Κεφάλαιο 12°
"Σου το είπα πως θα γίνουμε χάλια!" εσκουξε γελώντας με όση δύναμη της είχε απομείνει και ο Γιώργης έκοψε το τιμόνι δεξιά στο χωματόδρομο και πάρκαρε. Ήταν γεμάτη παγωτό. Η ιδέα του για λίγη δροσιά κατά την επιστροφή αποδείχθηκε καλή μεν μα ανεπιτυχής αφού στις πρώτες κι όλας λακούβες που συνάντησαν μπαίνοντας στον αγροτικό δρόμο, το παγωτό απλώθηκε μέσα στη μούρη της.
"Μη με κοιτάζεις έτσι!" παραπονέθηκε δίχως να χάσει τη γλυκύτητα της "Αν δε με φάνε οι μύγες μέχρι να φτάσουμε θα είναι θαύμα!" αστειευτηκε και δίχως ενδοιασμούς συνέχισε να τρώει όσο παγωτό έμεινε στο χωνάκι ενώ εκείνος έμεινε να θωρεί τις κινήσεις. "Δε σου δίνω...! Αν αυτό είναι που κοιτάζεις! Σου είπα να πάρεις δύο μπάλες και εσύ..." η φωνή της κόπηκε όταν ο Γιώργης σήκωσε αξαφνα το χέρι του και εκείνη στη κίνηση, μαζεύτηκε προς το τζάμι.
"Φοβήθηκες;" ρώτησε μπερδεμένος
"Με συγχωρείς..." η φωνή της είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. "Δεν αισθάνομαι άνετα στα αγγίγματα..."
"Μοιάζεις σαν να φοβήθηκες ότι θα σε χτυπήσω..." Η Αρετή ξεροκαταπιε μα δεν απάντησε "Ήθελα μόνο να κάνω αυτό ..." Ο Γιώργης σήκωσε εκ νέου το χέρι του και αγγίζοντας την απαλά στο μάγουλο, καθάρισε με τον αντίχειρα του όσο παγωτό είχε πάνω στη μύτη της. Μα δεν το τράβηξε, αντιθέτως έμεινε εκεί... Το χέρι του χάιδεψε το μάγουλο της ώσπου έκανε λίγο ακόμα προς τα πίσω το κεφάλι της τόσο όσο μπορούσε μέχρι που ακούμπησε στο παράθυρο.
"Είσαι πανέμορφη το ξέρεις;" είπε σιγανά και εκείνη τα έχασε "Μα κάτι μου λέει πως τούτη η ομορφιά πέρασε αρκετά..." συνέχισε τραβώντας το χέρι του προς τα πίσω. "Με συγχωρείς αν σε έκανα να νιώσεις περίεργα δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου .." Απολογήθηκε σαν αντιλήφθηκε πως ήταν ακόμα μαζεμένη
"Δεν είναι ανάγκη να ζητάς συγνώμη Γιώργη... Έχεις δίκιο. Απλώς δεν αισθάνομαι άνετα ακόμα για να συζητήσω κάτι τέτοιο..."
"Άρα όντως κάτι σου συνέβη έτσι;"
"Μπορεί... Όπως και να έχει, ότι και να έγινε έχει τελειώσει πια..."
Ο Γιώργης σε γενικές γραμμές είχε αντίληψη και καταλάβαινε τι άτομα είχε απέναντι του. Η Αρετή όμως ήταν ένα κλειστό βιβλίο που δε μπορούσε να διαβάσει. Οι αντιδρασεις της ήταν μη αναμενόμενες μερικές φορές ενώ πάλι άλλες ήταν εντελώς προβλέψιμες.
Σαν να είχε πολλές προσωπικότητες σε μια και κάθε φορά ανάλογα με τον συνομιλητή της φανέρωνε και το κατάλληλο πρόσωπο. Ένιωσε πως ήθελε πάση θυσία να μπει σε εκείνο το λαβύρινθο του μυαλού της και να ανακαλύψει ποια πραγματικά είναι μα δε του το έκανε εύκολο.
Τα τείχη της ήταν καλά υψωμένα και ανάθεμα τον, δεν έβλεπε διόλου προς μέσα...
"Κάποια στιγμή μου χρωστάς μια βόλτα. Κουβέντα και χαλάρωση. Σύμφωνοι;" Δε θέλησε να τη ζορισει και αυτό την έκανε αμέσως να χαλαρώσει. Ίσως τελικά αυτό να ήταν το κουμπί... Να την αφήσει να νιώσει μόνη της άνετα.
"Σύμφωνοι... Εμ, αυτό έλιωσε..." έδειξε το παγωτό που είχε γίνει ένα με τη χούφτα της και εκείνος γύρισε προς τα πίσω και επιστρέφοντας της έδωσε ένα μπουκαλάκι νερό.
"Άιντε, κατέβα να γίνεις άνθρωπος!" Η κοροϊδία του έπιασε και εκείνη αμέσως ξαναβρήκε τη χαρά της, άπλωσε το χέρι και τον τσίμπησε
"Άνθρωπος είμαι!" είπε δήθεν θιγμένη βγαίνοντας έξω
"Και τι άνθρωπος..." ψέλλισε μόλις έμενε μόνος και αφήνοντας ένα εσωτερικό ξεφυσημα στον αέρα γύρισε προς το τιμόνι και έβαλε μπρος...
*******
Αμερική δύο χρόνια πριν ...
"Λοιπόν;"
"Τι λοιπόν βρε Τζεν... Δε ξερω. Δε λέω, είναι καλός και μέχρι στιγμής μου φέρεται άψογα αλλά δε το νιώθω..."
