Κεφάλαιο 13°
Τα όργανα δεν σταματούσαν λεπτό να παίζουν από το πρωί και το μόνο που άκουγες σε ολόκληρο το χωριό ήταν χαρές και πανηγύρια. Γυναίκες τραγουδούσαν στα σοκάκια, παιδιά έτρεχαν από δω και από εκεί και οι άντρες συζητούσαν στο καφενείο. Ο γάμος ήταν σε δύο ώρες και όλο το χωριό ήταν καλεσμένο. Η εκκλησιά ήταν μικρή αλλά το προαύλιο μεγάλο και σε τέτοια χαρά τα όπλα και τα μίση έκαναν ανακωχή.
Το δικό τους σπίτι μοσχομυριζε κουλουράκια. Ήξερε πως η μητέρα της θα ετοιμάσει ένα προσωπικό πεσκέσι να συνοδεύσει τα κρασιά αλλά η μυρωδιά ξεπερνούσε τις προσδοκίες της.
Πέρασε το βράδυ με τη καρδιά να φτερουγίζει μέσα στα χέρια της.
Ήταν ένα πρωτόγνωρο για εκείνη συναίσθημα που δε την άφησε να κλείσει μάτι. Προσπαθούσε απελπισμένα να βρει απάντηση που να δικαιολογεί τη πράξη της μα όσο κι αν προσπαθούσε, κατέληγε ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον φιλήσει. Στη σκέψη και μόνο να τον δει σήμερα, την έπιανε άγχος και αμηχανία. Έπρεπε να ζητήσει συγνώμη; Έπρεπε να το αφήσει να περάσει στο ντουκου; Έπρεπε να το πει στη μάνα της;
Ξεφυσησε και κατέβασε τα πόδια από το κρεβάτι να ετοιμαστεί. Ο Γιώργης της ζήτησε να είναι έτοιμη στις έντεκα για να τη πάρει μαζί του στο οινοποιείο έτσι ώστε να στολίσουν το δώρο της Μαριως και μετά θα επέστρεφαν μαζί. Όλοι θα πήγαιναν στο γάμο και στο γλέντι μετέπειτα ακόμα και εκείνη.
Δεν είχε ιδέα τι φοράνε μα η μάνα της, της είπε ότι στο χωριό δε παίζει ρόλο το ντύσιμο. Παίζει ρόλο η ψυχή και το κέφι. Η χαρά και η αγάπη που αισθάνεσαι σε μια τέτοια στιγμή.
"Καλημέρα!" Τσίμπησε ένα κουλουράκι και χαμογέλασε στη μητέρα και τη θεία της που ήταν ήδη στη κουζίνα. Για κάποιο λόγο ένιωσε πως έκανε κάτι κακό το προηγούμενο βράδυ και η αμηχανία έκανε την εμφάνιση της προς το πρόσωπο της Λενιώς.
"Καλημέρα αγάπη μου!"
"Τι είναι αυτά; Γιατί είναι εδώ;" Πλάι στις πιατέλες με τα καλουδια , είδε δύο φρεσκοσιδερωμενα πανιά. Είχε παρατηρήσει ένα ίδιο να κρέμεται πάντα από το παντελόνι του Ορέστη μα δεν είχε δώσει σημασία. Θεώρησε πως ήταν ίσως κάποιο αγαπημένο πανί.
"Τα σαρίκια; Έλα Χριστέ, καλε μέχρι και εγώ ξέρω τι είναι αυτά! Βλέπω η Ευτέρπη σου έμαθε πολλά για το τόπο μας!" πετάχτηκε η Νανά
"Αυτές είναι λεπτομέρειες μωρέ. Λοιπόν! Τούτα εδώ, είναι τα σαρίκια του Γιώργη και του Κωσταντή. Δεν έχει γονείς και πάντα του το ετοιμάζω εγώ.." Πήρε θέση η Λενιώ
"Γιατί;" απόρησε αμέσως όπως ήταν φυσικό.
"Έλα κάτσε να σου βάλω ένα καφέ και θα σου εξηγήσω το ρόλο τους, έχουμε μισή ώρα πριν πας στο οινοποιείο. Απορώ κι όλας γιατί δε φέρανε τη κάσα εδώ! Μυαλό κουκούτσι ο Γιώργης..." Η Λενιώ πήρε μια κούπα και της έβαλε καφέ. Η Νανά φρόντισε να φέρει και τη μηχανή του καφέ μαζί της και μάλιστα επέμεινε να πιούνε από εκείνον. Να κάνουν το βήμα προς την άλλη πλευρά, όπως έλεγε. "Λοιπόν, όταν γεννιέται ένα σερνικό..."
