Χριστούγεννα εγώ; α πα πα πα - kalitexnis

Χριστούγεννα εγώ; Άπα παπα
Μια φορά και ένα καιρό είπε η θεία Τασούλα
<<Γιαννάκη αγάπη μου αυτά τα δώρα είναι του Ηρακλή, ο Άγιος Βασίλης δεν σου έφερε τίποτα του χρόνου πάλι.>>
Ο Γιάννης τότε ήταν 6 ετών, την επόμενη χρονιά είπε η θεία Τασούλα
<<Γιαννάκη αγόρι μου αυτά είναι τα δώρα της αδερφή σου, εσύ του χρόνου.>>
Κάπως έτσι το Γιαννάκης μην έχοντας δικά του δώρα τα Χριστούγεννα ή οτιδήποτε γλύκισμα τον έκανε να μην θέλει να ακούσει ποτέ για αυτή την γιορτή. Η θεία Τασούλα πάντα του έλεγε πως ο Άγιος Βασίλης τον ξέχασε, δεν είχε άλλα δώρα ή ήταν άταχτο παιδί και ανυπάκουο.
Μην λαμβάνοντας αγάπη και έστω ένα μικρό κέρασμα υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δεν θα συμπεριλάμβανε τον ίδιο σε αυτές τις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Τότε γινόταν η μάζωξη των συγγενών. Τάχα να γιορτάσουν, να ανταλλάξουν ευχές, και ότι άλλο μπορούσε ο καθένας.
Εκείνος όμως παρά την δυσχέρεια του προς το συγκεκριμένο γεγονός δεν μπορούσε να ξεφύγει. Του έμεινε μονάχα το άδειο συναίσθημα. Κάθε χρόνο ήταν τα λεγόμενα black x-mas. Ήθελε λίγη αγάπη, κατανόηση, ήθελε εκείνο το συναίσθημα που του έλειπε όλα αυτά τα χρόνια.
Η μαγεία των Χριστουγέννων είναι μοναδική και έτσι έπρεπε να μείνει. Πίστευε πως δεν θα ξαναβρεί την μαγεία και επιτέλους να νιώσει όπως ο κάθε άνθρωπος, χαρούμενος.
Λίγες μέρες πριν τα σημάνουν Χριστουγεννιάτικες γιορτές έγινε μια συνομιλία του Γιάννη και της μητέρας του.
<<Αγαπημένε μου Γιάννη σε ευχαριστώ που ήρθες απόψε>>
<<Τι έγινε και με κάλεσες τέτοια ώρα; Δεν το συνηθίζεις>>
<<Ξέρω πως τώρα που μεγάλωσες δεν έρχεσαι πια να γιορτάσεις μαζί μας>>
<<Δεν είναι μητέρα πως δεν θέλω απλά υποτίθεται πως παίρνεις θετικά πράγματα. Εγώ δεν πήρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις σκοτεινές εικόνες των υποτιθέμενων Χριστουγέννων.>>
<<Έχεις δίκιο και δεν αδικώ καθόλου. Δεν φερθήκαμε όπως τα άλλα παιδιά όταν έπρεπε όπως έπρεπε. Σε είχαμε στην απέξω. Η καρδούλα μου έλειωνε που σε έβλεπε έτσι. Πριν φύγεις θέλω να πάρεις αυτό κλειδί, ελπίζω πως στην καρδιά σου υπάρχει ακόμα κάτι από εμάς πριν χαθούμε για πάντα. Θα έρθει η ώρα μας κάποια στιγμή και θα ήθελα να σου δώσω ένα δώρο. Αυτή την φορά όμως θα το πάρεις μόνος. Είναι πάνω στην σοφίτα.>>
<<Καλά θα δω το σκεφτώ, σε φιλώ και θα τα πούμε>>
Ο Γιάννης σκεπτόμενος τα λόγια της τον έβαλε σε ένα κάρο υποθέσεις σχετικά με το παρελθόν. Δεν ήξερε αν αυτό που θα επακολουθήσει είναι καλό ή όχι απλά είχε μια μικρή ελπίδα για κάτι θετικό.
Οι γιορτινές μέρες πλησίαζαν και τον τρέλαινε. Το κλειδί, τα λόγια της, και τα λόγια της θείας Τασούλας τον στοίχειωναν. Όπως και οι στιγμές του τότε.
Έτσι ήταν μέχρι που το 2003 έγινε το θαύμα. Η Δώρα ήταν το δώρο εκείνη την χρονιά. Αυτό το κορίτσι αγαπούσε τις γιορτές και η αγαπημένη της; Τα Χριστούγεννα φυσικά. Αγαπούσε αυτή την γιορτή γιατί κάποτε ζούσε με την ελπίδα να έρθουν οι γονείς στης και να την πάρουν. Ήταν εσώκλειστη σε ένα ίδρυμα για ανήλικα και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Το θαύμα των Χριστουγέννων την έφερε κοντά σε ένα άτεκνο ζευγάρι που αναζητούσε ένα παιδί.
