Χιονάτη - katerinakrystal
(σημείωση : ακατάλληλη για ανηλίκους)
Κοίταξε τον εαυτό της στον σκαλιστό καθρέφτη της προ-γιαγιάς της. Χάιδεψε με τα μακριά δάχτυλα της τη τραχιά επιφάνεια του. Έξυσε με το μαύρο, μυτερό νύχι της, ένα χρυσό χερουβίμ. Της άρεσε ο ήχος που έκανε το ξύσιμο στον καθαρό χρυσό. Τον αγαπούσε αυτόν τον καθρέπτη.
Χαμογέλασε αυτάρεσκα. Το ίδιο και η αντανάκλαση. Βλεφαρίδες; Καγκελωτές. Μύτη; Τέλεια πουδραρισμένη. Χείλη; Καλοσχηματισμένα και βαμμένα στο χρώμα του σάπιου μήλου. Μαλλιά; Ένας μαύρος, στιλπνός χείμαρρος. Κατά γενική ομολογία ήταν όμορφη. Τότε γιατί αυτός δεν την αγαπούσε; Ο καθρέπτης δεν είχε κάποια απάντηση.
Έβαλε στο cd-player την αγαπημένη της μουσική, swing. Εκείνος την απεχθανόταν. Απόψε όμως ήταν η βραδιά της, η βραδιά της Ίριδας και θα έκανε όσα ευχαριστούσαν εκείνη. Ο άλλος είχε πάρει τις αποφάσεις του και παντρευόταν την ξενέρωτη αρραβωνιαστικιά του, τη Σπυριδούλα. Ακόμα και το όνομα της ακουγόταν σαν νερωμένο γάλα.
Σήκωσε τη στενή, άσπρη φούστα που φορούσε μέχρι τα λαγόνια της, για να μη σκιστεί και κάθισε σε μια από τις βελούδινες πολυθρόνες του σαλονιού. Αυτός, δεν της επέτρεπε να κάθεται έτσι. Δεν το έβρισκε θηλυκό. Με τις άκρες των δαχτύλων της, έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο που βρισκόταν δίπλα της.
Τασάκι; Στο πάτωμα. Για μια φορά ας λερωθεί και αυτό, εκτός από την καρδιά μου, σκέφτηκε και ψαχούλεψε το μικρό, μαύρο τσαντάκι της. Ήταν σε σχήμα καρδιάς. Δικό του δώρο, δικό του γούστο. Έβγαλε ένα πακέτο σπίρτα. Είχαν το λογότυπο από το ξενοδοχείο που είχαν συναντηθεί για τελευταία φορά. Εκσφενδόνισε το κουτάκι με δύναμη στον τοίχο. Κατάπιε τους λυγμούς της χωρίς τσιγάρο. Έπαιξε με το κολιέ στο λαιμό της. Τρία λευκά μήλα από σμάλτο, δεμένα με χρυσό. Οικογενειακό κειμήλιο.
Η ματιά της έπεσε στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε απλά τοποθετήσει σε μια γωνία. Από τα μέσα Νοεμβρίου το είχε έτσι, χωρίς στολίδια, χωρίς γιρλάντες. Μπούκωνε τον εαυτό της με δικαιολογίες. Δεν είχε χρόνο. Δεν είχε καλό καιρό. Αλλά κυρίως, δε χτυπούσε το τηλέφωνο.
Διατηρούσε μια τελευταία ελπίδα ότι θα της τηλεφωνούσε εκείνος, ο Μάνος της, και θα της έλεγε ότι ακυρώνει τον γάμο του. Εκείνη δε θα του έκανε άσκοπες ερωτήσεις. Θα του έλεγε μόνο να φύγουν μακριά.
Αντί του τηλεφώνου όμως, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξε γιατί νόμιζε πως ήταν η καλύτερη της φίλη. Ήταν καλεσμένες σε ένα πάρτι γενεθλίων. Ήταν όμως αυτός, ντυμένος με το γαμπριάτικο κοστούμι του. Πόσο εκθαμβωτικός ήταν! Η Ίριδα τρόμαξε που τον είδε μπροστά της και προσπάθησε να κλείσει την πόρτα και να τον κλειδώσει απ' έξω, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Μάνος την άρπαξε από τον καρπό. Την κόλλησε επάνω του και τη φίλησε βίαια στο στόμα. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Υπέκυψε. Τον άφησε να βάλει το χέρι του κάτω από τη λευκή της φούστα.
“Απόψε παντρεύεσαι, μην της το κάνεις αυτό,” είπε η Ίριδα.
“Μαζί της το κάνουμε,” απάντησε εκείνος και άρχισε να της δίνει ρουφηχτά φιλιά στον λαιμό. Ήθελε να τη μελανιάσει, να της αφήσει το σημάδι του.
Η Ίριδα σκεφτόταν πως ήθελε να τον ειρωνευτεί αλλά δεν το έκανε. Γνώριζε πως κάτι τέτοιο θα τον ξενέρωνε και θα σταματούσε.
Ο Μάνος, της σήκωσε τη στενή της φούστα αρκετά πάνω από το εσώρουχο. Έπιασε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της στη χούφτα του για την υποτάξει ακόμα περισσότερο. Τη γύρισε έτσι ώστε εκείνη να αντικρίζει τον τοίχο. Κόλλησε το κορμί του επάνω της και της έκανε αισθητή τη στύση του.
“Πάντα σου άρεσε βρώμικο και σκληρό το σεξ. Αυτό θα μου λείψει σε εσένα τώρα που θα παντρευτώ,” της ψιθύρισε στο αυτί και εκείνη το δέχτηκε. Εκείνη την ώρα τον ποθούσε πολύ και ότι και αν της έλεγε για να την πληγώσει δεν την ενδιέφερε.