"Αρσενικό βρε Λενιώ μου, άντρας! Ως πότε θα χρησιμοποιείτε αυτή η πανάρχαια λέξη πια!' πετάχτηκε η Νανά και η Αρετή χαμογέλασε
"Κάποια πράγματα καλό είναι να μένουν σταθερά ξαδέρφη! Λοιπόν, όπως έλεγα όταν γεννιέται ένα αγοράκι, του φοράνε το πρώτο του σαρίκι. Ενα σαρίκι το οποίο το πλέκει η μάνα σαν είναι έγκυος. Στα κοριτσάκια δε δίνουν τίποτα. Υποτίθεται στο λαιμό τους θα περαστεί το σαρίκι του άντρα τους..."
"Θα περαστεί;" απόρησε η Αρετή
"Ναι μη χέσω! Γίνεται ιδιοκτησία μετά!" σχολίασε η Νανά
"Βρε Νανά!" Τη μάλωσε η Λενιώ
"Μα δεν είπα κάτι! Δε λέω ρομαντικό και όμορφο αλλά έχουν πεθάνει πόσοι γιατί τόλμησαν να το φορέσουν σε λάθος γυναίκα δε φτάνει;"
"Γιατί να πεθάνει κάποιος;!" σαστισε η Αρετή
"Ε μα δεν με αφήνει να εξηγήσω!" η Λενιώ αγριοκοίταξε τη Νανά η οποία ανασηκωσε αδιάφορα τους ώμους "Λοιπόν! Ξεκινάω πάλι!" είπε προειδοποιώντας τη με το βλέμμα "Σαν μεγαλώσει ο άντρας λοιπόν και ερωτευθεί, περνάει το σαρίκι στη γυναίκα που θέλει... Συνήθως γίνεται με ανταπόκριση οπότε η κίνηση είναι καλοδεχούμενη. Επίσης είναι και ένας τρόπος να τη μαρκάρεις για να μη τη πλησιάσει κανένας... Γυναίκα με σαρίκι στο λαιμό, σημαίνει φονικό αν την αγγίξεις. Ασέβεια προς τον άντρα που της το πέρασε... Στο γάμο, ο άντρας χάνει το σαρίκι του και η γυναίκα το κερδίζει επάξια..."
"Γιατί δεν έχεις σαρίκι;" στην ερώτηση της Αρετής η Νανά γέλασε
"Κόρη μου εγώ δεν είμαι παντρεμένη... Εκτός αυτού, δεύτερη φορά είναι δύσκολο. Μου το πέρασε σαν ήμουν νέα ο πατέρας σου... Φτανει..."
Η Νανά σήκωσε το φρύδι της μα δεν επενέβη. Αν ήθελε ο Ορέστης είχε κάθε δικαίωμα και ελεύθερο να της το φορέσει μα εκείνος το έδεσε στη ζώνη και έμενε εκεί για χρόνια. "Όπως και να έχει σήμερα θα δεις πόσο όμορφα είναι. Τα νέα παιδιά σίγουρα θα κάνουν κίνηση στα κορτσουδια!"
"Δηλαδή;"
"Γενικά στους γάμους η κοινωνία είναι πιο ελεύθερη. Τα αγόρια τολμούν περισσότερο και ειδικά τα ερωτευμένα... Θα δεις! Και το τραπέζι που επέλεξα είναι πιο πίσω εσκεμμένα για να έχεις μεγάλη θέα σε όσα γίνονται. Επίσης αρκετοί που λείπουν για σπουδές κτλ, θα επιστρέψουν οπότε θα δεις μια άλλη εικόνα του χωριού που είσαι και εσύ πια μέλος! Θα περάσουμε όμορφα!"
"Άρα για αυτό ετοιμασες τα σαρίκια τους;" ρώτησε χαμογελαστή
"Τα αγόρια δε τα φοράνε καθημερινα. Βασικά σχεδόν όλοι τα έχουν σπίτια τους. Οπότε ναι, είναι ας πούμε πιο επίσημα σήμερα" Χαμογέλασε γλυκά και η Αρετή χάιδεψε τους κόμπους από τα σαρίκια "Παλιότερα η μάνα έλεγε και από μια προσευχή σαν τα έμπλεκε... Τώρα άλλαξαν οι εποχές. Μερικά είναι και έτοιμα από την αγορά..." της απάντησε πριν ρωτήσει "Τούτα εδώ όμως είναι στο χέρι... Του Κωσταντή το έκανε η μάνα του και του Γιώργη η Μελιά..."
"Πρέπει να ήταν σκληρό που την έχασε τόσο μικρός..." σχολίασε η Αρετή "Πως πέθανε;"
Η Λενιώ αναστεναξε και γύρισε στο νεροχύτη "Αρρώστησε κορίτσι μου. Αλλά ας μη συζητάμε τώρα για αυτά..." Σκούπισε τα χέρια της και σαν γύρισε κοίταξε την Αρετή γλυκά "Έχω ένα όμορφο φόρεμα από τα νιάτα μου... Δεν είναι κάτι τρομερό μα νομίζω πάνω σου θα δείχνει τέλειο... Θα στο αφήσω στο κρεβάτι σαν γυρίσεις να το βάλεις. Το μεσημέρι είναι ο γάμος και από το απόγευμα ξεκινάει το γλέντι!"
