Κεφάλαιο 1°

"Τα έμαθες τα μαντάτα;" ακόμα δεν πέταξε από πάνω της τα σχολικα τα ρούχα , ξεκίνησε να τρέχει πίσω του, στα χωράφια. Πάντα τον είχε απωθημένο και αγάπη από τόσο δα παιδουλα.

"Ποια μαντάτα μωρέ Μαριάνθη; Και γιατί τρέχεις έτσι; Στη πόλη δεν ήσουν;"

"Γύρισα πριν μισή ώρα! Μπαίνοντας στο χωριό είδαμε το Ραγιά με μια κοπέλα ίσαμε με μας να πλησιάζει το αρχοντικό!"

"Τρελάθηκες Μαριάνθη;"

"Όχι, Στρατούλα μου! Λες να ξέρει ο Γιώργης ποια είναι τούτη; Θέλω πολύ να μάθω! Ήταν βρεγμένη αλλά πανέμορφη! Ουρά θα κάνουν τα σερνικά!"

"Ο Γιώργης είναι όλη μέρα στα χωράφια κι εγώ τον περιμένω. Υποσχέθηκε βόλτα με τ'αλογο σαν τελειώσει! Κι αυτή σίγουρα θα είναι κάποια συγγενής μωρέ Μαριάνθη! Σιγά μην έβαζε η Λενιώ ξένη γυναίκα στα σανίδια της! Εδώ τη Χαρούλα, τη κόρη της φουρναρισσας δε την αφήνει να διαβεί τη πόρτα μη της λερώσει τα πλεκτά χαλιά!"
Η Μαριάνθη κάθισε πλάι της στο μεγάλο βράχο και άφησε το βλέμμα της να ατενίσει μέτρα μακριά το τρακτέρ του Γιώργη που οριοθετουσε τα σπαρτά για το τρύγο.

"Έχεις δίκιο. Μα έπρεπε να τη δεις Στρατούλα μου... Είχε και βαλίτσα! Δεν έμοιαζε όμως με εμάς. Ίσως περισσότερο πρωτευουσιανα. Μπορεί να ήρθε από Αθήνα. Αχ... Θα ήθελα να μου πει πως είναι η ζωή εκεί..."

"Ένα μπαχαλο είναι εκεί η ζωή, δίχως αξίες ! Και το Κατερινιώ που πήγε για σπουδή, θυμάσαι πως εγυρισε πίσω; Με κατεβασμένη την ουρά στα σκέλια! Άσε με να χαρείς! Σίγουρα θα μου πει ο Γιώργης σαν έρθει να με πάρει!"

"Ίσως δε ξέρει ακόμα. Όπως και να έχει, πρέπει να φύγω! Ετρεξα απλά γιατί ήξερα πως θα σε βρω εδώ να σου προφτάσω τα μαντάτα. Έλα τ'απογευμα να πάμε να δωσουμε τη λειτουργιά στο παπά Μανώλη εντάξει;"

"Να είσαι έτοιμη όμως!'

"Θα είμαι! Πάω γιατί η μάνα φτιάχνει ψάρια σήμερα! Θα μύρισε όλη η γειτονιά!" Η Μαριάνθη σηκώθηκε χαρούμενη και πήρε την χωμάτινη ανηφόρα που έβγαζε στο χωριό.
Η Στρατούλα από την άλλη κάθισε σκεπτική. Ο Γιώργης είχε κατέβει από το τρακτέρ του οποίο είχε "παρκάρει" κάτω από το τεράστιο σκιαστρο της αποθήκης και πλένονταν στη βρύση.
"Πόσο όμορφη είναι πια; Σίγουρα όμως θα είναι κάποια συγγενής...  Όπως και να έχει, εμένα ο Γιώργης με λατρεύει!" Η Στρατούλα ξάφνου άρχισε να χαμογελά "Αυτό ειναι! Μα πόσο χαζή είναι πια η Μαριάνθη! Αφού το έλεγε χρόνια η Λενιώ πως θέλει να φέρει το παιδί της πίσω! Αδέρφια είναι!" Η ανακούφιση πέρασε από τις σκέψεις της, στα σωθικά της και πήδηξε από το βράχο που καθόταν.
Το χωράφι ήταν ευθεία και εκείνη σίγουρη πια, έτρεξε προς το Γιώργη να του πει η ίδια τα νέα.

"Γιώργη μου!" κούνησε τις φραμπαλαδες από το φόρεμα της χαρωπή και χαμογέλασε με το πιο λαμπρό της βλέμμα.

