Κεφάλαιο 14°
"Κανείς δε άκουσε τους νόμους , κανείς δεν υπολόγισε... Τα κρίματα ήταν πολλά και ο αμαρτωλός χέρι εσηκωσε σε ξένο σώμα. Ένα σώμα που είχε σάρκα και οστά καταραμένα απ' του χρόνου, τις πληγές..."
Μοίρες
30 χρόνια πριν...
"Για που το βαλές βρε απολιθαράκι;" ο μικρός έζεψε λίγο καλύτερα τα ξύλα στη πλάτη και τον αγριοκοίταξε "Σε σένα μιλώ! Ει!"
"Ήντα θες μωρέ παππού! Δε βλέπεις πως έχω δουλειά; Μυαλό εν κατέχεις; Άσε με πιο να τελειώσω!"
"Περίμενε βρε!"
Ξεφυσησε και αφήνοντας τα δεμάτια κάτω, γύρισε προς το μπάρμπα που καθόταν στο καφενείο με σηκωμένο φρύδι
"Ωραία. Λέγε ήντα θες γιατί βιάζομαι!"
Ήταν αρκετά αγαπητός ο μπαμπά Στυλιανός στο χωριό μα όλοι ήξεραν πως κατά βάθος ήταν λιγάκι κουζουλος. Μόνος στη ζωή, κοντά στα εβδομήντα πια και άτεκνος. Σήμα κατατεθέν του καφενέ.
"Έλα, κάτσε να σε τρατάρω μια τσικουδιά!"
"Η ώρα είναι 8 το πρωί!"
"Ε και; Θα σε μαλώσει ο πατέρας σου αν για λίγο κάνεις διάλειμμα να σε κεράσω κάτι;"
"Είμαι εννιά!"
Του επισήμανε την ηλικία του και ο μπάρμπας γέλασε με τη ψυχή του
"Κάτσε δω χάμο βρε σκασμενο! Θέλω να σε μιλήσω..."
Ο Ορέστης κοίταξε τριγύρω και έπειτα καθισε απέναντι του στη ψάθινη καρέκλα έχοντας ένα βλέμμα αποδοκιμασίας προς το πρόσωπο του. Ήταν σχετικά άδειο το χωριό. Κανείς δεν έπινε από τα πρωινά άλλωστε και όλοι ήταν στα χωράφια. Όλοι εκτός από το τρελό του χωριού... Ίσως γι αυτο και δεν ήθελε να καθυστερήσει. Μα ήταν αργά πια.
"Ωραία. Σε ακούω...! Άντε γιατί βιάζομαι!"
"Να βάλω λίγη;" του έδειξε τη τσικουδιά και ο Ορέστης στριφογύρισε το βλέμμα μονομιάς.
"Βαλθηκες να με κανεις αλκοολικό σήμερα;"
Ο μπάρμπα Στυλιανός γέλασε ξανά.
Του είχε αδυναμία του Ορέστη από πιτσιρικακι. Δεν ήταν μυστικό άλλωστε πως τα αγόρια στο χωριό, δοκίμαζαν από μικρά τα καλουδια που έβγαζαν.
Το θέμα όμως ήταν πως τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία του Ορέστη τον κορόιδευαν ενώ εκείνος όχι.
Μερικά πετούσαν πέτρες, αλλα χώματα... Ελάχιστοι τον σέβονταν γιατί πολύ απλά ελάχιστα τον σέβονταν και οι δικοί τους.
Ο μπάρμπας ήπιε μονοκοπανια τη τσικουδιά του και ύστερα γέμισε ξανά το ποτήρι πιο σοβαρός τούτη τη φορά
"Σε λίγες μέρες, δε θα 'μαι πρόβλημα πια..."
"Γιατί; Ήντα συμβαίνει; Αποφάσισες να πας κάπου;"
"Κάποτε ήμουν και εγώ μικρός το ξέρεις;" Ο παππούς έκανε πως δεν άκουσε την ερώτηση του "Ήμουν ένα παιδάκι. Είχα μάνα...
Είχα δύο τρυφερά χεράκια γύρω μου και ένα φιλί στο μέτωπο πριν βγω από τη πόρτα..." ένα αμυδρό χαμόγελο συνόδευσε τα υγρά του μάτια ενώ ο Ορέστης ένιωσε ένα σφίξιμο. Πρώτη φορά τον έβλεπε σοβαρό. Συνήθως γελαγε, έπινε, έκανε πλάκα και ήταν φωνακλάς. Τώρα όμως έβγαζε μια απόκοσμη ηρεμία ξαφνικά ενώ τα καταγάλανα ρυτιδιασμενα του μάτια, ήταν πνιγμένα στη θλίψη...
