Κεφάλαιο 16°

Έλα κοντά μου παρελθόν
Έλα και γέλασε μου...
Έλα και δείξε μου ξανά, το τι σημαίνει αγάπη και εγώ υπόσχομαι στα μέσα μου, να την καλοδεχτώ
όσο κι αν με πονάει...

"Μη με πλησιάζεις!" τα πόδια της κινήθηκαν μονομιάς προς τα πίσω ενώ τα δάκρυα συνέχισαν να ρέουν ακατάπαυστα πάνω στα μάγουλα της

"Ακόμα και τώρα μυρίζεις σαν βαμβάκι...Είσαι σαν αυτό..." άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και εκείνη τραβήχτηκε εκ νέου τρελαμενη

"ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΊΖΕΙΣ!" τσιριξε αδιαφορώντας για το μέρος στο οποίο βρισκόταν και μόλις ο Παυλής έκανε ένα βήμα ακόμα προς το μέρος της, η Λενιώ άφησε ελεύθερο το πόνο της, και ξεσπώντας σε λυγμούς, τον έσπρωξε και έφυγε τρέχοντας από την εκκλησία ...

          25 χρόνια πριν, Μοίρες...

"Μου αρέσει αυτή η ιτιά ..."

"Συνέχεια το λες αλλά δε καταλαβαίνω το λόγο ... Γέρασε πια, σε λίγα χρόνια νομίζω θα επιστρέψει στη γη από οπου ανήκει Παυλή μου..."

"Μια νέα θα φυτρώσει όμως..." απάντησε αγκαλιάζοντας τη σφιχτά. Ήταν ξαπλωμένοι στο σεντόνι που έστρωσε η Λενιώ κάτω από τον πελώριο ίσκιο της ενώ το ρυάκι που έρεε πλάι τους , χάριζε μια αρμονία στο περιβάλλον.
"Δε φοβάσαι μη μας πιάσουν;"

"Τώρα τι ερώτηση είναι αυτή; Εσύ δεν είπες θα με ζητήσεις; Δε κάνουμε κάτι κακό Παυλή μου..."

"Το ξέρω Λενιώ μου..." αναστεναξε βαθιά "Και ειλικρινά θα σε ζητήσω! Αδά να επιστρέψω από το στρατό και θα σε πάρω με δόξα και τιμή!"
Το γελακι της ξεπέρασε ακόμα και τον ήχο του τρεχούμενου νερού και εκείνος πιάνοντας τη από τη μέση, τη γύρισε στο πλαι "Απορώ πως κρατιέμαι ώρες ώρες..." πονηρεψε και εκείνη κοκκινησε "Μα είσαι μικρή, αθώα και απείραχτη για να σε λερωσω Λενιώ μου... Λίγο να πατήσεις τα δεκαεπτά και αυτό το κορμάκι θα το κάνω δικό μου..."

"Σσς... Μη λες τέτοια .." απάντησε ντροπαλά και εκείνος δάγκωσε τα χείλη του. Το χέρι του ξεκίνησε να σκαρφαλώνει στη γάμπα της ενώ σιγά σιγά, ανέβηκε ως το γυμνό της μπούτι κάτω από το φόρεμα. "Παυλή μη..." εσκουξε σιγανα

"Δε θα σε πειράξω μάτια μου... Ποτέ δε θα μπορούσα να το κάνω. Λίγο να νιώσω αυτό το απαλό σου δέρμα... Σαν βαμβάκι είναι... Είσαι τόσο όμορφη. Τόσο εύπλαστη..." Η ανάσα της βάρυνε στο άγγιγμα του και το κορμί της απάντησε στο κάλεσμα του μονομιάς. "Και τι δεν θα έδινα να σε κάνω δική μου εδώ και τώρα... Μα θα κάνω υπομονή..." συνέχισε και τραβώντας το χέρι του μακριά από το κορμί της, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο "Σε λίγο καιρό το λαιμό σου θα στολίζει το πιο όμορφο σαρίκι του χωριού!" είπε γεμάτος περηφάνια

"Αμήν Παυλή μου... Αμήν..."

                       ************

"Τι εννοείς φεύγεις! Δε μπορείς! Μου υποσχέθηκες!" ούρλιαξε πιάνοντας τα μαλλιά της μα εκείνος στάθηκε ανένδοτος μπρος της

"Δε θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου..."