"Δε βαρέθηκες να περιμένεις μέσα στο λιοπύρη Στρατούλα; Τράβα στο σπίτι, μεσημέρι έρχεται!" τη μάλωσε μα εκείνη είχε θαμπωθεί από το θέαμα. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω όπως οι περισσότεροι αγρότες στα χωραφια μα εκείνου το σώμα, ήταν βγαλμένο από παραμύθι... Τόσο σκληρό, τόσο δυνατό και γραμμωμενο... πάντα της έκοβε την ανάσα ενώ το γεγονός πως ήταν ανέγγιχτη από χέρι άνδρα, ενέτεινε τη περιέργεια να το αγγίξει και να δει πως είναι να την αγγίζει και εκείνο με τη σειρά του. "Στρατούλα σε μιλώ!"

"Ήξερες τα νέα;" ρώτησε εστιάζοντας στα μάτια του

"Τα οποία είναι; Μόνο μη μου πεις πάλι πως ο Μακρής καυχάται για το κρασί. Είναι αστείο πια!"

"Όχι όχι... Μόλις ήρθε η Μαριάνθη..."

"Δε βλέπω πουθενά εδώ γύρω το Κωνσταντή..." γέλασε μαζεύοντας τα τεράστια σκοινιά που ασφαλιζαν τη μηχανή στο τρακτέρ.

"Μη τη κοροϊδεύεις Γιώργη. Ξέρεις πόση αδυναμία του εχει... Όπως... Όπως έχω και εγώ εσένα από παιδουλα..."

"Και εγω σου έχω, αλλά δε σημαίνει κάτι, Στρατούλα... Μεγαλώνουμε. Αλλάζουμε. Σε λίγο καιρό ο Κωνσταντής θα μπαρκάρει με το θείο του. Δεν είναι όλα ρόδινα όπως όταν ήμασταν παιδιά..."

"Το ξέρω Γιώργη μου. Είναι η εξέλιξη... Δεν αντιλέγω. Απλώς μεγαλώσαμε όλοι μαζί σε ένα χωριό , ίσα δε ήμασταν είκοσι παιδάκια. Τα μισά απ' αυτά φύγανε για ένα καλύτερο αύριο στη πόλη και εμείς πιστοί εδώ παλεύουμε με τις σοδειές μας..."

"Ακριβώς... Γιάντα ήρθες όμως τρέχοντας; Τι ήταν τα νέα που φέρνεις;"

"Επέστρεψε η κόρη της Λενιώς!"

"Στρατούλα κουζουλάθηκες; Χρόνια ακούω τη Λενιώ να προσπαθεί και στα τελευταία έλεγε πάλι πως δε τη κατάφερε..."

"Από ότι φαίνεται τη πάει ο πατέρας σου στο σπίτι! Πριν λίγο τον είδε ο Παναγής, ο πατέρας της Μαριάνθης. Είδες Γιώργη μου; Τελικά η αδερφή σου ήρθε!"

"Δεν είμαστε αδέρφια Στρατούλα! Αλλά και πάλι, είναι θηλυκό. Να 'ταν κανένα σερνικο να δίνει κανένα χέρι να χαρώ!"

"Είστε μωρέ! Δεν έχει σχέση το αίμα. Αφού ο πατέρας σου είναι με τη Λενιώ τόσα χρόνια! Μπαμπάς της είναι!"

"Ξέρω βρε Στρατούλα μου. Απλά ακόμα δε πιστεύω πως ήρθε δίχως να στείλει ούτε πράμα στη μάνα της! Όπως και να έχει, να κάνουμε τη βόλτα που σου υποσχέθηκα αύριο; Έχω δουλειά εδω και χάλασε αυτός ο διάβολος!" Το πρόσωπο της σκυθρωπιασε μονομιάς.
"Σου υπόσχομαι εντάξει;"

"Εντάξει.." απάντησε ενώ σα σήκωσε το χέρι και άγγιξε το πηγούνι της, ξέχασε μέχρι και την απογοήτευση της "Να σου φέρω ένα πεσκέσι από το σπίτι; Η μάνα έκανε πίτα σήμερα..."

"Όχι. Θα τελειώσω και θα φάω μετά σπίτι. Άιντε τραβα κι εσύ... Ο ήλιος σκαρφαλώνει. Μεσημεριαζει σε λίγο"

"Πάω Γιώργη μου! Θα ξαναβγώ το απόγευμα. Σίγουρα να μη σου φέρω έστω νερό;"

"Όχι. Έχω τη βρύση. Είμαι ενταξει..."