"Εγώ στη θέση σου θα έπεφτα με τα μούτρα"
"Είμαστε μαζί κοντά έξι μήνες. Ποιος ο λόγος; Τόσο καιρό από παιδιά ήμασταν φίλοι και τώρα το ζω διαφορετικά. Όλο αυτό μου κάθεται κάπως... Δεν έχω συνηθίσει ακόμα..."
"Έχει λεφτά! Φήμη. Δόξα..."
"Πάθος δεν έχει..."
"Ίσως και εσύ δε του κουνιέσαι αναλόγως..."
"Και τι είμαι για να κουνιέμαι σημαδούρα; Άντρας είναι! Ας διεκδικήσει κι εκείνος. Και στη τελική, δε με τραβάει τόσο μετά από όσα έγιναν..."
"Νομίζω τα παραλες..."
"Δε τα παραλεει καθόλου!" Πετάχτηκε ενοχλημένη η Κλάρα "Τη χαστούκισε! Συνελθε Τζεν!"
"Κατά λάθος έγινε!"
"Καταλάθος έπεσε πάνω στη παλάμη του; Είσαι σοβαρή; Εγώ στη θέση της θα τα σφράγιζα τα πόδια μου παρά να τα ανοίξω σε αυτόν. Χέστηκα για τη φήμη χέστηκα και για τα λεφτά!"
"Η Κλάρα έχει δίκιο... Δεν αισθάνομαι έτοιμη να το κάνω μαζί του... Εκτός αυτού με πείραξε πολύ αυτή η κίνηση που έκανε..."
"Μα τα μπούτια σου ήταν όλα έξω μωρέ Αρετή! Άντρας είναι. Δεν είναι σαν τα αμερικανακια! Ξέρεις πόση επιρροή έχει η κοινότητα εδώ..."
"Τώρα θέλεις πραγματικά να σου απαντήσω σε αυτό; Σήκωσε χέρι πάνω μου για μια κωλοφουστα!"
"Δε ξέρω... Εσύ ξέρεις καλύτερα..."
-------------
"Όμορφα είναι..."
"Έφαγα τη πόλη για να βρω τα πιο όμορφα..."
"Δεν ήταν ανάγκη Νίκολας..."
"Ήταν. Φέρθηκα σαν μαλάκας και σου χρωστάω μια συγνώμη... Στη σκέψη και μόνο που σήκωσα χέρι πάνω σου θέλω να το κόψω. Δεν το ήθελα..."
"Το ότι δέχθηκα να σε δω να ξέρεις δεν αλλάζει κάτι. Δεν είμαι η γυναίκα που θα πέσει με τα μούτρα σε έναν άντρα για τα λεφτά και το όνομα. Με πείραξε πολύ αυτό που έκανες... Τόσα χρόνια δε ξέρω και το γεγονός πως τόλμησες να σηκώσεις χέρι πάνω μου να ξέρεις δε ξεπερνιέται"
"Στο ορκίζομαι ήταν η κακή στιγμή. Δώσε μου μια ευκαιρία και δε θα το κάνω ποτέ ξανά... Πως θα ζήσω εγώ χωρίς εσένα;"
"Όπως ζούσες τόσα χρόνια που ήμασταν φίλοι;"
"Με ειρωνεύεσαι Αρετή;"
"Όχι. Σου παραθέτω τα γεγονότα ως έχουν..."
"Για μένα εσύ είσαι μόνο και καμιά άλλη... Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Όλο μου το είναι σε ποθεί..."
"Δε νομίζω πως ήταν σωστό τελικά να περάσουμε σε άλλο επίπεδο... Δε ξέρω..."
"Δε μ'αγαπας;"
Έτσι όπως καθόταν στο κάθισμα του, έβγαλε τη ζώνη του και γύρισε προς το μέρος της. Χάιδεψε απαλά το πρόσωπο της και ύστερα εγυρε προς το λαιμό της και της άφησε ένα υγρό φιλί.
Το παρθένο κορμί της αναρριγησε μονομιάς.
"Πες μου... Δε νιώθεις τίποτα; Ούτε όταν κάνω αυτό;" το δάχτυλο του ταξίδεψε στην ανασηκωμένη της ρώγα και ύστερα κατέβηκε στα μπούτια της. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μην ανέβει η θερμοκρασία του κορμιού της και εκείνος το ηξερε. Είχαν προσπαθήσει άλλωστε αρκετές φορές να προχωρήσουν τη σεξουαλική ζωή του παρακάτω μα εκείνη πάντα είχε ενδοιασμούς.
"Αν δε με θέλεις γιατί είσαι μούσκεμα;" ο Νικόλας άρχισε να τη χαϊδεύει πιο έντονα και να τη φιλάει παράλληλα
"Σταμάτα. Δε θέλω..." έκανε να τον σπρώξει μα εκείνος επέμεινε και έτσι όπως είχε το χέρι του ανάμεσα στα χείλη του αιδοίου της, εισχώρησε ένα δάχτυλο μέσα της. "Νικολας μη...!"
"Για αυτό είσαι έτσι! Γιατί δε ξέρεις τι σημαίνει ακόμα να είσαι γυναίκα. Άσε με να σου δείξω μωρό μου..." συνέχισε απτόητος φιλώντας τη και ξεκίνησε να κουνάει πιο γρήγορα και ρυθμικά τα δάχτυλα του μέσα της κάνοντας τη λογική της να δώσει πόλεμο με τις αισθήσεις του κορμιού που δυσκολευόταν να ορίσει πια. "Αφού με θέλεις το νιώθω..." Ο Νικολας άρχισε να κατεβάζει το κάθισμα της ολοενα και πιο κάτω ώσπου μόλις το ξάπλωσε εκείνη βρήκε το σθένος και τον έσπρωξε.
"Δε θέλω είπα!"
