Κεφάλαιο 15°


Έχει παγωνιά εδώ μέσα.
Δε φταίνε όμως τα παράθυρα μα μήτε και η ώρα... Η παγωνιά βγαίνει από τη ψυχή μου και αισθάνομαι σαν να έχω τα χέρια μου δεμένα. Δε γινόταν να μη τρέξω πίσω τους. Δε μπορούσα να μείνω...

Οι τοίχοι του σπιτιού μοιάζουν με φαγανες έτοιμες να με γκρεμοτσακίσουν.
Είμαι μόνη...
Εγώ και η εικόνα του Ορέστη να κρατάει στα χέρια το κατωχρο σώμα του Κωσταντή και να τρέχει ενώ πλάι του, έτρεχε να φέρει το αμάξι και ο Σήφης κλαίγοντας.. Η πρώτη σκέψη σαν αντίκρυσα τούτη την εικόνα ήταν ο ίδιος ο Κωσταντής. Εκείνο το ανέμελο γέλιο του αλλά και η αγριάδα που έβγαζε σαν τον έβλεπα στα κτήματα.
Ποιος θα έκανε κάτι τόσο βάναυσο σε ένα τέτοιο παλικάρι;
Όλοι ήταν σίγουροι πως τον εχωσαν στους θάμνους για να πεθάνει αργά μα εκείνος κατάφερε και σύρθηκε ως το δρόμο. Κατάφερε και τους έφτυσε κατάμουτρα...

Κάνε θεέ μου να ζήσει...
Δε ξέρω πως θα μπορούσα να διαχειριστώ ένα τέτοιο θάνατο.
Ίσως δε τον ξέρω καλά αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Ειναι ένα νέο παιδί γεμάτο ζωή και κανένας δεν έχει δικαίωμα να του τη στερήσει...

Τα φώτα στο σπίτι είναι κλειστά και επέλεξα να ανάψω τη μικρή λάμπα λαδιού που έχει η μάνα στη κουζίνα. Δε θέλω ένταση. Δε θέλω ήχους. Δε θέλω επαφή με τίποτα...
Το αλκοόλ έφυγε βίαια από τις φλέβες μου και πλέον αρχίζω να συνδέω τα κομμάτια της πραγματικότητας ένα προς ένα.
Τι έκανα θεέ μου;
Τι θα γινόταν αν ο Σήφης αργούσε έστω και ένα λεπτό;
Πως θα αντικρίσω τη μάνα μου;
Πως θα αντικρίσω τον ίδιο τον Ορέστη;

Ίσως πρέπει να τα μαζέψω και να φύγω πίσω πριν διαλύσω ένα σπιτικό και τη καρδιά της μάνας. Ποια κόρη θα έκανε κάτι τόσο ποταπό ανάθεμα;! Αυτό θα κάνω ... Θα τους πω ότι φευγω μόλις γυρίσουν.
Δε θα πω ψέματα στον εαυτό μου και παραδέχομαι πως τον λαχταρούσα με όλο μου το είναι. Ήθελα να με αγγίξει. Ήθελα να τον νιώσω. Ήθελα χωρίς ντροπή να του δώσω ακόμα και το κορμί μου απόψε...και κάθε αύριο που θα γίνει απόψε...
Ξεδιάντροπο έτσι;
Πολύ...

Από τη πρώτη μέρα  που τον είδα, αυτός ο άντρας είχε ένα τρόπο να μου δείχνει ότι δε παίζει. Ότι πρέπει να μείνω έξω από τα λημέρια του. Να πάρω απόσταση. Μου έδειξε εξ αρχής πόσο επικίνδυνος είναι μα εγώ αντί να μείνω μακριά, ολοένα και έβρισκα καταφύγιο κοντά του. Σαν μαγνήτης..  Με τραβάει και δε μπορώ να κάνω πολλά...
Είναι τόσο άγρια όμορφος... Τόσο θελκτικος και τόσο απρόσιτος...
Δεν είναι παιδάκι...
Είναι ένας άντρας και στη θέα και μόνο των χεριών του, το κορμί σου τρέμει...

Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι ένας άντρας που δε μπορώ να έχω και δε θα ξεφτυλισω τη σχέση που έχω με τη μάνα μου για αυτόν...
Τον αγαπάει...
Το βλέπω στα μάτια της...
Μιλάει το κορμί της...
Ποια είμαι εγώ που θα μπω ανάμεσα σε ένα ζευγάρι; Ήταν δεν ήταν μάνα μου είναι από μόνο του, ξεδιάντροπο και δεν μεγάλωσα με τέτοιες αρχές.
Πρέπει να του δώσω πίσω αυτό το πράμα και να τελειώνω.
Να φύγω άμεσα....
Θέλω τόσο πολύ να πιστέψω πως παρεξήγησα και πως ήθελε απλά να με κάνει να νιώσω πως είναι η όλη φάση με το σαρίκι εδώ στη Κρήτη αλλά κάπου κατά βάθος νιώθω πως η κίνηση του ήταν κάτι εντελώς αληθινό...
Και η Μελιά;
Άκουσα πως σαν πεθάνει η γυναίκα ο άντρας της παραδίδει το σαρίκι σαν ένδειξη πίστης...
Πως είναι δυνατόν να έχει ακόμα το δικό του; Στη φωτογραφία του σαλονιού εκείνη φοράει ένα στους ώμους της...

Η Αρετή έκλεισε το κεφάλι στις παλάμες της και με τα μάτια ανοιχτά έμεινε να κοιτάζει το σαρίκι που ήταν δίπλα της στο τραπέζι. Ήταν τόσο διαφορετικό από του Γιώργη αλλά και του Σήφη ...
Σαν να ήταν παλιακό...
Σαν να το είχε πάνω από αιώνα...
Μικρές κλωστές είχαν τολμήσει να βγουν παραεξω και αυτό του προσέδιδε ακόμα περισσότερη ιστορία...

Το πήρε για να το βάλει στη τσέπη της μα έπιασε τον εαυτό της να το σέρνει ως τη μύτη της και να το μυρίζει...
Δεν του φαινόταν γενικά μα φορούσε άρωμα... Ένα βαρύ, άρωμα που ακόμα και αυτό , έμοιαζε μοναδικό. Ποτέ της δεν είχε μυρίσει κάτι ανάλογο...
Είχε μια βαριά μεθυστική οσμή που συνάμα είχε τη δύναμη να σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια...
Άθελά της χαμογέλασε μα ο εαυτός της αντιλήφθηκε γρήγορα τι έκανε και έβαλε αμέσως το σαρίκι στη τσέπη της ντροπιασμένη. Έπρεπε πάση θυσία πριν το δει κανείς να τον βρει και να του το δώσει πίσω...
Μέχρι και τον Σήφη ντρεπόταν να αντικρύσει σίγουρη πως είδε κάτι παραπάνω πριν φωνάξει το όνομα του...

Αναστεναξε και πιάνοντας το κουμπί της λάμπας, χαμήλωσε το φωτισμό και σηκώθηκε.
Η αναμονή την σκότωνε και την έτρωγε μα ο Σήφης δεν την άφησε να πάει μέχρι το νοσοκομείο μαζί τους.
Όσο κι αν ήθελε να βρίσκεται πλάι στο Γιώργη ο οποίος έδειχνε ράκος, την έστειλαν σπίτι...

Η ώρα έδειχνε πέντε το χάραμα και βγάζοντας έναν αναστεναγμό, κίνησε προς το δωμάτιο της...

                         ************

Τα άγρια βλέμματα του Σήφη προς τον Ορέστη έδιναν και έπαιρναν μα ο δεύτερος τον αγνοούσε εντελώς. Είχε καρφωμένο το τσιγάρο στα χείλη τις τελευταίες ώρες και δε μίλαγε με κανένα. Ούτε καν με τη Λενιώ η οποία όπως ακριβώς και η Αρετή, ξεμεθυσε απότομα σαν έφτασαν στα αυτιά της μαντάτα. Πλάι της, ήταν καθισμένη η Νανά ενώ ο Γιώργης, ήταν έξω αφού λίγη ώρα πριν κατευθασαν η Μαριάνθη με τη Στρατούλα.