Ο μπάρμπα Στυλιανός σκούπισε τα λευκά του μουστάκια και έβαλε εκ νέου αλκοόλ στο ποτήρι του "Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και ξεχνάνε πως κάποτε παρακαλούσαν για ένα χάδι... Ξεχνάνε πως ήταν να είναι παιδιά... Έφηβοι... Να έχουν ελπίδες... Όνειρα..." έκανε μια παύση για να πάρει μια βαθιά ανάσα και πιάνοντας το καπνο του, γέμισε τη πίπα του και την άναψε "Όταν ήμουν είκοσι ετών παλικαρακι, την είδα για πρώτη φορά στη λίμνη..."
Ο Ορέστης ήταν βιαστικός και σίγουρα θα άκουγε κατσαδα μα δε του έκανε καρδιά να σηκωθεί. Πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι. Επέλεξε τη σιωπή για να τον συνοδεύσει και ο παππούς έδειχνε να την ευγνωμονει. Για κάποιο λόγο, ένιωσε πως δεν έκαναν κουβέντα, μα μια στερνή εξομολόγηση. "Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου πιο όμορφη γυναίκα... Κόκκινα μαλλιά σαν φλόγες και μάτια πράσινα σαν ρουμπίνια. Μερικές φορές πίστευα πως δεν ήταν άνθρωπος και πως αν ήταν σίγουρα δεν ήταν μέρος μας από τα γενοφάσκια της.
Η εξωτική της ομορφιά όμως, μας έφερε και στο σήμερα..." είπε πιο σιγανα καθώς γέμιζε εκ νέου το ποτήρι του. Η ανάσα του, μύριζε έντονα αλκοόλ. Συνήθως όταν σου μιλούσε έβγαζε μια ευωδία από τις αγαπημένες του ροζ καραμελιτσες. Ήταν οι μόνες που έδιωχναν τη μυρωδιά της τσικουδιας μα τούτη τη φορά, δεν έδειχνε να νοιάζεται.
"Χαρά την ελέγανε... Όνομα και πράγμα!" τα χείλη του διασπαστικαν σε ένα λάγνο χαμόγελο και τα μάτια του έλαμψαν στις θύμησες. Ήταν θαρρείς και ξαναζουσε την έξαψη με την αφήγηση του "Θυμάμαι ήμουν δεκαεπτά αλλά ένιωθα για τριάντα ετών παλικάρι κοντά της. Τέτοια δύναμη με γέμιζε..."
Το ύφος του Ορέστη αλλαξε σαν είδε το ρολόι και η όψη του σκοτείνιασε
"Μη λογιζεις το χρόνο, βρε σκασμενο!" τον μάλωσε σκουπίζοντας τα τεράστια μουστάκια του, και πιάνοντας το επί χρόνια πανακι που κουβαλούσε μαζί του, το έσυρε ως τα χείλη και εβηξε μέσα του. Έπειτα το κοίταξε, αναστεναξε και το έβαλε ξανά στη τσέπη "Όταν ήμουν επτά, η συγχωρεμενη η μάνα μου, έβγαλε όσες οικονομίες είχε και πήγε μέχρι τη μοδίστρα. Ήμασταν φτωχή οικογένεια βλέπεις. Για εμάς το αλεύρι ήταν το παν μα εκείνη αντί να πάρει πέντε σακιά, έδωσε όσα είχε για να αγοράσει τη πιο ακριβή κλωστή... Το πιο φίνο ύφασμα..."
"Παππού δε σε καταλαβαίνω και κοντεύει η ώρα..." τον διέκοψε ο Ορέστης μα ο μπάρμπας δε του άφησε περιθώρια
"Επτά μέρες και επτά νύχτες το έπλεκε...." Ένα κρακ στη φωνή το οποίο πήγαζε από το βαθύ πόνο της καρδιάς του, έσκασε προς τα έξω και βάζοντας το χέρι στην άλλη τσέπη έβγαλε ένα μαύρο σαρίκι... "Καημό το είχε να με δει να το περνάω στης γυναίκας μου το λαιμό μα αντί αυτού, με είδε με τα ίδια της τα μάτια να του ρίχνω κατάρες..."
