Χριστούγεννα μαζί σου - Dilliges
Ημέρα 345η
Λαμπάκια. Πολλά λαμπάκια. Μαγαζιά στολισμένα και πλατείες με τεράστια δέντρα στολισμένα με... μαντέψτε! Λαμπάκια.
Παντού να ηχεί το τραγούδι All I want for Christmas is you που μεταξύ μας μέχρι και η Mariah Carey το χει βαρεθεί.
Παιδάκια να τρέχουν από 'δω και από κει και αγχωμένες μανάδες να τρέχουν από πίσω τους στα μεγάλα πολυκαταστήματα παιχνιδιών και αγανακτισμένοι μπαμπάδες που θα πρέπει να πληρώνουν τις τρελές απαιτήσεις των παιδιών τους.
Για μένα, τα Χριστούγεννα είναι η μοναδική δικαιολογία για να τρώω πέντε-πέντε τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και οποιοδήποτε άλλο έδεσμα πέσει στα χέρια μου.
"Ορίστε." άπλωσα το χέρι μου να μοιράσω ένα από τα εκατοντάδες φυλλάδια που κρατούσα. Είχε τόσο κρύο που ούτε τα μάτια μου δεν μπορούσα να ανοιγοκλείσω. Ήμουν σίγουρη ότι πάνω μου θα είχαν σχηματιστεί σταλακτίτες.
"Βρε Αντιγόνη, χαμογέλα και λίγο τρομάζεις τον κόσμο." ήρθε και μου είπε η Μαρία. Μοιράζαμε μαζί τα φυλλάδια σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Την κοίταξα με ένα νεκρό βλέμμα και της έδειξα το πιο ψέυτικο χαμόγελο που θα μπορούσατε να φανταστείτε σε άνθρωπο.
"Άστο. Μη χαμογελάς καθόλου." αναφώνησε όταν είδε την έκφραση μου.
Όταν εννοούμε τρελό κέφι εννοούμε εμένα. Η προσωποποίηση της. Κάτω από τον όρο "κέφι" έχει τη φωτογραφία μου, ολόσωμη.
Κοιτούσα τριγύρω μου, έβλεπα πρόσωπα χαρούμενα, ευτυχισμένα. Να χαμογελάνε μαζί με φίλους, συντρόφους, συγγενείς. Ήταν μια γιορτή που ζέσταινε τις καρδιές των ανθρώπων, μια φορά το χρόνο αυτή η γιορτή έρχεται και σβήνει για λίγο την στεναχώρια και τον πόνο.
Και μέσα σε αυτό το κλίμα χαράς, ελπίδας και αγάπης εγώ ήμουν εκεί. Σε ένα παγωμένο πεζοδρόμιο να μοιράζω φυλλάδια.
Ανάμεσα σε χίλιους, να είμαι εγώ η ξένη.
Είχε πλέον βραδιάσει.
Όταν τελείωσα με τη δουλειά, χαιρέτησα τη Μαρία και επέστρεψα στο σπίτι μου. Με το που μπήκα μέσα έτρεξα στο κρεβάτι μου. Δεν μπήκα καν στο κόπο να βγάλω τα ρούχα μου, απλώς έπεσα σαν τον αστερία μπρούμυτα πάνω στο μαλακό στρώμα.
Ήμουν έτοιμη να παραδωθώ στον γλυκό Μορφέα, να κλείσω τα μάτια μου και να ξεκουραστώ μετά από τόσες ώρες ορθοστασίας μέσα στο κρύο, όταν ξαφνικά...
"Ξη-με-ρώ-μα-τα δίνεις δικαιώματα, μια δεν μου μιλάς..."
Παναγία μου, που μπήκα; Στο Βοτανικό; Ο Αργυρός ανοίγει το πρόγραμμα;
Σηκώθηκα από το κρεβάτι βρίζοντας σε όλες τις γλώσσες της Ανατολικής Ευρώπης.
"Πάλι μουσική έβαλε αυτός ο Νεάτερνταλ; Ο κάφρος;!" έβριζα πηγαίνοντας πάνω κάτω.
Θα σταματήσει που θα πάει. Έφτασα στο σημείο να κυκλοφορώ μέσα στο σπίτι με δυο μαξιλάρια στα αυτιά μου.
Η ώρα παιρνούσε και η μουσική αντί να χαμηλώνει, δυνάμωνε. Το ρεπερτόριο ήταν τεράστιο από Καρρά σε Παντελίδη και από Παντελίδη σε Οικονομόπουλο.
Με τέτοια τραγούδια, αν θέλετε, κλαίω και για τους δικούς σας πρώην.
Είχα φτάσει στο αμήν. Πάλι καυγά θα έκανα. Πάλι θα με άκουγε όλη η πολυκατοικία. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή κάποιος θα με βγάλει βίντεο και θα με ανεβάσει στο ίντερνετ.
Κατέβαινα τα σκαλιά με απίστευτη ταχύτητα.
"Θα του δείξω εγώ, θα δει αυτός τώρα τι θα πάθει!" μουρμούριζα όσο κατέβαινα τα σκαλιά.
Χτυπούσα τη πόρτα σαν μανικαή, αλλά σιγά που θα με άκουγε. Μετά από αρκετή ώρα χτυπήματος, η Αυτού Μεγαλειότης αξιώθηκε να μου ανοίξει.