Κανένας δε γνώριζε ποιος χτύπησε το Κωσταντή και εκείνος ήταν αναίσθητος σαν τον βρήκαν ενώ κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο έμοιαζε με νεκρό.
Από την ώρα που έφτασαν τον πήραν στα επείγοντα και δε βγήκε κανείς να τους ενημερώσει εκτός από μια νοσοκόμα που τους είπε ότι η κατάσταση του, ήταν πολύ σοβαρή.

"Φτάνει να καπνίζεις εδώ μέσα! Θα μας διώξουν!" Ο Σήφης βρίσκοντας αφορμή το τσιγάρο τον ζυγιασε μα αντί να εισπράξει μετάνοια από τον αδερφό του, εκείνος τον αγριοκοίταξε σιωπηλός και συνέχισε. "Πρέπει να μιλήσουμε" ο Σήφης μην αντέχοντας πέρασε απευθείας σε αυτό που τον έκαιγε
"Ξέρω πως δεν είναι το μέρος και η ώρα μα έχεις τρελαθεί εντελώς ρε;!" Γρυλισε σιγανα μέσα στα μούτρα του "Εχεις συναίσθηση της πράξης σου; Τι διάολο πηγές και έκανες πίσω από την εκκλησία με τη μικρή; Θα ανεχτώ κάθε δικαιολογία Ορέστη... Ειλικρινά θα το κάνω... Αρκεί να μου πεις ένα πουστη λόγο που είχε στο λαιμό της το σαρίκι του μπαρμπά Στυλιανού..." Σιωπή..
"Ούτε στη Μελιά το φόρεσες παναθεμα σε και αρκέστηκες σε εκείνο που σου έδωσε ο πατέρας!!" ο Σήφης τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο τραβώντας το βλέμμα της Νανάς και ο Ορέστης τίναξε αμέσως το χέρι από πάνω του "Θα μας βάλεις φωτιά έτσι δεν είναι;" συνέχισε ηττημένος ενώ ο αδερφός του, είχε την ίδια ακριβώς παγωμένη στάση "Λογικεψου... Κάντο πριν να είναι αργά και μη τολμήσεις να πλησιάσεις τη μικρή..." Στην απειλή ο Ορέστης μίκρυνε το βλέμμα και ο Σήφης αναστεναξε "Ήρθε ο Παυλής σήμερα... Έμαθα τα μαντάτα από τον κυρ Βασίλη που τον είδε να μπαίνει στο χωριό από το πίσω δρόμο ... Μυρίζομαι προβλήματα. Μη μας προσθέτεις κι άλλα!" με αυτό, τον άφησε μόνο και έφυγε εκνευρισμένος προς τα έξω ενώ η Νανά η οποία αν και δεν άκουγε, δε πήρε τα μάτια της από πάνω τους.

"Καλησπέρα σας..." Ο γιατρός έκοψε την ένταση της ατμόσφαιρας και ο Ορέστης πετώντας το τσιγάρο από το ανοιχτό παράθυρο, τον πλησίασε αμέσως

"Που είναι; Πως είναι; Λέγε γιατρέ!" Από το βλέμμα του και μόνο κατάλαβαν πως κάτι δεν ήταν καλά

"Έχει υποστεί πολλαπλές εγκεφαλικές κακώσεις..." ξεκίνησε να λέει και τα πόδια της Λενιώς τη πρόδωσαν. Η Νανά την έβαλε να καθίσει και κοίταξαν έντρομες το γιατρό "Αρκετά κόκαλα του κορμιού του ήταν σπασμένα ενώ δε θα σας κρύψω πως είχε εσωτερική αιμορραγία σε διάφορα σημεία του σώματος. Όποιος το έκανε αυτό, ήθελε σίγουρα να τον βγάλει από τη μέση...
Τα χτυπήματα είναι βάναυσα και δεν προκλήθηκαν με τα χέρια. Εικάζω πως σίγουρα ήταν αρκετά άτομα γιατί δεν πρόλαβε να παλέψει ο ίδιος. Μοιάζει σαν να τα δέχτηκε από παντού ...
Δε ξέρουμε αν τα καταφέρει κύριε Ραγιά...Κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας, τώρα η ζωή του, βρίσκεται καθαρά στο δικό του πείσμα..."

