Κεφάλαιο 10°

°•Μυστικα , υποσχέσεις και λαθη... Κανεις δε ξέρει τι πραγματικά κρύβει το παρελθόν. Η μήπως ξέρουν όλοι και σιωπούν;•°

"Λίγο πιο δεξιά!" πήρε φόρα και σφίγγοντας το χοντρό σχοινί στα χέρια, το έφερε μια σβούρα ολόγυρα από το μηχάνημα και το έβγαλε."Έτοιμο αυτό!" Η φασαρία δεν είχε τελειωμό από το πρωί μα οι δουλειές έπρεπε να γίνουν για να είναι έτοιμη η εμφιάλωση πριν το τέλος του μήνα. Τόσο οι ίδιοι όσο και οι εργάτες δούλευαν πυρετωδώς. Ίσως ήταν και κάτι όλο αυτό αφού τους τράβηξε λίγο το μυαλό από όσα συνέβαιναν. Όχι πως ο Διονύσης τους άφηνε περιθώρια. Από την επίσκεψη του Ορέστη και έπειτα , τους μάζεψε σαν έφυγε και τους ξεκαθάρισε πως όποιος μπλεχτεί στα πόδια τους, θα έχει να κάνει μαζί του. Οι εντολές ήταν σαφέστατες . Αν η Αρετή ήθελε ποτέ από μόνη της να τους γνωρίσει καλώς. Αν όχι, άντρας δε θα τολμούσε να απλώσει ξανά χέρι πάνω της. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Διονύσης δε θα παρείχε προστασία σε κανενα. Τόνισε δε, πως τόσα χρόνια προσπαθούσε να διατηρήσει την ειρήνη ανάμεσα τους και πως δε τον ενδιαφέρει καθόλου ποιος πουλάει περισσότερα. Το θέμα είναι να βγάζουν τα προς το ζην.
Ο Διονύσης τους εξήγησε πως δεν ήταν πια νέος. Πως η αρρώστια τον είχε ισοπεδώσει και πως η έσχατη λύση ανάμεσα σε μια νέα διαμάχη, θα ήταν να βγει ο ίδιος στα όπλα για να τη σταματήσει. Τόνισε μάλιστα στο γιο του πως αν ήθελε το καλό της οικογένειας θα έπρεπε να κατευνάσει τα πνεύματα και ιδίως του Κυριάκου.

Δεν ήταν δειλός. Ίσα ίσα στα νιάτα του αποδείχθηκε αρκετά μάχιμος μα τώρα ήξερε καλά πως η δύναμη του εν μέρη είχε αχρηστευθεί. Για εκείνον η νίκη, θα έπρεπε να ήταν αναίμακτη τούτη τη φορά. Όχι πως φοβόταν. Δεν ζούσε με το φόβο μη χάσει τη ζωή του, ο Διονύσης. Ο φόβος του ήταν μη πειράξουν τα παιδιά του και σαν κληθεί να τα προστατέψει βγει ανίκανος...

"Περίμενε πιάστηκε στο γρανάζι!" Ο Ζήσης έβρισε και αρπάζοντας το σχοινί άρχισε να το τραβάει με μανία ενώ δεν άργησε να πλησιάσει και ο Κυριάκος. "Όχι έτσι ρε!"

"Μα πρέπει να κάνει το κύκλο!"

"Πρώτα πρέπει να το ξεσφηνωσουμε! Τράβα στη μεριά σου!"

"Σαν πολλά νεύρα δεν έχεις πρωί πρωί; Από χθες δε μιλιεσαι!"

"Μια χαρά είμαι. Στη τελική έχει δίκιο ο πατέρας μου. Αντί να τη πλησιάσουμε ομαλά πηγές σαν το μαλάκα και την γραπωσες!"

"Ρίξε τώρα την ευθύνη πάνω μου!"

"Κυριάκο;" Ο Ζήσης του έριξε μια σοβαρή ματιά εκνευρισμένος "Ίσως είμαι πολλά μα δεν είμαι μαλάκας... Όταν φταιω το παραδέχομαι. Όπως παραδέχθηκα πως ύψωσα το όπλο στον Ορέστη εκείνη τη βραδια μπροστά της. έχασα το δίκιο μου εξαιτίας μιας στιγμής για την οποία ήσουν υπεύθυνος!"

"Μάλιστα! Σε λίγο θα πάρεις και το μέρος τους τώρα; Ξέρεις κάτι; Νομίζω έχετε ξεχάσει ότι σκότωσαν τον πατέρα μου! Αν για σας πέρασε ο πόνος για μένα όχι!" Ο Κυριάκος πέταξε ατσαλα το σχοινί καταχαμα και αρπάζοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου, έφυγε νευριασμένος.