"Μα γιατί;" απόρησε δίχως να σκεφτεί ο μικρός και ο παππούς γέλασε θλιμμένα σκαλίζοντας έναν προς έναν τους κόμπους
"Η Χαρά μου έσβησε , γιε μου..." το δάκρυ που κύλησε από τα γέρικα μάτια του, κρύφτηκε στα μουστάκια και φέρνοντας τη πίπα ως τα χείλη του, τράβηξε μια τζούρα δίχως να αφήσει το σαρίκι από το χέρι του "Όλα θα ήταν διαφορετικά αν η Χαρούλα μου, ήταν εδω... Μα βλέπεις άργησα να τη ζητήσω... Φοβήθηκα. Κότεψα υπό το φόβο πως δεν είχα να της προσφέρω τίποτα. Μέχρι που μου την επήρε ένας άλλος και έφυγε πιστεύοντας πως δε την αγαπούσα... Και έτσι, έμεινα μόνος... Ένας δειλός! Εγώ, το σαρίκι που ποτέ δε το πέρασα στο λαιμό της και η θλίψη μου... Ένα μήνα μετά το φευγιο της Χαρούλας μου, η μάνα μου πέθανε και ορφανεψα ολόκληρος..." Ο Ορέστης είχε σχεδόν βουρκωσει. Ένα παιδουλι ήταν στη τελική, πόσο να αντέξει;
"Έγινα ο τρελός του χωριού γιατί είμαι τρελός! Απαρνήθηκα τον ψεύτικο έρωτα μόνο και μόνο για να πω ότι έφτιαξα οικογένεια...Για μένα είχε μεγαλύτερη αξία η τιμή , γιε μου... Βλέπεις τους κόμπους;" είπε αφήνοντας το σαρίκι ανάμεσα τους "Η μάνα μου τους ευλόγησε με τη ψυχούλα της... Μη κοιτάς που εγώ ήμουν ένα δειλός και δεν είχα τη δύναμη να διεκδικήσω όσα αγάπησα... Ίσως τώρα να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Από την άλλη, ξέρεις κάτι; Ίσως δεν ήταν το γραφτό μου! Ποτέ δε θέλησα να το περάσω στο λαιμό μιας ψεύτικης αγάπης και μιας σωματικής ηδονής..." Ο μπάρμπας γέλασε με τη ψυχή του μα εκείνο το γέλιο έκρυβε πόνο από πίσω και δάκρυα "Πάρτο ρε σκασμενο... Τίμησε το όπως εγώ δε μπόρεσα..." Έσπρωξε το σαρίκι προς το μέρος του, και ο Ορέστης έμεινε έκπληκτος να το ζυγωνει με τα μάτια "Να έχεις τιμή ρε! Τιμή και βαριά παντελόνια! Μη διστάσεις να τη ζητήσεις όταν το νιώσεις γιατί πίστεψέ με, η ζωή δεν είναι εδώ για να περιμένει τις αποφάσεις σου! Η ζωή κυλάει κι αν χάσεις το τρένο , το επόμενο θα είναι διαφορετικό... Κάθε λεπτό όλα αλλάζουν. Κάθε στιγμή όλα ανατρέπονται. Ακούς βρε σκασμενο; Κάθε στιγμή!" Ο μπαμπάς κατέβασε ολη τη τσικουδιά στο λαρύγγι και αφήνοντας κάτω το ποτήρι, ανασηκώθηκε ελαφρά από τη καρέκλα και τον πλησίασε "Πρόσεχε που θα το δώσεις... Ποσχέθηκα στη σχωρεμενη, να τιμήσει τη μια... Και τώρα πάρτο!" ανέβασε το τόνο του και ο Ορέστης σηκώθηκε τρομαγμένος "Πάρτο σου είπα!" επέμεινε και πιάνοντας το, ο μπάρμπας άνοιξε τη παλάμη του Ορέστη και το έβαλε μέσα ενώ εκείνος τον κοίταζε σαστισμένος "Μη κλάψεις αύριο..." του είπε σιγανα μα έντονα "Να με θυμάσαι σαν το τρελό που επιτέλους ελευθερώνεται..." ο Ορέστης έκανε ένα βήμα πίσω και ο μπάρμπας κάθισε στη καρέκλα χαμογελαστος. Έδειχνε γνωστικός. Καμία σχέση με τον πότη που γυρίζει και τραγουδάει ολομόναχος στα αμπέλια.