"Παυλή τρελάθηκες;!" έβαλε τα κλάματα "Γνώρισες κάποια άλλη τόσο καιρό που ήσουν στο στρατό σωστά;" ξέσπασε

"Εγώ;!" φώναξε με όση δύναμη είχε "Πως τολμάς να λες ότι θα κοίταζα ποτέ άλλη γυναίκα!"

"Πες μου ένα λόγο τότε που φεύγεις! Σε καρτερουσα να γυρίσεις!"

"Πάψε! Είδα πόσο πολύ με περίμενες!"

"Παυλή μου, τι είναι αυτά που λες για το Θεό..."

"Σκάσε είπα!" Η Λενιώ έπεσε στα γόνατα και εκείνος σκύβοντας την έπιασε από τα μπράτσα και τη πίεσε "Λίγους μήνες έλειψα και έπεσες στην αγκαλιά του! Πως μπόρεσες Λενιώ;! Πως! Με το ίδιο μου το αίμα παναθεμα σε!"

"Παυλή μου στο ορκίζομαι δε με άγγιξε κανείς!"

"Βούλωσε το!"

"Με πονάς..." Ικέτευσε με το δακρυσμένο της βλέμμα μα εκείνος ήταν τρελαμενος

"Νόμιζες δε θα μάθαινα πως παντρεύεστε;"

"Στο θεό στο ορκίζομαι, να πεθάνω, δε τα κανόνισα εγώ αυτά τα παντρεματα... Περίμενα να έρθεις πως και πως να σε σώσεις από τη τρέλα!"

"Κλείσε το στόμα σου!" Τη ταρακούνησε δυνατά και την έσπρωξε προς τα πίσω με αποτέλεσμα το κορμί της να πέσει πάνω στα χώματα. Ο Παυλής σκαρφάλωσε μονομιάς πάνω της και την ακινητοποίησε

"Έχεις πιει! Φύγε από πάνω μου!"

"Περίμενα σα το μαλάκα τόσα χρόνια για να γυρίσω και να σε βρω πειραγμενη από το Μάρκο! Πουτάνα!" πρώτη φορά της μίλαγε έτσι και η Λενιώ από τη τρομάρα της έβαλε τα κλάματα "Τώρα θα πάρω ότι μου άνηκε εξ αρχής και ύστερα τράβα στο διάολο!"  σαν άνοιξε τα πόδια της με το ζόρι, η Λενιώ τσιριξε και άρχισε να χτυπιέται
"Πάψε σου είπα!"

"Άσε με! Είσαι μεθυσμένος! Δε ξέρεις τι λες!"

Ένα απότομο χαστούκι προσγειώθηκε στο μάγουλο της και της κόπηκε η ανάσα από το σοκ. Το μάγουλο της έκαψε στο χέρι του και ο Παυλής τη κοίταξε γεμάτος μίσος "Σε αγάπησα ως το κόκαλο παναθεμα σε και εσύ πηγες και πηδηχτηκες με τον αδερφό μου!" Δάκρυα εμφανίστηκαν στο πρόσωπο του μα δε σταμάτησε. Ξέσκισε το φόρεμα της και αδιαφορώντας για τις τσιριδες και τα κλάματα της , ξεκουμπωσε το παντελόνι του.

"Σε ικετεύω Παυλή μου ... Κανένας δε με άγγιξε εμένα... Εγώ..." μια απότομη κραυγή έσκισε τον αιθέρα και η φωνή της κόπηκε μαχαίρι μετέπειτα. Τα δάχτυλα της βούτηξαν μέσα στα υγρά χώματα σφίγγοντας τις γροθιές από το πόνο ενώ τα δάκρυα, έρεαν σαν κατάρες από τα μάτια της ...
Δάκρυα που ενώνονταν με τα δικά του...
Δάκρυα που έπεφταν από τα μάτια του καθώς έπαιρνε το κορμί της με τη βία καθοδηγούμενος από το αλκοόλ και την ζήλεια..
Το κορμάκι της είχε αρχίσει να τρανταζεται ενώ η όψη του, της προκαλούσε μεγαλύτερο παράπονο.
Πλέον ο πόνος εκτός από σωματικός έγινε και ψυχικός ενώ στη θέα του , να τη βιάζει και να κλαίει την ίδια στιγμή, έλιωναν τα μέσα της...
Λίγες ωθήσεις ακόμα και πιάνοντας τη από το πρόσωπο, τη ζουπηξε δυνατά και  βγάζοντας μια οδυνηρή κραυγή, βύθισε μέχρι το τέρμα το μόριο του τελειώνοντας και ύστερα βγήκε από μέσα της λαχανιασμενος.

"Δεν ειναι δυνατόν!"