"Θες! Είσαι δική μου! Κατάλαβε το! Ανήκουμε ο ένας στον άλλο!" ζουπηξε τα μάγουλα της και σκαρφάλωσε ολόκληρος πάνω της "Ήρθε η ώρα να γίνεις άνθρωπος Αρετή... Να γίνεις γυναίκα. Η δική μου γυναίκα. Ότι ώρα θέλω και όποτε τη θέλω..."
Η Αρετή γρυλισε και δίνοντας του ένα χτύπημα με το γόνατο της στην ευαίσθητη περιοχή, εκείνος μαζεύτηκε αμέσως από το πόνο και έπεσε πλάι στο κάθισμα.
"Γουρούνι!" τον έβρισε και αρπάζοντας τη τσάντα της, βγήκε έξαλλη από το αυτοκίνητο "Εύχομαι τώρα που θα πας στρατό να μη ξαναγυρίσεις! Γιατί αν γυρίσεις και με πλησιάσεις θα μάθουν όλοι τι πήγες να κανεις!" φώναξε εξοργισμένη " Κι αν θες να ξέρεις ανθρωπος είμαι! Ήμουν και πάντα θα είμαι! Ένας άνθρωπος με δικαίωμα να αρνηθεί ότι ώρα θέλει και όποτε το θέλει! Εσύ απο την άλλη αμφιβάλω τι είσαι πια! Σίγουρα δεν είσαι άντρας!" είπε απαξιωτικά και έφυγε αφήνοντάς τον πίσω.
-----------------------
*****
Είχε καθίσει στο παλιό κάρο που υπήρχε στην αυλή και έτσι όπως έβλεπε ψηλα άφησε το κορμί της να γύρει προς τα πίσω. Ο ουρανός ήταν ξαστερος και τα αστέρια έμοιαζαν κεντημένα πάνω του σαν πούλιες και λαμπυριζαν. Ήταν μια όμορφη μέρα παρά το περιστατικό στη κουζίνα με τον Ορέστη το οποίο είχε βγάλει από το μυαλό της εν μέρη.
Όταν επέστρεψαν πίσω ήταν αργά μα η Αρετή πρόλαβε να γνωρίσει τη θεία της και φυσικά τη λατρεψε. Δεν είχε καμία σχέση με την αδερφή της την Ευτέρπη με την οποία μεγάλωσε. Ο Γιώργης σαν άντρας χαιρέτησε λιγάκι βιαστικά και έφυγε να βρει τους άντρες στο οινοποιείο και έτσι οι τρεις τους είχαν αρκετό χρόνο να γνωριστούν. Η Αρετή έμεινε έκπληκτη με το βίο της Νανάς.
Θαύμασε το τσαγανό της να επιλέξει να σταθεί ολομόναχη στα πόδια της όπως επίσης θαύμασε και την αγάπη που έδειχνε στη μητέρα της. Δυστυχώς όμως ήταν κουρασμένη από το ταξίδι οπότε πήγε να ξεκουραστεί και φυσικά το ίδιο έκανε και η Λενιώ. Είχαν άλλωστε όλο το καιρό μπροστά τους να αναλύσουν τα πάντα αφού η Νανά είχε άδεια δύο μήνες οπότε ο χρόνος ήταν με το μέρος τους.
Μόνη πια έκανε ένα ντουζ και βγήκε στο πίσω κήπο. Ήταν όμορφα τη νύχτα. Δεν υπήρχε πολύ φως και από τη πρώτη μέρα ήθελε να ανέβει στην καρότσα εκείνου του καρου. Θέλοντας και μη το παρελθόν χτύπησε τη πόρτα της και ενώ κατάφερε να συνέλθει, οι μνήμες χόρευαν στο κεφάλι της από το απόγευμα.
Πόσο πολύ τη πείραξε η στάση του Νίκολας τότε...
Δεν ήταν σίγουρη αν πράγματι θα τη βίαζε εκείνο το βράδυ ή αν ήταν υπό την επήρεια του θιγμένου του ανδρισμού αλλά ότι δεν έγινε τότε έγινε σαν επέστρεψε από στο στρατό και αυτό τη πλήγωνε πολύ...
Ευχήθηκε να είχε ένα ποτηράκι από εκείνο το μυρωδάτο Μπρούσκο μα ακόμα κι αν ήταν μόνη σπίτι τη δεδομένη , βαρέθηκε να μπει και να βάλει.
Τα χέρια της βρέθηκαν πίσω από το κεφάλι και χωμένη σε εκείνη τη καρότσα άφησε στιγμές της ζωής της να περάσουν και να της θυμίσουν το παρελθόν. Η λέξη άνθρωπος που χρησιμοποίησε εν τέλει ο Γιώργης στο αμάξι είχε τρομερό αντίκτυπο στις σκέψεις της.
Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της...
Έξι μήνες μετά το συμβάν στο αυτοκίνητο ο Νίκολας επέστρεψε και η συμπεριφορά του ήταν εντελώς διαφορετική. Αργότερα βέβαια αποδείχθηκε πως ήθελε απλά να πάρει αυτό που δε πήρε νωρίτερα αλλά παρόλα αυτά τα είχε καταφέρει...
Ο υποτιθέμενος πόνος στα μάτια ενός στρατιώτη και η αλλαγή στο τρόπο που έβλεπε το κόσμο ήταν δύο δυνατά όπλα για να την κάνει να του δωθεί τελικά και να κρύψει το πραγματικό εαυτό του..
Και του δόθηκε...
Και ήταν όλα καλά...
Για ένα ολόκληρο μήνα ήταν όλα καλά....
Αμερική, 1 χρόνο πριν ...