Παρόλα αυτά και πάλι έβγαζε μια σοβαρότητα που δεν είχε προηγούμενο.
"Έχεις ψυχή ρε σκασμενο... Το βλέπω στα μάτια σου..." Ο Ορέστης ξεροκαταπιε μα λέξη δεν έβγαλε. Δίχως να γυρίσει πλάτη στο μπάρμπα , γονάτισε να πιάσει τα δεμάτια και τα πέταξε ξανά στη πλάτη
"Και που 'σαι!" άκουσε τη βροντερή φωνή πίσω του, και σταμάτησε "Οταν η οργή σου θα φτάσει στο θεό, τότε θα αγαπήσεις..." ο Ορέστης δίχως να πει λέξη, γύρισε και έφυγε γρήγορα ενώ σαν απόηχο, άκουγε το γέλιο του παππού να φοβεριζει τη καρδιά του ανήμπορος να αναλύσει όσα έγιναν...
Που να ξερε πως θα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε ζωντανό...
Του άφησε εν άγνοια του ένα φορτίο τιμής και εκείνο το παιδουλι, το θεώρησε σαν το ύστατο αντίο. Ένα φόρο που έπρεπε να σηκώσει στις πλάτες για να δικαιώσει οχι μια, μα δύο ψυχές...
Τρεις μέρες μετά, ένας βοσκός βρήκε το άψυχο σώμα του να κείτεται πάνω στο μνήμα της συγχωρεμενης της μάνας του. Πλάι του είχε ένα μπουκάλι τσικουδιά, τη πίπα του και στη παλάμη μέσα κρατούσε τη τσακισμένη φωτογραφία μιας γυναίκας...
Ο γιατρός είπε πως ήταν στο τελευταίο στάδιο της κατάρας και δεν είχε γιατρειά... Είχε όμως γνώση του θανάτου... Στη παράγκα που έμενε δεν υπήρχε τίποτα σχεδόν. Τίποτα εκτός από το κάδρο της μάνας του, ένα ξεφτισμενο σεντόνι και λίγα παιδικά ρουχαλακια...
Οι πιο παλιοί είπαν πως μόνο αυτά του έμειναν από τη ζωή του αφού πούλησε σχεδόν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί.
Τον έθαψαν πλάι της και έβαλαν τα ρουχαλακια στα πόδια του. Του επέτρεψαν να γίνει ξανά παιδί και να βρει έστω και ετσι ξανά την αγκαλιά της μάνας... Εκείνη τη ζεστασιά που οι άνθρωποι ξεχνούν καθώς μεγαλώνουν και περνάει στη λήθη...
Μέσα σε ένα μήνα ο θάνατος του πέρασε στα ψιλά γράμματα για όλους εκτός από ένα πιτσιρικακι που πήγαινε κάθε μέρα και του άναβε το καντήλι...
Ένα πιτσιρικακι που τον πενθησε τελικά με όλη τη ψυχή του και έδωσε όρκο, να τιμήσει τη μνήμη του με κάθε κόστος...
°••°°••°••°••°••°••°••°••°••°
Παρόν
Σαν τα πουλιά, πετάει το αίσθημα
Ελεύθερο και περήφανο
Να ψάχνει την ουσία...
Που να ήξερε το καημένο πως
σαν την εβρει, θα καταλήξει από τα ψηλά στα χαμηλά και θα κοιτάει λαβωμένο πια τον γαλάζιο ουρανό...
Τα αισθήματα είναι κατάρα σε κάθε μορφή τους και μόλις αυτά ανθίσουν, φυλακισμένα καταλήγουν για μια ζωή...
Το χέρι του ακούμπησε ευλαβικά το πηγούνι της και σαν ανασηκωσε το πρόσωπο της, εκείνη προσπάθησε να το χαμηλώσει ξανά βάζοντας κόντρα στα δάχτυλα του.
"Γιατί κλαίς;" ρώτησε ψάχνοντας μια απάντηση που ένιωθε ότι ίσως δε θα του άρεσε . Μα εκείνη επέμενε να τον θωρεί με τη σιωπή της. Ήταν σαν να αντάλλαξαν για λίγο χαρακτήρα και είχε να αντιμετωπίσει πια τον ίδιο του τον εαυτό. Ένιωσε για πρώτη ίσως φορά πως ήταν να προσπαθείς να μεταφράσεις τη σιωπή του άλλου και να αποτυγχάνεις...