"Ευχαριστώ μαμά... Θα έβαζα και ένα τζιν..."
"Επιμενω! Δεν έχεις ούτε ένα φουστάνι και είναι όμορφο να βλέπεις τα κορίτσια του τόπου μας με φουστάνια κορίτσι μου"
"Αμάν μωρέ Λενιώ! Άσε να βάλει ένα κολλητό να φανεί το κωλαρακι λίγο!"
"Νανα! Καλέ συνελθε!" Η Αρετή γέλασε ηχηρά με την έκφραση της μητέρας της και σηκώθηκε.
"Εγώ λέω να σας αφήσω να το λύσετε μεταξύ σας και να πάω να βάλω παπούτσια!" τις αγκαλιασε και τις δύο , τους έδωσε ραντεβού σε δύο ωρίτσες και βγήκε προς τα έξω.
"Δε μου είπες τι έγινε χθες τελικά..." πονηρεψε η Νανά σαν έμειναν μόνες
"Τι να έγινε;"
"Δε σχολίασε το άρωμα σου;"
"Ούτε ξέρω μωρέ Νανά , κοιμήθηκα!"
"Κοιμήθηκες; Α καλά... Τέλος πάντων, σήμερα θα σε κάνω κούκλα!"
"Ξέχασε το!"
"Αυτό θα το δούμε!"
*******
Η μυρωδιά στο οινοποιείο ήταν όπως ακριβώς και η δουλειά που παρήγαγε, μεθυστική... Η ευωδία του κόκκινου κρασιού ήταν απλωμένη σε όλο το χώρο ενώ προς έκπληξη της , την άφησαν μόνη. Ο Γιώργης της είπε πως ήξερε πια τα κατατόπια και πως έπρεπε αναγκαστικά να πεταχτεί ως το Τυμπάκι με το Κωσταντή για κάτι συμβόλαια που ξέχασαν να υπογράψουν πριν παραδώσουν το εμπόρευμα. Ήταν χαρούμενος όμως...
Ο τρόπος του, ο τόνος του...
Έδειχνε πως είχε πραγματική όρεξη για ένα καλό γλέντι και ηρεμία.
Η Ευτέρπη της έλεγε πάντα πως οι άντρες των χωρικών αυτών είναι δύο πράγματα : μέθυσοι και εργάτες.
Γέλασε σκεπτομενη πόσο πολύ λάθος έκανε τελικά...
"Αυτό νομίζω ταιριάζει άψογα εδώ..." στόλισε και το τελευταίο λευκό λουλούδι και έκανε ένα βήμα πίσω κοιτάζοντας το αριστούργημα της. Από πιτσιρίκα της άρεσε να επεξεργάζεται αντικείμενα και να τα στολίζει. Η κάσα με τα κρασιά είχε μεταμορφωθεί απ' άκρη σ' άκρη...
"Ίσως έχει λίγο χώρο για ένα ακόμα εδώ..." έπιασε ένα λευκό λουλούδι και την ώρα που το τοποθετούσε στη θέση του, άκουσε κάποιον να ξεροβηχει σε κοντινή απόσταση και γύρισε αμέσως "Ορέστη!" αναφώνησε μα αμέσως κόπασε "Με... Με συγχωρείς , δε σε κατάλαβα..." τα μάγουλα της χωρίς ιδιαίτερο λόγο κοκκινησαν αμέσως. Ακόμα δεν είχε χωνέψει το γεγονός πως τον φίλησε στο μάγουλο.
"Ο ένας τρέχει δεξιά, ο άλλος αριστερά, κάποιος πρέπει να το πάει στη Μαριώ αυτό..." η φωνή του ήταν ελαφρώς πιο ήμερη σε σχέση με εκείνη την απότομη και τρομακτική χροιά που συνήθιζε. Παρόλα αυτά, κρατούσε την απόσταση του θαρρείς και αν έκανε ένα ακόμα βήμα, θα κολλούσε κάποια αρρώστια. Η Αρετή αντιλαμβανόταν πως η πράξη της του προκάλεσε και εκείνου αμηχανία μα δε την είχε σχεδιάσει ούτε η ίδια για να ξέρει πως να ανταπεξέλθει μετέπειτα.
"Όμορφο δεν είναι;" του είπε θέλοντας να σπάσει την αμηχανία
"Πολύ παναθεμα το..." τα μάτια του δε φύγαν από πάνω της σαν ξεστόμισε τις λέξεις ενώ σαν μίλησε το διαβολακι στον ώμο της, της είπε ότι οι λέξεις του είχαν διαφορετικό υπόβαθρο. Ένα υπόβαθρο που δεν ήξερε ούτε η ίδια αν επιζητούσε...