"Μη του δίνεις σημασια πρωί πρωί ..." δύο νέα χέρια σήκωσαν το σχοινί και ο Ζήσης ξεφυσησε

"Τι να μη δίνω σημασία μωρέ Σάββα; Δεν καταλαβαίνει ώρες ώρες..."

"Γνώμη μου κι αν τη θες, καλά έκανε ο πατέρας σου και είπε όσα είπε χθες. Ο Κυριάκος ώρες ώρες δεν καταλαβαίνει πως βρισκόμαστε αυτόματα σε κίνδυνο όλοι αν ανοίξει ξανά ο ασκός του Αιόλου. Και πίστεψέ με, τώρα που υπάρχουν δύο κορίτσια στα σπίτια, είναι αμαρτία να ντυθούν στα μαύρα..." Ο Ζήσης αναστεναξε. Είχε δίκιο ο Σάββας. Είχε δει πολλά περισσότερα άλλωστε. Δεν ήταν πολύ μεγάλος αλλά τους έριχνε πέντε χρόνια και δούλευε στο πατέρα του από μικρός. "Έμαθες τίποτα για τη φωτιά χθες;" άλλαξε θέμα και ο Ζήσης έσμιξε τα φρύδια του

"Ποια φωτιά; Πλακωθηκα μετά από όσα έγιναν εδώ στα τσιπούρα και ξεράθηκα στο ντιβάνι της εισόδου.

"Έπιασε σε ένα σημείο βαθιά στο φαράγγι μετά τη λίμνη των στεναγμών..."

"Και πως διάβολο επιασε εκεί φωτιά; Απάτητα είναι εκείνα τα μέρη"  προβληματίστηκε

"Δε τα λες και απάτητα..." πέταξε με ύφος "Λένε πως κάπου εκεί βαθιά κοντά στο φαράγγι έθαψε ο Ορέστης τη Μελιά... Δε το άκουσες ποτέ;"

Ο Ζήσης πραγματικά σαστισε. Δεν είχε ιδέα ούτε άκουσε ποτέ κάποια ιστορία για τη πρώτη γυναίκα του Ορέστη. Για εκείνον η ιστορία ξεκίνησε όταν πήρε τη Λενιώ. Εκτός αυτού, ήταν τόσο δα μικρό παιδακι τότε.

"Ιδέα δεν είχα...Η φωτιά;"

"Η φωτιά έσβησε..."

"Ε μιλα μωρέ Σάββα στα βγάζω με το τσιγκελι! Πώς διάολο άρπαξε εκεί με τόση υγρασία; Κάηκε δηλαδή ο τάφος; Δε καταλαβαίνω από τα μισολογα!"

"Όχι φυσικά! Αν είχε καεί ο τάφος της θα βλέπαμε όλο το χωριό στις φλόγες σήμερα. Μαλάκα μπέσα δεν έχεις ιδέα;" ρώτησε λίγο πιο χαμηλά μα έντονα

"Όχι και δε ξέρω γιατί θα έπρεπε! Γιατί να βάλω φωτιά το τάφο μιας νεκρής; Τούτο είναι ιεροσυλία... Για τι με πέρασες;" θίχτηκε μα ο Σάββας ανασηκωσε απλά τα φρύδια

"Η φωτιά άναψε και έσβησε γύρω από το μέρος του τάφου πριν καν φτάσει κάποιος.... Δεν είναι περίεργο; Ήταν λίγα μέτρα μακριά μα έμοιαζε σαν... Σαν προειδοποιητική ας πούμε..."

"Μα το Θεό δεν έχω ιδέα... Κάνω πολλές μαλακίες μα δε έπαιζα ποτέ με τούτα "

"Σε πιστεύω... Όπως και να έχει, φύλαγε τα νώτα σου γιατί ο Κυριάκος σαν να ξεφεύγει τώρα τελευταία αδερφέ..." ο Σάββας ξεμπλεξε το σχοινί επιτέλους και αφήνοντας το πλάι στο μηχανημα, χτύπησε μια φορά τον ώμο του Ζήση και  απομακρύνθηκε...

*******

Στο τραπέζι ήταν όλοι σιωπηλοί.
Όλοι εκτός από τον Ορέστη ο οποίος είχε φύγει από τα αξημερωτα.
Η νύχτα που πέρασε ήταν περίεργη και η Αρετή ήταν σίγουρη πως ούτε που κοιμήθηκε κανείς.
Το πιο σημαντικό από όλα όμως, ήταν πως τελικά, η φωτιά όπως άναψε έτσι και έσβησε ενώ όταν πήγε ο Σήφης να ελέγξει, ο τάφος της Μελιάς ήταν απείραχτος. Ήθελε τόσο να ρωτήσει και να μάθει για το παρελθόν μα επέλεξε να κρατήσει τις απορίες της για κάποια άλλη στιγμή αφού και η μάνα της φαίνονταν εξίσου προβληματισμένη.