"Πάλι πάρτυ κάνεις; Δεν μπορείς να σεβαστείς το γεγονός ότι κάποιοι δουλεύουν και αύριο πρέπει να ξυπνήσουν νωρίς;" φώναζα σαν 80χρονη γιαγιά.
Εκείνος με κοίταζε με τη μπύρα στο χέρι. Τα κατάμαυρα μάτια του με κοιτούσαν επίμονα.
"Άργησες να έρθεις σήμερα. Όλοι αναρωτιόμασταν θα 'ρθεις δεν θα 'ρθεις." είπε ειρωνικά.
Στο background γινόταν χαμός, κόσμος να χορεύει καπνοί να βγαίνουν από παντού, νόμιζα ότι θα πεταχτεί μέσα από το καπνό ο Σάκης Ρουβάς, γέλια και φωνές.
"Οι εξυπνάδες στους φίλους σου, όχι σε μένα." του απάντησα αναλόγως. "Και χαμήλωσε λίγο τη μουσική, δεν ζεις μόνος σου στη πολυκατοικία."
"Νομίζω ότι ζηλεύεις επείδη πάλι δεν σε κάλεσα στο πάρτι μου. Θα προσπαθήσω να τη χαμηλώσω τη μουσική, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα. Μπορείς να επιστρέψεις στη μίζερη ζωή σου." είπε ενώ έκλεινε την πόρτα.
"Άντε πνίξου Στέλιο." φώναξα όσο ανέβαινα τα σκαλιά.
"Είσαι τόσο γλυκιά." είπε με ύφος και έκλεισε εντελώς την πόρτα.
Θεέ μου, ας καλέσει κάποιος την αστυνομία, έστω την πυροσβεστική. Θα το κάνω το φονικό. Τώρα, βέβαια, θα αναρωτιέστε ποιος εστί ο Στέλιος.
Ο Στέλιος είναι ο μεγαλύτερος κόπανος που θα μπορούσε ποτέ να μένει στη πολυκατοικία μου. Ήθελα να 'ξερα ποιος με καταράστηκε και πρέπει να ζω με έναν τέτοιο άνθρωπο. Μέρα παρά μέρα πάρτι, μέρα παρά μέρα φασαρία μέχρι το πρωί.
Γείτονες εδώ και ένα χρόνο και το μόνο που έχει καταφέρει μέχρι τώρα είναι να μου δείξει πόσο ανυπόφορος μπορεί να γίνει.
Και αυτό που με εκνευρίζει περισσότερο είναι που νομίζει ότι είναι και ωραίος. Αντικειμενικά, είναι. Αλλά μην του πείτε ότι το είπα αυτό.
Το τραγούδι "Αχ, βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι" το ξέρετε; Κάτι τέτοιο. Όταν τον είχα πρωτοδεί, μάλιστα, κάτι ξύπνησε μέσα μου. Όταν, όμως, κατάλαβα τι άτομο είναι αυτό που ένιωσα το ξανά έβαλα να κοιμηθεί.
"Άμα πετάξω πέτρες στα παράθυρα του, θα καταλάβει ότι είμαι εγώ;" μονολογούσα καθώς έμπαινα στο σπίτι μου.
Η μουσική δεν χαμήλωσε ποτέ, εγώ εν τέλει κοιμήθηκα -τρόπος του λέγειν- με δυο μαξιλάρια στα αυτιά. Το επόμενο πρωί μπορείτε να φανταστείτε πως ξύπνησα. Με πολλά νεύρα και δυο τεράστιους κύκλους κάτω από τα μάτια, σαν κουνάβι ήμουν.
Χασμουριόμουν σαράντα λεπτά συνεχόμενα μες στη μέση του πεζοδρομίου.
"Ορίστε, πάρτε ένα." έλεγα ανάμεσα στα χασμουρητά στους περαστικούς. Δεν έβλεπα αν έδινα ένα φυλλάδιο ή δύο. Νομίζω σε μια κοπέλα έδωσα τη μισή στοίβα.
"Ματιασμένη είσαι;" με ρώτησε η Μαρία.
"Αυτός ο τιποτένιος ο Στέλιος έκανε πάρτι. Ούτε κλαμπ στη Χαλκιδική δεν κάνει τόσα." της γκρίνιαξα. "Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ."
"Κοίτα να ξυπνήσεις γιατί έχουμε ακόμη ολόκληρη τη μέρα μπροστά μας."
"Θα προσπαθήσω." της είπα προσπαθώντας να ξυπνήσω τον εαυτό μου.
"Αχ! Κοίτα εκεί! Ένας Άγιος Βασίλης!" Η Μάρια έδειξε με το δάχτυλο της το απέναντι πολυκατάστημα με ρούχα και παιχνίδια. Απ' 'εξω στεκόταν ένας Άγιος Βασίλης που κουνούσε ένα χρυσό κουδούνι και φώναζε "χο,χο,χο". Δίπλα του είχα ένα κουβά, στο οποίο έριχναν οι περαστικοί νομίσματα.
"Είδες υπάρχουν και χειρότερα. Θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς στη θέση του. Φαντάσου μας στο δρόμο ντυμένες έτσι." σχολίασε η Μαρία.
"Μπα, δεν θα 'χα πρόβλημα. Σίγουρα θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον."
Χαζέψαμε για λίγο τον Άγιο Βασίλη και στη συνέχεια επιστρέψαμε στη δουλειά μας.
Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά. Νύσταζα τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω. Κοιτούσα τριγύρω μου και το βλέμμα μου έπεφτε στον Άγιο Βασίλη, ήταν μια ευχάριστη νότα ανάμεσα στο χάος που επικρατούσε από τον κόσμο.
Κάποια στιγμή, πείτε με τρελή, πείτε με μυθομανή αλλά ένιωσα τον Άγιο Βασίλη να με κοιτάει. Νομίζα ότι συναντήθηκαν τα βλέμματα μας αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη. Ίσως είναι η ιδέα μου.
"Πάρτε ένα φυλλάδιο μας." είπα ευγενικά σε μια κυρία. Εκείνη αντί να απλώσει το χέρι της να πάρει το φυλλάδιο που της έδινα με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Μου 'ριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα και έφυγε.
"Καλά Χριστούγεννα και σε 'σας." φώναξα μόλις έφυγε. Εύχομαι φέτος ο Άγιος Βασίλης να σου φέρει τρόπους ήθελα να πω επίσης αλλά κρατήθηκα.
Είχε βραδιάσει, το κρύο είχε γίνει ακόμα πιο τσουχτερό. Οι δρόμοι είχαν αρχίσει να αδειάζουν, στο πεζοδρόμιο είχαμε μείνει μόνο εγώ, η Μαρία και στο απέναντι πεζοδρόμιο Ο Άγιος Βασίλης να κουνάει αραιά και που το κουδούνι του. Τρελή παρέα είμαστε.
"Εγώ τελείωσα." μου ανακοίνωσε η Μαρία.
"Και εγώ σε λίγο θα φύγω." της είπα. Η Μαρία μου έδωσε μια βιαστική αγκαλιά και έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο.
"Εδώ θα αφήσω τα κόκκαλα μου." μονολόγησα απελπισμένη. Η ώρα της λύτρωσης πλησίαζε, σε λίγο θα σχολούσα, θα επέστρεφα σπίτι μου στο ζεστό μου κρεβάτι, στη χνουδωτή μου κουβέρτα.
Αλλά όχι. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια για μένα.
Ένας νεαρός έτρεχε προς το μέρος μου και πριν προλάβω να κάνω στην άκρη για να περάσει με πήρε σβάρνα. Δεκάδες φυλλάδια πετάχτηκαν στον αέρα και ύστερα έπεφταν απαλά στο έδαφος σαν νυφάδες του χιονιού... (είδατε είμαι σε χριστουγεννιάτικο κλίμα).
"Χίλια συγγνώμη, αλλά βιάζομαι." μου φώναξε ο νεαρός και συνέχιζε να τρέχει.
Αν δεν είχα να μαζέψω τα διάσπαρτα φυλλάδια που κόντεψαν να φτάσουν σε άλλη χώρα, θα τον είχα βρίσει.
"Έλατε εδώ καλά μου φυλλάδια." μουρμούριζα και μάζευα από κάτω ότι προλάβαινα.
Χωρίς να το καταλάβω ένιωσα μια παρουσία δίπλα μου να με βοηθάει να μαζέψουμε μαζί τα φυλλάδια. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα μια κατάλευκη γενιάδα να βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά μου.
"Δεν χρειάζεται να με βοηθάτε, θα τα μαζέψω εγώ." του είπα ευγενικά.
Ο Άγιος Βασίλης δεν μου απάντησε, μόνο συνέχιζε να μαζεύει βιαστικά τα φυλλάδια.
Όταν τα μάζεψε μου μου τα έδωσε και με κοίταξε για πρώτη φορά.
Αμέσως παρατήρησα τα σκούρα μάτια του. Επιβλητικά, σε καθήλωναν αμέσως. Ένιωσα ότι κάπου έχω ξανά συναντήσει τέτοιο βλέμμα. Τον κοιτούσα προβληματισμένη και εκείνος έστρεψε το βλέμμα του αλλού.
"Σε ευχαριστώ πολύ." του είπα και εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ομιλητικότατος ο Άγιος Βασίλης.
"Έλα, κερνάω σοκολάτα. Μιας και με βοήθησες." Τον άρπαξα από το κόκκινο μανίκι του πριν προλάβει να αντιδράσει και τον πήγα μεχρι τη κοντινή καφετέρια. Πήραμε δυο σοκολάτες και κάτσαμε στην άκρη του πεζοδρομίου κοντά και στο δικό του πόστο.
"Δες τι όμορφος που είναι από εδώ ο ουρανός." με το δάχτυλο μου του έδειξα τα αστέρια.
"Αυτά τα τρια αστέρια σχηματίζουν την ζώνη του Ωρίωνα. Τα δύο εκείνα,τα χέρια και τα δύο πιο κάτω τα πόδια."
"Δεν μιλάς πολύ ε;" τον ρώτησα. Εκείνος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και ήπιε λίγο από τη σοκολάτα του προσπαθώντας να μην λερώσει τη γενιάδα του.
"Θα μιλάω εγώ και για τους δυό μας."
Δεν θα το πιστέψετε, αλλά αυτή ήταν η τελευταία φράση που είπα εκείνη τη βραδιά. Καθόμασταν μια χαζή με φουσκωτό πράσινο μπουφάν και μαύρο σκουφί και ένας Άγιος Βασίλης μες στη νύχτα να πίνουμε σοκολάτα σιωπηλοί. Θα ΄χει και αυτός τα δικά του. Καλή παρέα κάνουμε, μια περίεργη οικείοτητα μέσα στη σιωπή...