Η Λενιώ μαζεύτηκε σε εμβρυακή στάση αρπάζοντας τα κουρέλια πια για να κρύψει τη γύμνια της και εκείνος σηκώθηκε πάνω ζαλισμενος...
Το μόριο του ήταν κατακόκκινο από τα παρθενικα της υγρά και εκείνη έκλαιγε μαζεμένη κάτω στα βρώμικα χώματα...
Χώματα που βάφτηκαν με τη ντροπή και τη κτηνωδία μιας αγάπης που κάποτε γκρέμιζε ακόμα και βουνά...

Ο Παυλής μάζεψε ταραγμένος τον εαυτό του και ρίχνοντας της μια ματιά, έφυγε τρέχοντας πέφτοντας και ξαναπέφτοντας κάτω άπειρες φορές από τη τρομάρα.
Τελικά τι ήταν πιο κακό σε αυτό το κόσμο; Το ψέμα; Η ζήλεια; Το αλκοόλ; Η τρέλα; Τα λόγια του Μάρκου για την ελιά ανάμεσα στα στηθη της; Τα λόγια της Αθηνας πως ο αδερφός τους πρέπει να παντρευτεί πρώτος σαν μεγαλύτερος; Το γεγονός πως ο Μάρκος εικαζε ότι είχε γευτεί το κορμακι της;
Η Αθηνά είπε πως τους έπιασε στα πράσα και πως ο Μάρκος είχε κάθε δικαίωμα πια πάνω της... Μόνο το σαρίκι του ήταν περασμένο στο γυμνό κορμί της σαν τους βρήκε.
Δεν ήταν τρέλα αυτό που τον χτύπησε κατακεφαλα τελικά. Ήταν αγνή απελπισία... Προδοσία. Ήταν όλα όσα μπορούσαν να γίνουν εφιάλτες και να καταστρέψουν την ανθρωπιά του.
Ήταν...
Γιατί τώρα, έβλεπε με άλλα μάτια τη πράξη του...
Μόλις είχε ατιμασει τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε τσακίζοντας όλη την ύπαρξη της και έτρεχε ψάχνοντας ένα όπλο ...
Ένα όπλο για να σκοτωθεί και να γλιτώσει από τη ντροπή που έγινε ένα με το πετσί του...
Ένα όπλο για να πάψει να θυμάται και ένα όπλο για να πάψει απλά να ζει...


                    ***************

 

                          Παρόν

Τα πόδια της, την οδήγησαν στο μοναδικό μέρος που ήταν ικανό να επαναφέρει το πόνο μέσα της και να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα του μίσους. Στην ιτιά...
Την ίδια ιτιά που αντί να σβήσει και να χαθεί παρέμενε ακόμα πελώρια. Το μόνο που χάθηκε από αυτή, ήταν το ρυάκι που πλέον στέρεψε και η αίγλη της... Ένα γέρικο δέντρο που έμεινε να της υπενθυμίζει ότι κάτω από τη σκιά του αγάπησε και μίσησε με όλη τη ψυχή της, τον ίδιο άντρα...
Κάθε φορά που ένιωθε ότι η ψυχούλα της τον συγχωρούσε έτρεχε σε αυτή την ιτιά για να επιστρέψουν οι θύμησες και να τον μισήσει εκ νέου...

Ύστερα από εκείνη τη μέρα ποτέ δεν ξαναείδε τον Παυλή. Ποτέ, μέχρι σήμερα...Έμεινε για είκοσι τρία χρόνια γεμάτη αναπάντητα ερωτήματα και έχοντας στο ενεργητικό της ένα βίο που ποτέ δεν επέλεξε...
Ένα γάμο με το ζόρι και ευθύνες που δε θέλησε ποτέ...

Τα χέρια της βρέθηκαν στα χείλη για να αποτρέψουν το ουρλιαχτό μα ήταν μάταιο αφού δευτερόλεπτα μετά η Λενιώ έπεσε στα γόνατα και άρχισε να ουρλιάζει ξαφνικά μέσα στη νύχτα σαν πληγωμένος λύκος...