Η Στρατούλα τον αποχαιρέτησε και μόλις χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Γιώργης κοίταξε γύρω του προβληματισμένος. Ο πατέρας του ήταν να πάει εδώ και ώρα στο τρύγο μα δε φάνηκε πουθενά... Η Στρατούλα πάντοτε ήταν υπερβολική αλλά καλοπροαίρετη οπότε σίγουρα όσα είπε είχαν μια δόση αλήθειας.
Σκούπισε τον ιδρώτα που κατρακυλούσε από το μέτωπο και έπιασε πάλι τα σχοινιά.
Μια γυναίκα στο σπίτι, σίγουρα θα ήταν ένα ακόμα πρόβλημα με τόσα σερνικα στο χωριό. Καμάρι το είχε και κορόιδευε το Κωνσταντή πως εκείνος δεν έχει αδερφή για να ανησυχεί και να που τώρα αν πράγματι είχε επιστρέψει, θα άλλαζαν οι ρόλοι.
Αν και ήταν μια οικογένεια αρκετά σεβαστή στο χωριό, οι κοινωνία είχε εξελιχθεί και ελάχιστοι παρέμεναν παντελονατοι ενώ όσοι επέστρεφαν από τις σπουδές, έμοιαζαν με ξένους.
Αναστεναξε εμφανώς προβληματισμένος και συνέχισε. Ότι κι αν ήταν να έρθει, θα περίμενε ως το απόγευμα...

               ***********************

Τα χείλη της ήταν ερμητικά κλειστά.
Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένας ελληνικός καφές, ένα ροζ λουκούμι αφημένο πλάι στο πιατάκι και ένα ποτήρι νερό. Το δαντελενιο τραπεζομάντηλο δε, της θύμισε το σπίτι της γιαγιάς του Νικολας, στην ελληνική κοινότητα που είχαν στο Κολοράντο.
Μήνες είχε να μιλήσει με τη μάνα της και εκείνη έστεκε πια σαν άγαλμα μπροστά της. Πόσο διαφορετικό ήταν να μιλάς με κάποιον έχοντας εν μέρη τη σιγουριά της απόστασης και πόσο διαφορετικό όταν κάθε σου κίνηση, κατέληγε στο άμεσο οπτικό πεδίο του άλλου. Από τεσσάρων είχε να τη δει και να την αγγίξει.

Ο Ορέστης κατά τη διαδρομή της είπε μόνο τα βασικά και έκτοτε κλείστηκε στη σιωπή του. Ήξερε φυσικά πως η μητέρα της ζούσε με έναν Ορέστη αλλά δε φαντάστηκε ποτέ πως ήταν εκείνος.
Η μάνα της δεν κατείχε τη τεχνολογία οπότε κάποιες φωτογραφίες που έφταναν ήταν μέσω γραμμάτων και αυτά με καθηστερηση ενώ τηλεφωνικά, έλεγαν τα πιο βασικά. Ποτέ δεν έτυχε στα δεκατρία χρόνια που ήταν με εκείνον τον άνθρωπο να τον δει.
Ήξερε όπως πως την αγαπάει και τη φροντίζει και όσο μεγάλωνε ,της ήταν αρκετό.

Ήταν αμήχανη η στιγμή.
Η Λενιώ από τη πλευρά της σοκαρισμένη. Τα βρεγμένα της μάτια δε στέγνωσαν λεπτό σαν πέρασε το κατώφλι και την αναγνώρισε. Ο Ορέστης την ενημέρωσε φυσικά για όσα έγιναν και γιατί ήταν μούσκεμα και εκείνη δε πίστευε στα αυτιά της. Πόση τύχη ήθελε να βρεθεί ακριβώς εκεί τη στιγμή που η Αρετή βουλιαζε; Βρέθηκε όμως και αυτό στα μάτια της Λενιώς ήταν καλό σημάδι...
Καημό το είχε να ξανακλεισει τη κόρη της στην αγκαλιά της και το τελευταίο διάστημα ολοένα και επιζητούσε την επιστροφή της. Ο Ορέστης σαν την άφησε, αποχώρησε για να τους δώσει χώρο και χρόνο να συνηθίσουν η μία την άλλη κάτι που η Λενιώ θαύμασε ακόμα πιο πολύ πάνω του.

"Θα.."

"Θέλεις να..."

Μιλησαν ταυτόχρονα και γέλασαν ασυναίσθητα

"Εσύ πρώτη..." ζήτησε η Αρετή και η Λενιώ τη πλησίασε συγκινημένη. Άπλωσε τα χέρια της στο πρόσωπο της και δακρυσε

"Είσαι ίδια ο Μάρκος Θεουλη μου... Μη μου φύγεις πια κόρη μου" αποκρίθηκε εμφανως φορτισμένη

"Είχα σκοπό να καθίσω το καλοκαιρι... Μα δε ξέρω μαμά... Αυτό που ξέρω είναι πως, καλή η θεία, αλλά σαν τη μάνα πουθενά τελικά..." η Λενιώ την αγκάλιασε σφιχτά, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι της