"Είσαι καυτή σήμερα... Και αυτό το φόρεμα φυσάει στο κορμί σου..." έκανε τα μαλλιά της στο πλάι και αφήνοντας ένα φιλί στο λαιμό της, χαμογέλασε
"Ευχαριστώ... Και εσύ είσαι γλυκός..."
"Θέλω να σου κάνω έρωτα όλη νύχτα..."
"Το ξέρεις πως πρέπει να είμαστε στην εκδήλωση σε μισή ώρα έτσι;"
"Αμέ... Ο πατέρας μου τη διοργανώνει άλλωστε... Είδες που στα έλεγα ότι η θεία σου θα τιμηθεί τελικά;"
"Η αλήθεια είναι ότι χάρηκα πολύ που βγήκε πρώτη..."
"Ε... Έτσι είναι όταν βγαίνεις με το γιο του προέδρου..." Καγχασε
"Τι εννοείς; Με την αξία της κέρδισε..."
"Σιγά μη κέρδιζε με την αξία της βρε Αρετή. Έβαλα και εγώ το χέρι μου... Τέλος πάντων.... Έχουμε μισή ωρίτσα..."
Άρχισε να τη φιλάει μα εκείνη τον σταμάτησε ενοχλημένη
"Νίκολας τι λες;"
"Ωχου... Για αυτά θα λέμε τώρα; Πες πως δε το είπα! Έλα να νιώσω λίγο το κορμί σου πριν φύγουμε..." Άρχισε να τη χαϊδεύει μα εκείνη ήταν σαφώς εκνευρισμένη "Αρετή μη μου σπας τα νεύρα τώρα!"
"Τι σου σπάω;"
"Τα νεύρα! Και πήγαινε να αλλάξεις. Αυτό το φόρεμα είναι κολλητό!"
"Έχεις χαζεψει;"
"Σαν πολύ δε με κούρασες; Άσε θα στο βγάλω εγώ το φόρεμα..."
"Μη με ακουμπάς!"
----------------------
Γέλασε καθώς τα δάκρυα κατρακύλησαν από τα μάτια της...
Ένα μήνα φέρθηκε σαν φυσιολογικός άνθρωπος και μετά τελείωσε...
Του είχε ήδη δωθεί. Κάθε της προσπάθεια να βγει από τα δεσμά του ήταν αδύνατη...
Ήταν η πρώτη φορά που πήρε το κορμί της με το έτσι θέλω και μάλιστα το βιντεοσκοπησε κι όλας... Τόσο αυτό όσο και τη πρώτη τους φορά... Τότε που σαν αμαθο κορίτσι του χάρισε τη παρθενιά της τελικά.
Ο κόμπος ανέβηκε και ξαποστασε στο λαιμό της ενώ τα δάκρυα πλήθαιναν στις θύμησες.
Αν έλεγε λέξη η θεία της θα κατέληγε στο δρόμο αφού ακόμα και το σπίτι της ήταν δοσμένο από τη κοινότητα και το αξιοποιούσαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική που δεν είχαν δικό τους σπίτι. Αν όμως ο πρόεδρος έκρινε πως η χρήση γίνεται κατάχρηση μπορούσε να τους βγάλει έξω.
Αυτή ήταν μόνο μια από τις απειλές ενώ ακολούθησαν κι άλλες με την επικρατέστερη να είναι το βίντεο που κρατούσε στα χέρια. Αυτό... Και τα υπόλοιπα που ακολούθησαν...
Η Αρετή μεταμορφώθηκε σε μια κούκλα που εκείνος είχε οποτε ήθελε και όπως ήθελε...
Μέχρι που η κούκλα έσπασε και η ψυχή που έκρυβε μέσα της αποφάσισε να αντισταθεί. Τον πολέμησε με τα ίδια του τα όπλα και τον κατέγραψε η ίδια σε βίντεο να τη βιάζει. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν ο αποτρόπαιος ξυλοδαρμός της μα η Αρετή είχε το σθένος ακόμα και έτσι να τον απειλήσει πως αν τη πλησιάσει ξανά θα τον καταδώσει στην αστυνομία για βιασμό κάτ' εξακολούθηση. Δε θέλησε να του κάνει καμία καταγγελία ενώ αντιθέτως θέλησε μέσω της απειλής της, να τον αναγκασει να καθίσει στα αυγά του και να μη τολμήσει να πειράξει ούτε τη θεία της. Όχι πως στη τελική το άξιζε μα η Αρετή δεν ήταν κακός άνθρωπος.
"Καλά άκουσα κάτι να νιαουριζει εδώ πίσω , σαν πήγαινα στο σπίτι..." μια φιγούρα βρέθηκε με ένα σάλτο μέσα στη παλιά καρότσα και εκείνη πετάχτηκε τρομαγμένη σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια της "Εκλαιγες;" Ο Σήφης συνοφρυωθηκε και εκείνη μαζεύτηκε
"Δεν σας άκουσα. Τώρα ήρθατε;"
"Αρετή γιατί εκλαιγες;" επέμεινε σοβαρός μα πριν πει άλλη λέξη αναστεναξε "Βασικά μη μου πεις! Γυναίκα είσαι, έχεις κάθε δικαίωμα να κλαίς μόνη σου σωστά;" Χαριτολογησε και εκείνη αντέδρασε αμέσως στο γλυκό αστείο του "Είμαι κομμάτια για να κάτσω σε μια παλιά καρότσα που ανάθεμα αν θα μας κρατήσει. Ψήνεσαι να φέρω λίγο κρασάκι και να αραξουμε στη βεράντα; Ο Ορέστης με το Γιώργη μαζεύτηκαν ήδη μέσα. Κάναμε τρομερή δουλειά σήμερα και αύριο θα έχουμε ήδη μια κάσα για το γάμο της Μαριως. Το καλύτερο θα πιουν! Λοιπόν;"
Η Αρετή χαμογέλασε μη ξέροντας τι άλλο να κανει . Το ενδιαφέρον του ήταν αληθινό μα μέσα της ήξερε πως δε θα ήταν σε θέση να του εξηγήσει. Παρόλα αυτά της έβγαζε μια όμορφη οικειότητα. Αν είχε τη δυνατότητα να έχει έναν θείο, σίγουρα θα ήθελε να ήταν σαν αυτόν.