                       ***********

"Λέγε Βασίλη γιατί στο ορκίζομαι δε θα βγεις ζωντανός από δω μέσα!" τα χέρια του Γιώργη τον κρατούσαν σφιχτά από το γιακά ενώ το σώμα του σχεδόν αιωρούνταν στον αέρα. "Ποιος τον άγγιξε ρε;! Μίλα!" συγκριτικά με το Γιώργη ο Βασίλης, ήταν πιο κοντός και το κορμί του έμοιαζε σαν παιχνίδι στα χέρια του.
Ο Γιώργης δε σταμάτησε να σκαλίζει λεπτό μα πια είχε φτάσει στο τέλος και ήξερε καλά πως πίσω από όλα ήταν ο πατέρας της Μαριάνθης...
Ήταν σίγουρος αφού όλα τα κομμάτια οδηγούσαν εκεί.

"Η μάνα της..." ξεστόμισε από τα πρησμένα του χείλη ξαφνικά και ο Γιώργης τον άφησε να σωριαστεί καταχαμα από την έκπληξη. Είχε φάει αρκετό ξύλο για να μπορεί να σταθεί στα πόδια του ενώ μόλις τον απελευθέρωσε, ξεκίνησε να βήχει

"Τι είπες ρε!'' απόρησε μπερδεμένος

"Την άκουσα να γίνει εντολή. Ο δήμαρχος δεν έχει ιδέα... Ήθελε να προλάβει κάποιο σκάνδαλο... "

"Πως είναι δυνατόν... Δεν..." ο Γιώργης έμεινε έκπληκτος. "Μια γυναίκα... Και μάλιστα η συγκεκριμένη..." Παραμιλησε αφού η μάνα της ήταν γνωστή για την αναισθησία της. Δεν έβγαζε νόημα...
"Τι άλλο ξέρεις;"

"Τίποτα στο ορκίζομαι!" σήκωσε τα χέρια του ψηλά για να προφυλαχθεί και ο Γιώργης τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω

"Αν μου λες ψέματα..."

"Όχι Γιώργη να χαρείς! Αυτά ξέρω μόνο! Και εμείς εντολές πήραμε από τον ανιψιο της..."

"Ώστε πίσω από όλα είναι ο Σάββας..." Είπε σιγανά "Κι αν είναι, σίγουρα θα ξέρει..."

"Γιώργη μη! Τρελάθηκες;! Θα τα βάλεις με..."

"Θα τα βάλω με όλο το ντουνιά!" τον έκοψε απότομα και αφήνοντας τον καταχαμα , μπήκε εκνευρισμένος στο αμάξι και έφυγε. Θα έβρισκε παση θυσία το λόγο αλλιώς θα τους έβαζε όλους φωτιά... Κι αν δε το έκανε εκείνος ήταν σίγουρος πως ο Ορέστης θα έκανε ακόμα χειρότερα...

                    
                     **************

Η κούραση φωλιαζε πάνω στις βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του μα εκείνα παρέμεναν ανοιχτά κοιτώντας ευθεία μπροστά το σώμα του. Ο γιατρός είχε μια ελπίδα να συνέλθει μα ο Κωνσταντής παρέμενε φυτό σε εκείνο το κρεβάτι. Ήξερε πως τόσο ο Σήφης όσο και ο Γιώργης είναι εκεί έξω ψάχνοντας τον υπαίτιο μα κατά βάθος, και ενώ το αλκοόλ είχε πια υποχωρήσει εντελώς από το σύστημα του, ο Ορέστης ήταν βυθισμένος σε άλλες σκέψεις...

"Φεύγει" η φωνή του Σήφη έσκασε στα αυτιά του από πίσω "Χαμπάρι δε με πήρες που μπήκα έτσι;" συνέχισε πλησιάζοντας "Σε 4 μέρες..."
Ο Ορέστης παρέμενε σιωπηλός προσπαθώντας να μεταφράσει τα λεγόμενα του μα ο Σήφης που τον ήξερε αρκετά καλά, τον πρόλαβε "Φαντάσου τι νιώθει κορίτσι πράμα για να τα μαζεύει και να φεύγει. Τουλάχιστον είχε τα κοτσια και το σθένος να κάνει πίσω πριν προκληθεί κάποιο φονικό..." μόνο σαν ολοκλήρωσε είδε τις χούφτες του Ορέστη να κλείνουν σε γροθιές "Η Λενιώ πιστεύει πως θα της αλλάξει γνώμη αλλά κάτι μου λέει πως δε θα τα καταφέρει... Τουλάχιστον τελείωσε αναίμακτα.."