"Έλα! Θέλω να τα μάθω όλα! Για τη ζωή σου, του φίλους σου, τα πάντα! Θέλω να γίνω μέρος της καθημερινότητας σου όπως ποτέ άλλοτε!" της είπε ενθουσιασμένη κρατώντας τα χέρια της και η Αρετή ξεκίνησε να της αναλύει όσα ζούσε στην Αμερική.
Ευτυχώς η θεία της έμενε σε ελληνική κοινότητα οπότε δεν βυθίστηκε τόσο βαθιά στην αμερικανιά. Παρόλα αυτά, ο αέρας πάνω της έβγαζε μια ξένη εικόνα.
Η Αρετή της είπε πως θέλησε να της κάνει έκπληξη και πως κατέβηκε για τρεις μήνες αλλά ίσως τελικά και να έμενε. Είχε τελειώσει τις σπουδές της και αν ήθελαν θα μπορούσε να βοηθήσει ακόμα και στο οινοποιείο στα οικονομικά. Οτιδήποτε έτσι ώστε να συνεισφέρει αν έμενε.

Μιλούσαν για ώρες ανταλάσσοντας στιγμές από τη ζωή τους και γελούσαν ανέμελα ώσπου άκουσαν απ' έξω το αγροτικό. Η Λενιώ της είπε φυσικά για τον Γιώργη και πως τον έχει σαν παιδί της οπότε κι εκείνη σαν αδερφό. Δε τη πίεσε φυσικά να δει τον Ορέστη σαν πατέρα μα ήταν σίγουρη πως θα της έβγαζε τη πατρική φιγούρα γρήγορα.
Ίσως δε κατάφεραν να κάνουν παιδιά αλλά δεν ήθελαν κι όλας... Ήταν ευτυχισμένοι τόσα χρόνια και ήταν καλά.

"Μην αγχώνεσαι!" η Λενιώ βγήκε από τη κουζίνα κρατώντας στα χέρια το φαγητό ενω η Αρετή τη βοηθούσε να στρώσει το τραπέζι

"Αν δε με συμπαθήσουν; Δε ξέρω... Βέβαια ο Ορέστης με εσωσε..."

"Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά... Δεν είδες; Λίγο μας πήρε κόρη μου να βγάλουμε τα χρόνια που ζήσαμε χωρια από πάνω μας... Έχει λίγη πίστη. Εκτός αυτού, ο Γιώργης θα σε αγαπήσει βαθιά! Πάντα παραπονιόταν για μια αδερφή. Όχι πως ήθελε να έχει γιατί η αδερφή ισούται με προβλήματα εδώ , γλυκά προβλήματα αλλά θα δεις πόσο καλά θα τα πάτε. Εντάξει;"

"Εντάξει μαμά..."

Η Αρετή στάθηκε στη θέση της ενώ η Λενιώ άφησε τη γάστρα στο τραπέζι και βγήκε στο πλατυσκαλο. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που ούτε το σπίτι πρόλαβε καλά καλά να δει. Εξωτερικα όμως ήταν πανέμορφο..
Όλο ήταν βαμμένο με κάτασπρο ασβέστη και πλημμυρισμένο από δεκάδες λουλούδια. Υπήρχαν κάποια μηχανήματα και κάποιες παλιές Ρόδες από κάρα στους τοίχους ενώ ολόγυρα από την εξώπορτα, υπήρχαν κρεμασμένα πέταλα αλόγων. Ήταν ίσως ένα από τα πιο παραδοσιακά πέτρινα σπίτια του χωριού. Ή τουλάχιστον όσα πρόλαβε να δει σαν περπατούσαν με τον Ορέστη.
Ακόμα και αυτος της προκαλούσε αγχος. Δεν είχε ιδέα πως έπρεπε να τον αποκαλεί και πως ήταν το σωστό. Είχε πλήρη άγνοια για τις παραδόσεις του τόπου καθώς και τη ζωή εκεί, και αυτό εν μέρη λειτουργούσε καταλυτικά και στην απόφαση να μείνει. Ήταν ο τόπος της στη τελική. Εκεί γεννήθηκε.

"Καλώς τους!" Η φωνή της μάνας της, έφερε αναμπουμπουλα στα στήθη της. Είδε δύο κεφάλια να πλησιάζουν και ύστερα σαν εκείνη έκανε στην άκρη, μπηκε πρώτος ο Ορέστης.