"Θα πάμε Χανιά σήμερα με το Κωσταντή θα έρθεις;" Ο Γιώργης ήταν ο πρώτος που μίλησε μετά τη τυπική καλημέρα που ειπώθηκε σαν κάθισαν

"Δε ξέρω... Αν πάτε για δουλειά ίσως να μην είμαι η κατάλληλη παρέα .." δίστασε

"Δύο ώρες μαζί του στο αμάξι θα πληξω! Εκτός αυτού, πάμε για δουλειά μεν αλλά δε βλάπτει και μια βόλτα! Λοιπόν;" Η Αρετή έριξε ένα βλέμμα μάνα της η οποία της χαμογελούσε γλυκά δίνοντας της παράλληλα το ελεύθερο. Όχι πως ήταν φυλακισμένη ή ήθελε άδεια για να βγει στην ηλικία της μα παρόλα αυτά σεβόταν τα όσα έγιναν και ακόμα δεν ήξερε τι ήταν φρόνιμο να πράξει και τι όχι.

"Γιατί όχι... Θα ήθελα να δω και τα Χανιά"

"Έκλεισε τότε!" Ο Γιώργης σηκώθηκε και αδειάζοντας τη τελευταία γουλια καφέ, ζωστηκε με τα πράγματα του "Να είσαι έτοιμη γύρω στις πέντε εντάξει; Πάω να δω πόσα πράγματα θα χρειαστούμε και μετά θα έρθω να σε πάρω"

Η Αρετή κούνησε το κεφάλι της και μόλις έφυγε ένιωσε μια περίεργη ένταση στο τραπέζι. Ο Σήφης έμοιαζε θαρρείς και πήρε όρκο σιωπής ενώ η μάνα της βουτούσε απρόθυμα ένα κουλουράκι στο καφέ της και κοίταζε κάτω.

"Εμένα με συγχωρείτε... Πάω λιγάκι επάνω"

"Εντάξει κόρη μου. Κι εγώ θα πάω στην εκκλησία μετά"

Αν και δεν είχε κρυφακούσει ποτέ της και ήταν κάτι το οποίο σιχαινοταν ανέβηκε τις σκάλες, έκανε μετέπειτα πως περπατάει στο διάδρομο και κάθισε ήσυχη στη άκρη της. Ήταν σίγουρη πως υπήρχε κάτι το οποίο δεν ήθελαν να σχολιάσουν μπροστά της και σαν μίλησε ο Σήφης, κατάλαβε πως είχε δίκιο.

"Που είναι;"

"Δε ξέρω. Λίγο μετά αφότου επέστρεψες έφυγε... Όχι πως μπορούσα να τον κρατήσω... Λέξη δε του πήρα στο δωμάτιο..."

"Γυναίκα του είσαι μωρέ Λενιώ! Τόσα χρόνια είστε μαζί! Πως γίνεται να μη μπορεί να βρήκες το κουμπί του;"

"Σήφη σε παρακαλώ!
Και τι θέλεις να κάνω; Ξέρεις πολύ καλά πόσο ευαίσθητο είναι αυτό το θέμα! Ή νομίζεις ότι ειναι τόσο βλάκας για να πιστέψει πως η φωτιά άρπαξε κατά τύχη σε ένα τέτοιο υγρό περιβάλλον; Το σίγουρο πάντως είναι πως δεν ήταν ο Διονύσης. Είμαι σίγουρη..."

"Αυτό το πιστεύω και εγώ. Το θέμα είναι ποιος τόλμησε..."

"Ποιος τόλμησε! Αναρωτιεσαι κι όλας; Εγώ είμαι σίγουρη πως πίσω από όλα βρίσκεται η Αθηνά..."

"Αν δε σε ήξερα καλά θα έλεγα πως ζηλεύεις ύστερα από τόσα χρόνια..."

"Εγώ; Να ζηλέψω; Συνέλθε Σήφη..."

"Όλο το χωριό έβλεπε τα σάλια της να τρέχουν τότε... Ακόμα και εσύ το είχες καταλάβει πριν καν πεθάνει ο Μάρκος πως το όνειρο της ήταν να δει σε ταμπέλα: οινοποιεία, Μακρή Ραγιά"

"Σήφη; Πίστεψέ αυτό ήταν το τελευταίο που με ενδιέφερε εκείνο το διάστημα... Όπως και να έχει, το παρελθόν είναι παρελθόν! Το γεγονός πως αυτή η οχιά έβαλε τη φωτιά όμως, στα μάτια μου είναι σίγουρο..."