Επέστρεψα στο σπίτι ήρεμη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά ήμουν πιο χαλαρή. Σαν να είχε ζεσταθεί η ψυχή μου μέσα στο κρύο με μια ζεστή σοκολάτα και καλή παρέα. Δεν πρόλαβα να ξαπλώσω στο κρεβάτι και ο ύπνος ήδη με είχε πάρει.
Το επόμενο πρωί κατάλαβα ότι η μέρα θα εξελισσόταν πολύ άσχημα. Για κακή μου τύχη, όχι μόνο δεν άκουσα το ξυπνητήρι αλλά ξύπνησα 20 λεπτά πριν ξεκινήσει η βάρδια μου. Έτρεχα σαν τη παλαβή, να ντυθώ, να πλυθώ και να φάω. Μετά από πέντε λεπτά και με ένα μπισκότο στο στόμα έτρεχα στα σκαλιά της πολυκατοικίας.
"Έτσι όπως τρέχεις καμιά ώρα θα πέσεις και θα γελάμε." άκουσα να μου λέει ο Στέλιος από πίσω. Τη ατυχής κι αυτή η συνάντηση στις σκάλες.
"Την όρεξη σου είχα." του απάντησα μπουκωμένη και βγήκα από τη πολυκατοικία.
"Καλημέρα και σε 'σενα." με ειρωνεύτηκε.
Δεν έχω χρόνο να τον δολοφονήσω, ας αναλάβει κάποιος άλλος.
"Που είσαι βρε Αντιγόνη, με άφησες μόνη μου και έχω τρελαθεί." παραπονέθηκε η Μαρία.
"Που να στα λέω, εκτός από όλα τα άλλα που μου έτυχαν σήμερα, έχασα και το λεωφορείο και το επόμενο κόλλησε στη κίνηση ένα τέταρτο." της εξήγησα ενώ παράλληλα πήρα μέρικα από τα φυλλάδια που κρατούσε.
Κοίταξα απέναντι και είδα τον Άη Βασίλη να κουνάει το κουδούνι του, τουλάχιστον εκείνος έφτασε νωρίς.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το βλέμμα μου καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας το μάτι μου έπεφτε πάνω του. Εχτές σιγουρεύτηκα ότι ήταν νεαρός σε ηλικία κι ας φορούσε γένεια. Μυστήριος τύπος, δεν μου είπε κουβέντα εχτές καθόταν αμίλητος δίπλα μου και έπινε ήσυχα ήσυχα τη σοκολάτα του.
Πολύ μυστήριος όμως και αυτό με εκνευρίζει. Βασικά μου κινεί ακόμα περισσότερο τη περιέργεια... και ας του κλέβουν τα νομίσματα μέσα από το κουβαδάκι του.
Τι; Ε; Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου όταν είδα κάτι πιτσιρικάδες να παίρνουν πίσω από τη πλάτη του τα χρήματα που είχε μέσα στο κουβαδάκι του.
"Μαρία κράτα! Θα γίνει χαμός!" Έδωσα τα φυλλάδια στη Μάρια και έτρεξα προς στο μέρος τους.
"Έι! Τι κάνετε εκεί!" τους φώναξα. Εκείνοι όταν με είδαν τρόμαξαν και το έβαλαν στα πόδια. Ο Άη Βασίλης γύρισε έκπληκτος και κοίταζε μια εμένα μία τους πιτσιρικάδες που έτρεχαν.
"Μείνε εδώ. Πάω να σου φέρω τα λεφτά." του είπα.
Σήκωσα τα μανίκια του μπουφάν, πήρα μια βαθειά ανάσα και ξεκίνησα να τρέχω από πίσω τους.
"Δε ντρέπεστε, να κλέβετε! Ειδικά έναν Άγιο Βασίλη;!" ούρλιαζα στους δρόμους. Οι περαστικοί με κοίταζαν καλά καλά. "Παλιόπαιδα!"
Δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα έτρεχα. Ούτε σε Μαραθώνιο να ήμουν με τόσο τρέξιμο, να δείτε που στο τέλος θα μου περάσουν και στο λαιμό μετάλλιο.
Ήμουν έτοιμη να τους φτάσω, τους πλησίαζα, τους πλησίαζα, ώσπου... πλησίασα απότομα το έδαφος! Σκόνταψα στο σε ένα χαντάκι και βρέθηκα φαρδιά πλατιά κάτω. Πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε τα πιτσιρίκια είχαν εξαφανιστεί.
Μια φιγούρα ντυμένη στα κόκκινα είδα ξαφνικά να με πλησιάζει τρέχωντας. Σταμάτησε μπροστά μου λαχανιασμένος.
"Δεν τους πρόλαβ-"
Ξαφνικά, πέρασε το ένα του χέρι γύρω από τη μέση του και το άλλο το πέρασε κάτω από τα πόδια μου. Με σήκωσε στην αγκαλιά του και με κουβάλησε μέχρι το πλησιέστερο παγκάκι. Ντράπηκα γιατί μερικοί μας κοιτούσαν και χασκογελούσαν. Δεν είναι και το πιο φυσιολογικό πράγμα ένας κοκκινοσκουφίτσας να κουβαλάει έναν χλωοτάπιτα σαν και 'μενα μέρα μεσημέρι.