                     *************

Η οικογένεια τους φημίζονταν για τα τεράστια στρογγυλά τραπέζια που είχαν στα αρχοντικά και στις αυλές τους. Θαρρείς και ήταν η κρυφή υπογραφή τους χρόνια τώρα και η Αθηνά πάντα φρόντιζε έτσι ώστε όταν άνοιγε ένα καινούριο σπιτικό με το όνομα τους, να είχε και από ένα. Πίστευε πως όταν κάθεσαι σε ένα τέτοιο τραπέζι δεν υπάρχουν κρυφές οπτικές γωνίες και έχεις εξολοκλήρου επαφή με όλους και όλα. Σε ένα τέτοιο ήταν καθισμένοι και τώρα...
Εκείνη, ο Διονύσης, ο Ζήσης και ο Παυλής...

Είχε πάει επτά και μισή το πρωί όταν χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι τους.
Εικοσιδύο χρόνια έλειπε σχεδόν από το χωριό ενώ οι επαφές μαζί τους ήταν ως επί το πλείστον κομμένες.
Είχε φτιάξει την οικογένεια του πίσω στο Ρέθυμνο και μόνο αυτό ήξεραν. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο για τη μετέπειτα ζωή του.

"Τι σε φέρνει λοιπόν πίσω;" Πήρε το λόγο σαν κατέβασε τη πρώτη ρουφιξια από το καφέ της ενώ τα βλέμματα όλων έπεσαν πάνω στο Παυλή "Μαύρη πέτρα έριξες σαν έφυγες..." συνέχισε έχοντας μια πικρία στη φωνή

Η ένταση στο τραπέζι ήταν μεγάλη.
Ο Ζήσης δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ και δεν μιλούσαν για εκείνον στο σπίτι ενώ από την άλλη ο Διονύσης έδειχνε εκνευρισμένος. Η μόνη ανέκφραστη εν μέρη αλλά εντελώς εκφραστική για όσους τη γνώριζαν ήταν η Αθηνά.

"Τρεις ημέρες πριν πέθανε η Φωτεινή. Σήμερα το ξημέρωμα την έθαψα και μην έχοντας τίποτα πίσω επέστρεψα" απάντησε σοβαρός.
Ίσως δεν έμενε στο χωριό μα ο Παυλής είχε τη στόφα του παλιού κρητικού και φαίνονταν στην εμφάνιση του. Μαύρα ρούχα, μούσια, σηκωμένα μανίκια στο πουκάμισο, ατημέλητα μαλλιά...
Ήταν ο πιο μεγάλος ηλικιακά από τα τρία αδέρφια ενώ ο Μάρκος ο μικρότερος και η Αθηνά στη μέση.
Ποτέ δε δόθηκε κάποια εξήγηση για το φευγιο του και κανένας δε ρωτούσε για εκείνον. Έλειπε άλλωστε χρόνια πολλά για να ασχοληθεί κάποιος με το ριζικό και τη τύχη του.

"Περίμενες να πεθάνει η γυναίκα σου για να δώσεις σημείο ζωής;" Συνέχισε η Αθηνά με κοφτερό ύφος

"Ήθελα να τη τιμήσω μέχρι το θάνατο" η παράξενη απάντηση του γέμισε ερωτήματα στο Ζήση και η Αθηνά σφίχτηκε. Ήταν από λίγες φορές που ο Ζήσης έβλεπε στο πέτρινο πρόσωπο της μάνας του την αμφιβολία.
"Θα μείνω στο σπίτι του Τσελεπή" Ανακοίνωσε και εκείνη έσπασε επιτέλους και γέλασε

"Το σπίτι εκείνο ξέχασε το! Το έγραψα στη κόρη μου!"

"Με την άδεια ποιανού;" την αγριοκοίταξε

"Με την άδεια του μπαμπά! Αλλά ξέχασα... Έφυγες και ούτε ενδιαφέρθηκες για το θάνατο του!"