"Πες μου μονάχα αν σε πείραξε κανένας..." επέμεινε ανεβάζοντας ξανά το βλέμμα της και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι "Τότε; Σου είπε κανείς πως μπορείς να κλαίς;" σκούπισε με τον αντίχειρα του τα δάκρυα της και δίχως να τραβήξει το χέρι του, την παρατήρησε. Ακόμα και με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα έμοιαζε με νεράιδα. Με ένα πλάσμα που όμοιο του δεν γεννήθηκε στη γη μα το πέταξε ένα θείο χέρι... Έτσι την ένιωσε και τη πρώτη μέρα στη λίμνη... Τότε που την έβγαλε από εκείνα τα νερά και για μια στιγμή πίστεψέ πως θα τον τραβούσε μέσα τους ξανά. Ήταν απόκοσμη η ομορφιά της και δυστυχώς όσο κι προσπάθησε να το αρνηθεί στον εαυτό του, ήταν μάταιο. Παρόλα αυτά ήταν ένα νέο πλάσμα όλο ζωή και εκείνος ο θάνατος με μορφή ανθρώπου. Μόνο πόνο θα έφερνε το άγγιγμα του πάνω της. Πόνο και προβλήματα...
Κι όμως το αλκοόλ που έρρεε στο αίμα του, τον οδήγησε σε εκείνη και τώρα ήταν αργά. Αν δεν έβλεπε τα μάτια της να γελούν, δε θα έφευγε από εκεί.
"Δεν ξέρω... Δε ξέρω τι μου συμβαίνει..." Σαν άνοιξε τα χείλη της το βλέμμα του έπεσε απευθείας πάνω τους
"Καμία φορά η άγνοια, μας αποτρέπει από τη καταστροφή..." της ανταπέδωσε
"Καμία φορά η καταστροφή, είναι προτιμότερη από τη δειλία δε νομίζεις..;" του αντιγυρισε και εκείνη ενώ τα δάκρυα είχαν στεγνώσει πια στα μάγουλα της. Έδινε μάχη και η ίδια και ένιωθε ντροπιασμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματα της ενώ λίγο το κρασί, λίγο η ατμόσφαιρα, έβγαλαν ένα παράπονο στα μάτια της που δεν είχε πηγή μα ούτε και αιτία. Τουλάχιστον αυτό πίστευε η μπερδεμένη της καρδιά.
Δεν του είπε ψέματα. Δεν ήξερε γιατί έβαλε τα κλάματα...
Κι αν ήξερε ίσως φοβόταν και η ίδια να το παραδεχτεί.
"Πάμε σπίτι ..." Ο Ορέστης χαμήλωσε επιτέλους τα χέρια του από το πρόσωπο της και εκείνη ένιωσε αμέσως τη παγωνιά να την αγκαλιάζει.
"Περίμενε..." τον σταμάτησε ενώ την ίδια στιγμή η μουσική άλλαξε και ένα συρτό αργό μπάλο, ξεκίνησε να ηχεί μέχρι το μέρος τους. "Πως είναι;" ρώτησε πλησιάζοντας τον. Ήταν σκοτεινά πίσω από την εκκλησία και το κίτρινο φως από τις λάμπες δεν έφτανε μέχρι το μέρος τους, αλλά και πάλι, ήταν τόσο όσο χρειαζόταν για να μπορούν να "δουν" ο ένας τον άλλο.
Δύο άνθρωποι κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι της στιγμής και συνάμα ξεγυμνωμενοι στην ίδια τους τη μοίρα.
"Πως είναι τι;" κοντοσταθηκε κοιτάζοντας τη
"Να ερωτεύεσαι..." η λέξη που ξεστόμισε δεν έβγαζε πονηρια. Εν αντιθέσει, έδειχνε πράγματι μια άγνοια "Γιατί δεν πέρασες ποτέ το σαρίκι σου στη μαμά μου;" Η ερώτηση της τον επιασε εντελώς απροετοίμαστο ενώ στα λόγια της, το χέρι του έφτασε μόνο του ως το ζωνάρι που το είχε περασμένο και το άγγιξε. "Ήθελα να δω τα μάτια ενός ερωτευμένου άντρα καθώς περνάει τούτο το ύφασμα στο λαιμό της γυναίκας που ερωτεύεται μα η νύφη σήμερα το φορούσε ήδη...Νω δω με τα ίδια μου τα μάτια πόσο σημαντική είναι αυτή η πράξη που τόσα έχουν ειπωθεί...