"Εμ..Σε.. Σε μισό λεπτό θα είναι έτοιμο" τραυλιζε και έβριζε τον εαυτό της για αυτό. Ήθελε τόσο να στηθεί μπροστά σε ένα καθρέφτη και να ξεκινήσει να ρίχνει μπινελικια στο είδωλο της. Ήταν απλά ένας άντρας σωστά; Πως ήταν δυνατόν να έχανε τη μιλιά της; Που ήταν το τσαγανό της; Εκεί που ήταν ικανή να μαλώσει μαζί του δίχως φόβο, την ίδια ακριβώς στιγμή έκανε πίσω σαν τρομαγμένο κουτάβι ...
Γύρισε προς τη κασα βολεύοντας αμήχανα τα κρασιά ενώ την ίδια στιγμή , άφησε την ανάσα που κρατούσε να δραπετεύσει από μέσα της.
"Φτάνει Αρετή..." Ήταν πιο κοντά της πια. Τόσο που στην επόμενη στιγμή τα χέρια του εμφανίστηκαν από το πλάι, και τράβηξαν τη κάσα. "Έτοιμη είναι"
"Περίμενε!" τα χέρια της έπιασαν ασυναίσθητα τα δικά του μα σαν κατάλαβε ότι τον γραπωσε, τραβήχτηκε μονομιάς "Δεν έβαλα... Τη... Τη κάρτα..."
το βλέμμα του έμοιαζε θαρρείς και έκρυβε μέσα του όλα τα ερωτηματικά του κόσμου. Θαρρείς και περίμενε από εκείνη απαντήσεις για τις πράξεις της. Έβαλε τη κάρτα στο εσωτερικό ενώ εκείνος κρατούσε ακόμα στα χέρια το κασονι και μόλις τελείωσε, γύρισε τη πλάτη του και απομακρύνθηκε. "Ορέστη!" για ακόμα μια φορά τον σταμάτησε. Μόλις γύρισε όμως και τη κοίταξε, έχασε εκ νέου τα λόγια της.
"Σύμφωνοι..." απάντησε σε ότι τη βασάνιζε πιο πολύ θαρρείς και διάβαζε το μυαλό της και εκείνη του χάρισε το πιο ζεστό της χαμόγελο. Η ανακωχή ήταν γεγονός λοιπόν και επίσημα πια.
Δε χρειάστηκε να ειπωθεί τίποτα παραπάνω. Έχοντας ακόμα στα χείλη της καρφιτσωμενο το χαμόγελο, τον είδε να γυρίζει ξανά και να φεύγει...
*********
"Καλά χαμός θα γίνει σήμερα! Το νιώθω!" Η Νανά γέμισε τα ποτήρια και χόρευε μόνη της στο καθισμα της πριν καν ακόμα ζεσταθεί η ατμόσφαιρα. Το τραπέζι τους ήταν πράγματι πάνω πάνω και γεμάτο με κάθε μεζέ. Τυριά, σαλατικα, ψάρια... Ότι ήταν ικανό να συνοδεύσει το τρελό γλέντι που θα ακολουθούσε. Χρόνια είχε να γίνει γάμος εντός του χωριού αφού οι περισσότεροι νέοι γνώριζαν κάποιον από άλλες πόλεις και επέλεγαν το μυστήριο να γίνει σε ένα μέρος διαφορετικό. Η Μαριω όμως πάντοτε λάτρευε τη παράδοση.
Δυστυχώς δε κατάφεραν να παρευρεθούν στο μυστήριο μα κακά τα ψέματα όλοι ήξεραν στο χωριό πως το γλέντι είναι η επισφράγιση όλων.
Τα νταούλια άφηναν ασταμάτητα τις κοφτές και αρρενωπες μελωδίες τους ενώ οι νεότεροι είχαν ήδη ξεκινήσει το χορο. Η Νανά , η Λενιώ , ο Σήφης, ο Ορέστης αλλά και η Αρετή είχαν φτάσει ενώ ο Γιώργης και ο Κωνσταντής είχαν αργήσει στο Τυμπάκι και θα έφταναν λίγο αργότερα. Παρόλα αυτά στο τραπέζι υπήρχε μια περίεργα ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Η Αρετή έβλεπε μια απογοήτευση στο πρόσωπο της μητέρας παρά την εξωφρενική ομορφιά της εκείνο το βράδυ. Ήταν ξεκάθαρο πως η θεία της, έβαλε το χεράκι της στην ενδυμασία της μα παρόλα αυτά η μητέρα της δεν έδειχνε τόσο ενθουσιασμένη.
Μισές ματιές, σκουντηγματα και ψίθυροι μεταξύ τους, έκαναν μπαμ πως αυτές οι δύο κάτι είχαν στο μυαλό τους.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η μητέρα της έδειχνε πια δέκα χρόνια νεότερη. Η Αρετή δεν κατάφερε να μη θαυμάσει τα γονίδια της. Είχε μαζέψει τις αφέλειες της στο πλάι και τα υπόλοιπα μαλλιά έπεφταν σαν ανάλαφρες μπούκλες πλάι της ενώ το φόρεμα της, αποκάλυπτε τις όμορφες καμπύλες της χωρίς όμως να γίνεται αισχρό. Μέχρι και ο Σήφης έμεινε άναυδος σαν την είδε και της χάρισε ουκ ολίγα κοπλιμεντα αλλά εκείνη, ήταν κατσουφιασμενη και ολοένα και αναστεναζε.
