Πάντα σπίτι θα γυρνάμε - Νεκταρία Μαρκάκη

Παρακολουθώ εδώ και μία ώρα τη Λέξι να περιφέρεται μέσα στο σπίτι ψάχνοντας κάτι. Τη ρωτάω τι είναι αυτό για να τη βοηθήσω, αλλά φυσικά η τρελαμένη γυναίκα μου δεν μου απαντά. Θέλει να βρει το χαμένο αντικείμενο μόνη της. Η ίδια ιστορία εδώ και είκοσι και βάλε χρόνια... πλησιάζουν Χριστούγεννα κι ενώ όλος ο κόσμος καταφέρνει να περάσει όμορφα μπαίνοντας στο κλίμα των γιορτών, η Λέξι πάντα καταφέρνει να φρικάρει και μάλιστα χωρίς λόγο.

Ανησυχεί για τα πάντα...

Θα βρει όμορφα δώρα για την οικογένεια;

Θα φτιάξει καλό φαγητό για να πάρει μαζί μας όταν πάμε στους γονείς;

Θα είναι το δικό μας σπίτι το πιο όμορφα στολισμένο;

Ορκίζομαι πως αν δεν την αγαπούσα περισσότερο από τη ζωή μου, κάθε Χριστούγεννα θα τα μάζευα και θα έφευγα, αλλά η Λέξι είναι η ζωή μου και από τότε που κάναμε παιδιά η γιορτή αυτή έχει γίνει η σημαντικότερη...

Περνάει από μπροστά μου σαν το σίφουνα μουρμουρώντας αφηρημένα. Εικοσιπέντε χρόνια είμαστε μαζί και συνεχίζει να είναι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Αυτό το χαμόγελό της είναι πιο φωτεινό κι από τον ήλιο. Αλλά και η παράνοιά της χειρότερη κι από διπολικού ανθρώπου.

«Έχω αρχίσει κι εκνευρίζομαι» τη προειδοποιώ όταν περνάει πάλι από δίπλα μου. Σταματάει απότομα και με κοιτάζει λες και δεν είχε πάρει είδηση τόση ώρα πως ήμουν εκεί.

«Μανώλη» λέει κοφτά το όνομά μου, αλλά η τρυφερότητα ακούγεται καθαρά, «μετακίνησες τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη μου;» με κατηγόρησε.

«Όχι βρε τρελαμένο ποντίκι, πότε να το κάνω; Δουλεύω κάθε μέρα, όλη μέρα, κι όταν είμαι σπίτι είσαι κολλημένη πάνω μου σαν το χταπόδι» την πείραξα για να δω αμέσως τα χαρακτηριστικά της να μαλακώνουν.

«Είναι που μου λείπεις πολύ» χαχανίζει, όμως την επόμενη στιγμή σοβαρεύει απότομα. «Έχω χάσει κάτι πολύ σημαντικό, Μανώλη, και επιβάλλεται να το βρω».

«Αν δεν μου πεις τι είναι, δεν θα μπορέσω να βοηθήσω» σιγοτραγουδάω πειρακτικά. Ξεφυσάει δυνατά, τόσο που οι τουφίτσες που πέφτουν πάνω στο μέτωπό της, χορεύουν για μία στιγμή.

«Ψάχνω το συνταγολόγιο μου. Φέτος θα έρθουν όλοι σπίτι μας μετά από καιρό, και θέλω να φτιάξω κάτι όμορφο. Θα έρθει και ο Τζάκσον από το Λονδίνο, θέλω να νιώσει σαν στο σπίτι του».

«Ματάκια μου, πάντα νιώθει σαν στο σπίτι του» γελάω τρυφερά ενώ την τραβάω κοντά μου. «Αγχώθηκες τώρα επειδή έχεις αναλάβει το τραπέζι των Χριστουγέννων;»

«Λιγάκι» παραδέχτηκε ρουφώντας τη μύτη της.

«Πώς είναι το συνταγολόγιο, να ψάξω κι εγώ μαζί σου;» ρωτάω και το πρόσωπό της λάμπει επειδή κατανοώ λιγάκι το άγχος της.

«Έχει σκληρό εξώφυλλο, και τον Ρούντολφ πάνω του ζωγραφισμένο».