Αμφιβάλω αν αγάπησα ποτέ μου ξέρεις..." συνέχισε πιο θλιμμένα "Λέγονται τόσα για την αγάπη και εγώ έζησα μόνο την αδίστακτη χειριστικη πλευρά της. Εκείνη που πονάει..."
"Και ποιος σου είπε μάτια μου πως η άλλη αγάπη δε πονάει;" Η ζεστασιά της φωνής του ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη και δίχως να το ορίζει, κοκκινησε ολόκληρη. Ποτέ πριν από τη μέρα που τον γνώρισε δεν είχε εισπράξει αυτό το τόνο φωνής. Χαμηλός...
Βαθύς...
Συρτός... Σαν το τραγούδι που έσερναν μέτρα μακριά τους κάτω από τα βράχια της εκκλησίας...
Πονάει άραγε η αληθινή αγάπη; Αναρωτήθηκε νιώθοντας το περίεργο παράπονο της φωνής του και εκείνος με ένα βήμα, στάθηκε μπροστά της. Έδειχνε πελώριος και η σκιά που απλώθηκε πίσω του, την έκρυβε ολόκληρη μέσα της.
Η Αρετή άρχισε να ψάχνει λέξεις μα λέξεις δεν έβρισκε για να του μιλήσει.
Θαρρείς και η αύρα του της έκλεψε τη λαλιά μονομιάς.
"Όταν ένας άντρας περάσει το σαρίκι στο λαιμό της, τότε εκείνη επισφραγίζει τη μοίρα της... Δεν της δίνεται επιλογή για τα αισθήματα του.... Μπροστά στον έρωτα της εκείνος, παραδίνεται ψυχή και σώμα..." μιλούσε τόσο χαμηλά που έστελνε κύματα ανατριχιλας στο κορμί της. "Ξέρεις πόσο πονάει αυτό; Έχεις παραδωθεί ποτέ σου;" Το μόνο που ήταν ικανή να κάνει, ήταν να κουνήσει το κεφάλι της αρνητικά "Δε ζητάς Αρετή... Σαν έρθει εκείνη η ώρα μονάχα δίνεις κι αν σου δώσουν πίσω είσαι τυχερός... Μοιάζεις με έναν αλήτη που διψασμένος αναζητάει λίγα ψίχουλα ζωής για να βγάλει τη μέρα... Είναι τρομακτική η αυτοπαράδοση σε έναν άνθρωπο..."
"Εσύ παραδόθηκες ποτέ;" τον ρώτησε και σαν τον είδε να κάνει βήμα, έκανε και εκείνη ένα προς τα πίσω. Ο τοίχος της εκκλησίας ήταν μέτρα μακριά , πλάι τους γκρεμός και μπροστά εκείνος...
"Δεν ξέρω τι είναι πιο τρομακτικό... Το ότι θέλεις να μάθεις ή το ότι προτίθεμαι να σου πω;" τη μπέρδεψε με την απάντηση του ενώ όσο τη πλησίαζε άλλο τόσο εκείνη πισωπατουσε ώσπου πια δεν είχε που αλλού να πάει
"Φοβάσαι..." επισήμανε έχοντας ένα πιο επικίνδυνο τόνο τούτη τη φορά ή ίσως εκείνης της φάνηκε επικίνδυνος.
Ακολούθησε μια εκκωφαντικη σιωπή με το μόνο ήχο ανάμεσα τους να είναι αυτός από τις ανάσες τους, όταν αξαφνα σήκωσε το χέρι και άγγιξε τα μαλλιά της. Το κορμί της ήταν ακουμπισμενο εξολοκλήρου πια στο κρύο τσιμέντο της εκκλησίας και εκείνη έμοιαζε φυλακισμένη μπροστά του.
Ενα ξέφρενο λαχάνιασμα ξεπήδησε βιαστικά από τα στήθη της σαν ένιωσε το δροσερό και τραχύ συνάμα κομμάτι από ύφασμα να γλιστράει στο λαιμό της. "Ο μύθος λέει πως κάποτε, σε τούτη τη γη, δεν έμενε άνθρωπος κανονικός... Μονάχα πειρατές και κλέφτες. Γυναίκα δεν πάτησε ποτέ το πόδι της σε τούτο το τόπο. Ένα τόπο άγονο... Έρμαιο της ανδρικής υποταγής και λεηλασίας της γης..." όσο μιλούσε άλλο τόσο το ύφασμα 'εγδερνε' το δέρμα της και τη τύλιγε ενώ η καρδιά της, ήταν έτοιμη να σταματήσει "Λένε πως κάποιος πειρατής αγάπησε σε ένα ταξίδι μια γυναίκα... Τρόπο δεν είχε να τη πάει εκεί και έβγαλε το μαντήλι του. Τύλιξε με αυτό τα υπέροχα μαλλιά της , της φόρεσε τα ρούχα του και τη πήρε στο καράβι...