"Μπορώ να περπατήσω, απλώς μια τούμπα έφαγα. Μην αγχώνεσαι." προσπάθησα να του εξηγήσω όταν κάτσαμε στο παγκάκι. Εκείνος κοίταζε τα πόδια μου και παρατήρησε μια μικρή τρύπα στο παντελόνι πάνω στο γόνατο με έναν μικρό λεκέ από αίμα να αχνοφαίνεται.
"Μην σε ανησυχεί η τρύπα στα παντελόνια είναι της μόδας." Έκανα και το χιουμοράκι μου.
Ο Άγιος Βασίλης μου, έβαλε το χέρι του στη τρύπα του παντελονιού για να δει από που πηγάζει το αίμα που είδε. Το άγγιγμα του ήταν ζεστό, ανατρίχιασα στην αίσθηση που αφήνουν τα αποτυπώματα του πάνω στο δέρμα μου.
"Μια γρατζουνιά είναι. Φτου, τώρα θα πρέπει να πλύνω το παντελόνι." παραπονέθηκα. Εκείνος σηκώθηκε και για μια στιγμή τον έχασα ανάμεσα στο πλήθος. Επέστρεψε ύστερα από λίγο κρατώντας δυο ροφήματα στα χέρια του. Μου έδωσε το ένα και αμέσως ένιωθα τα χέρια μου να ζεσταίνονται.
"Να πέφτω πιο συχνά, να με κερνάς σοκολάτα." είπα χασκογελώντας. Εκείνος με κοίταξε με κενό βλέμμα. Εντάξει, δεν του άρεσε το σχόλιο μου.
"Σε ευχαριστώ πολύ!" συνέχισα και χωρίς δεύτερη σκέψη του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Τον είδα που ξαφνιάστηκε, αλλά το θεώρησα πολύ χαριτωμένο εκ μέρους του.
Πίναμε τη σοκολάτα μας στο παγκάκι και χαζεύαμε τριγύρω μας.
"Πολύ θα ήθελα να δω ποιος κρύβεται πίσω από αυτή τη γενιάδα, έστω να ακούσω τη φωνή σου. Να μάθω το όνομα σου." Μόλις ξεστόμισα τις τελευταίες μου λέξεις γούρλωσα τα μάτια μου. Τόσο καιρό μιλάω με κάποιον που δεν ξέρει το όνομα μου και εγώ το δικό του.
"Δεν έχουμε συστηθεί. Εγώ είμαι η Αντιγόνη." άπλωσα το χέρι μου και εκείνος το έσφιξε αμέσως κουνώντας το κεφάλι του. Ναι, απ' ότι κατάλαβα δεν θα μάθω το δικό του. Συμβιβάζομαι, θα τον φωνάζω Άγιο Βασίλη.
"Αχ, Άγιε μου Βασίλη, σταμάτησα να πιστεύω σε 'σενα εδώ και πολλά χρόνια. Αν ήσουν αληθινός το μόνο που θα σου ζητούσα θα ήταν πέντε λεπτά ευτυχίας, τίποτα άλλο. Τα υπόλοιπα δώστα στους άλλους." το εξομολογήθηκα μελαγχολικά.
"Α! Και ήσυχους γείτονες. Ειδικά έναν κόπανο που δεν με αφήνει να κοιμηθώ ευχαρίστως να τον στείλεις στο χωριό του Άγιου Βασίλη να κάνει παρέα με το Ρούντολφ!"
Ο Άγιος Βασίλης πνίγηκε καθώς έπινε τη σοκολάτα του.
"Είσαι καλά;" ρώτησα έντρομη από τον απότομο βήχα του. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά ενώ παράλληλα προσπαθούσε να πνίξει τον βήχα του.
"Είδες; Μέχρι κι εσύ με το που άκουσες για αυτό το γαιδούρι, δεν το άντεξες." συμπλήρωσα. Κάτι μέσα μου, μου λέει ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω να μιλάω...
"Αλλά να σου πω την αλήθεια... Στην αρχή, ίσως, λέω ίσως, μπορεί και να μου άρεσε-"
"Αντιγόνη;! Τι έγινε; Γιατί έτρεχες σαν τη τρελή; Ο Άγιος Βασίλης τι κάνει εδώ;" μου φώναξε η Μαρία που ήρθε να με ψάξει.
"Κάτι παλιόπαιδα έκλεψαν τον Άγιο Βασίλη, αλλά δεν τα πρόλαβα." της εξήγησα.
"Λυπάμαι που το ακούω, αλλά πρέπει να επιστρέψουμε στο πόστο μας. Δεν πιστεύω να χτύπησες;" με ρώτησε δείχνοντας με νόημα το σκισμένο παντελόνι.
"Μια χαρά είμαι. Πάμε." σηκώθηκα από το παγκάκι και την έπιασα αγκαζέ. Χαιρέτησα τον Άγιο Βασίλη και επέστρεψα στη δουλειά.
3 ώρες αργότερα.
"Η πιο καλή νοικοκυρά είμαι εγώ..." τραγουδούσα όσο άπλωνα τα ρούχα στο μπαλκόνι. Καλή νοικοκυρά φυσικά και δεν ήμουν. Αλλά το έλεγα έτσι μπας και παρηγορήσω τον εαυτό μου που πάλι έβαλα χρωματιστή κάλτσα στα λευκά και βγήκαν τα ρούχα τρικολόρε.