Από την άλλη πλευρά του τραπεζιού και ακριβώς απέναντι της καθόταν ο Σήφης ενώ ο Ορέστης , επέλεξε μια θέση πιο μακριά του, απολαμβάνοντας σιωπηλός τη ρακή τους. Η Αρετή ήταν σίγουρη από το ύφος του πως αν είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει σπίτι θα το έκανε πάραυτα αλλά θέλοντας και μη, τιμούσε το γλέντι με το τρόπο του. Ήταν γυρισμένος εξολοκλήρου προς τη πλατεία που έστησαν τα όργανα και ούτε ματιά δεν έριχνε προς τις γυναίκες. Θαρρείς και δεν ήθελε να έρθει σε οπτική επαφή μαζί τους. Πως ήταν δυνατόν να μην καθόταν δίπλα στη μητέρα της; αναρωτήθηκε πολλές φορές μα εκείνο το τσίμπημα που ένιωθε στη καρδιά, ημερευε με το αποτέλεσμα. Δεν ήταν σίγουρη μα πάλευε για να μεταφράσει το κενό αέρος που της δημιουργούσε ως κάτι φυσιολογικό... Ως κάτι που δεν είναι ντροπιαστικό και ούτε κάτι που φέρει αμαρτία πάνω του.
Ήταν απλώς η καρδιά της που επέβαινε πάνω σε ένα τρενάκι κι εκείνο ολοένα και έτρεχε γρηγορότερα.
Στο βάθος , τέρμα κάτω και κοντά στο νυφικό τραπέζι, καθόταν η οικογένεια Μακρή. Τους αναγνώρισε από τη κοπέλα που κόντεψε να της επιτεθεί και το Ζήση. Τα βλέμματα που έριχνε εκείνη η ξανθιά γυναίκα προς το μέρος τους, έσταζαν δηλητήριο μα όσο κι αν ήθελε να ρωτήσει τη μητέρα της, δε το έπραξε ξέροντας πια το ιστορικό.
Ποια θεία θα έβγαζε τόσο μένος; Ακόμα και προς την ίδια το βλέμμα της έσταζε φαρμάκι.
"Αρετη!" Μια γνώριμη φωνή ανάγκασε τα κεφάλια όλων να γυρίσουν
"Αναστασία!" Σηκώθηκε αμέσως και εκείνη πλησίασε. Ήταν ντυμένη ακριβώς με το ίδιο στυλ που τη γνώρισε. Τζιν, φαρδύ μπλουζάκι, αθλητικά. Σίγουρα εκείνη η κοπέλα έκανε τη διαφορά εκεί.
"Καλησπέρα..." τους χαιρέτησε σχεδόν όλους αφού ούτε βλέμμα δεν έριξε οδός το Σήφη πράγμα που πέρασε απαρατήρητο από τους άλλους
"Καλώς τη! Ο παπά Μανώλης είπε πως θα καθοσασταν εδω. Που είναι η μητέρα σου;" Η Λενιώ κοίταξε τριγύρω μα δε την είδε πουθενά
"Δεν ένιωθε καλά... Κάθισε σπίτι"
"Δεν είχα αμφιβολία..." απάντησε λυπημένα αφού τα τελευταία χρόνια απουσίαζε από κάθε κοινωνική εκδήλωση
"Ναι, δυστυχώς με τα γλέντια δεν έχει καλές σχέσεις όπως ξέρετε. Επέμενε όμως να έρθω για να εκπροσωπήσω κάπως τη μεριά μας..."
"Το ξέρω καλή μου, κάθισε ..." Η Αναστασία δε χρειάστηκε καν να διαλέξει καρέκλα. Τράβηξε αμέσως εκείνη που ήταν δίπλα στην Αρετή και κάθισε.
"Τι θα πιεις μικρό; Νερό η χυμό; Δυστυχώς δεν έχουμε ούτε μπυρα χωρίς αλκοόλ για...αουτς...!" η κλωτσιά που έφαγε ο Σήφης κάτω από το τραπέζι σαν τη κορόιδεψε σιγανα ήταν άλλο πράμα ενώ ο Ορέστης ούτε γύρισε να κοιτάξει. Παρέμεινε εκ νέου κολλημένος με το βλέμμα μακριά τους.
"Τα αγόρια;" Ρώτησε την Αρετή αδιαφορώντας παντελώς για το Σήφη
"Σε λίγο νομίζω θα έρθουν..."
"Πως σου φαίνεται;" Η Αναστασία έδειχνε πιο συγκροτημένη μπροστά στους άλλους αλλά με τέτοιο τρόπο που συνάμα φανέρωνε και το σεβασμό της. Ήταν εντελώς διαφορετική όταν τη γνώρισε εκείνη τη μέρα αλλά και αυτή της, η πλευρά , σιγουρεψε τις σκέψεις της πως ήταν καλη κοπέλα.