"Δεν αντιλέγω. Απλώς για να την έβαλε κάτι θα παίχτηκε... Αν δε βρω τι συνέβη πως διάολο θα επέμβω; Και πως να επέμβω σε μια γυναίκα; Να ήταν άντρας να πάω να λογαριαστω!"

"Γι αυτό σκάω και εγώ! Ότι ξέρεις ξέρω... Είχαμε μια συνάντηση στην εκκλησία αλλά δε βρίσκω το λόγο! Πάντα ήταν κακιασμενη άλλωστε..."

"Γιατί αγάπησε τον Ορέστη..."

"Σήφη; Προσπαθείς να καταλήξεις κάπου;"

"Ζηλεύεις άραγε;"

"Δε καταλαβαίνω το ύφος σου!" σηκώθηκε ενοχλημένη

"Παραδεχτείτε επιτέλους και οι δύο πως δεν είστε τίποτα παραπάνω από..."

"Ορέστη!' η Λενιώ έτρεξε αμέσως προς τη πόρτα και τον αγκάλιασε σαν μπήκε διακόπτοντας τον Σήφη. "Που ήσουν!"

"Έπρεπε να βγω..."

"Τουλάχιστον να μας λες που πας να μη τρέμει το φυλοκαρδι μας!" Πετάχτηκε ο Σήφης και σηκώθηκε "Τα αγόρια θα πάνε στα Χανιά σήμερα με την Αρετή. Τη παρασκευή έχουμε στο χωριό και το γάμο της Μαριως. Δε θα γίνουμε κωλος ως το τότε. Αμαρτία νέο πλάσμα πάνω στις χαρές να βιώσει πόλεμο.  Ίσως ήταν κάτι εντελώς τυχαίο...."

"Ίσως" του απάντησε και προχώρησε προς τα μέσα. Έδειχνε εξαντλημένος και αρκετά βρώμικος. Σίγουρα πήγε στο τάφο της και η Λενιώ το κατάλαβε. Μύριζε υγρασία και χώματα.
Όχι πως δε το αντιλήφθηκε και ο Σήφης μα καταβαθος ένιωθε πως ήταν η πιο λάθος στιγμή να ανοίξει κάποιο μέτωπο στο χωριό τη δεδομένη.

"Αύριο θα ανέβω στο σπίτι στο βουνό..." τον ενημέρωσε "Έχω να κανονίσω κάτι πράγματα εκεί και να κατεβάσω κάποια άλλα για εδώ. Είπα να μείνω λιγάκι παραπάνω τελικά. Όπως και να έχει, τράβα κάνε ένα μπανιο να συνέλθεις. Θα σε περιμένω μετά στο οινοποιείο"

Ο Σήφης πήρε τα πράγματα του και έφυγε δίχως να περιμένει κάποια απάντηση ενώ σαν έμειναν μόνοι η Λενιώ βουρκωσε

"Λυπάμαι Ορέστη... Σε ικετεύω όμως μην αφήνεις το θυμό για οδηγό σου"

"Προσπαθώ. Ξέρω τα όρια Λενιώ μου. Απλώς ήταν μια στιγμή αδυναμίας... Γιατί είσαι έτσι όμως;"

"Ο Σήφης..."

"Τι έκανε;"

"Δεν έκανε... Νομίζω πως..." Η φωνή της σώπασε ξαφνικά και η Αρετή που τόση ώρα άκουγε ξεφυσησε. "Βασικα έχει δίκιο. Πήγαινε επάνω να ξεκουραστείς..." σαν την άκουσε να τον στέλνει επάνω, σηκώθηκε από τη κρυψώνα της και με βήμα γοργό πήγε στο δωμάτιο. Είχε ακούσει αρκετά για να κάνει το τοπίο γύρω της ακόμα πιο μπερδεμένο και την περιέργεια της να αγγίξει τα ύψη.
Ήθελε διακαώς να μάθει για το βαθύ παρελθόν και όχι απλά για όσα της είπε ο Γιώργης. Η Αρετή ήταν πεπεισμένη πως υπήρχαν πολλά περισσότερα μυστικά τελικά σε εκείνο το τόπο....
Το πρόβλημα ήταν, πως καταβαθος δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να ξέρει η όχι...

*******

Έτρεχε δίχως να κοιτάξει πίσω της μα εκείνος ήταν σαφώς πιο γρήγορος από την ίδια "Μη μ'αγγιζεις! Θέλεις να μας δει κανένα μάτι; Μάζεψε τα ξερά σου από πάνω μου!"