"Αν δε θες πάω πάσο μικρή. Απλά να ξέρεις πως αν ποτέ χρειαστείς κάποιον για να πεις μια κουβέντα..."
"Ευχαριστώ Σήφη..." τον διέκοψε δίνοντας του παράλληλα να καταλάβει πως δεν είχε σκοπό να πάει ούτε φυσικά να του ανοιχτεί τη συγκεκριμένη στιγμή. "Καλύτερα να πάω να κοιμηθώ. Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα..."
"Άιντε... Τράβα μέσα τότε μη το έχω και σε τύψεις να σε αφήσω μοναχή σου στα σκοτάδια.."
Ο Σήφης κατέβηκε και εκείνη έπραξε το ίδιο. Ίσως είχε δίκιο και ίσως αρκετά άφηνε τον εαυτό της να χαλιεται για όσα έγιναν. Ποιος άλλαξε άλλωστε το παρελθόν για να καταφέρει να το κάνει και εκείνη; Κανείς..
"Καληνύχτα" είπε γλυκά και ανοίγοντας τα χέρια τον αγκάλιασε αφήνοντας τον έκπληκτο
"Καληνύχτα μικρή..." Ανταπέδωσε ευχαριστημένος και λίγο πριν τη βγάλει από τα χέρια του πλησίασε στο αυτί της "Αν τολμήσει κανείς να σε πειράξει θα του πάρω το κεφάλι... και πίστεψέ με, είμαι αρκετά τρελός για αυτό...." είπε και φιλώντας τα μαλλιά της από το πλάι απομακρύνθηκε. Σαν έφτασε στο δρομάκι που εβγαζε μπροστά , της έκλεισε το μάτι και πήγε προς το σπιτάκι του κήπου αφήνοντας τη να χαμογελά ήρεμη πια...
*****
"Ακόμα δεν κοιμάσαι;" άναψε το φως και μπαίνοντας ακάλεστη μέσα τη βρήκε στο παράθυρο.
"Ως πότε θα ελέγχεις βρε μαμά αν είμαστε σπίτι πριν τον ύπνο;" γύρισε ενοχλημένη
"Για οσο ζείτε κάτω από αυτή τη σκέπη υποθέτω... Γιατί είσαι όρθια με σβηστό το φως;"
"Τώρα θα ξάπλωνα..." Η Αθηνά τη κοίταξε περίεργα. Έδειχνε σαν να έκλαιγε. Ήξερε καλά τη κόρη της άλλωστε. Δίχως να σχολιάσει κάτι , πήρε τη χτένα από το κομοδίνο και κάθισε πλάι της στο κρεβάτι "Τώρα αλήθεια θα με χτενισεις;"
"Γιατί όχι; Από μικρή σου χτενιζα τα μαλλιά και εσύ πάντα μου έλεγες τα προβλήματα σου. Θυμάσαι;" Η Στρατούλα έμεινε σιωπηλή "Ποιος έκανε αυτά τα όμορφα ματάκια σου να χάνονται στο κενό;"
"Κανένας βρε μαμά..." αναστεναξε βαθιά
"Ε όχι και κανένας... Κάποιος άντρας ίσως; Μεγάλωσες... Σε λίγο θα ζητήσεις να γίνεις νύφη όπως η Μαριώ .."
"Μπα..."
"Γιατί μπα; Τόσο όμορφη είσαι.... Όλο και κάποιου τη καρδιά θα κάψεις εκεί έξω..."
"Οι φίλες μου ίσως καίνε. Εγώ και να θέλω μένω πίσω..."
"Τι εννοείς βρε αγάπη μου; Ξέρεις ότι στη μαμά τα λέμε όλα. Είμαστε φίλες πάνω από όλα ... Λοιπόν; Κάτι σου μαύρισε τη καρδούλα... Μίλησε μου... Δε θα κρίνω στο υπόσχομαι" η Στρατούλα το είδε ίσως σαν μια ευκαιρία να δει την αντίδραση της μητέρας της σε μια επικείμενη ένωση με τον "εχθρό".
"Μια φίλη μου ερωτεύθηκε τον Κωσταντή μαμά..." είπε μελαγχολικά
"Το Κωσταντή;"
"Ναι... Αυτόν που φαντάζεσαι..."
"Μάλιστα... Και ποια είναι αυτή η φίλη;"
"Έχει σημασία;"
"Φυσικά αγάπη μου... Κάθε κοπέλα έχει το χαρακτήρα της. Τις ξέρω όλες. Αν μου πεις ποια είναι θα ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει. Γυναίκα είμαι..."
"Δε νομίζω να υπάρχει κάτι μαμά. Αγαπιούνται αληθινά. Μάλιστα είναι αποφασισμένος να τη πάει και στο γλέντι. Από μικρά αγαπιούνται με τη Μαριάνθη..."
"Τη ποια;!" είπε λίγο πιο έντονα
"Άουτς!" εκρωξε σαν της τράβηξε τα μαλλιά
"Με συγχωρείς αγάπη μου... Με συγχωρείς" έσπευσε να ηρεμήσει "Απλώς δε το περίμενα η κόρη του δημάρχου να ερωτευθεί έναν από..."
"Από;"
"Τίποτα... Μακάρι να πάνε όλα καλά... Δε ξέρω τι άλλο να πω. Ο έρωτας καμία φορά είναι περίεργος..."