Έπλυνα και το λερωμένο με αίμα παντελόνι και ευτυχώς καθάρισε. Το σήκωσα ψηλά και είδα ότι με το πλύσιμο η τρύπα στο γόνατο είχε μεγαλώσει. Α, τέλεια, σε λίγο θα φοράω σουρωτήρι για παντελόνι. Το έβαλα πάνω στο σκοινί και έσκυψα να πιάσω δυο μανταλάκια από το καλαθάκι που βρισκόταν στα πόδια μου.
Μέχρι να σκύψω, μέχρι να πιάσω τα μανταλάκια το παντελόνι πάνω από το σκοινί είχε κάνει φτερά. Έσκυψα να δω που έπεσε και για κακή μου τύχη, είδα το παντελόνι να βρίσκεται στο μπαλκόνι... ποιανού λέτε; ( Μουσική αγωνίας.) Του Στέλιου!
Ξεκίνησα να χτυπιέμαι σιωπηλά στο μπαλκόνι προσπαθώντας να κρατήσω μέσα μου τις κραυγές απόγνωσης.
Μάζεψα ότι θάρρος και κουράγιο είχα και πήρα το δρόμο για την κόλαση...
Τα βήματα μου ήταν βαριά, η ανάσα μου είχε κοπεί, δίσταζα.
"Χτύπα κι ότι γίνει. Λες και είναι η πρώτη φορά." είπα στον εαυτό μου και χτύπησα δυνατά τη πόρτα.
Ο Στέλιος δεν άργησε να ανοίξει τη πόρτα. Με κοίταξε μένα ένα αλαζονικό χαμόγελο στα χείλη που με αποσυντόνιζε.
"Τι σε φέρνει εδώ στο φτωχικό μου; Δεν πιστεύω να ήρθες για να κάνω ησυχία;" είπε ειρωνικά.
"Έπεσε ένα παντελόνι μου στο μπαλκόνι σου μπορείς να μου το φέρεις;" του απάντησα αδιάφορη και με λίγη ξινίλα.
"Να δω τι άλλο θα σκεφτείς για να με δεις." είπε και γέλασε. Θα του πατήσω σφαλιάρα κρατάτε με. "Πέρασε μέσα μην περιμένεις." Ο Στέλιος έφυγε από τη πόρτα και πήγε προς το μπαλκόνι, εγώ πέρασα τη πόρτα και μπήκα ίσα ίσα μέσα στο διαμέρισμα. Πρώτη φορά έμπαινα μέσα κι ας ήταν τόσο λίγο. Μου φαινόταν παράξενο χωρίς τον κόσμο, τους καπνούς από τα τσιγάρα και τη μουσική. Δεν μπορώ να πω, ήταν τακτοποιημένο και καθαρό. Βασικά, ήταν υπερβολικά καθαρό σε σημείο να ντρέπομαι που άφησα τα ψίχουλα από τα μπισκότα πάνω στο τραπέζι και ακόμα να τα μαζέψω. Αυτό που μου τράβηξε τη προσοχή ήταν η τεράστια βιβλιοθήκη στο σαλόνι που στα μισά ράφια είχε βιβλία και στα υπόλοιπα κόμικ και ταινίες.
Πλησίασα την βιβλιοθήκη και τα μάτια μου διάβαζαν βιαστικά τους τίτλους από τις ταινίες και τα βιβλία.
"Τελικά δεν άντεξες και έψαξες τα πράγματα μου." Άκουσα τη φωνή του Στέλιου από πίσω μου.
"Τίποτα δεν άγγιξα, απλώς έβλεπα." γύρισα και τον είδα που κρατούσε το παντελόνι μου στο χέρι του. "Δεν ήξερα ότι σου άρεσε το The Nightmare Before Christmas."
"Υπάρχουν πολλά πράγματα για μένα που δεν ξέρεις. Αν τα μάθεις, δεν θα ξεκολλάς μετά από το 'μενα." είπε και μου έκλεισε το μάτι.
Θα του φέρω τη βιβλιοθήκη στο κεφάλι.
Πήγα να πάρω το παντελόνι από το χέρι του αλλά με απέφυγε. Τον κοίταξα με μισό μάτι, θα μου το δώσει ή να βάλω τις φωνές.
"Άμα θέλεις μπορείς να κάτσεις να δούμε την ταινία." πρότεινε. Τον ξανά κοίταξα με μισό μάτι. Άκουσα καλά; Μου είπε να δούμε ταινία; Μαζί; Ε, θα καλέσουν την αστυνομία.
"Όχι, ευχαριστώ έχω δουλειές." απάντησα και πήγα να ξανά πιάσω το παντελόνι. Πάλι, όμως, ο Στέλιος δεν μου το έδωσε. "Τι θα γίνει με αυτό το παντελόνι, θα μου το δώσεις ή να σε βρίσω;"
"Θα στο δώσω αφού δούμε την ταινία."
"Δεν θέλω να δω ταινία."
"Ε, τότε δεν έχει παντελόνι."
"Βάλε ταινία."
Πως κατέληξα να βλέπω ταινία με τον Στέλιο στο σπίτι του, εγώ στη μια άκρη του καναπέ και αυτός στη μέση, ακόμα το 'χω απορία.
Με την άκρη του ματιού μου έβλεπα τον Στέλιο που με κοιτούσε για λίγο και ύστερα γυρνούσε μπροστά. Με έκανε να νιώθω άβολα όλη αυτή η κατάσταση, δεν είμαστε και φιλαράκια. Πέρα από τσακωμούς και βρισιές δεν έχουμε ανταλλάξει κάτι άλλο.