"Στα αρχιδια μου!" της φώναξε και σφίγγοντας τη, την παρέσυρε ως το πίσω μέρος του δημαρχείου. Φτάνοντας στην ερημιά την έσπρωξε στο τοίχο και τη κράτησε κόντρα πάνω του εκνευρισμένος. "Τι έκανες χθες;"

"Τι έκανα χθες;" του αντιμιλησε αμέσως με την ίδια ερώτηση

"Μαριάνθη θα γίνουμε κωλος!"

"Ας γίνουμε! Νομίζω καιρός δεν είναι;"

"Σοβαρά; Καλώς!" Ο Κωνσταντής έκανε μερικά βήματα πιο πίσω και σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω "ΔΗΜΑΡΧΕ! ΕΙΣΑΙ ΜΕΣΑ;!"

"Κωσταντή τρελάθηκες; Τι κάνεις;!"

"ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΤΗ ΚΟΡ....." Τα χέρια της βρέθηκαν γρήγορα στα χείλη του και εκείνος γραπωνοντας τη από τη μέση, την έσφιξε δυνατά στο κορμί του
"Αποφάσισες τελικά;" γρυλισε πάνω στα δάχτυλα της και τα δάγκωσε τόσο όσο έπρεπε για να τραβήξει και εκείνη τον κοίταξε κατακόκκινη

"Εσένα..." παραδέχθηκε ντροπαλά "Αν πρέπει να επιλέξω... Επιλέγω εσένα..." συνέχισε και ο Κωνσταντής ο οποίος ήταν έτοιμος να ακούσει ακόμα μια δικαιολογία έμεινε σαστισμένος να τη θωρει "Τι; Χθες κοντεψα να πάθω καρδιά... Αν οι φίλες μου δεν αποδεχθούν την σχέση μας, πρόβλημα τους... Αν πάλι τούτη η σχέση αποβεί μοιραία για τη καριέρα του πατέρα μου, δε μπορώ να κάνω πολλά Κωσταντή... Κουράστηκ..."σφράγισε τα χείλη της με ένα δυνατό φιλι και ύστερα την έσφιξε στην αγκαλιά του με όλη του τη δύναμη. Από τόσο δα παιδάκια έμοιαζαν σαν να ανήκει ο ένας στον άλλο και έπιασαν πια μια ηλικία που άλλο δεν το αντεχαν...

"Θα με συνοδεύσεις στο γάμο της Μαριως;" της είπε  ξαφνικά και εκείνη χαμογέλασε φαρδιά πλατιά...
Κανείς από τους δύο δεν ήξερε τις επιπτώσεις μιας ένωσης που στα μάτια των περισσότερων ήταν κατακριτέα. Αν όμως η δική τους ένωση ήταν κατακριτέα πως θα έμοιαζε άραγε στα μάτια τους η Στρατούλα με το Γιώργη; Όχι πως της έδωσε ελπίδες αλλά η Μαριάνθη ήξερε καλά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Πάντα έκανε πίσω σκεπτόμενη τη στεναχώρια της φίλης της αν έφτιαχνε η ίδια τη ζωή της μα δε πήγαινε άλλο... Ενευσε το κεφάλι της θετικά και δίχως φόβο πια, χώθηκε για τα καλά στην αγκαλιά του...
Τούτη η ερώτηση δεν σήμαινε αυτό που  έβλεπαν όσοι ζούσαν έξω από τη Κρήτη...  Τούτη η ερώτηση είχε βαθύτερο νόημα... Η συνοδεία μιας κοπέλας από έναν άντρα σήμαινε και τη δέσμευση της με αυτόν ενώπιον όλων...

*******

Έκλαιγε με βουβά δάκρυα κρατώντας το ακουστικό στο χέρι και μη πιστεύοντας τα όσα άκουγε. Πέρα από την άφιξη της Αρετής είχε χρόνια να νιώσει τόση χαρά.
"Θα είμαι εκεί! Τι; Σίγουρα θυμάσαι το δρόμο; Μη μπερδευτείς και βγεις άλλου γιατί δεν έχει ταμπέλες και δεν μένουμε μέσα στο χωριό. Εντάξει εντάξει! Δε κάνω σαν τρελή. Βασικά είμαι τρελή από τη χαρά μου! Εντάξει Νανά μου. Ναι... Όχι όχι! Δε θέλω να φέρεις τίποτα! Σε παρακαλώ. Ντροπή. Και μόνο που θα σε δω επιτέλους μετά από τόσα χρόνια για μένα είναι βάλσαμο... Και μένα μου έλειψες... Τρέχω να το πω στον Ορέστη και αν δε μας βρεις πάρε με τηλέφωνο να στείλω κάποιον να σε φέρει όταν φτάσεις!" Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Σαν μοναχοκόρη που ήταν η ίδια πέρασε δύσκολα ενω  η ξαδέρφη της  ήταν η μόνη παρηγοριά που είχε και η μόνη φίλη συνάμα.  Όταν όμως η Νανά έφυγε να σπουδάσει στο Ρέθυμνο , η Λενιώ έμεινε μόνη της. Υπήρχε βέβαια συνομιλία συνεχώς μα στη σκέψη να βρεθούν, έκλαιγαν από χαρά τα μέσα της.