"Λες μαμά;" Η Αθηνά άφησε τη χτένα και η Στρατούλα γύρισε προς το μέρος της "Δηλαδή υποστηρίζεις την αγάπη;"
"Μα φυσικά μωρό μου... Ποιος δε θα ήθελε άλλωστε την αγάπη;" είπε γλυκά και αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπο της σηκώθηκε. "Λοιπόν, ξάπλωσε να κοιμηθείς γιατί αύριο θα βοηθήσουμε τη μάνα της Μαριως στις ετοιμασίες. Μεθαύριο είναι ο γάμος. Εντάξει;"
"Εντάξει μαμά!"
Η Αθηνά βγήκε από το δωμάτιο και μόλις έκλεισε τη πόρτα έμεινε στατικη στο διάδρομο. Ήταν σίγουρα κακή επιρροή όλο αυτό και στο μυαλό της ήρθε η Δέσποινα που της είχε πει κάποτε κάτι για τη κόρη της και το Γιώργη. Στην ιδέα και μόνο την έπαιρνε ταραχή και συγκρυο.
Έκανε αναστροφή και αντί να πάει στο δωμάτιο της , κατέβηκε στο σαλόνι.
Ο κούκος έδειχνε μια πάρα δέκα αλλά εκείνη σήκωσε το ακουστικό χωρίς ενδοιασμούς. Πληκτρολογησε το σταθερό και περίμενε έτοιμη να φάει τα νύχια της.
"Εμπρός; Βιολέτα; Τι; Όχι όχι όλα καλά... Έτσι νομίζω δηλαδή... Πρέπει να σου πω όμως κάτι για τη κόρη σου... Μη ταραζεσαι και όχι δε θα τη ξυπνήσεις. Δε πρέπει να μάθει ότι ξέρεις... Άκουσε με... Ξέρεις ποιος είναι ο ευεργέτης του χωριού και πόσο στηρίζουμε τον άντρα σου σαν δήμαρχο τόσα χρόνια... Αυτό όμως που έμαθα μόλις απειλεί άμεσα την υπόληψη σας... Πάρε καρέκλα γιατί δε ξέρω αν θα σου αρέσουν τα νέα...."
*******
Λάτρευε τη μυρωδιά από τους χυμούς των σταφυλιών που υπήρχαν στα ρούχα του μα να που κάθε φορά έπρεπε να την αποχωριστεί και να φορέσει τα καθαρά που ετοίμαζε η Λενιώ. Ήταν βαριές οι εργασίες πριν την εμφιάλωση και το γεγονός πως υποσχέθηκαν στο γάμο της Μαριως τη πρώτη κάσα τον αγχωσε λίγο. Παρόλα αυτά όμως όχι μόνο τα κατάφεραν αλλά έβγαλαν και ένα υπέροχο κρασί. Άξιζε κάθε λεπτό η κούραση.
Η Λενιώ κοιμόταν ήδη μα μέσα στο δωμάτιο μύριζε μια πρωτόγνωρη μυρωδιά σαν έφτασε . Δεν είχε σχέση με τα μαλακτικά ούτε τα φάρμακα που χρησιμοποιούσε. Έμοιαζε περισσότερο με άρωμα. Του ήταν μάλιστα τόσο περίεργη η οσμή που ακόμα δεν έκανε μπάνιο, αντί να πέσει να ξεκουραστεί, επέλεξε να κατέβει κάτω. Ούτε καν ο Γιώργης όλα αυτά τα χρόνια δεν ήξερε τη πραγματική σχέση ανάμεσα τους. Για εκείνον , ήταν ερωτευμένοι. Όπως άλλωστε και για όλο το κόσμο ολόγυρα τους. Τόσο όμως το "διπλό" κρεβάτι όσο και το δωμάτιο τους γενικότερα είχε και για τους δύο "το χώρο" τους.
"Υπερένταση ε;" μπαίνοντας στη κουζίνα βρήκε το Γιώργη να τρώει από τη κατσαρόλα. Από παιδάκι έπεφτε με τα μούτρα στις κατσαρόλες. "Μη πεις πάλι ότι από μικρός τρώω έτσι να χαρείς! Θέλω να το απολαύσω! Σαν τη πεταμένη φέτα μέσα στη κατσαρόλα δεν έχει !"
"Φάε μπας και μεγαλώσεις..." σχολίασε ο Ορέστης ανοίγοντας το ψυγείο και ο Γιώργης τον πλησίασε
"Εσύ μυρίζεις έτσι;"
"Ξέρω γω... Το δωμάτιο μύριζε περίεργα. Ίσως άλλαξε κάποιο φάρμακο η αρωματικό η Λενιώ..."
"Σα να έκανες μπάνιο με άρωμα είσαι! Εκτός κι αν..." ανασηκωσε πονηρά τα φρύδια μα το ίδιο έκανε και ο Ορέστης ο οποίος γύρισε και τον κοίταξε με ένα μάτι "Καλά ντε!"
"Γιώργη είμαι τόσο κουρασμένος που ούτε δύναμη να σου δώσω φαπα δεν έχω"
"Δε νομίζεις πως .... Εγώ.... Πια... Άντρας...χρόνια... Ε;"ρώτησε μπουκωμενος
"Μπορείς να φας και να μιλήσεις μετά;"
Ο Γιώργης κατάπιε. Έκλεισε τη κατσαρόλα και την άφησε στο πάγκο. "Ορίστε! Έφαγα όλο το φαγητό μου! Τι να κανω; Η τελευταία μπουκιά είναι η καλύτερη! Εκτός αυτού χρυσοχέρα πάντα η μάνα... Γιουβέτσι κοτόπουλο το αγαπημένο μου!" Ο Ορέστης αναστεναξε. Κάθε φορά όταν την έλεγε μάνα αναστεναζε... Ίσως όλα να ήταν τόσο διαφορετικά αν ήξερε την αλήθεια μα από την άλλη η Λενιώ δεν έφταιγε σε τίποτα.