"Όμορφα είναι. Κάναμε και στην Αμερική γλέντια αλλά καμία σχέση..."
Ξάφνου ακούστηκε μια δυνατή βοη και τα νταούλια ούρλιαξαν μαζί με το κόσμο προμηνύοντας την άφιξη του ζεύγους. Όσοι ήταν πιο κοντά άρχισαν να σφυρίζουν, άλλοι πετούσαν ρόδια στην "αυτοσχέδια" πίστα της πλατείας ενώ όλοι σχεδόν σηκώθηκαν με τα ποτήρια για να συγχαρούν.
"Ορέστη μου; Θα πάμε;" τη προσοχή τους τράβηξε η Λενιώ η οποία σηκώθηκε κάπως πιο συνεσταλμένα αλλά και θηλυκά συνάμα.
Το τσίμπημα... Η Αρετή πάλι ένιωσε εκείνη τη καταραμένη αίσθηση και συννεφιασε αμέσως.
"Ευχήθηκα πριν... Εσείς πηγαίνετε..." ήταν κοφτός όπως πάντα
"Καλά θα αφήσεις μια τέτοια κούκλα μόνη της;" Πετάχτηκε η Νανά
"Τόσα χρόνια δε τη πείραξε κανένας.. Μη φοβάσαι" Επενέβη ο Σήφης πριν μιλήσει ο Ορέστης
"Ναι αλλά σήμερα είναι εκρηκτική... Ετσι δεν είναι;" Το σχόλιο της Νανάς ήταν έντονα στοχευμένο προς τον Ορέστη ο οποίος κοίταξε τη Λενιώ και εκείνη του χαμογέλασε γλυκά
"Θα ήθελα να με συνοδεύσεις είναι η αλήθεια..." του είπε με τη σειρά της. Προς στιγμήν η έκπληξη στο πρόσωπο του, φάνηκε τρανταχτά μα την έκρυψε αρκετά γρήγορα. "Αν είσαι κουρασμένος όμως..."
Ο Ορέστης πήρε μια βαθιά ανάσα, κατέβασε τη ρακή, και σηκώθηκε
"Έτσι μπράβο! Βαλτης και το σαρίκι βρε να μη σου τη κλέψουν!" στα λόγια της Νανάς σφίχτηκε ενώ η Λενιώ τη σκουντηξε ελαφρά και τον πλησίασε. Πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του και ξεκίνησαν να κατηφορίζουν
"Πόσο όμορφο ζευγάρι..." σχολίασε σαν απομακρύνθηκαν "Δε συμφωνείτε ρε παιδιά;" σιωπή. Η Αναστασία δεν είχε ιδέα πως να αντιδράσει αφού δεν είχε συνηθίσει σε κάτι τέτοια, ο Σήφης δεν έδωσε καν σημασία και η Αρετή...
Η Αρετή πάλευε με τη καρδιά της και εκείνο το καταραμένο το τρένο που ανεβοκατεβαινε σαν τρελό σαν στήθη της. Έκοβε σβούρες και προκαλούσε αναμπουμπουλα.
"Νέοι είναι ακόμα... Θα μπορούσαν να κάνουν και ένα παιδάκι...Λίγο σπρώξιμο θέλουν μόνο αλλά τώρα που είμαι εδώ, έννοια σου και όλα θα γίνουν..."
Η Αρετή σηκώθηκε αξαφνα τραβώντας τα βλέμματα
"Τι έπαθες αγάπη μου;"
"Τίποτα θεία. Κάτι ξέχασα σπίτι... Πετάγομαι ένα λεπτό..."
"Μόνη σου; Θα έρθω μαζί!" Η Αναστασία σηκώθηκε μα η Αρετή ένιωθε ήδη την έκρηξη να πλησίαζει
"Ναι! Σε παρακαλώ... Θέλω λίγο αέρα..."
Ο Σήφης συνοφρυωθηκε μα δε μίλησε. Είχε ένα περίεργο βλέμμα που η Αρετή απέφυγε
"Μεγάλη κοπέλα είναι. Δε θα πάθει κατι" πήρε θέση η Νανά "Εκτός αυτού οποίος τη πειράξει θα έχει να κάνει με μια γυναίκα που όμοια της δεν έχει ξαναδεί..." Χαριτολογησε για τον εαυτό της. "Πήγαινε να πάρεις... Αέρα..." Τόνισε και η Αρετή πιάνοντας το δρομάκι που εβγαζε πίσω από την εκκλησία απομακρύνθηκε μονομιάς.
**********
°•~•°•~•°•~•°•~•°
(Έξι ώρες αργότερα)
Το τσιγάρο καίει τα χείλη μου μα δεν έχω κουράγιο ούτε να το πετάξω...
Ξημερώνει σε λίγο...