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο χοροπηδησε στη θέση της και κίνησε για το δωμάτιο μα μόλις έφτασε πάνω, άκουσε το νερό που έτρεχε στο μπάνιο και αποφάσισε να μη τον ενοχλήσει. Η Νανά έφτανε στις επτά άλλωστε και είχαν ώρες μπροστά τους. Αποφάσισε να του αφήσει ένα σημείωμα στη κουζίνα και να πάει  έπειτα στην εκκλησία όπως υποσχέθηκε στο παπά Μανώλη. Ο Ορέστης τη συμπαθούσε αρκετά. Δεν την είχε δει ποτέ αλλά της το είχε πει ανά τα χρόνια πως από τη στιγμή που την έκανε να χαμογελάει, του ήταν αρκετό. Ότι κι αν είχε γίνει στη ζωή τους ήξερε καλά πως ο Ορέστης την αγαπούσε βαθιά και στο πρόσωπο του βρήκε ένα στήριγμα που δεν περίμενε...
Έτσι ήταν...
Όταν δύο πονεμένοι άνθρωποι ενώνονται δημιουργείτε μια μαγική σχέση μεταξύ τους...
Αν και αρχικά η Λενιώ είχε ενδοιασμούς και φόβους , ο Ορέστης φρόντισε να της δείξει πως όχι μόνο δεν είχε να φοβάται τίποτα μα θα τη προστάτευε από τα φίδια με καθε κόστος. Ούτε εκείνη έφταιγε άλλωστε για όσα έγιναν... Ένα θύμα ήταν όπως και η Μελιά. Ένα θύμα που αν δεν έμπαινε κάτω από τις φτερούγες του ή αν δεν έπραττε τότε όσα έπραξε, ίσως είχε την ίδια τύχη...

Ετοιμάστηκε βιαστικά και έχοντας το πιο λαμπρό χαμόγελο στα χείλη της, του άφησε το σημείωμα και βγήκε...

******

Θαύμαζε εκείνο το περβάζι που είχε το δωμάτιο της πλάι στο παράθυρο. Μπορούσε να καθετε με τις ώρες και να κοιτάζει απ' εξω. Η μάνα της έφυγε λίγη ώρα πριν, ο Σήφης το ίδιο και στη σκέψη πως ήταν ολομόναχη με τον Ορέστη σπίτι την έπιανε ένας κόμπος. Ακουγόταν πολύ ταλαιπωρημένος νωρίτερα μα αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που τριγύριζε στο μυαλουδακι της... Ήταν άραγε η Μελιά η πρώτη του γυναίκα; Και γιατί να υπάρχει τέτοιο μίσος ώστε κάποιος να τολμήσει να αγγίξει τον τάφο της; Εκτός αυτού ο διάλογος της μάνας της με του Σήφη της ακούστηκε περίεργος ... Θα ήθελε τόσο να έβλεπε τις εκφράσεις τους μα δεν γινόταν.

Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει, μια ακόμα να κλείνει και ύστερα να ανοίγει και να κλείνει ξανά. Υπέθεσε αμέσως πως έπεσε τελικά για ύπνο.

Έψαχνε μέσα της να βρει το λόγο που έπεσε στην αγκαλιά του το προηγούμενο βράδυ και δεν ήταν σε θέση να τον καταλάβει. Της ήταν ένας ξένος άντρας που γνώριζε ίσα ίσα μια βδομάδα. Πως ήταν δυνατόν να ασκεί κάποιος τόση επιρροή σε κάποιον άλλο; Το γεγονός πως εκείνος το κατάφερνε δεν ήταν κάτι που το αρνιόταν. Αλλά από την άλλη, ήταν ο άντρας της μητέρας της. Σε κάθε περίπτωση ήταν ξεδιάντροπο συναίσθημα. Εκτός κι αν πήγαζε καθαρά από την ανάγκη για μια πατρική φιγούρα στη ζωή της... Ναι, σίγουρα ήταν αυτός ο λόγος. Η Αρετή χανογελασε αφήνοντας ένα τεράστιο βάρος να εξαφανιστεί από πάνω της και σηκώθηκε πιο ήρεμη . Ένιωθε τόσο ηλίθια έχοντας πια την απάντηση στα χέρια της. Η πρώτη τους συνάντηση τον ήθελε να τη σωζει. Μετά αποδείχθηκε πως ήταν ο άντρας της Λενιώς... Όλα έβγαζαν νόημα πια. Ήταν η πατρική φιγούρα που ανέκαθεν έχασε από παιδί.. 