"Δεν θα πάει πουθενά" μίλησε αξαφνα και σαν σηκώθηκε η καρέκλα έβγαλε ένα συρτό ήχο στην επαφή με το πάτωμα

"Και τι θα κάνεις; Θα πας να της πεις μήπως να μείνει με το δολοφόνο του πατέρα της ο οποίος θέλει επίσης εκδίκηση;" τον πάτησε εκεί που πονάει "Δεν είναι η Λενιώ , Ορέστη... Τι διάολο σκεφτόσουν; Αν σε έβλεπε κάποιος να έχεις το κορμί της κολλημένο στο τοίχο τι θα σκεφτόταν μου λες;!" Ο Ορέστης επέμενε να κάθεται με τη πλάτη προς τον Σήφη κοιτάζοντας ευθεία στο κρεβάτι το Κωσταντή "Η Λενιώ σ' αγαπάει και το ξέρεις... Ίσως έγιναν όλα σκατα στο παρελθόν μα έμεινε πλάι σου και κάθε μέρα που περνάει, ουρλιάζουν τα συναισθήματα της για σένα. Και εσύ; Εσύ πηγες και έριξες τα μάτια σου στη κόρη της... Στη κόρη του Μάρκου! Στη κόρη του άντρα που στέρησε από τα χέρια σου τη γυναίκα και μάνα του παιδιού σου;" Ο Σήφης τον πάτησε από κάθε μεριά "Από όπου κι αν το πιάσεις, το μέλλον είναι ένα... Καταστροφή. Σταμάτα λοιπόν πριν να είναι αργά... Σε ξέρω καλά. Ξέρω πόσο μπορεί να αλλάξει η τρέλα το μυαλό σου... Δε φταίει σε τίποτα η μικρή για να βγάλεις επιτέλους τα σπασμένα σου... Δε θα σε αφήσω να τη καταστρέψεις Ορέστη... Δε φταίει σε τίποτα"

"Τελείωσες;" είπε μονάχα σοβαρός και ο Σήφης ξεφυσησε

"Μείνε μακριά της για το καλό όλων... Έρχεται και ο Φώτης αύριο... Ήρθε και ο Παυλής νωρίτερα... Νιώθω πως μας κυκλώνει ο κίνδυνος ανάθεμα σε! Για να κατεβαίνει από πάνω ο θείος της Λενιώς κάτι συμβαίνει! Αμάν και πως κάναμε να μην ανοίξει νέος κύκλος αίματος! Δεν έχω καλό προαίσθημα... Αν μάθουν ότι..."

"Τελείωσες;" επανέλαβε ξανά και αυτή τη φορά γύρισε ολόκληρος προς το μέρος του. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο και σταθερό ενώ του Σήφη, ταραγμένο και γεμάτο φόβο για τα μελλούμενα"Ωραία. Μη το κουνήσεις από δω αν δεν γυρίσω..."

"Που πας;!"

Σαν απάντηση πήρε μονάχα ένα άδειο, κενό βλέμμα και ύστερα έμεινε ολομόναχος με το Κωσταντή και γεμάτος απογοήτευση , κάθισε πλάι του.

                  *****************

"Ναι, σε λίγες μέρες θα γυρίσω. Τι; Μην ανησυχείς μωρέ Κλάρα ... Τα έχω κανονίσει όλα. Θα πάω στα Χανιά και από εκεί θα κλείσω πτήση... Βασικά ίσως απλά μείνω λίγες μέρες στο ξενοδοχείο... Τι; Όχι όχι, σου είπα πως όλα είναι καλά... Απλά μου έλειψε το... Το σπίτι..." ήταν ξαπλωμένη μέσα στη καρότσα του καρου στη πίσω αυλή και κοιτούσε τα άστρα. Δεν ήθελε καν να επιστρέψει σπίτι από το πρωί που σηκώθηκε. Η μάνα της είχε κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα ενώ η Νανά είχε πάει να πάρει το πατέρα της ο οποίος αποφάσισε να επιστρέψει για να τους επισκεφθεί. Η Ευτέρπη πάντα έλεγε πως ήταν στραβος άνθρωπος γι αυτό και μόλις μετακόμισαν στην Αμερική έπειτα από λίγο τους άφησε και επέστρεψε στη Κρήτη. Θεωρούσε πως ήταν μια ευκαιρία να χωρίσει τη μάνα τους και να ηρεμήσει όπως έλεγε πάντοτε. Εκτός αυτού όμως ήταν ο κύριος υπεύθυνος για κάθε αγοραπωλησία στο σόι οπότε ένας λόγος παραπάνω να είναι μισητός από την Ευτέρπη που δεν πήρε τίποτα ποτέ. Μεγαλώνοντας θεωρούσε σαν πατέρα και παππού τον καινούριο άντρα της μάνας της και τον Φώτη τον είχε ξεγράψει τόσο εκείνη όσο κι άλλοι από το σόι.
"Να με πιστέψεις! Δεν έχω λογο να σου πω ψέματα... Κουράστηκα με τη ζωή εδώ. Ίσως είναι και μικρό το χωριό, δε ξέρω... Όπως και να έχει μη πεις σε κανένα πως γυρίζω εντάξει; Δε θέλω να μάθει κανείς ότι έρχομαι ούτε καν η θεία μου... Τι; Το ξέρω βρε Κλάρα πως θα το πει... Δε θέλω καμία σχέση μαζί του. Πόσο δύσκολο είναι να το καταλάβει αυτό κάποιος; Λοιπόν, το πάει για βροχή οπότε θα πρέπει να δε αφήσω και να...Ει!" Το κινητό της έφυγε από τα χέρια και στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το είδε να κλείνει και να πετιέται ως την άλλη πλευρά της καροτσας. Αυτό όμως που προκάλεσε την έκπληξη της δεν ήταν η κίνηση, αλλά το πρόσωπο πίσω από αυτή ...
"Ο ... Ορέστη..;" τραυλισε ανασηκώνοντας το κορμί της μα εκείνος άπλωσε εκ νέου τα τεράστια χέρια του , την έπιασε από τη μέση και τη κατέβασε