«Τον Ρούντολφ... το ελαφάκι;»

«Ξέρεις κι άλλον ρε Μανώλη;» μου βάζει τις φωνές. Αναστενάζω γνωρίζοντας πως θα έχουμε ένα δύσκολο διήμερο, και πέφτω στα γόνατα για να βρω το βιβλίο με τις συνταγές.

**************************

«Μανώλη!»

Η φωνή της ακούγεται απελπισμένη, κάτι βέβαια που με φοβίζει τρομερά. Σηκώνομαι από το πάτωμα, όπου έχω περάσει πάνω από μία ώρα να ψάχνω κάτω από καναπέδες και κρεβάτια για το βιβλίο, όταν έρχεται με περήφανο ύφος... και το συνταγολόγιο στο χέρι.

«Που ήταν;» τολμάω να ρωτήσω και αμέσως κατσουφιάζει. «Λέξι... που ήταν;»

«Στην κουζίνα, στο συρτάρι όπου κρατάω τις συνταγές μου...» Φυσικά, που αλλού θα ήταν; Στο τελευταίο μέρος που θα πήγαινε να κοιτάξει. Αναστενάζω γιατί μπορεί να πέρασαν χρόνια αλλά η Λέξι έχει παραμείνει ακόμα παιδί. Βέβαια, αν ήταν διαφορετική μπορεί και να μην την αγαπούσα. «Κοίτα, εδώ μέσα έχω τις ωραιότερες συνταγές για Χριστουγεννιάτικο τραπέζι» τσιρίζει εκστασιασμένη και αμέσως μετά με κοιτάζει με τα τεράστια πράσινα μάτια της. Ξέρω τι θα επακολουθήσει. Με τρομάζει η προοπτική... «Πάμε να ψωνίσουμε;» προτείνει γλυκά.

«Πριν δύο ώρες γύρισα από ψώνια».

«Ναι αλλά δεν πήρες κουκουνάρια και μπέικον, και κάστανα... δεν έχουμε κάστανα και χρειαζόμαστε τόνους σοκολάτες, Μανώλη».

Τρίβω τα μάτια μου. Απ' ότι φαίνεται δεν θα ξεκουραστώ σήμερα. Αρπάχνω το μπουφάν και τα κλειδιά του αυτοκινήτου και την ακούω να γελάει χαρούμενη που πέρασε πάλι το δικό της. Είναι τυχερή που την αγαπάω και που θέλω να είναι ευτυχισμένη. Από τότε που η Τσάρλι άρχισε να πηγαινοέρχεται στο Λονδίνο με τον Τζαξ, και η Ιτάλια δήλωσε ερωτευμένη και πως ήθελε να πάει στo Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, έπεσε σε μελαγχολία. Ξάφνου είχε χάσει τα δύο κορίτσια της και σύντομα θα μας έφευγε και η Βέρα αφού θα πήγαινε κι εκείνη για σπουδές κάπου μακριά- όπως έλεγε. Δεν θέλω να της στερήσω αυτή τη χαρά.

Όπως είχα φανταστεί επικρατούσε πανικός στην αγορά. Με το ζόρι βρήκαμε καρότσι, μετά από μάχη της Λέξι με έναν γεράκο που εντέλει σήκωσε λευκή σημαία. Κακομοίρη... ποιος μπορεί να τα βάλει με τη γυναίκα μου; Σίγουρα όχι εγώ... βγάζει το βιβλίο με τις συνταγές κι αρχίζει να πετάει μέσα στο καρότσι ό,τι βρίσκει μπροστά της ενώ μονολογεί. Δεν τολμάω να την ρωτήσω καν που θα χρησιμοποιήσει τόσα σακουλάκια πατατάκια, αλλά όταν ανοίγει ένα κι αρχίζει να τρώει, καταλαβαίνω. Είναι νευρική.

«Αγάπη μου, μπορείς να μου πεις τι σ' έχει πιάσει φέτος και έχεις τρελαθεί έτσι;» τη ρωτάω.

Γυρνάει το μουτράκι της προς το μέρος μου και με πιάνουν τα γέλια γιατί έχει λαδωθεί από τα πατατάκια. Την καθαρίζω με το μανίκι μου και περιμένω υπομονετικά για την απάντησή της.

«Πόσοι θα είμαστε στο τραπέζι;» αναρωτιέται δυνατά. «Εμείς, η οικογένεια, είμαστε εφτά...»