"Αν δεν έφευγα θα γινομουν εγώ ο θάνατος!" Προς έκπληξη όλων ο Παυλής κοπανησε τη βαριά του παλάμη στο τραπέζι και σηκώθηκε "Μη κάνεις την αθώα Αθηνά.." της είπε σε προειδοποιητικό τόνο "Όπως και να έχει... Επέστρεψα και θα μείνω σε εκείνο το σπίτι. Όταν με το καλό η Στρατούλα παντρευτεί, θα πάω αλλού. Η συζήτηση τελειώνει εδώ" πήρε τα πράγματα του και πριν φύγει γύρισε προς το Διονύση ο οποίος ήταν φανερά εκνευρισμένος αλλά σιωπηλός ακόμα "Και εσύ..." τον έδειξε με το βλέμμα "Όταν αντρεψεις πια και βγεις από τα φουστάνια της, έλα να με βρεις..." του είπε και ο Ζήσης άνοιξε διάπλατα τα μάτια έκπληκτος.

Κανένας δεν απάντησε όμως...
Ούτε η μάνα του, μα ούτε και ο πατέρας του...

                        *************

Το φως είχε απλωθεί παντού πια και ύστερα από μια έντονη λογομαχία ο Γιώργης φόρτωσε στο αμάξι τη Στρατούλα αλλά και τη Μαριάνθη και κίνησαν πίσω για το χωριό. Δεν ωφελούσε κανένα να κάθονται ώρες εκεί έξω αφού ο Κωνσταντής ήταν και θα παρέμενε στην εντατική.
Τα κορίτσια ήταν καθισμένα πίσω ενώ λίγα μέτρα μακριά τους ακολουθούσε και ο Σήφης με το δικό του αμάξι μέσα στο οποίο είχε τη Λενιώ και τη Νανά. Ο Ορέστης τους ζήτησε όλους να φύγουν λέγοντας πως θα καθίσει μόνος να περιμένει και θα ενημερώνει.

"Θα σταματήσεις επιτέλους να κλαίς;" ξεφυσησε και φτιάχνοντας καλύτερα το καθρέφτη του αμαξιού, κοίταξε προς τα πίσω τη Μαριάνθη η οποία ακόμα πλανταζε. Τα νέα ταξίδεψαν με γοργό ρυθμό στο χωριό και σαν αποτέλεσμα είχε να σταματήσει μετέπειτα και το γλέντι. Κανένας δεν είχε ιδέα ... Έτσι είπαν όλοι τουλάχιστον...
Η Μαριάνθη τον περίμενε ακόμα να πάει να τη πάρει ενώ η Στρατούλα, ήταν ήδη στο τραπέζι σαν τους ενημέρωσαν.

"Αν πεθάνει δε θα το αντέξω..." Έκλαψε γεμάτη παράπονο στριγγλιζοντας μια κραυγή απελπισίας "Ποιος τόλμησε;" το νεύρο βγήκε αμέσως μετά και από τα νεύρα της, κλώτσησε το μπροστινό κάθισμα "Θα μάθω! Και μα το Θεό όταν μάθω θα εύχονταν να μην είχαν γεννηθεί!"

"Θα ηρεμήσεις;" επέμενε από δίπλα η Στρατούλα η οποία ήταν εξίσου λυπημένη αλλά πιο μαζεμένη "Σε τι ωφελεί να κάνεις έτσι; Θέλει κουράγιο η στιγμή .."

"Του την είχαν στημένη δε το καταλαβαίνεις;!" τσιριξε έξαλλη "Ήξεραν πως θα έρθει να με πάρει Στρατούλα! Εκείνος πέθαινε και εγώ νευρίαζα γιατί αργούσε!"

Η Στρατούλα δεν ήταν ηλίθια μα της ήταν αδύνατον να ενώσει τα κομμάτια. Παρόλα αυτά, η σκέψη πέρασε και έφυγε σαν αεράκι από το μυαλό της. Η μάνα της άλλωστε ήταν αρκετά λυπημένη με το συμβάν και η ίδια...