"Πάμε..." είπε αφήνοντας τη κάτω και εκείνη κοκκινησε. Στη σκέψη και μόνο να τους έβλεπε κάποιος από το παράθυρο , την έλουσε κρύος ιδρώτας

"Δε... Δε θέλω και... Και έχω και κάτι που θέλω να σου επιστρέψω... Και..." Η Αρετή έβαλε το χέρι στη τσέπη του παντελονιού και ρίχνοντας ολόγυρα μια κλέφτη ματιά, έβγαλε το σαρίκι του "Αυτό ... Νομίζω πως σου ανήκει. Το ξέχασες και..."

Το βλέμμα του έπεσε στη παλάμη της...
Φαίνονταν ταλαιπωρημένος και η αλήθεια ήταν πως είχε να τον δει δύο μέρες σχεδόν. Φορούσε ακόμα τα ρούχα από το γάμο και αυτό έδειχνε ξεκάθαρα πως ερχόταν απευθείας από το νοσοκομείο. Η μάνα της προσπάθησε άπειρες φορές να τον πείσει να γυρίσει σπίτι μα εκείνος της είχε ξεκαθαρίσει ότι δε θα πήγαινε πουθενά... Κι όμως... Να που τελικά επέστρεψε και μάλιστα πήγε σε εκείνη πριν καν πάει σπίτι.

Εδειχνε εξίσου επικίνδυνος και δίχως ίχνος αλκοόλ στη φλέβα. Ίσως μάλιστα τώρα να ήταν ακόμα περισσότερο...
Ο Ορέστης άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και εκείνη το κοίταξε ξέροντας πως δε θα έβγαινε κάτι καλό από όλο αυτό "Πάμε;" ξανά είπε ακριβώς την ίδια λέξη και εκείνη παίρνοντας το ρίσκο, άπλωσε το χέρι της και το ένωσε διστακτικά με το δικό του. Δεν είχε ιδέα γιατί ύστερα από ένα τεράστιο πόλεμο με τον εαυτό της βρέθηκε να κρατάει το χέρι του και να περπατούν μα ήταν πια αργά...

Νερά άρχισαν να ακούγονται στα αυτιά της και δεν άργησε να αντιληφθεί πως την οδηγούσε στο ίδιο μέρος που τη πήγε τη πρώτη φορά. Σε εκείνο το έλος που ανάθεμα , πίστευε ότι θα τη ρουφήξει. Το σαρίκι ήταν ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου της χεριού ενώ όσο προχωρούσαν άλλο τόσο ο ήχος του νερού δυνάμωνε και το γεμάτο λάσπες ποταμάκι άρχισε να καθαρίζει.
Πόσο λάθος ήταν να πιάσει το χέρι του και να αφεθεί; Αναρωτήθηκε , αλλά από την άλλη είχε ήδη πάρει την απόφαση της... Πόσα να αλλαζαν με μια βόλτα;
Ίσως ήθελε απλά να της εξηγήσει ότι αυτά που έγιναν δεν είχαν κάποιο πονηρό απόηχο πίσω τους...
Ίσως απλά ήθελε να ξεκαθαρίσει τη θέση του...
Ίσως να ήθελε και ο ίδιος να της ζητήσει να φύγει...

