ηλίθιο να σου περνάει το σαρίκι του..." μονολογησε πιο χαμηλά και αναστεναξε . Ίσως τελικά η Μαριάνθη είχε δίκιο...
Ίσως ο έρωτας να του χτύπησε τη πόρτα απλώς να την έκλεινε και ο ίδιος οικειοθελώς δίχως να το γνωρίζει ...
Η ζωή, θέλει ρίσκο και εκείνος είχε πάρει την απόφαση να το ζήσει ...
Καμία γυναίκα πριν δε του είχε τραβήξει τη προσοχή όσο εκείνη...
Ήξερε καλά πως ίσως έφερνε προβλήματα στη μεταξύ τους σχέση μα ήταν σίγουρος πως μπορούσε να το διαχειριστεί καλά...
Όλα μπορούσε να τα διαχειριστεί ήταν η αλήθεια , αρκεί φυσικά να το ήθελε και εκείνη....

😭😭😅🙄🙄🙄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top