«Έξι» τη διορθώνω.

«Εγώ, εσύ, η Τσάρλι, η Ιτάλια, η Βέρα, η Δωροθέα και ο Τζάκσον. Εφτά» με διορθώνει με τη σειρά της. Αυτό που αποκτήσαμε γιο από το πουθενά, δεν μπορώ να το χωνέψω... με την καλή έννοια... «Το Κορμέϊκο είναι τέσσερις... τέσσερις και οι γονείς μας και ένας ο Μπόμπι της Ιτάλια... άρα...»

«Δεκάξι».

«Ω, είμαστε πολλοί... θα φτάσουν τα πράγματα;»

«Είμαι σίγουρος πως θα φτάσουν δύο κιλά μπέικον, τέσσερα κοτόπουλα, πέντε κιλά κάστανα...»

«Μαρούλια για σαλάτα να πάρω» με διέκοψε κι έφυγε τρέχοντας. Την ακολουθώ σαν πιστό σκυλί ως τα λαχανικά και της κάνω πάλι την ίδια ερώτηση.

«Θα μου πεις τι σ' έχει πιάσει;»

«Πρέπει να με έχει πιάσει κάτι;» διαμαρτύρεται εντόνως.

«Να πω ότι δεν σε ξέρω;» σαρκάζω, προκαλώντας της αγανάκτηση. «Τι σε τρώει ρε ματάκια μου;»

«Δεν ξέρω... είναι που όλα αλλάζουν...»

«Κάποια στιγμή ήταν λογικό να γίνει κι αυτό».

«Ναι, αλλά δεν θέλω» ψιθυρίζει θλιμμένα. «Θέλω αυτά τα Χριστούγεννα να είναι γευστικά, με τις καλύτερες συνταγές, ώστε να τους δώσω έναν λόγο να επιστρέψουν τα επόμενα Χριστούγεννα» γκρίνιαξε. «Ακούγεται τόσο χαζό, το ξέρω...»

«Αντιθέτως, ποντίκι, ακούγεται υπέροχο» τη διαβεβαιώνω κι αμέσως η όψη της αλλάζει από την ανακούφιση. «Καταλαβαίνω απόλυτα πως αισθάνεσαι... οπότε ας φτιάξουμε τις καλύτερες συνταγές από το βιβλίο να δελεάσουμε τα θύματά μας» την πειράζω. Γελάει με την καρδιά της και αρχίζει να μου λέει όλα όσα θα φτιάξει, με τη σειρά. Και την ακούω χαμογελώντας γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να τη βλέπω ευτυχισμένη.

*************************

Δύο μέρες έχει να βγει από την κουζίνα. Με τη βοήθεια της Βέρας και της Δωροθέας έχουν ετοιμάσει ζύμες, γέμιση τριών ειδών για τα κοτόπουλα, πίτες και ο,τι βάλει ο νους. Τα φυλάνε στο ψυγείο για να αποτελειώσουν με το ψήσιμο τη μέρα των Χριστουγέννων. Της φυλάμε μία έκπληξη με την Τσάρλι που ελπίζουμε να προσθέσει λιγάκι ακόμη χαρά, και φυσικά αυτό που μας έχει χαροποιήσει ακόμα περισσότερο, είναι το γεγονός πως χιονίζει ασταμάτητα. Λατρεύει να κάθεται με μια κούπα ζεστή σοκολάτα στο χέρι και να χαζεύει τις νιφάδες να πέφτουν, αλλά και τη Δωροθέα να πέφτει με φόρα στο χιόνι και να φτιάχνει χιονοαγγέλους.

«Όλα έτοιμα;» τη ρωτάω και κάθομαι απέναντι της.

«Νομίζω θα τους καταπλήξω. Είμαι πτώμα αλλά την έχω τη συνταγή» κλείνει το μάτι πονηρά. «Σ' ευχαριστώ που ανέλαβες όλα τα υπόλοιπα...»

«Είμαστε ομάδα εμείς οι δύο, ποντίκι. Έτσι θα σε άφηνα;»

Σηκώνει το χέρι της στο μάγουλό μου και γέρνει κοντά για να κλέψει ένα φιλί. Μερικές φορές καταφέρνει να με κάνει να χάνομαι όταν με φιλάει. Μετά από τόσα χρόνια έχει ακόμα αυτή την ικανότητα και με τρελαίνει.