Άνοιξε σιγανα τη πόρτα του δωματίου και εισπράττοντας ησυχία, βγήκε στο διάδρομο και κατέβηκε σιγά σιγά προς τα κάτω. Είχε ανάγκη ένα ακόμα καφε και έπειτα θα ετοίμασε τα πράγματα της για τα Χανιά. Ήταν ενθουσιασμένη που θα πήγαινε βόλτα με το Γιώργη.

"Τι είναι αυτό;" Ένα σημείωμα στο τραπέζι τράβηξε τη προσοχή της και το έπιασε "Ααααα!!! Η Νανά!" είχε ακούσει από τη θεία της ιστορίες για τη λεγόμενη αχώνευτη ξαδερφή της την οποία την έλεγαν Νανά και υπέθεσε αμέσως πως ήταν το ίδιο πρόσωπο. Δεν είχαν άλλωστε και κάποια άλλη ξαδέρφη από όσο ήξερε με το ίδιο όνομα. Εκτός από μερικές φωτογραφίες από τότε που ήταν μικρές πριν φύγει για Αμερική η θεία της, δεν είχε τίποτα άλλο από το παρελθόν. Μετά το θάνατο των παππούδων της οι δύο αδερφές χωρίστηκαν εντελώς. Η Λενιώ έμεινε πίσω στη Κρήτη και η Ευτέρπη ταξίδεψε στην Αμερική όπου και ήταν κάποιοι συγγενείς. Αυτά ήξερε τόσα χρόνια η Αρετή. Λίγα και καλά.

"Τι λέει;" άκουσε αξαφνα τη φωνή του και σίγουρη πια για τον εαυτό της, γύρισε γεμάτη αυτοπεποίθηση. Όπως γύρισε όμως έτσι και της κόπηκε η λαλιά. Στεκόταν στη κάσα της πόρτας , με εμφανώς βρεγμένα μαλλιά και προς έκπληξη της, ήταν διαφορετικά από ότι τον συνήθισε ντυμένος. Συνεχώς τον έβλεπε με εκείνο το μαύρο παντελόνι εργασίας να μπαίνει και να βγαίνει μα τώρα φορούσε μια καθαρή βερμούδα και ένα ολόλευκο πεντακάθαρο λευκό μπλουζάκι.

"Έρχεται..." ψέλλισε και τον είδε να τη κοιτάζει μπερδεμένος "Η... Η ξαδέρφη.. Η Νανά. Η μαμά άφησε σημείωμα να, εδώ..." του το έδωσε και εκείνος το διάβασε ήρεμος.

"Πολύ καλά" ο Ορέστης το άφησε στο τραπεζάκι και παραμερίζοντας τη, άνοιξε το ψυγείο

"Θέλεις καφέ; Έλειπες το πρωί και..."

"Όχι" απάντησε και γυρίζοντας έβγαλε από το ψυγείο ένα σκούρο πράσινο μπουκάλι χωρίς ετικέτα. "Αυτό θέλω..." με το που άνοιξε το φελλό όλη η κουζίνα μοσχομυρισε κρασί. Η Αρετή παρατηρούσε κάθε του κίνηση. Τα δάχτυλα του ήταν χοντρά και σκληρά. Έκανε μπαμ πως είχαν ματώσει χιλιάδες φορές κατά τις εργασίες ενώ ακόμα και στη κίνηση να σηκώσει το χέρι ως το ντουλάπι, οι μύες των χεριών του, έφτιαχναν ολόκληρο χάρτη στο κορμί έτσι όπως ήταν δομημένοι. Δεν είχε πολλά λευκά μαλλιά. Σε αντίθεση με τους άντρες στην Αμερική, τουλάχιστον της υψηλής κοινωνίας που είχαν όλοι γκρίζους κροτάφους από τα 30 εκείνος είχε όμορφα πυκνά μαύρα μαλλιά με ελάχιστα λευκά τριγύρω.

"Μπορώ να δοκιμάσω και εγώ;" ρώτησε διστακτικά και εκείνος γύρισε με το φρύδι σηκωμένο

"Καλύτερα όχι... Άσε που αν το πρόσεξες έχουμε και εμείς πηγάδι έξω. Δε θέλω να σε βρω πάλι πάνω του ..."