"Μα τα μαστιχόδεντρα και τσι αυγής τ'αγιαζι! Τούτη είναι;" ψέλλισε σιγανα ο Γιώργης αλλά ακούστηκε και η Αρετή κοκκινησε..
Έμοιαζε υπερβολικά με το πατέρα του. Ίσως του έλειπε εκείνη η αρρενωπότητα των χρόνων αλλά είχε την ίδια στόφα και το ίδιο περίεργο πράσινο βλέμμα. Ήταν αδιαμφισβήτητα ένα μικρό αντίγραφο ή ίσως η νεότερη έκδοση του πατέρα του με λιγότερα κυβικά.

"Έλα έλα! Μη μου το τρομάζεις γιε μου!" άκουσε τη μάνα της και καρδιοχτυπησε αμέσως. Άρα και εκείνη έπρεπε να αποκαλεί πατέρα τον Ορέστη; Ξάφνου όλα της φάνηκαν τόσο περίεργα και την έπιασε ντροπή. Δεν θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν συνεσταλμένη κοπέλα πίσω την Αμερική αλλά δεν ήταν ούτε και έξω καρδιά. Ήξερε τα όρια της, ήταν μέσα σε όλα και φρόντιζε έτσι ώστε να ειναι κυρίαρχος του εαυτού της.
Πριν καν πάρει την απόφαση να πάει γνώριζε πως δε θα ήταν εύκολο μα να που ήταν πια εκεί και αυτό δεν αλλαζε.
Με τη θεία της μιλούσαν συχνά για τη Κρήτη και ήξερε πως ο άντρας που έμενε με τη μητέρα της είχε ένα γιο αλλά δεν μπήκαν σε λεπτομέρειες. Εκείνη τον περίμενε πολύ πιο μικρό δεδομένου ότι η μάνα της την έκανε στα δεκαέξι αλλά αντί αυτού, βρήκε έναν άντρα ίσα με το μπόι της.
Από αυτό και μόνο κατάλαβε πως και ο Ορέστης θα ήταν πάνω κάτω ίδια ηλικία με τη μητέρα της αν μικροπαντρευτηκε. Όχι πως θα ρωτούσε ποτέ τέτοιες λεπτομέρειες και ειδικά τη πρώτη μέρα αλλά αυτό δε σήμαινε πως δεν ένιωσε έκπληξη και εκείνη όπως ο Γιώργης.

"Δεν είχα τέτοια πρόθεση... Γιώργης!" ο Ορέστης περπάτησε πίσω του, με προορισμό τη κουζίνα, η Λενιώ τον ακολούθησε και έμειναν μόνοι

"Αρετή..." απάντησε διστακτικά δίνοντας του το χέρι

"Ωραία. Τώρα ξέρω στα σίγουρα τη πηγή των προβλημάτων μου για τους επόμενους μήνες!"

"Συγνώμη δεν..."

"Όχι όχι! Μη κοκκινίζεις έτσι. Προς Θεού δεν έχει να κάνει με σένα... Καλώς ήρθες!"
Αντάλλαξαν μια ήρεμη γλυκιά ματιά ώσπου ο Γιώργης έδειξε τα χέρια του
"Πάω να γίνω άνθρωπος και επιστρέφω!" σχολίασε και την άφησε μόνη. Έτρεμε ολόκληρη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο τελικά να γνωρίζεις την οικογένεια με την οποία ζούσε η ίδια σου η μανα και κατ' επέκταση δική σου.

Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε.
Η μητέρα της έμοιαζε να μιλάει με τον άντρα της στη κουζίνα και ύστερα είδε τη σκιά της, να τον αγκαλιάζει.
Έπιασε αγχωτικά μια βούκα ψωμί στα δάχτυλα της και άρχισε να το διαλύει.

"Ήρεμα κορίτσι μου. Όλα καλά θα πάνε .." Μονολογησε αφού το άγχος της προκαλούσε τέτοιο καρδιοχτύπι που δεν ένιωσε ούτε καν τη τελευταία μέρα της αποφοίτησης στο χώρο του σχολείου.  Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στο σπίτι και χαμογέλασε.
Μια φωτογραφία της από τότε που ήταν δώδεκα κοσμούσε το τζάκι ενώ προς έκπληξη της, σε μια γωνιά, υπήρχε η φωτογραφία του πατέρα της αλλά και μιας άγνωστης γυναίκας που υπέθεσε ότι ήταν η γυναίκα του Ορέστη.

Όλα ήταν άψογα τοποθετημένα και το σπίτι πεντακάθαρο. Σεμεδακια, φλοκάτες, πέτρινο πάτωμα... Τόσο μα τόσο όμορφα. Ήταν σαν εκείνες τις μονοκατοικίες που διαφήμιζαν στα νησιά της Ελλάδος και τα έβλεπε στις ταξιδιωτικές εταιρείες. Σπίτια που έφταναν ακόμα και τα χίλια δολάρια τη βραδιά.