Λεπτά αργότερα και αφού κρατούσε το χέρι του σαν στρατιωτάκι, βρέθηκαν σε μια πανέμορφη λίμνη η οποία ήταν πλημμυρισμένη από δέντρα ολόγυρα. Ήταν τόσο βαθιά χωμένη στο δάσος που ούτε τον ουρανό έβλεπες σαν κοιτούσες ψηλά... Όλα ήταν θαμμένα πίσω από το καταπράσινο τοπίο.

"Ορέστη τι κάνεις;" Δαγκωθηκε σαν τον είδε να βγάζει τη μπλούζα του

"Δε βλέπεις;" της απάντησε ατάραχος ενώ σαν ξεκουμπωσε το παντελόνι η Αρετή γύρισε αμέσως από την άλλη "Δύο μέρες έχω να νιώσω άνθρωπος..."

"Με έφερες εδώ για να κάνεις μπάνιο;!" απόρησε παλεύοντας παράλληλα με τον εαυτό της ο οποίος ήθελε απελπισμένα να γυρίσει. Ο τόνος του ήταν διαφορετικός. Θα ορκιζόταν πως στη φωνή του ένιωσε ένα απαλό παιχνίδι και όχι τη κλασική κλειστη και βαριά του έκφραση. Μόλις άκουσε ένα δυνατό παφλασμό στο νερό, γύρισε μονομιάς και τον είδε μέσα στη λίμνη.
Ήθελε να χαμογελάσει μα συγκρατησε τον εαυτό της. Έμοιαζε με παιδί και όχι με τον Ορέστη που γνώρισε σαν έφτασε στο χωριό...

"Θα έρθεις;" στην ερώτηση του η Αρετή ξεροκαταπιε. Άλλα περίμενε και άλλα τη βρήκαν... Δε μπορούσε με τίποτα να καταλάβει τη στάση του ενώ ύστερα από όσα έγιναν, το μόνο που δε περίμενε ήταν να δει μπροστά της έναν Ορέστη να δρα σαν άλλος άντρας.
Πόσο μάλλον έχοντας πάρει την απόφαση να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται... Τον έβλεπε να πλένει το πρόσωπο του , να βουτάει ολόκληρος μέσα και να βγαίνει ξανά. Ήταν οικεία όμως η αίσθηση που της προκαλούσε. Ίσως πίστευε πως κοιτάζει κάτι που δε της ανήκει αλλά παρόλα αυτά η αίσθηση ήταν γλυκιά και δεν ήθελε να τελειώσει...

"Φεύγω σε τρεις μέρες..." του είπε ύστερα από λίγο θέλοντας να το ακούσει περισσότερο η ίδια παρά αυτός. Η Αρετή ένιωσε να χάνει τον αυτοέλεγχο της και ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να κρατηθεί. "Πιστεύω είναι το καλύτερο για όλους ... Και αυτό..." είπε δείχνοντας το σαρίκι "Αυτό νομίζω σου ανήκει. Επίσης συγνώμη αν παραφερθηκα  δεν..."

"Δεν έχεις να πας πουθενά..." ήταν ακόμα γυρισμένος προς το μικρό καταρράκτη αφήνοντας το νερό να τρέχει στο κορμί του. Για μια στιγμή η Αρετή πίστεψε πως δεν άκουσε καλά ώσπου ο Ορέστης γύρισε , κολύμπησε μέχρι το μέρος της και βάζοντας τα χέρια στο έδαφος, έκανε να βγει.

"Περίμενε!" Φώναξε πιστεύοντας πως ήταν εντελώς γυμνός μα εκείνος βγήκε αποκαλύπτοντας πως φορούσε ακόμα το μποξερακι του και προκαλώντας φρενίτιδα στο μυαλό της το οποίο έκανε αμέσως χίλιες δυο πρόστυχες σκέψεις. Η Αρετη αποτραβηξε το βλέμμα της αμέσως από το κορμί του το οποίο ήταν άκρως γυμνασμενο. Είχε μια φυσική μυϊκή κατανομή που πραγματικά το έκανε να μοιάζει τέλειο.