"Αστείο...." σχολίασε αυθόρμητα στη κοροϊδία του "Ένα ποτήρι είπα να δοκιμάσω. Γιατί πρέπει δηλαδή να μαλώσουμε για αυτό;" αναρωτήθηκε φωναχτά σκεπτόμενη πως ακόμα κι αυτό ίσως τελικά να ήταν φυσιολογικό ανάμεσα τους. Αυτό δεν ήθελε στη τελική; Τη πατρική φιγούρα;

"Καλώς..." η Ορέστης έβγαλε ένα ακόμα ποτήρι αφήνοντας ασχολίαστα τα όσα είπε και βάζοντας της μια σπιθαμή, της το έδωσε. Η Αρετή το πήρε και δίχως ντροπή, δοκίμασε αμέσως. Ένιωθε πως έπρεπε να βγάλει θράσος στη μεταξύ τους σχέση για να στρώσει και να έρθει η οικειότητα αλλά ακόμα και αυτή η αίσθηση της ήταν περίεργη.

"Μμμμ... Είναι ότι πιο πηχτό έχω δοκιμάσει. Υπέροχο... Μοιάζει με λικέρ αλλά σίγουρα δεν είναι λικέρ ..." μίλησε μόνη της ενώ εκείνος ακούμπησε στο πάγκο της κουζίνας με το δικό του ποτήρι και τη θωρουσε σιωπηλός.
"Στο δάσος πηγές το βράδυ σωστά;"

"Δε νομίζω να σου πέφτει λόγος..."

"Μπορώ να ρωτήσω κάτι;" επέμεινε παρά την απάντηση του

"Όχι"

"Τώρα γιατί μιλάς έτσι; Υποτίθεται είμαστε στην ίδια πλευρά... Γιατί δε μπορείς να είσαι δηλαδή σαν το Γιώργη φυσιολογικός άνθρωπος;!" του φώναξε ελαφρώς

"Μήπως για να γίνω φυσιολογικός θα πρέπει να κατσω να στρίψω ένα τσιγαρο και να μεθύσω μαζί με τη κόρη της γυναίκας μου πίνοντας δύο μπουκάλια κρασί;;  Υπάρχουν κάποια όρια!" ανταπάντησε σοβαρός πετώντας της όσα έγιναν στο οινοποιείο "Όρια που προφανώς σε αφήνουν αδιάφορη!"

"Δε σου ζήτησα να πατήσεις κάποιο όριο! Να κάνουμε μια φυσιολογική κουβέντα ζήτησα! Εσύ δεν με πηγες μέσα στη ζούγκλα για να μου μιλήσεις; Έμπρος! Είμαι όλη αυτιά! Τι έχει πραγματικά συμβεί; Ποιος φταίει; Τι συνέβη τότε; Τι άλλο έκανε η Αθηνά στη μαμά και ποια ήταν η Μελιά;" τον ζορισε θέλοντας να πάρει κάποιες απαντήσεις αλλά με λάθος τρόπο και εκείνος με μια αστραπιαία κίνηση, έπιασε το χέρι της, άρπαξε από μέσα το ποτήρι και το έβαλε πάνω στο πάγκο

"Αρκετά ήπιες..."

"Με κοροϊδεύεις έτσι; Αλλά δε φταίει κανείς! Εγώ φταιω! Εγώ που πίστεψα πως μπορώ να κάνω μια συζήτηση με έναν αγροικο! Αλλά τι να συζητήσει κάνεις με ένα τύπο που αντί να μιλήσει κοιτάζει στραβά και αντί να πράξει , σιωπά και φεύγει;"

"Αρετή;" είπε σιγανα δείχνοντας της πως ετοιμάζεται να χάσει την υπομονή του.

"Μη μου μιλάς εμένα σε προειδοποιητικό τόνο θαρρείς και είσαι πατέρας μου!" Ειπε δίχως να σκεφτεί ενώ βαθιά μέσα της δεν είχε ιδέα γιατί φούντωσε τόσο έντονα. Ένιωθε θυμωμένη χωρίς να ξέρει γιατί είναι θυμωμένη και έξαλλη. Ίσως η πηγή είχε να κάνει με το τρόπο που της μιλούσε ο Νικολας και την επιτακτική του συμπεριφορά. Στο μυαλό της όλα ήταν ανακατεμένα μα το μόνο σταθερό ήταν ο θυμός της που ολοένα και θεριευε κοιτώντας τον.  "Τίποτα δε μου είσαι στη τελική! Και το γεγονός πως θέλω να έχουμε μια υγιή σχέση το χρωστάς στην μάνα μου! Πέρα από αυτό , τίποτα δεν είσαι για να μου υψώνεις τη φωνή σου και να τολμάς να μου δίνεις και διαταγ..." Τα χέρια του κόλλησαν σαν βεντούζες δυνατά στη μέση της και δίχως να το περιμένει, ένιωσε το κορμί της να σηκώνεται ελαφρώς στον αέρα και την επόμενη στιγμή, βρέθηκε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας...

😏😏😏😏

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top