Ο Γιάννης όμως ήταν ζόρικος. Δεν ήθελε πια να γιορτάσει αυτή την γιορτή. Του ήταν πια αδιάφορη, άδεια, και παρακαλούσε να υπήρχε ένα μέρος που να μην είναι στολισμένα με Χριστουγεννιάτικα. Εκείνος ο 2 μέτρα άντρας κρατούσε το μυστικό του επτασφράγιστο από όλους πλέον. Δεν ήθελε να μοιράζετε πολύ – πολύ τα πιο βαθιά του συναισθήματα.
Αυτή του η συμπεριφορά όμως είχε αντίθετα αποτελέσματα στην τελευταία του σχέση. Ο λόγος φυσικά απευθύνετε στην Ευανθία η οποία τον χώρισε για αυτό το λόγο.
Όση αγάπη και να του είχε δεν έφτανε. Ο χωρισμός έκτοτε τον διέλυσε. Είχε πια βαρεθεί να πηγαίνει από γυναίκα σε γυναίκα λες και ήταν πουκάμισα. Κουράστηκε να είναι ο άντρας της μίας φοράς. Ήθελε να είναι εκεί για πολλές φορές.
Η ώρα ήταν 11:42 το βράδυ, μια ώρα κρίσιμη. Το 2004 κόντευε.
Πλησίασε την νεαρή μελαχρινή ως και σοκολατή θα έλεγα, Δώρα. Ήταν τότε 26 ετών. Τα αφρικάνικα χαρακτηρίστηκα της τον προσέλκυσαν.
Δεν ήξερε πώς να σπάσει τον πάγο ανάμεσά τους έτσι σκέφτηκε το φοβερό. Το μυαλουδάκι του σκαρφίστηκε να της πει χρόνια πολλά και καλή χρονιά αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου έτσι στο άκυρο.
Καθώς η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει την πλησίασε προσπαθώντας να φανεί διακριτικός ώστε το σχέδιό του να πετύχει.
Η αντίστροφη μέτρηση τελείωνε πολύ σύντομα, εκείνος όλο και αγχωνόταν τι έγινε όμως όταν τελείωσε;
Δεν εισέπραξε ένα κλασικό χρόνια πολλά, ούτε τσούγκρισε το ποτήρι. Αντιθέτως εισέπραξε ένα γλωσσόφιλο, δεν ήταν στο πρόγραμμα σκέφτηκε. Ανταπέδωσε και την κοίταξε στα μάτια καθώς τα χείλη απαλά απομακρύνθηκαν από τα δικά του.
Του είπε εκείνη αυθόρμητα <<Φιλάς σαν άγγελος, ποτέ κανείς δεν μου έδωσε τέτοιο φιλί>>
<<Δεν μου το έχουν ξαναπεί>>
<<Στο είπα εγώ. Με λένε Δώρα>>
<<Χάρηκα, είμαι ο Γιαννάκης. Εμ σόρρυ δεν....!!>>
<<Χαίρω πολύ Γιαννάκη.>>
Γέλασαν με το γεγονός και ύστερα ήπιαν ένα ποτό ακόμα. Ο Γιαννάκης κατέκτησε την Δώρα με τον αυτοσχεδιασμό του, το χιούμορ του, την εξυπνάδα του και την δημιουργικότητά του.
Από εκείνη την ημέρα οι δύο νεαροί έγιναν εραστές, έγιναν σύντροφοι και ύστερα έγιναν σύζυγοι. Της έκανε πρόταση κάτω από τα καλοκαιρινά αστέρια του Ιούλη. Μια δροσερή νύχτα στο Πήλιο κοντά στην θάλασσα γονάτισε τάχα να φτιάξει το μπατζάκι του παντελονιού μα ένα δαχτυλίδι ξεπρόβαλε. Εκείνη εννοείτε συγκινήθηκε καθώς της έκανε μια μικρή εισαγωγή πριν την μεγάλη ερώτηση.
Τα λόγια του ήταν
<<Πριν σε γνωρίσω η καθημερινότητά μου ήταν μονόχνοτη. Ίδια, ίσως άδεια μερικές φορές. Κάποτε έγινε κάτι παραπάνω. Μα σαν ήρθες με εκείνο το γιορτινό φιλί όλα άλλαξαν. Λοιπόν ζωή μου και μικρή μου γαζέλα σου ζητώ ταπεινά το χέρι και σαν σε κοιτώ σε ρωτώ αν θες να γίνεις η γυναίκα μου.>>
Ένα χαμόγελο και δάκρυα χαρά ήταν το πρόσωπό της. Τα μάτια της έλαμπαν. Είπε το μεγάλο ναι μέχρι που 2 χρόνια αργότερα είπε το ναι το τεστ εγκυμοσύνης. Χοροπηδούσε από τη χαρά του. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα γίνει μπαμπάς και μάλιστα χαζομπαμπάς. 9 μήνες μετά έφερε στον κόσμο την Αντωνία το ζουζουνιάρικο μωρό με κόκκινα μαλλιά και μελαχρινό όπως η μαμά.
Τι έγινε όμως με τα Χριστούγεννα;
Τα γιόρταζε;
Είπε τι του συνέβη όταν ήταν 6 ετών;
Πως τα γιόρταζε αφού μέσα του τα απεχθανόταν;
Θα πει στην γυναίκα του το μεγάλο του τραύμα και μυστικό;