Μόλις πάτησαν στη στεριά και ένιωσε πως τα είχε καταφέρει εκείνη πέταξε από πάνω της το ύφασμα, άφησε τα καταξανθα μαλλιά της να ανεμισουν και άρχισε να τραγουδά... Η Σειρήνα τους μάγεψε όλους... Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα πλάσμα ορκισμένο να πάρει εκδίκηση για όσες γυναίκες είχαν χαθεί σε εκείνα τα νερά. Για όσες ήταν κτήματα των αντρών εκείνων ανά τα χρόνια... Λένε πως με το τραγούδι της τους οδήγησε έναν προς έναν στο μεγαλύτερο γκρεμνι και τους έβλεπε να πεθαίνουν αχόρταγα..." άθελά της, και σαν ένιωσε κάτι περίεργο να κατρακύλα στα στήθη της, δάγκωσε τα χείλη της ενώ συνάμα κρέμονταν από τα δικά του που πια τα ένιωθε να την καλούν απειλητικά "Έκτοτε ο θρύλος λέει πως ποτέ δε πίστεψέ πως οι άντρες είχαν δικαίωμα στη ζωή... Χρόνια αργότερα όταν πια κατοικήθηκε τούτος ο τόπος, οι μανάδες θέλοντας να προστατέψουν τα παλικάρια τους από το θανάσιμο έρωτα, έπλεκαν στις άκρες από τα μαντηλια τους κόμπους με ευχές...Ξορκιζαν το κακό και παρακαλούσαν για έναν έρωτα που δε θα φέρει θάνατο... Στο γάμο, ειναι λευκό γιατί δηλώνει πίστη πια προς το πρόσωπο και ανιδιοτέλεια... Στη διεκδίκηση όμως, είναι κατάμαυρο...Δεν ξέρεις που βαδίζεις. Δε ξέρεις τι θα έρθει ... Ίσως έρθει ο θάνατος, ίσως όμως και η λύτρωση... Κάθε σαρίκι είναι ξεχωριστό και πλεγμένο στο χέρι... έχει τη δική του ιστορία και περνάει από γενιά σε γενιά..." ο Ορέστης έκανε μια παύση ενώ δίχως να το ορίζει, έπιασε το κορμί του να γέρνει προς το δικό της. "Υπάρχουν πολλοί μύθοι... Πολλές εξηγήσεις... Η ουσία όμως είναι πως το δίνεις στη γυναίκα που τρελαίνει το μυαλό σου και βασανιζει τη ψυχή... Εκείνη που ακόμα και εν γνώση σου, είναι ικανή να σε οδηγήσει στο γκρεμό και..." έκανε μια παύση ενώ την ίδια στιγμή η Αρετή ένιωσε μια πίεση γύρω από το λαιμό της "Και να τσακιστεις για χάρη της..." συνέχισε απέχοντας πια μια ιντσα από τα χείλη της. "Το νιώθεις αυτό;" τη ρώτησε ενώ η ανάσα του άρχισε να αγριευει "Αυτό που κυλάει στο λαιμό σου... Την αίσθηση πως αν το σφίξω θα σε πνίξει και αν σε πνίξει θα πνιγώ ... Την αίσθηση πως κατρακυλω εγώ ο ίδιος μπρος στα στήθη σου... Εγώ..." Επισήμανε έντονα "Εγώ και μόνο εγώ... Η προέκταση του εαυτού μου..." η Αρετή κούνησε τόσο όσο το κεφάλι της για να μην αγγίξει τα χείλη του "Έτσι νιώθει μια γυναίκα με ένα σαρίκι περασμένο στο λαιμό της..." ήταν σχεδόν σίγουρη μα πια δε χωρούσε αμφιβολία πως ο Ορέστης της είχε περάσει το σαρίκι στο λαιμό. Μόλις το ένιωσε να σφίγγει και εκείνον να πλησιάζει κι άλλο, ένα αναστεναγμός βγήκε από μέσα της. Το σώμα της έμοιαζε με πλαστελίνη στα χέρια του και τα θέλω της, ήταν ανύπαρκτα μπρος του. Σαν να συνέβαινε το εντελώς αντίθετο από τον μύθο και αντί για έναν άντρα, μια γυναίκα κατέληγε έρμαιο στα χέρια του.