"Σου άρεσε η ταινία;" ρώτησε όταν έβγαλε το DVD.
"Αχά." απάντησα κοφτά και πετάχτηκα από τον καναπέ. "Τώρα που είδαμε και την ταινία, δώσε μου το παντελόνι να φύγω."
"Γιατί βιάζεσαι να φύγεις, μήπως δεν περνάς καλά μαζί μου;" είπε κοιτώντας με κατάματα. Με πλησίαζε σιγά σιγά.
Ώπα, τα πράγματα αρχίζουν τα σοβαρεύουν... Τον κοιτούσα λίγο φοβισμένη, δεν ξέρω αν με κοροίδευε ή σοβαρολογούσε.
"Άσε με να πάω σπίτι μου, 2 ώρες είμαι εδώ." παραπονέθηκα.
"Αν θες μπορείς να κάτσεις κι άλλο, όλο και κάτι θα βρούμε να κάνουμε..." μου είπε απειλητικά. Τα μάτια του γυάλιζαν, αλήθεια σας λέω εγώ φοβήθηκα. Θα με βιάσει και μετά θα με σκοτώσει ή το ανάποδο δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται μέσα στο κεφάλι του.
"Άσε τις ανοησίες και δώσε μου το παντελόνι να φύγω. Τώρα." του είπα αυστηρά. Εκείνος με πλησίαζε επικίνδυνα. Εγώ πήγαινα προς τα πίσω χωρίς να χάσω την επαφή μαζί του.
"Πρέπει να δεις τη φάτσα σου αυτή τη στιγμή!" φώναξε και ξέσπασε σε γέλια. Εμένα όμως τα λαμπάκια μου είχαν ανάψει. Ο Στέλιος γελούσε, ικανοποιημένος φυσικά που κατάφερε να με κάνει να κοκκινίσω ολόκληρη. Άρπαξα το παντελόνι από το χέρι του και γύρισα απότομα προς την πόρτα.
Κατά λάθος, με την απότομη κίνηση μου έριξα ένα χάρτινο κουτί που είχε ακουμπησμένο δίπλα στη πόρτα. Έσκυψα να το μαζέψω όταν είδα μέσα κάτι που αναγνώρισα αμέσως.
"Τι είναι αυτά;" τον ρώτησα θυμωμένη. Ο Στέλιος είχε παγώσει στη θέση του. Κοιτούσε μια τη γενιάδα και το κουδούνι και μία εμένα.
"Να σου εξηγήσω..." προσπάθησε να πει.
"Ελπίζω να γέλασες πολύ εις βάρος μου, αν ήξερα ότι ήσουν εσύ ούτε που θα σε πλησίαζα!" ξεκίνησα να φωνάζω.
"Γι' αυτό δεν στο είπα. Γιατί δεν θα με πλησίαζες..."
Ε; Ποιος ήρθε; Έλα μου;
"Από τη πρώτη στιγμή που σε είδα σε αυτή τη πολυκατοικία μου άρεσες πολύ."
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Τι γίνεται;!
"Και απ' ότι μου είπες σου άρεσα και εγώ. Νομίζω ότι ακόμα σου αρέσω, μέσα από τους καυγάδες μας όλο και κάτι θα νιώθεις για μένα."
Ήθελα να φύγω πετώντας, δεν πίστευα αυτά που άκουγα. Εγώ να αρέσω στον Στέλιο; Στο μεγαλύτερο γουρούνι της χώρας;
"Πρέπει να φύγω..." του είπα μπερδεμένη. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια όσα μου λέει, σίγουρα μου κάνει πλάκα. Κάπου θα έχει κρυμμένη μια κάμερα για να με δείχνει στους φίλους του και θα γελάνε.
'Ανοιξα τη πόρτα και έτρεξα μέχρι το διαμέρισμά μου. Κλείστηκα μέσα και δεν ήθελα να ξανά βγω στον έξω κόσμο, πράγμα που έγινε.
Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει, τα λόγια του ερχόντουσαν ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Δουλειά δεν πήγα, φοβόμουν μην τον συναντήσω και όχι τίποτα άλλο θα τον έβριζα μπροστά στον κόσμο.
Παραμονή Χριστουγέννων
"Last Christmas I gave you my heart! But the very next day you gave it away!" Είχα βάλει τα ακουστικά μου και τραγουδούσα μες στο σπίτι. Φορούσα τη χριστουγεννιάτικη πιτζάμα μου και με τις ασορτί κάλτσες. Έδινα ρεσιτάλ σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού, ωραία θα περάσω και φέτος τα Χριστούγεννα.
Ξαφνικά εκεί που ερμήνευα Δέσποινα Βανδή, άκουσα χτυπήματα στη πόρτα. Πάγωσε το αίμα μου! Πλησίασα την πόρτα και είδα από το ματάκι την γνωστή φυσιογνωμία του Στέλιου.
Δεν ανοίγω! Δεν ανοίγω! Πέρασε αρκετή ώρα και ο Στέλιος δεν έφευγε. Κάποια στιγμή, είδα που έριξε κάτω από τη πόρτα ένα χαρτί.
"Σήμερα θα σε περιμένω στη πλατεία της πόλης, εκεί που είναι στολισμένο το δέντρο. Θα σε περιμένω όλο το βράδυ αν χρειαστεί." Τα μάτια μου διάβαζαν ξανά και ξανά τις λέξεις.