«Το μόνο που μένει είναι να σηκωθώ νωρίς το πρωί και να ξεκινήσουμε το ψήσιμο» αναστέναξε.

«Τέλεια... πάμε τώρα να κοιμηθούμε, επιτέλους;»

Γελάει όταν τη σηκώνω στα χέρια μου. Δυστυχώς, μέχρι τη σκάλα καταφέρνω να την ανεβάσω κι εκείνη με κοροϊδεύει πως έχω γεράσει μέχρι που τη φτάνω στην πόρτα της κρεββατοκάμαράς μας. Σηκώνει προκλητικά το φρύδι όταν την κλειδώνω και μου κάνει νόημα να πλησιάσω...

***************************

Ξυπνάω το πρωί από τις φωνές της Λέξι που ακούγονται από την κουζίνα. Επικρατεί μία υστερία και καταλαβαίνω το γιατί, όταν βλέπω το ηλεκτρονικό ρολόι-ξυπνητήρι, σβηστό. Τινάζομαι όρθιος και αφού ντύνομαι όπως-όπως, κατεβαίνω στην κουζίνα. Τα δωμάτια είναι σκοτεινά, πατάω τους διακόπτες για ν' ανάψω το φως, αλλά τίποτα δεν λειτουργεί και η Λέξι βρίσκεται σε απόγνωση.

«Έχει διακοπή ρεύματος» κλαίει αγανακτισμένη. «Και το μόνο που έχω να σερβίρω στους καλεσμένους μας είναι πατατάκια» συνεχίζει.

«Ηρέμησε ποντίκι, θα βρούμε τρόπο... φόρτωσε τα στο αμάξι και θα πάω να τα ψήσω στη μάνα μου» προτείνω. Μου δείχνει έξω από το παράθυρο της κουζίνα, συγκρατώντας έναν λυγμό. Κοιτάζω έξω και κρατάω την ανάσα μου γιατί επικρατεί πανικός. Το χιόνι φτάνει τουλάχιστον το μισό μέτρο και οι δρόμοι είναι κλειστοί. Βλέπω τέσσερις φιγούρες να κινούνται προς το σπίτι μας με δυσκολία, και τρέχω ν' ανοίξω για να υποδεχτώ την αδερφή μου και τον Μάριο, μαζί με τα αγόρια τους.

«Μα τι στο διάολο έγινε χθες το βράδυ; Κοίτα εδώ, είπαμε να χιονίσει αλλά το παρά γάμησε» φωνάζει ο Μάριος νευριασμένος.

«Έχουμε πρόβλημα» τους προετοιμάζω πάνω που η Λέξι αρχίζει πάλι να κλαίει λέγοντας πως είναι άδικο αυτό που της συμβαίνει. Η Μελ τρέχει να τη σώσει ενώ ο Άντι τηλεφωνεί στον Τζάκσον και την Τσάρλι. «Έκανε τόσο κόπο να φτιάξει ένα σωρό πράγματα» εξηγώ του Μάριου.

«Εγώ παραιτούμαι!» φωνάζει η Λέξι και περνάει σαν σίφουνας από δίπλα μου. Μετά από λίγο ακούω την πόρτα της κρεββατοκάμαρας να κλείνει με δύναμη. Κοιταζόμαστε όλοι προβληματισμένοι και μετακινούμαστε στο σαλόνι μήπως μπορέσουμε να βρούμε μία άκρη. «Πρέπει να σώσουμε τη μέρα, για χατίρι της» τους λέω με σθένος.

«Γιατί έχει λυσσάξει;» αναρωτιέται ο Μάριος.

«Γιατί όλα αλλάζουν» του λέω απλά κι εκείνος καταλαβαίνει απόλυτα.

«Άντριου, πάρε το τζιπ και πήγαινε στην Τσάρλι... πες της τι έχει γίνει και ελάτε από εδώ. Μετά θα πας να φέρεις τους παππούδες. Προσεκτικά. Μην δω ούτε γρατζουνιά στο τζιπ!»

«Μου αρέσει που νοιάζεσαι πιο πολύ για το τζιπ παρά για μένα» σαρκάζει ο Άντι και κάνει νόημα στον αδερφό του να ακολουθήσει.

«Εμείς, έχουμε δουλειά να κάνουμε» δηλώνει ο Μάριος και φεύγει σαν σίφουνας για την κουζίνα.