"Δε πας να κοιμηθείς χρατσα χρουτσα τόση ώρα; Μια τσικουδιά κατέβηκα να πιω χαλαρώσω!" αποκρίθηκε ενοχλημένος βλέποντας τον να κάνει φασαρία
"Θα πάω..Να, τελείωσα!" Ο Ορέστης κάθισε και πριν ακολουθήσει την αγαπημένη του ιεροτελεστία τον είδε να κοντοστεκεται μπροστά του "Άντε... Πες το να το πάρει η ευχή..." τον παρότρυνε αρπάζοντας το καπνο του και ο Γιώργης σοβαρεψε "Ήντα συμβαίνει και άλλαξες όψη;"
"Κατάλαβες σωστά πως πέρα από τη πλάκα κάτι με τρώει... Μα δεν είναι αστείο πατέρα αυτό που θα πω..." Ο Ορέστης έπιασε το χαρτάκι του σιωπηλός δίνοντας του πλήρη ελευθερία έκφρασης "Σήμερα καθώς γυρνούσαμε με την Αρετή, σήκωσα το χέρι στο πρόσωπο της και εκείνη τραβήχτηκε προς τα πίσω θαρρείς και τη χτύπησε ρεύμα..." έτσι όπως ήταν σκυμμένος ο Ορέστης, σταμάτησε σχεδόν με τη γλώσσα πάνω στο χαρτάκι και σήκωσε το βλέμμα πάνω του "Έδειχνε να φοβήθηκε... Δεν είναι φυσιολογικό αυτό. Μήπως έμαθες κάτι από τη Λενιώ; Μοιάζει θαρρείς και τρόμαξε σαν τη πλησίασα..."
Ο Ορέστης έκλεισε το τσιγάρο, το άναψε και τον κοίταξε σοβαρός
"Και ήντα ήθελες να κανεις και σήκωσες το χέρι σου πάνω της..." ρώτησε με το Γιώργη να παίρνει μια έκφραση έκπληξης
"Αυτό είναι το θέμα τώρα;"
"Και γιατί να μην είναι αυτό;"
"Ήθελα να καθαρίσω το παγωτό που λέρωσε τη μύτη της στο αμάξι. Ευχαριστημένος;"
"Γιώργη;" η χαμηλή μπάσα του φωνή και το διαπεραστικό του βλέμμα δεν άφησαν και πολλά περιθώρια
"Μια ερώτηση σου έκανα. Αν ήθελα να κριθώ για τα συμπεράσματα που βγάζεις δε θα έλεγα λέξη! Που και να βγάζεις δε κατάλαβα και το πρόβλημα! Νέοι άνθρωποι είμαστε!
Το γεγονός όμως ότι ένιωσα πως κάτι πάει στραβά και εσύ...."
"Εγώ τι;"
"Τίποτα. Όπως και να έχει θα μου πει εκείνη" ο Γιώργης έκανε να φύγει μα σταμάτησε "Το πρωί θα πάω με το Κωσταντή για τις ετικέτες και μετά θα φέρω την Αρετή για να στολίσει το δώρο. Γίνε λίγο κανονικός και σταματα να ζεις εκατό χρόνια πίσω! Δε σε ξέρει όπως εμείς πατέρα... Το ύφος σου και οι σιωπές σου δε βοηθούν ξέρεις... Και στη τελική, δε σε κατηγορώ γιατί κοντεύεις τα σαράντα μα..."
"Γιώργη ξεπερνας τα όρια..." Αρκέστηκε να πει και εκείνος κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι και έφυγε.
Σαν βρήκε την ηρεμία που ήθελε εξ αρχής, άφησε μια βαθιά τζούρα να κάψει τα πνευμόνια του και μετέπειτα το σφηνάκι από τη τσικουδιά να τα αποτελειώσει. Το μυαλό του λειτουργούσε σαν ένα δαιδαλώδη τοπίο γεμάτο διαδρόμους και αρκετές φορές έπιανε τον εαυτό του να κάθεται στη μέση του τεράστιου αυτού λαβυρίνθου δίχως να ξέρει που να πάει.
Ξεφυσησε και η ανάσα του έσκασε καυτή πάνω στο επόμενο σφηνοποτηρο που θόλωσε από τη παγωμένη τσικουδια. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να χτίζει τα τείχη του και παράλληλα να απαρνιεται κάθε του θέλω χρόνια τώρα.
Η σοφία όμως και η εμπειρία που κέρδισε από τις μάχες του, ούρλιαζαν στο κεφάλι του πως έρχεται καταιγίδα. Μια καταιγίδα που δε θα έμοιαζε με τις άλλες...
Βηματακια ακούστηκαν να πλησιάζουν σιγανα και σηκώνοντας το κουρασμένο του βλέμμα, την είδε να στέκεται στη κάσα της πόρτας. Η παρουσία της και μόνο τη συγκεκριμένη ώρα ενέτεινε τη σκέψη του πως τούτη η γυναίκα ήταν διαόλου κάλτσα.
Είχε τυλιγμένο γύρω από το κορμί της κάτι που έμοιαζε με σάλι και τα μαλλιά της έμοιαζαν νωπά. Ελαφρώς φριζαρισμενα. Όπως ακριβώς θα έπρεπε να ήταν στη περίπτωση που ερχόντουσαν σε επαφή με την υγρασία της νύχτας.