"Πονάει..." η λέξη βγήκε δίχως να τη σκεφτεί μόλις το σαρίκι έσφιξε περισσότερο γύρω της. Το κρατούσε με το ένα χέρι ενώ το άλλο, κύλησε διεκδικητικα πίσω από τη μέση της.
"Πόσο...;" τη ρώτησε τραβώντας το κορμί της πάνω στο δικό του απότομα ενώ την ίδια στιγμή με το άλλο χέρι, έδωσε ώθηση στο κεφάλι της, για να κλείσει την απόσταση. Το κρασί της ανάσας της πάλευε με τη δική του τσικουδιά σε έναν πόλεμο γεμάτο λαγνεία και ηδονή. Εκείνο τον ψυχοφθόρο πόλεμο που τα χείλη θέλουν λίγο να ενωθούν μα εκείνα σαν μαγνήτες κρατάνε απόσταση...
"Τόσο όσο εσύ, επιλέγεις ..." ψέλλισε λαχανιασμενη πια και παραδομένη σε εκείνον "Ορέστη ...;" Το όνομα του βγήκε από τα χείλη της και τα μάτια του έκλεισαν αυτόματα χάνοντας για πρώτη φορά την οπτική επαφή μαζί της.. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να κρατήσει το θηρίο μέσα του μα η μάχη ήταν άνιση αφού το χέρι του, ολοένα και πίεζε τη μέση της. "Κοίταξε με..." στη παράκληση της, το χέρι του άφησε το σαρίκι να κατρακυλήσει στα στήθη της και κατεβάζοντας το στη μέση της, τη γραπωσε με τα δύο χέρια ωθώντας τη εντελώς προς το τοίχο πίσω τους.
"Ορέστη! Ορέστη!!! " Η μπερδεμένη γεμάτη ένταση όμως, φωνή του Σήφη από το πίσω στενό τους άφησε παγωμένους ενώ η Αρετή βρίσκοντας πρώτη το σθένος, έσπρωξε τον Ορέστη μακριά της πριν καν τους πλησιάσει.
"Εδώ είσαι! Για το Θεό!" αναφώνησε σαν πλησίασε δίχως να δώσει σημασία στην Αρετή "Ο Κωσταντής! Γρήγορα!" δε του άφησε καν περιθώρια να αντιδράσει και πιάνοντας τον, τον τράβηξε μονομιάς "Κείτεται μέσα στα αίματα πίσω από το δημαρχείο!"
Η Αρετή έβαλε αμέσως τα χέρια στο στομα μην ουρλιάξει ενώ ο Ορέστης , δίχως δεύτερη σκέψη έβαλε φτερά στα πόδια και έφυγε τρέχοντας "Που πας εσύ;!" ο Σήφης την έπιασε πριν τον ακολουθήσει και τη σταμάτησε απότομα "Κρύψε αυτό το διάολο στα στήθη σου παναθεμα σε!" η Αρετή έπιασε αυτόματα το σαρίκι που ήταν ακόμα στο λαιμό της και τον κοίταξε έντρομη "Απλά κρυψτο..." ζήτησε ηττημένος και αφήνοντας τη μοναχή, έτρεξε στο κατόπι του Ορέστη πανικόβλητος...
🙄❤️🖤😔
Με συγχωρείτε για την καθυστέρηση μα ήταν αδύνατο να γράψω νωρίτερα...
Θα ήθελα να ευχηθώ χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν και ελπίζω να ήταν μια όμορφη μέρα για όλους!
Δεν υπάρχει τίποτα πιο γλυκό από δικούς σου ανθρώπους να σου δίνουν αγάπη αλλά ακόμα και αν κάποιος είναι μόνος, δεν υπάρχει καλύτερος φίλος από τον ίδιο μας τον εαυτό!
Αυτό μη το ξεχνάτε ποτέ...
Καλή ανάγνωση σας εύχομαι ...
Μη ρωτήσετε για επόμενο σας παρακαλώ...
Δε μου κάνει καλό το άγχος...
Να είστε καλά!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top