Θυμάσαι μια μέρα που σου είπα ότι δεν έχω ανάγκη κανένα και τίποτα πια; Θυμάσαι που ήρθα να αφήσω πλάι σου τούτο το καταραμένο ύφασμα για να πεθάνει μαζί του και η ζωή;
Ανάθεμα την ώρα που δε το έκανα...
Τι έχω κάνει κορίτσι μου;
Ούτε εγώ ο ίδιος αναγνωρίζω τον εαυτό μου...
Θέλω να πιω ...
Θέλω να χαθώ...
Θέλω να διώξω από πάνω μου την αίσθηση της...
Χάνομαι Μελιά μου...
Νομίζω πως θα τρελαθώ...
Σήμερα η νύχτα γέννησε μόνο καταστροφή στο πέρασμά της...
Όχι μόνο για μένα, μα για όλους...
Που θα βρω δύναμη και κουράγιο για όσα έπονται;
Δεν είμαι θεός!
Αν ήμουν θα ζούσες ακόμα!
Έσπασε...
Κλείνω τα βλέφαρα μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα καθώς η μυρωδιά από το αλκοόλ ρέει στις πέτρες...
Έπρεπε να το πιω αυτό και ύστερα να πέσω σε τούτο το βούρκο και να χαθώ...
Προσπάθησα..
Μεγάλωσα το γιο μας...
Κράτησα πλάι του μια γυναίκα να τον φροντίζει...
Και όχι μια οποιαδήποτε γυναίκα...
Ήταν η δυσκολότερη επιλογή που έκανα ποτέ μου.
Μέχρι σήμερα Μελιά μου...
Σήμερα δεν είχα επιλογές.
Σήμερα δεν είχα δυνάμεις.
Σήμερα τα τείχη μου σείστηκαν και ολόκληρος ο κόσμος μου γκρεμίστηκε...
Τι έκανα λάθος μικρή μου;
Κάποτε ερχόμουν εδώ και έβρισκα τη γαλήνη μα τώρα ντρέπομαι που στέκομαι στο μνήμα σου...
Χάθηκα Μελιά μου...
Χάθηκα τόσο που για μια στιγμή ένιωσα ζωντανός...
Χρόνια ολόκληρα προσπαθούσα από σεβασμό στο πρόσωπο σου να μη γίνω ξανά φονιάς... Προσπαθούσα να είμαι σωστός και να προστατέψω και εκείνη μαζί. Το ξέρεις πως δεν έφταιγε...
Τι να έκανα; Να την άφηνα; Ίσως τελικά έπρεπε...
Ίσως έπρεπε να της φυτέψω μια λεπίδα στα στήθη και εκείνης να τελειώνει.
Να πάψει να πονάει με τη σειρά της και να έβρισκα κι εγώ γαλήνη...
Σήμερα όλα πήγαν στο διάολο...
Σήμερα...
Σήμερα εγώ...
Εγώ πέθανα...
Ο Ορέστης έβαλε τις τεράστιες παλάμες του στο πρόσωπο και ξέσπασε επιτέλους σε κλάματα...
Έκλαιγε με τόση δύναμη που θα νόμιζε κάποιος ότι σκούζει κάποιο αγρίμι...
Πως είναι πληγωμένο και πως πονάει.
Πως ίσως περιμένει το θάνατο χωμένο σε κάποια τρύπα στο έδαφος...
Ήταν πολλά όσα έφερε εκείνη η νύχτα και σίγουρα δε τα είχε φανταστεί ποτέ του...
Εκείνη τη νύχτα ένα παιδί κατέληξε να χαροπαλευει στο νοσοκομείο ενώ ένα άλλο του γύρισε τη πλάτη...
Μια γυναίκα εισέπραξε την άρνηση και μια άλλη, τη ψυχή του...
Εκείνη τη νύχτα ήρθε ο διάολος και του πρόσφερε μια θέση πλαι του...
Μα δεν είχε επιλογή...
Ήδη καιγόταν στη κολαση και δε το έβλεπε...
Ποιος δε θα καιγόταν άλλωστε αν παρέδιδε τη ψυχή του στα χέρια της κόρης του δολοφόνου της γυναίκας του;
Σηκώθηκε από τη πέτρα που χρησιμοποιούσε για κάθισμα και βάζοντας τα χέρια του, πάνω στο κεφάλι , άρχισε να ουρλιάζει σαν τρελός...
Σαν κατάρα γύρισαν όλα από εκείνη τη καταραμένη στιγμή...
Θύμησες από όσα έγιναν και αποτέλεσμα μη αναστρέψιμα...
Η εικόνα του μισοπεθαμενου Κωσταντή, το βλέμμα του Γιώργη σαν έφτασε...
Η απελπισία της Λενιώς...
Ο θυμός του Σήφη...
Το κορμί της... Εκείνη η ανατριχιλα που ένιωσε στα δάχτυλα του σαν την άγγιξε...
Όλα οδηγούσαν όμως σε ένα κοινό αίσθημα...
Την απώλεια...
Η λέξη που πραγματικά τον γέμιζε ήταν η ίδια που τον κατέστρεφε...
Η απώλεια...