*****************************

Χτυπάω την πόρτα της κρεββατοκάμαρας μετά από μία ώρα. Τόσο χρειάζεται συνήθως η Λέξι για να ηρεμήσει. Την ανοίγω και τη βρίσκω κουκουλωμένη με τα σκεπάσματά μας, ως τη μύτη. Κάθομαι στο κρεββάτι κοντά της και χαϊδεύω τα όμορφα μαλλιά της. Ρουφάει τη μύτη της και με κοιτάζει παραπονεμένα.

«Ήθελα τόσο πολύ να είναι όλα τέλεια σήμερα».

«Σήκω πάνω, Λέξι... θέλω να σου δείξω κάτι».

«Δεν έχω όρεξη, κατέστρεψα τα Χριστούγεννα... όχι, το ρεύμα τα κατέστρεψε!»

«Σήκω πάνω» τη διατάζω και την τραβάω από το χέρι. Σκουπίζω τα μάτια της και την κοιτάζω τρυφερά. «Ξέρεις τι κάνει τα Χριστούγεννα τέλεια;» τη ρωτάω αλλά δεν την αφήνω ν' απαντήσει. «Δεν είναι μία τέλεια συνταγή για γεμιστό κοτόπουλο ή για πίτα... είναι κάτι άλλο πιο σημαντικό» συνεχίζω και την τραβάω από το χέρι. Κατεβαίνουμε τη σκάλα μα σαστίζει όταν ακούει οχλαγωγία από το σαλόνι και την κουζίνα. Το φως δεν έχει επανέλθει αλλά το σπίτι φωτίζεται από κεριά και το τζάκι που καίει.

«Καλά Χριστούγεννα κύρια Λέξι» φωνάζει ο Τζάκσον που στρώνει το τραπέζι με τη βοήθεια των κοριτσιών.

«Καλά Χριστούγεννα» μουρμουράει εκείνη σαστισμένη και μυρίζει τον αέρα σαν λαγωνικό. «Κοτόπουλο;» ρωτάει.

«Κοτόπουλα» τη διορθώνω και την τραβάω στην κουζίνα. Οι γονείς μας φτιάχνουν σαλάτες και πίνουν κρασί ενώ ο Μάριος και η Μελ, ντυμένοι καλά, είναι έξω όπου έχουν ανάψει τον ξυλόφουρνο και ψήνουν τα φαγητά, με τη βοήθεια των αγοριών τους.

«Αυτή είναι η καλύτερη συνταγή των Χριστουγέννων, ποντίκι... δεν είναι το φαγητό, είναι οι άνθρωποι που δίνουν γεύση στη ζωή μας... ακόμα κι αν δεν είχαμε τίποτα να φάμε, πάλι τέλεια θα περνούσαμε γιατί θα ήμασταν όλοι μαζί. Αυτό μετράει...»

«Αμήν» λέει δυνατά ο πατέρας μου και σηκώνει το ποτήρι του.

«Καλά Χριστούγεννα» εύχεται ο Βασίλης με τη σειρά του.

«Και του χρόνου, πάλι όλοι εδώ» ακούγεται η Τσάρλι από μέσα και συμφωνούν όλοι μαζί της. «Γιατί όπου και να είμαστε» συνεχίζει η κόρη μου που αγκαλιάζει σφιχτά τη μητέρα της, «πάντα σπίτι θα γυρνάμε...»

z##

Η Νεκταρία Μαρκάκη είναι μία αθεράπευτα ρομαντική συγγραφέας που αγαπά τις γάτες της και τις τηγανιτές πατάτες!

Η ιστορία που μας χάρισε για να δώσει έμπνευση σε όλους εμάς έχει πρωταγωνιστές την οικογένεια Χρηστίδη από την σειρά βιβλίων "Χωρίς Χάρτη" που έχουμε αγαπήσει.

Όσοι δεν γνωρίζετε την δουλειά της επιβάλλεται να επισκεφτείτε την σελίδα της @NektariaMarkakis

Επίσης, αυτό το Σάββατο 16/12 παρουσιάζει το πρώτο της μη δημοσιευμένο βιβλίο "Για να μην ξεχνάς" από τις εκδόσεις Αέναον στον πολυχώρο Αίτιον (σταθμός Ακρόπολη).

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top