"Ο Γιώργης; Με συγχωρείς που σε αφήσαμε μόνη κόρη μου" η πόρτα άνοιξε και εκείνη ήταν τόσο χαμένη σε εκείνο του χρόνου το ταξίδι που χαμπάρι δε πήρε

"Δε πειράζει μαμά..Νομίζω πήγε να πλυθεί..."

"Σωστά. Λοιπόν, πάω να κόψω και δύο ντομάτες από το μπαχτσέ και έφτασα σε μισό λεπτακι!" Η Λενιώ άφησε στο τραπέζι ένα ακόμα πιάτο με κάτι που έμοιαζε με πίτα και πήγε στη κουζίνα. Ο Ορέστης από την άλλη έμεινε εκεί. Τράβηξε τη καρέκλα του, κάθισε και ύστερα έπιασε τη ρακή του. Η Αρετή λεπτό δε πήρε τα μάτια της από πάνω του. Ήταν τόσο άγρια τα χαρακτηριστικά του. Έμοιαζε εν μέρη δύσκολος άνθρωπος και απροσπέλαστος. Πάντα θυμάται όμως τη θεία της να λέει πως ο βαρύς ο κρητικός είναι αυτός που αντί για καρδιά, έχει μέλι στα στήθη.

"Εμ.. Μπορώ να... Να δοκιμάσω λίγη;" ρώτησε θέλοντας να σπάσει το πάγο και εκείνος σήκωσε μονάχα το βλέμμα δίχως να κουνήσει το κεφάλι και την κοίταξε

"Πιστεύεις πως το αντέχεις;" τη ρώτησε ήρεμα κάνοντας τα μέσα της να τρεμουλιασουν. Μίλησε ήρεμα. Αυτό ήταν καλό σημάδι και ημερευε τη τρομακτική του όψη από τη μια αλλά από την άλλη, η ηρεμία του τη φόβισε πιο πολύ.

"Δε ξέρω. Αν ήξερα δε θα ζητούσα να δοκιμάσω. Αν δε δοκιμάσω, δε θα μάθω ποτέ κι αν δε μάθω δε θα μπορώ να ξέρω αν το αντέχω..." απάντησε γρήγορα και εκείνος έσμιξε τα φρύδια
"Με συγχωρείς...όταν αγχώνομαι καμία φορά μιλάω..."

"Έλα..." γέμισε ένα σφηνάκι ως τη μέση και της το έδωσε "Μονοκοπανια"

"Δεν είναι γεμάτο..." αστειευτηκε εκείνη πιάνοντας το στο χέρι της

"Αν ήθελα να σε ξεκανω θα ήταν..."

Η Αρετή γέλασε αμήχανα και σέρνοντας το ως τη μύτη το μύρισε. Έκαιγε ακόμα και τα ρουθουνια της. Με την άκρη του ματιού της τον είδε να περιμένει και γελώντας ντροπαλά, άνοιξε τα χείλη της και το κατέβασε.

"Ώπα ώπα!!' Στον έντονο βήχα της αντέδρασε αμέσως ο Γιώργης ο οποίος κατεβαινε από πάνω "Τι της έδωσες ωρέ πατέρα να πιει, που να το αντέξει το παιδούδι!"

"Είμαι καλά! Αλήθεια..." Είπε  βρίσκοντας τον εαυτό της μα τη στιγμή διέκοψε η Λενιώ.

"Και η σαλάτα έτοιμη!" τους ενημέρωσε περιχαρής και αφήνοντας στο κέντρο του τραπεζιού ένα πιάτο κάθισε στη θέση της "Αρετή μου; Γιατί είσαι κόκκινη;"

"Γιατί ζήτησε ρακή" απάντησε ο Ορέστης κοφτά

"Αμάν βρε Ορέστη μου. Που να ξέρει το παιδί από αυτά..."

"Θα μάθει μάνα. Αλλά σιγά σιγά... Έτσι;" πετάχτηκε ο Γιώργης και η Αρετή κούνησε ντροπαλά το κεφάλι...

Το πρώτο τους δείπνο σαν οικογένεια είχε μόλις ξεκινήσει και εκείνη ένιωθε πολύ περίεργα.
Ήταν η πρώτη μέρα, η πρώτη γνωριμία, η πρώτη επαφή....
Σίγουρα οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν πιο ομαλές.
Ήξερε πως η συνάντηση αυτή θα έμοιαζε σαν τσιροτο που έπρεπε να τραβήξει τσακ μπαμ και να νιώσει τη κρυάδα μα της φάνηκε βουνό τελικά.