"Θα γίνει καλά... Θα βρω ποιος το έκανε και θα τον φυτέψω. Σου αρκεί; Προς το παρόν για το Θεό θέλω να ηρεμήσεις γιατί δε θα βγει άκρη έτσι..." Επέμεινε ο Γιώργης "Τι είπες στους δικούς σου;"

"Την αλήθεια!" φώναξε με ένταση "Τους είπα κατάμουτρα πως πάω στον άνθρωπο μου! Άργησα κι όλας!" ήταν φανερά καταβεβλημένη μα πρώτη φορά έδειξε να απαρνιεται την ίδια της την οικογένεια για το Κωσταντή κάτι που στα μάτια του Γιώργη, ήταν αξιοθαύμαστο. Πάντα έλεγαν ανάμεσα τους ότι εκείνη ήταν που φοβόταν και πως ποτέ δε θα πατούσε πόδι κι όμως τους έβαλε τα γυαλιά.
"Μου υπόσχεσαι να μάθεις ποιος το έκανε;" τον ρώτησε ύστερα από λίγο και εκείνος αναστεναξε βαριά

"Στο υπόσχομαι Μαριάνθη μου... Το υποσχέθηκα ήδη και στον ίδιο...." απάντησε εξίσου λυπημένα και συνέχισε το δρόμο του...

           

                    ****************

Καθόταν αμίλητη απέναντι τους και σκεπτική ακούγοντας αρκετά προσεκτικά την Αρετή.
Δεν είχαν πάνω από μισή ώρα που έφτασαν σπίτι και σαν τις άφησαν, ο Σήφης επέστρεψε στο νοσοκομείο και ο Γιώργης έφυγε μετέπειτα δίχως να πει που πάει. Η Λενιώ, η Νανά και η Αρετή βρέθηκαν όλες μαζί στη κουζίνα με τη τελευταία να τους ανακοινώνει κάτι που προκάλεσε αναμφίβολα έκπληξη.

"Μη με κοιτάτε έτσι σας παρακαλώ... Απλώς θεωρώ ότι είναι πιο φρόνιμο αν φύγω. Εκτός αυτού, δεν ήρθα για να μείνω μόνιμα. Πρέπει κάποια στιγμή να επιστρέψω πίσω σωστά;" ξανά είπε για δέκατη φορά μα η πικρή αλήθεια ήταν πως έτρεμαν τα σωθικά της στη σκέψη να επιστρέψει ξανά πίσω στον εφιάλτη. Βέβαια ύστερα από όσα έγιναν η παραμονή της στη Κρήτη έμοιαζε χειρότερη από την αντιμετώπιση του Νίκολας.

"Καλά βρε αγάπη μου, τώρα θέλεις να φύγεις; Εκτός αυτού νόμιζα πως επέστρεψες για τα καλά σπίτι..." Η θλίψη της Λενιώς ήταν ζωγραφισμένη στις εκφράσεις της ενώ η Νανά από την άλλη είχε ένα πιο περίεργο βλέμμα

"Έγινε κάτι χθες; Εκτός φυσικά από το ατύχημα του Κωσταντή" πήρε θέση για πρώτη φορά "Σαν να είσαι λιγάκι περίεργη..." η εξεταστική της ματιά ήταν αρκετή για να κάνει τα μάγουλα της να πάρουν φωτιά μα ευτυχώς ο φωτισμός ήταν ισχνός και κρύφτηκε πίσω του. "Σαν γυναίκα , θα έλεγα πως έγινε κάτι το οποίο..."

"Θεία σε παρακαλώ" Τη διέκοψε απότομα "Τίποτα δεν έγινε. Θέλω να επιστρέψω πίσω. Μου λείπει η Κλάρα..."

"Η Κλάρα..." Επανέλαβε σκεπτική "Σου λείπει η φίλη σου και για αυτό θέλεις να φύγεις... Μάλιστα"

"Αμάν βρε Νανά. Άσε το παιδί... Είμαι σίγουρη πως  είναι απλά ένα σοκ. Αλλά σε διαβεβαιώνω κορίτσι μου πως αυτό που έγινε στο Κωσταντή ήταν ένα ατύχημα. Θα δεις ... Μη ξεχνάς πως ο Ορέστης δε θα αφήσει να πάθουμε τίποτα... Δε βλέπω το λόγο της ξαφνικής αλλαγής σου και ειλικρινά δε θέλω να πιστέψω πως η θεία σου έχει δίκιο.."