"Πήγαινε να κοροιδέψεις κάποια άλλη." είπα στον εαυτό μου. Τσαλάκωσα το χαρτί και το πέταξα σε μια άκρη του σαλονιού.
"Ω έλατο! Ω έλατο! Μ' αρέσεις πως μ' αρέσεις!" συνέχισα ακάθεκτη το τραγούδι. Το βλέμμα μου έπεφτε στο τσαλακωμένο χαρτί που ήταν πεσμένο στο πάτωμα.
Σταμάτησα να τραγουδάω και έκατσα να το χαζεύω.
"Η αλήθεια είναι χαζέ Άγιε Βασίλη, ότι μαζί καλά περνάμε. Έπρεπε να το καταλάβω πως ήσουν εσύ, κανείς άλλος δεν έχει τα μάτια σου. Με έκανες να νιώθω ήρεμη, έτσι όπως καθόσουν και με άκουγε να μιλάω ακατάπαυστα... Δεν έχω να πω, και οι καυγάδες μας έχουν αφήσει εποχή στην πολυκατοικία. Όσκαρ θα μας δώσουν. Να πάω; Κι αν πληγωθώ; Δεν θα μάθω ποτέ αν δεν δοκιμάσω..."
Ε, λοιπόν θα πάω! Κι ας φάω τα μούτρα μου! Κι ας με κοροιδέψει, κι ας μου πει ό,τι μου έκανε πλάκα. Δεν έχω τίποτα να χάσω, άλλωστε είναι η σειρά μου να τον κεράσω σοκολάτα.
Μέσα σε λίγα λεπτά είχα ντυθεί και στολιστεί. Ξεχύθηκα στους δρόμους προσπαθώντας να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορώ στην πλατεία. Σε μια ώρα άλλαζε η μέρα, θα είχαμε Χριστούγεννα.
Το κρύο σε διαπερνούσε, ο κόσμος βρίσκονταν ακόμα στους δρόμους. Όλοι φορούσαν τα γιορτινά τους και γελούσαν.
Είναι η ομορφότερη στιγμή της χρονιάς.
"Συγγνώμη, με συγχωρείτε, περνάω." έλεγα ευγενικά στον κόσμο που προσπερνούσα.
Έφτασα λαχανιασμένη στην πλατεία. Κοίταζα τριγύρω μου να τον βρω.
"Έφυγε! Δεν τον πρόλαβα!"
Τον έψαχνα στις φιγούρες των περαστικών που του έμοιαζαν. Αλλά δυστυχώς δεν ήταν εκείνος.
"Δεν σου είπα ότι στο στολισμένο δέντρο της πλατείας θα σε περιμένω;"
Γύρισα έκπληκτη όταν άκουσα την φωνή του. Έτρεξα και τον αγκάλιασα σφικτά.
"Ήρθα! Κι ελπίζω να άξιζε." του είπα χωμένη στην αγκαλιά του.
"Α! Δεν μπορώ να σου υποσχεθω τίποτα από τώρα." μου απάντησε αλαζονικά.
Σταμάτησα να τον αγκαλιάζω και τον κοίταξα με μισό μάτι.
"Κανόνισε να με πληγώσεις και του χρόνου εσένα θα στολίζουν στη πλατεία. Θα κάνεις το βόδι στη φάτνη."
Ο Στέλιος γέλασε.
"Είσαι απίστευτή. Πάμε να σε κέρασω σοκολάτα!" είπε χαρούμενος.
"Μισό λεπτό." τον σταμάτησα. Έβγαλα από τη τσέπη μου μια κατάλευκη γενιάδα ( μη ρωτάτε που τη βρήκα δεν αποκαλύπτω ποτέ τα μυστικά μου ). Ο Στέλιος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του όταν την είδε.
"Θα μου το χτυπάς για πολύ αυτό;" ρώτησε.
"Σε προτιμούσαν όταν δεν μιλούσες." Τέντωσα τα χέρια μου και του την φόρεσα προσεχτικά. Μόλις τον είδα χαμογέλασα, ήταν ο Άγιος Βασίλης μου.
"Πες 'Χο, χο, χο' να σε ακούσουν και τα παιδάκια." είπα και γελούσα μόνη μου. Ναι, θα του το χτυπούσα για πολύ καιρό και σε καθημερινή βάση.
Με κοίταζε ανέκφραστός, όταν ξαφνικά εκεί που γελούσα με τράβηξε κοντά του. Κοιτιόμασταν για λίγες στιγμές, πριν ο Στέλιος ενώσει τα χείλη του με τα δικά μου. Η ζεστή του ανάσα, έκανε το κρύο να μην υπάρχει. Ο χρόνος σταμάτησε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να μην υπήρχε κανείς γύρω μας. Μόνο εμείς.
Και να 'μαι λοιπόν, να φιλάω έναν Άγιο Βασίλη, τον δικό μου Άγιο Βασίλη κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Τα πέντε λεπτά ευτυχίας μου είχαν ήδη πραγματοποιηθεί...
******
Θέμα : Ερωτεύτηκα ένα ξωτικό (3ο)
Η @Dilliges έχει 2,500 ακολούθους! Στο προφίλ της μπορείτε να βρείτε 4 ιστορίες ρομαντικού περιεχομένου από τις οποίες η μία είναι ολοκληρωμένη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top