Έτρωγε σιγανα και καθώς μιλούσαν τους παρατηρούσε.
Έδειχναν πραγματικά σαν μια δεμένη οικογένεια και αυτό προκάλεσε και μια μικρή λύπη στα μέσα της. Δεν ήξερε αν τους τάραξε κι αν έπρεπε να μείνει. Είχαν χτίσει σαφώς ένα σπιτικό βασισμένο στους τρεις τους και ένιωθε λιγάκι ξεμπαρκη. Οι ερωτήσεις φυσικά για τη ζωή της καθώς και τις σπουδές της έδιναν και έπαιρναν από τη μητέρα της ενώ τόσο ο Γιώργης όσο και ο Ορέστης έπιναν σιωπηλοί τη ρακή τους και άκουγαν. Ήταν σίγουρη πως η μητέρα της προσπαθούσε να αναλύσουν όσα περισσότερα γινόταν έτσι ώστε να νιώθει πιο χαλαρή...

Μετά το γεύμα οι άντρες έφυγαν ξανά και εκείνη βοήθησε τη μάνα της με τα πιάτα. Η Λενιώ της εξήγησε τη καθημερινότητα και πως εκείνοι οι μήνες ήταν δύσκολοι μέχρι να βγει η σοδειά και να τελειώσει η εμφιάλωση.
Οι άντρες θα έλειπαν πρωί βράδυ στο οινοποιείο και τα χωράφια και έτσι θα είχε και εκείνη χρόνο να προσαρμοστεί.  Η Αρετή πάλι την άκουγε μαγεμένη. Είχε αδυναμία στα κόκκινα κρασιά πόσο μάλλον στο Μπρούσκο και μόλις έμαθε πως ήταν η κύρια ασχολία τους, καταχαρηκε. Αν και ζήτησε από τη μαμά της να πηγαίνει να βοηθάει και εκείνη έτσι ώστε να συνηθίσει και πιο γρήγορα εκείνη της το αρνήθηκε λέγοντας πως η θέση της γυναίκας ήταν σπίτι. Κάτι που φυσικά τη στεναχώρησε. Δε μπορούσε ακόμα να δημιουργήσει μια πλήρη εικόνα και ούτε η μάνα της έδειχνε "υποταγμένη" σαν θηλυκό αλλά κάποια πράγματα έβλεπε πως γενικά ήταν νόμος σε εκείνο το χωριό.

Μόλις τελείωσαν, της ετοίμασε ένα από τα άδεια δωμάτια και την άφησε να ξεκουραστεί, να αδειάσει τα πράγματα της και να ηρεμήσει όσο εκείνη θα πήγαινε στη νυχτερινή λειτουργεία.

Η Αρετή έκανε ένα μπάνιο και μάλιστα της έκανε εντύπωση πως είχε το δικό της μέσα στο δωμάτιο, και ξάπλωσε. Υποσχέθηκε στις φίλες της να τους στείλει κάθε λεπτομέρεια μα δεν είχε κουράγιο. Τα σεντόνια μοσχομυριζαν καθαριότητα , το δωμάτιο ήταν ζεστο και το μόνο που ήθελε ήταν να βάλει πιτζάμες και να ξαπλώσει. Εκτός αυτού, εκείνο το σφηνάκι ήταν αρκετά δυνατό. Όχι πως το αλκοόλ την επηρέαζε γενικά μα εκείνο το σκεύασμα σίγουρα έμοιαζε με καθαρό οινόπνευμα.

Εγυρε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και έκλεισε το φως. Δεν ήταν κανένας σπίτι μα η μητέρα της , τη διαβεβαίωσε πως δεν ήταν σαν την Αμερική εκει. Μπορούσε ακόμα και να κοιμηθεί στην αυλή με ανοιχτές τις πόρτες.
Αύριο ξημερωνε μια ακόμα περίεργη μέρα.
Η βόλτα στο χωριό... Όπως την ονόμασε η Λενιώ...

Έριξε ένα τελευταίο μήνυμα στο κινητό αγνοώντας εντελώς τα δεκάδες μηνύματα του Νίκολας και γύρισε από την άλλη. Δεν της πήγε η καρδιά να μιλήσει ακόμα στη μάνα της για εκείνον... Το είχε πάρει απόφαση ούτως ή άλλως να κόψει κάθε επαφή.

Λίγο πριν κλείσει τα βλέφαρα της, άκουσε το αυτοκίνητο και δίχως να το θέλει, βρήκε τα πόδια της να οδεύουν μόνα προς το παράθυρο.

Ο Ορέστης και ο Γιώργης είχαν παρκάρει το αγροτικό στην αυλή και ξεφόρτωναν κάτι κάσες στο υπόστεγο.