Η σκέψη του να χάνεις μέσα σε μια στιγμή, όλα όσα εχτισες...
°•~•°•~•°•~•°•~•°•~•°•~°
Πέντε ώρες πριν....
"Θέλεις να χορέψουμε;"
"Λενιώ τι έπαθες απόψε;" είπε σιγανά και εκείνη αναστεναξε
"Ίσως απόψε... Δε ξέρω... Λίγο το κρασί, λίγο η ατμόσφαιρα... Χρόνια έχω να νιώσω τέτοιου είδους χαρά Ορέστη..."
"Λενιώ μου θυμάσαι τι σου είπα;" το πρόσωπο της αμέσως βάφτηκε στο γκρι σαν τον άκουσε και κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα
"Δε ζητάω κάτι... Νέοι άνθρωποι είμαστε... Ίσως... Δε ξέρω... Ίσως έστω να προσπαθήσουμε να δώσουμε λίγη χαρά στη ζωή;"
"Ήπιες αρκετά έτσι;"
"Χόρεψε με Ορέστη μου... Κοίτα τη Νανά... Πήγε μόνη της και χαίρεται. Ο Σήφης έφυγε, η Αναστασία πηγε σπίτι... Η Αρετή σίγουρα θα είναι κάπου με τα αγόρια... Ας ζήσουμε λιγάκι τη χαρά... Τι λες;"
"Δε μπορώ. Λυπάμαι..." παρά τη θλίψη στο βλέμμα της, σηκώθηκε και εκείνη δακρυσε
"Ξέρω πως είναι δύσκολο μα μη μου πεις ότι δε σου έχει λείψει και εσένα ένα γυναικείο άγγιγμα..." η Λενιώ έπιασε το χέρι του, και σηκώθηκε με τη σειρά της "Άγγιξε με Ορέστη... Απλά χάιδεψε το μάγουλο μου..."
"Λενιώ είσαι μεθυσμένη..."
"Και τι μ' αυτό; Μεγάλη γυναίκα είμαι... Και εσύ άντρας... Γιατί δεν αφήνεσαι; Τόσα χρόνια μαζί εγώ..." Η Λενιώ έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο του και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της επικίνδυνα πολύ. Άρχισε να πλησιάζει τα χείλη του, όταν ξαφνικά εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω.
"Έχεις πιει!" ο Ορέστης έπιασε τα χέρια της και τα απομάκρυνε. "Τι έπαθες μου λες! Ξέρεις πολύ καλά πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί!" Γρυλισε για να μην ακουστεί μα σαν την είδε έτσι, το μετάνιωσε αμέσως. Δεν έφταιγε σε τίποτα και εν μέρη τη καταλάβαινε μα δεν ήταν εφικτό αυτό που ήθελε και το ήξερε καλά. "Πήγαινε σπίτι σε παρακαλώ. Θα κάνω πως δεν έγινε κάτι..." Η Λενιώ είχε πράγματι πιει και δεν ήθελε τίποτα παραπάνω για να τη πάρει η κάτω βόλτα ...
Έβαλε τα κλάματα και έτρεξε αμέσως προς το σπίτι...
"Ανάθεμα!" έσφιξε τις γροθιές του στη σκέψη πως τη πλήγωσε μα σαν περπάτησε ξοπισω της για να τη προλάβει, το βήμα του σταμάτησε απότομα στο στενό της εκκλησίας.
Κατάρα...
Αυτο ήταν...
Καθόταν πάνω στο πιο μεγάλο βράχο μοναχή και μακριά από όλους...
Ήταν σκοτεινά αλλα δεν είχε ανάγκη το φως για να νιώσει τη φιγούρα της ούτε να δώσει ζωή στη σκιά της...
Έκλαιγε...
Κάθισε στο σταυροδρόμι και πήρε μια βαθιά ανάσα...
Και στα δύο μονοπάτια μια γυναίκα έκλαιγε...
Η ευθύνη για τη μια ήταν όλη δική του μα η άλλη; Γιατί τον ετσουξε τόσο στη σκέψη πως κλαίει;
Ήθελε να τη πνίξει από τη πρώτη μέρα που την είδε...
Ότι κόπασε με τη Λενιώ φούντωσε σαν επέστρεψε η κόρη του....
Κι όμως δε την έπνιξε ούτε την άφησε και να πνίγει...
Τα πόδια του περπάτησαν μόνα τους...
Ήταν σφιγμένος και το στήθος του έμοιαζε με μαινόμενη καταιγίδα.
Πήγαινε πάνω κάτω σαν τρελό στη σκέψη πως το να βρεθεί πάλι μόνος μαζί της ήταν η μεγαλύτερη αμαρτία από όλες...
"Γιατί κλαίς;" ρώτησε το διάολο σαν πήγε αρκετά κοντά και εκείνος γυρίζοντας προς το μέρος του, εκλαψε περισσότερο...
°•~•°•~•°•~•°•~•°•~°
(Συνεχίζεται....🙄😘)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top