Η ένωση τους ήταν έντονη, παθιασμένη και γρήγορη. Εκείνος ανέβασε το παντελόνι του, χαμογέλασε ευχαριστημένος και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. Έπρεπε να βιαστεί για τον γάμο του.
Η Ίριδα, έμεινε κολλημένη επάνω στον κρύο τοίχο. Αισθανόταν τα υγρά του να κυλάνε ανάμεσα στα λαγόνια της και έσφιγγε τα δόντια για να μη βάλει τα κλάματα. Αναμασούσε τα λόγια του μέσα στο μυαλό της. “Μαζί της το κάνουμε.”
Δεν της έδειξε κάποιο συναίσθημα. Δεν την πήρε μαζί του. Δεν της ζήτησε συγνώμη που τελικά παντρευόταν την άλλη.
Σηκώθηκε με γόνατα που έτρεμαν. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Κατάπιε δύο ασπιρίνες χωρίς νερό. Στύλωσε τα χέρια της πάνω στο νεροχύτη. Έτρεμε ακόμα.
Ήθελε να σκίσει τα ρούχα της ή να βάλει τα κλάματα ή να τραβήξει τα μαλλιά της. Δεν έκανε τίποτα από τα τρία. Έβαλε σε ένα ποτήρι λικέρ με γεύση μαστίχα και το ήπιε μονορούφι.
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε για δεύτερη φορά. Τώρα ήταν όντως η καλύτερη της φίλη. Η Ίριδα κούμπωσε τα μανικετόκουμπα από το τυρκουάζ πουκάμισο της και κατέβασε την λευκή φούστα της.
Η Άννα, ήταν ντυμένη στα κόκκινα και φορούσε ένα πράσινο καπέλο με μυτερά αυτιά σαν ξωτικού. Προσέφερε στην Ίριδα ένα κουτί τυλιγμένο με γιορτινό περιτύλιγμα και έβγαλε το παλτό της.
“Άνοιξε το φιλενάδα, νομίζω θα σου αρέσει τρελά!” είπε και με το βλέμμα της, έδειξε το δώρο που μόλις είχε φέρει.
Η Ίριδα το άνοιξε χωρίς μεγάλη όρεξη. Ήταν ένας καθρέπτης χειρός φτιαγμένος από ελεφαντόδοντο. Στη λαβή είχε χαραγμένο το σύμβολο του απείρου. Κοιτάχτηκε. Χάζεψε τα φρύδια της, το σχήμα των ματιών της, της δαντελένιας ίριδας. Έμοιαζε με την κακιά αλλά όμορφη μάγισσα στο παραμύθι της Χιονάτης. Γιατί η βασίλισσα μισούσε τόσο πολύ αυτό το κορίτσι; Μόνο και μόνο για την ομορφιά της; Όχι, κάτι άλλο συνέβαινε.
Ίσως η Χιονάτη να ήταν εκείνη που ζήλευε τη βασίλισσα και ήθελε τον θρόνο. Μόνο που η Χιονάτη ήταν ακατάλληλη για κάτι τόσο σπουδαίο και μεγάλο. Η βασίλισσα το έμαθε με κάποιον τρόπο για αυτό και να την έδιωξε μακριά. Αλλά η Χιονάτη επέστρεφε με μίσος για τη μητριά της κάθε φορά που η δεύτερη την απέκρουε, ώσπου στο τέλος η βασίλισσα αποφάσισε να την ξεφορτωθεί μια και καλή.
Εκείνη ήταν και η στιγμή της συνειδητοποίησης. Η Ίριδα τα κατάλαβε όλα. Ο Μάνος δεν είχε κανένα συναίσθημα για αυτήν, όπως η Χιονάτη. Ήθελε απλά τον θρόνο της, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το κορμί της και ο πολύτιμος χρόνος της. Χρόνος που είχε χάσει εξαιτίας του. Για αυτόν, ήταν απλά το κορίτσι του Σαββατοκύριακου. Ένα πήδημα διαρκείας.
Χαμογέλασε, ευχαρίστησε την Άννα για το καλύτερο δώρο Χριστουγέννων και ακύρωσε τη νυχτερινή τους έξοδο. Προφασίστηκε πως δεν ένιωθε καλά και ήθελε να ξαπλώσει για λίγο. Αφού η καλύτερη της φίλη, έφυγε, η Ίριδα πήγε στην κρεβατοκάμαρα της, έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε τις κίτρινες, χνουδωτές πυτζάμες της.
Έφτιαξε μια ζεστή σοκολάτα, έβαλε λίγο λικέρ μαστίχα και άνοιξε το laptop της. Διέγραψε όλες τις φωτογραφίες που είχε με τον Μάνο και τον μπλόκαρε σε όλα τα κοινωνικά μέσα.
Αφού ήπιε όλη τη ζεστή σοκολάτα, άνοιξε μια σελίδα στο word. Θα έγραφε ένα μυθιστόρημα. Ένα παραμύθι για μεγάλους. Δε θα είχε δράκους και ξωτικά αλλά σίγουρα θα είχε μια Ίριδα, έναν Μάνο και μια Σταυρούλα.
Μόνο που σε αυτό το παραμύθι, η βασίλισσα θα κέρδιζε. Δε θα άφηνε καμία Χιονάτη ή καλύτερα, κανέναν Μάνο, να της κλέψει τον θρόνο. Θα έπαιρνε εκδίκηση για όλες τις δυσφημισμένες βασίλισσες. Κοίταξε τον χρυσό σκαλιστό καθρέπτη και αισθάνθηκε πως η προ-γιαγιά της ένιωθε περήφανη για εκείνη.
*****
Από την @katerinakrystal
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top