"Τόσο διαφορετικοί θεέ.." ψέλλισε σκεπτόμενη για ακόμα μια φορά τους άντρες πίσω στην Αμερική και αναστεναξε. Τους παρατήρησε για μερικα λεπτά όταν αξαφνα, ο Ορέστης σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Μόλις τα μάτια του ενώθηκαν με τα δικά της, πανικοβλήθηκε.

"Αουτς!!!" Πάνω στη τρομάρα της που την έπιασε στα πράσα, έπεσε προς τα πίσω και σακατευτηκε. "Μπράβο Αρετή!" μάλωσε τον εαυτό της και ξεφυσησε. Σύρθηκε ως το κρεβάτι ντροπιασμένη, χώθηκε κάτω από το σεντόνι και ξεφυσησε. Ρεζίλι έγινε ακόμα δε πάτησε το πόδι της εκεί σε κάθε τομέα. Μια η λιμνη, μια η ρακή, μια τώρα...
Έκλεισε τα μάτια της απογοητευμένη και προσπάθησε να ηρεμήσει.
Ίσως τα γιγαντωνε όλα στο μυαλό της και στη πραγματικότητα δεν είχαν τόση σημασία... Ένα ήταν το σίγουρο.
Ο χρόνος ήταν ο μόνος που θα έδινε απαντήσεις και εκείνη δεν είχε σκοπό να φύγει ακόμα...


                 *******************

"Σήμερα λέξη δεν είπες πατέρα" ο Γιώργης πέταξε τη τελευταία κάβα κάτω και τίναξε τα χέρια του

"Και ίντα να πω;"

"Ξέρω γω; Ούτε σε ένοιαξε που ο Μακρής τρυγιζει πρώτος..."

"Δε θα να τρυγισει και πριν το τρύγο, το δικό μας το κρασί, πάντα πρώτο θα βγαίνει..."

"Σωστά... Εμ.."

"Άντε ντε! Πες το επιτέλους!"  Ξεφωνίσε ξέροντας καλά το γιο του.

"Εγώ νόμιζα πως η Αρετή ήταν κάποιο κοριτσάκι ίσα με τα δώδεκα ρε πατέρα..." του είπε προβληματισμένος

"Ε και; Έτσι ήταν πάντα στα μάτια μας γιατί πολύ απλά δεν μιλούσαμε για εκείνη..."

"Ναι μα... Μα τούτη θέλει προσοχη... Πως θα τση κυκλοφορήσω στο χωριό;!"

"Κανονικά! Δε κατάλαβα..."

"Μη κάνεις πως δε καταλαβαινεις ρε πατέρα... Σαν ήρθανε οι Μακρήδες πίσω όλο προβλήματα σπέρνουν ακόμα και στη Στρατούλα! Η Αρετή είναι... Δε ξέρω... Είναι... Είναι γυναίκα..." είπε εν τέλει τον προβληματισμό του μαγκωμενος "Έχουμε ίδια ηλικία κοντά! Είναι, είναι οικογένεια..." Συνέχισε και αναστεναξε βαθιά "Χθες ούτε που θα μου περνούσε από το μυαλό να μπει στη ζωή μας και τώρα κοίτα! Δεν είναι παιδουλα.... Το βλέπεις έτσι; Είναι..." Πρώτη φορά ο Γιώργης κομπιαζε τόσες απανωτές φορές στον ατόφιο λόγο του. Πάντα είχε στρωμένη σκέψη και ήξερε καλά τα βήματα του πριν καν τα κάνει. "Είναι πανέμορφη πατέρα..." παραδέχθηκε στο τέλος "Μοιάζει βγαλμένη από φαντασία... Αν πάει στο χωριό και..."

Ο Ορέστης πήρε το καραβοσχοινο που έδεναν τη καρότσα και κάνοντας δύο γυρισιες ανάμεσα στα χέρια του, ανασηκωσε το κεφάλι ως το παραθύρι της.

"Σερνικό αν ρίξει βλέμμα πάνω της, θα το θάψω..." δήλωσε σοβαρός και ο Γιώργης ανακουφιστηκε αμέσως...
Δεν ήθελε τίποτα άλλο από την επιβεβαίωση του πατέρα του πως σκέφτονται το ίδιο και πως αν χρειαστεί, θα μιλήσουν τα όπλα...
Ίσως τα μόνα προβλήματα που είχαν ως το τώρα ήταν τα κρασια, τα σταφύλια και οι σοδειές μα να που πολλά συμβαίνουν τελικά από εκεί που δε τα περιμένεις... Πόσο μάλλον όταν αυτά τα πολλά απειλούν μια υπόληψη, μια τιμή και το σεβασμό...


🙄❤️🙄❤️

(Αν καταφέρω να βρω ένα cast που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μου, ίσως το έχουμε και αυτό! Να είστε καλά!)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top