"Λυπάμαι μαμά αλλά η απόφαση μου δεν αλλάζει... Ήδη έφτιαξα τα πράγματά μου όσο λείπατε και αύριο θα κατέβω μέχρι τη πλατεία να βγάλω ένα εισιτήριο για το λεωφορείο. Ίσως επιστρέψω ξανά αλλά τώρα θέλω απλά να πάω πίσω..." η Αρετή σηκώθηκε αποφεύγοντας τα πολλά βλέμματα και έφυγε. Ήθελε τόσο πολύ να φιλήσει τη μάνα της και να την αγκαλιάσει μα ένιωθε πως τούτο το φιλί θα έμοιαζε με του Ιούδα...

                       *************

Ζωστηκε με το καλάθι της ενώ έξω ήταν ακόμα πίσσα σκοτάδι. Δεν έβαλε πολλά μέσα... Ίσα ίσα λίγη λειτουργιά που έφτιαξε και ένα χαρτί με λίγα ονόματα για να διαβάσει ο παπά Μανώλης. Ήξερε πως ήταν μεσάνυχτα μα τον είχε ήδη πάρει τηλέφωνο να τη περιμένει. Μάτι δεν έκλεισε σαν επέστρεψαν με τη Νανά πίσω και τα νέα που της ανακοίνωσε η Αρετή δε βοήθησαν τη κατάσταση. Ο Ορέστης ενημέρωσε πως θα παρέμενε στο νοσοκομείο για όσο χρειαστεί ενώ τόσο ο Γιώργης όσο και ο Σήφης, δεν είχαν επιστρέψει.
Η επόμενη μέρα τη βρήκε γεμάτη προσευχές και δάκρυα.

Η Αρετή δε βγήκε καθόλου από το δωμάτιο της εκτός φυσικά για να κλείσει εισιτήριο όπως είχε πει, και η Νανά, ήταν απλώς η Νανά...
Το μόνο καλό εν μέρη ήταν πως δεν υπήρχε λεωφορείο για τις επόμενες 4 ημέρες και η Λενιώ ήλπιζε πως ίσως είχε λίγο χρόνο να της αλλάξει γνώμη.
Ήταν τόσο μπερδεμένη...
Όλα έμοιαζαν να κυλούν τόσο όμορφα ξανά και να που τελικά έφτανε μια μέρα για να τα αλλάξει όλα.