"Είπα μήπως δε με άκουσες και ήρθα να σου το πω και από κοντά... Δεν έχεις να πας πουθενά ..." μερικά ακόμα βήματα προς το μέρος της και η Αρετή ένιωσε κρύες σταλες ιδρώτα στη πλάτη 
"Ξέρεις τι είναι αυτό που κρατάς στα χέρια σου;" ο Ορέστης πήρε το σαρίκι και όπως εκείνο το βράδυ έτσι και τώρα, το έσυρε ως το λαιμό της "Μη με φοβάσαι ... Απλά αποδεξου το ...." στο τελείωμα ένιωσε το υγρό του χέρι να αρπάζει τη μέση της και το κορμί της να κολλάει στο δικό του. "Ανάθεμα σε αν είναι να καταστραφω , αποδέχομαι τη μοίρα μου ..." το ύφασμα τύλιξε εκ νέου το λαιμό της και τραβώντας τη δυνατά προς το μέρος του, έκανε ότι ακριβώς δεν είχε προλάβει να κάνει δύο νύχτες πριν ....




"Αρετή!!! Αρετή!!!" Ένιωσε στο κορμί της ένα απότομο τρανταγμα και μια φωνή να τσιριζει σχεδόν "Ξύπνα κόρη μου! Θεέ μου με κατατρομαξες!"

"Ορέστη..; Εμ.. μαμά;;" μπέρδεψε τα λόγια της ενώ σαν άνοιξε τα μάτια της και είδε το σκοτεινό ουρανό, ένιωσε πιο μπερδεμένη από ποτέ.

"Σε ψάχνω παντού! Πάλι καλά είδα τα μαλλιά σου στη καρότσα. Σε πήρε ο ύπνος κόρη μου ..." Η απελπισία στο πρόσωπο της ήταν εμφανής ενώ σε συνδυασμό με τη ντροπή για όσα ένιωθε λίγα λεπτά πριν, δάκρυα σκαρφάλωσαν στα μάτια της.
Ένα όνειρο ήταν όλα τελικά...
"Έλα, θα κρυώσεις. Έβγαλε υγρασία έξω..." η Λενιώ την έπιασε απαλά από το χέρι και τη βοήθησε να κατέβει
"Ξέρεις πόση ώρα σε ψάχνω; Γύρισε και η θεία, είναι και ο Σήφης εδώ και ο Γιώργης έρχεται και εκείνος... Πριν λίγο μπήκε σπίτι και ο Ορέστης! Είχαμε ευχάριστα νέα το μεσημέρι κόρη μου! Ο Κωνσταντής συνήλθε! Έλα... Πάμε μεσ..." Η φωνή της κόπηκε για μια στιγμή "Τι είναι αυτό;" ρώτησε κοιτώντας τη τσέπη της και η Αρετή σαν αντιλήφθηκε πως η άκρη από το σαρίκι είναι έξω , το έβαλε βεβιασμένα ξανά στη τσέπη "Δε το πιστεύω!" αναφώνησε η Λενιώ κάνοντας τη να ασπρίσει "Για αυτό θέλεις να φύγεις;" Η Λενιώ άρχισε να γελάει ενώ η Αρετή δε καταλάβαινε τίποτα. Την έπιασε από το χέρι και μόλις μπήκαν στο σπίτι, είδε τη Νανά με ένα ξένο στο σαλόνι και τον Ορέστη να κατεβαίνει από τις σκαλες. Αυτό ήταν...
Η καταστροφή ήταν εκεί. Αληθινή... Εμφανής...

"Ορέστη!!" Αναφώνησε η Λενιώ

"Μαμά να σου εξηγήσω..."

"Το κορίτσι μου βρήκε αγόρι! Γι αυτό είναι έτσι! Της έβαλαν σαρίκι!" η Αρετή χλωμιασε ενώ την ίδια στιγμή, η Νανά πετάχτηκε από το σαλόνι και έτρεξε κοντά τους "Ποιος είναι; Θέλω να τα μάθω όλα! Σίγουρα ο γιος του Σαρρή! Σε έτρωγε με τα μάτια όλη νύχτα και η μάνα του με ρωτούσε για σένα σήμερα! Αχ ταιριάζετε τόσο πολύ!! Σου μίλησε; Σε χόρεψε;! Τους κάλεσα και για καφέ αύριο! Δεν είχα τι άλλο να της πω και επέμενε! Σίγουρα η σουπιά κατάλαβε πως ο γιος της σε έβαλε στο μάτι! Αχ θα τρελαθω... Για αυτό φοβήθηκες; Ποιος ξέρει πόσο διεκδικητικος έγινε! Είναι και ομορφόπαιδο!
Έλα, θέλω να τα μάθω όλα!" συνέχισε η Λενιώ και αν πριν πίστευε πως η καταστροφή ήταν προ των πυλών, τώρα πια την ένιωθε στο πετσί της...

🙄🙄🙄🙄🙄

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top