Όντας σύζυγος και νέος μπαμπάς είπε να κάνει μια μικρή έκπληξη στην μητέρα του. Χωρίς όμως να πει κάτι στην γυναίκα του η οποία δεν έχει γνωρίσει ακόμα την οικογένειά του.
Βάζοντας το σακάκι του λέει:
<<Αγάπη μου είστε έτοιμες;>>
<<Τώρα ερχόμαστε>>
<<Μπαμπά που θα πάμε;>>
<<Είναι κρυφό ακόμα.>>
<<Καλά>>
Η οικογένεια εντέλει αποχωρεί από το σπίτι και πλέον είναι πάνε προς τον προορισμό έκπληξη.
Λίγη ώρα αργότερα φτάνουν και όντας έξω από την πόρτα η μητέρα του τον είδε και πριν χτυπήσει το κουδούνι άνοιξε. Μια μικροκαμωμένη κυρία αγκάλιασε τον Γιαννάκη της λέγοντας:
<<Ζωή μου, παιδάκι μου, ψυχή μου είσαι το καλύτερο δώρο. Πέρασε!!>>
Η Πόπη και η Δώρα έμειναν άφωνες με το σκηνικό και ενθουσιάστηκαν. Πέρασαν με χαρά στο πατρικό του, έδωσαν τα χέρια στους λοιπούς συγγενείς και έκατσαν στο τραπέζι. Σέρβιραν το φαγητό και πριν καλά – καλά βάλουν μπουκιά η κυρία Αλίκη σηκώθηκε και με το ποτήρι κρασί στο χέρι είπε:
<<Απόψε εδώ μαζευτήκαμε για να κάλος ορίσουμε καινούρια και παλιά πρόσωπα. Μαζευτήκαμε σε τούτο 'δω το σπίτι να γιορτάσουμε τις χαρές, τις ελπίδες που θα μας φέρει το νέο έτος. Απόψε ας συμφιλιωθούμε για τα παλιά καμώματα που υπήρξαν και ας μοιράσουμε αγάπη και συμπόνια στους ανθρώπους μας. Σήμερα ευχήθηκα ως δώρο να μου φέρουν ένα παιδί, εκείνο ήρθε, εξαφανίστηκε και σαν σήμερα έκανα την ίδια ευχή. Αγαπητέ μου Γιάννη ευχαριστώ που ήρθες απόψε κοντά μας και λυπάμαι που σου στερήσαμε τις καλύτερες στιγμές των Χριστουγέννων. Ελπίζω να μας συγχωρέσεις.>>
<<Αγαπημένη μου μητέρα ήρθα εδώ γιατί σας συγχώρεσα παρότι έμεινε ακόμα μία στάλα από τα παλιά. Καλά Χριστούγεννα και ας φέρει ο καινούριος χρόνος μόνο καλά.>>
Μετά το τραπέζι πήγε στην σοφίτα όπως του είχε πει την τελευταία φορά. Ήταν ένα άδειο δωμάτιο τότε μα τώρα ήταν γεμάτο με τα δώρα που δεν έλαβε ποτέ και τα γράμματα προς εκείνον. Γεμάτος συγκίνηση χαμογέλασε, και σκούπισε τα δάκρυά του. ύστερα αποχώρισε και στην συνέχεια αποχαιρέτησε την μητέρα του και τους λοιπούς συγγενείς. Την ευχαρίστησε για όλα όσα του πρόσφερε και κάπως έτσι ο Γιάννης ξανά – γιόρτασε τα Χριστούγεννα.

Σήμερα Σάββατο 23 Δεκ. 17 ερωτήθηκε η μητέρα για το ποια είναι η συνταγή των Χριστουγέννων.
Πρώτα από όλα είναι το φαγητό ως γνωστών, αλλά τι γίνετε όμως ως τον πνευματικό κόσμο. Τι είναι αυτό που πρέπει να εισπράττουμε πραγματικά αυτό το διάστημα των διακοπών.
Με βάσει τα λόγια της είπε:
<<Ελπίζουμε για κάτι καλύτερο, χαλάρωση και διασκέδαση, συντροφικότητα φιλικών και συγγενικών προσώπων.>>
Ρώτησα τι θα εισπράξει από όλα αυτά εκείνη μου απάντησε με μία λέξη μόνο: Αγάπη.
Αυτά ήταν τα λόγια μιας μητέρας σε ένα φτωχικό σπιτικό που με τα χρόνια όσα και να περνούν δίνει αγάπη στα αγαπημένα της πρόσωπα.
Αυτή ήταν η δικιά μου ιστορία για την συνταγή των Χριστουγέννων.
Η φαντασία είναι μια ουτοπία για να μας κάνει να ξεφεύγουμε λίγο. Θα μάθουμε περισσότερα σύντομα, μέχρι τότε σκεφτείτε ποια είναι η δικιά σας συνταγή.

*****

Θέμα : Μίξη 2+4


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top