Η Λενιώ ήξερε αρκετά καλά πως πίσω από το ξυλοδαρμό του Κωσταντή υπήρχε κάτι περισσότερο αλλά σαν γυναίκα δε μπορούσε εύκολα να βγει μπροστά και να αποδώσει ευθύνες. Παρόλα αυτά όμως ένιωθε πως σίγουρα είχε να κάνει με την αγάπη του για τη κόρη του δημάρχου. Ίσως νόμιζαν πως ήταν κρυφό μα η Λενιώ μήνες τώρα ήξερε την αδυναμία του... Σαν παιδί της τον είχε και δεν ήταν λίγες οι φορές που σαν έρχονταν μπροστά το όνομα της άλλαζε χίλια χρώματα. Μόνο ένας τυφλός δε θα το καταλάβαινε.
Ποιος όμως να προκάλεσε με τόσο ύπουλο τρόπο το δήμαρχο ώστε να κινηθεί ανάλογα; Και γιατί; Τι τους πείραζε αν η κόρη τους ερωτεύθηκε και εκείνη τον Κωσταντή; Νέα παιδιά ήταν...
Από την άλλη, είχε και τον Ορέστη.
Ένα ακόμα πρόβλημα που γιγαντωνε στο κεφάλι της τις τελευταίες μέρες και χάριζε στη Νανά το λόγο. Ήρθε και της φούσκωσε τα μυαλά με αποτέλεσμα να κάνει την μια απερίσκεπτη κίνηση μετά της άλλη. Τόσα χρόνια είχαν μάθει να συζούν αρμονικά και παρά τα αισθήματα της για τον Ορέστη, η Λενιώ ήταν κυρία. Ποιος δε θα ένιωθε άλλωστε κάτι, για έναν άντρα με τον οποίο συζεί τόσο καιρό; Ειδικά έναν τόσο όμορφο άντρα. Και μόνο η καθημερινότητα και η τριβή έπρεπε να αφήσει τα αισθήματα να κυλήσουν όμορφα και ομαλά, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε ποτέ.
Ο Ορέστης από τη μεριά του  ήταν πάντοτε ψυχρός. Ούτε θέλησε να της χαρίσει ένα χορό πόσο μάλλον να της κάνει κάποιο κοπλιμεντο για την εμφάνιση της στο γάμο. Πως ήταν δυνατόν τόσα χρόνια να μη θέλησε να την αγγίξει; Η Λενιώ ήταν όμορφη γυναίκα αδιαμφισβήτητα και αυτό τη προβλημάτιζε ακόμα πιο πολύ.
Η μόνη αιτιολογία ήταν πως ίσως καταβαθος δεν έπαψε να τη βλέπει σαν γυναίκα του Μάρκου...
Τη βοήθησε και ήταν πλάι της σαν στήριγμα αλλά ίσως τον σταματούσε το παρελθόν.
Πολλά τα ίσως και πολλά τα γιατί για να καταφέρει να ανταπεξέλθει δίχως εξομολόγηση και φτάνοντας έξω από την εκκλησία, αναστεναξε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτήθηκε αν ο παπά Μανώλης έχει γνώση για το παρελθόν... Η εξομολόγηση ήταν ιερή και σίγουρα κάποιος θα του είπε κάτι...
Η Λενιώ από τη πλευρά της, ποτέ της δε ξομολογηθηκε για το παρελθόν παρά μόνο για όσα τη ταλαιπώρησαν μετέπειτα. Δεν θέλησε ούτε να βγει από τα χείλη της η χυδαιότητα πόσο μάλλον στον οίκο του Θεού ...

Η πόρτα της εκκλησίας ήταν κλειστή μα από τα παραθυρακια  έβλεπε το φως απ'τα  αναμμένα καντήλια σημάδι πως ο παπάς, ήταν μέσα.
Σκέφτηκε πως ίσως ήταν μια καλή στιγμή για να τα βγαλει όλα από μέσα της... Πως ίσως εκείνο το βάρος να έφευγε πια και να μη βάραινε άλλο τη ψυχή της. Όσο μπορούν να μη βαραίνουν τέλος πάντων τους ώμους κάποιου τρεις θάνατοι...

"Παπά μου;" έσυρε τη πόρτα σιγανα ψάχνοντας τον και αφήνοντας το καλάθι στο τσιμεντένιο πεζούλι , κίνησε για το ιερό. Ήταν το πιο φωτεινό μέρος από όλα και σκεπτόμενη πως θα ήταν στη πίσω μεριά , ούτε που κοίταξε ολόγυρα.

"Βλέπω οι συνήθειες δεν αλλάζουν..." τα πόδια της Λενιώς κοκαλωσαν στο πάτωμα θαρρείς και κάποιος τα κάρφωσε μονομιάς. Το βλέμμα της πάγωσε με τη σειρά του, αφήνοντας μονάχα τις κόρες των ματιών να τρέμουν και ολόκληρο το κορμί της, ανατριχιασε. "Τόσο πολύ άλλαξε η φωνή μου και τρόμαξες;" τούτη τη φορά ακούστηκε πιο κοντά της ενώ σαν ένιωσε τα χέρια του, να αγγίζουν τα δικά της από πίσω, τινάχθηκε μονομιάς

"Παυλή;!" Εσκουξε με κομμένη ανάσα

"Ένα καλώς ήρθες, θα ήταν αρκετό μικρή μου Λενιώ..." αρκέστηκε να της απαντήσει και σαν τη γύρισε προς το μέρος του, εκείνα τα παγωμένα της μάτια, γέμισαν μονομιάς δάκρυα...

🖤🙄🖤🙄💔

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top