"Ήμουν έξω και..." Μόλις μίλησε εκείνος έσβησε το τσιγάρο, άδειασε το ποτήρι και σηκώθηκε. Τούτη ήταν η καταιγίδα και το πλοίο του τελικά ακυβέρνητο στο έλεος της. Δεν είχε ιδέα γιατί είχε τη μορφή της μα από τη μέρα που πάτησε το πόδι της στο χωριό, μόνο φωτιές έσπερνε στο διάβα της. Φωτιές και προβλήματα. "Μια καληνύχτα είπα να πω γιατί περνούσα και σε είδα. Τέλος πάντων..." συνέχισε ενοχλημένη "Υποθέτω πως...."
"Καληνύχτα" Είπε στεγνά και πιάνοντας το μπουκάλι, άνοιξε το ψυγείο και το έβαλε μέσα. Σαν έκλεισε όμως τη πόρτα εκείνη ήταν ακόμα στη θέση της
"Ήθελα να σου πω για αυτό που έγινε το πρωί πως..." Η μιλιά της σαν σήκωσε πάνω της τα μάτια του έχασε τη δυναμική της. Ήταν και η ίδια αρκετά φορτισμένη συναισθηματικά και αντιλήφθηκε πως ίσως τελικά ήταν προτιμότερο να φύγει βουβά στο δωμάτιο της "Ξέρεις κάτι;" είπε ξαφνικά νιώθοντας τη θερμοκρασία του κορμιού της να ανεβαίνει "Έχω φάει αρκετά σκατα στη ζωή μου για να σε αφήνω να με επηρεάζεις. Τι θες; Αν είσαι έτσι από πάντα μπράβο σου! Εμένα άλλα μου είπε η μάνα μου... Είπε πως είσαι καλός και ευγενικός και εγώ το μόνο που βλέπω είναι ένας απότομος αγριανθρωπος ! Δε με θέλεις εδώ; Κακώς ηρθα; Είμαι βάρος;
Ίσως! Ήρθα όμως! Ήρθα και δε πρόκειται να ασχοληθω με καμία παιδιάστικη συμπεριφορά από έναν άντρα που δε ξέρει τι του γίνεται. Δε σε ξέρω, δε με ξέρεις και αυτή η υποτίμηση που δείχνεις προς το πρόσωπο μου κάθε φορά που μιλάω είναι κάτι που δε θα ανεχτώ! Ανέχτηκα πολλά στη ζωή μου για να ζήσω την επανάληψη! Ήρθα εδώ για να βρω ηρεμία και γαλήνη! Να βρω τον εαυτό μου και να ζήσω πλάι στη μητέρα μου! Δε ήρθα εδώ για να παίζω παιχνίδια ούτε για να πρέπει να μπω στο ρόλο του ψυχολόγου και να προσπαθήσω να μεταφράσω συμπεριφορές!" Τον πήρε μονοτερμα ενώ εκείνος απλώς τη κοίταζε "Κι αν θες να ξέρεις..."
"Χαμήλωσε το τόνο σου..." τέσσερις λέξεις ξεστόμισε και εκείνη χίλιες τέσσερις...
Οι δικές του όμως της έκοψαν όλη τη μαγκιά αμέσως.
"Δεν με ενδιαφέρει ο λόγος που ήρθες" συνέχισε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της και το βλέμμα της έπεσε στιγμιαία στα πόδια του "Δε ξέρω τι πέρασες και ούτε θέλω να μάθω. Δε με νοιάζει αν φύγεις. Ούτε αν μείνεις. Ούτε βάρος είσαι γιατί προφανώς και δε σε κουβαλάω στους ώμους μου...." Ο Ορέστης έκανε μια παύση και στο επόμενο βήμα στάθηκε μπροστά της. Την περνούσε άνετα ένα κεφάλι μα εκείνη δε πτοήθηκε από τη σκιά που έριχνε πάνω της, το κορμί του. Βήμα δεν έκανε μακριά του. Στάθηκε εκεί κοιτώντας τον με θυμό και θράσος. Δεν ήταν όμως θυμός για όσα έλεγε. Κατά βάθος θύμωνε γιατί πολύ απλά ήταν απότομος μαζί της. Ήταν κλειστός... Είχε κάτι πάνω του που της γεννούσε την ανάγκη να τον μαλακώσει μα ήταν απροσπέλαστος... "Είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θες... Ένα μόνο να θυμάσαι" η φωνή του χαμήλωσε και προς έκπληξη της, έκανε ένα ακόμα βήμα τόσο όσο έφτανε έτσι ώστε να ακουμπήσουν τα ρούχα τους μεταξύ τους. Τρικυμία απλώθηκε στο κορμί της στη θερμη της αύρας του και τα τεράστια μάτια της έμειναν να τον κοιτάζουν ζητώντας του στα βουβά να πάψει... Μα εκείνος δε έπαψε. "Μπορεί να πιστεύεις πως έχεις δει το κόσμο γιατί έζησες στο εξωτερικο και πως είμαι ένας χωριάτης, αλλά αν συνεχίσεις να μου πουλάς τρελιτσα και υφος δεν έχεις ιδ...." Η Αρετή σηκώθηκε αξαφνα στις μύτες των ποδιών της και αφήνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο, έκανε μεταβολή και έτρεξε αστραπιαία μακριά του. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει και η ίδια θέλησε να γελάσει ξαφνικά. Το άφησε ακριβώς πάνω στα μπλεγμένα του μούσια στο σημείο που ένωνε το μάγουλο με τα χείλη του.
Το σαστισμένο του βλέμμα την ακολούθησε και μόλις έφτασε στο τέρμα της σκάλας γύρισε και τον κοίταξε
"Ανακωχή... Μπορούμε;" είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση, έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιο της...
😏😏😏😏
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top