Λονδίνο 1911-Έρση Λάβαρη
Δεκέμβριος 1911
Λονδίνο, Αγγλία
Ο ήλιος έχει δύσει από ώρα. Οι φανοστάτες φωτίζουν το γκρίζο στενό με την χλομή κιτρινωπή τους λάμψη, και χοντρές νυφάδες περιδινίζονται στις λεπτές δέσμες που ξεχύνονται από τα παγωμένα τους τζάμια. Χιονίζει όλη την ημέρα, όμως το λευκό του χειμώνα δεν αρκεί για να ξεπλύνει το βιομηχανικό γκρίζο της έρημης πια λιγνής οδού Σεντ Τζον του περιφερειακού Λονδίνου.
Ο Ντάνιελ Έβανς ξεπλέκει τα δάχτυλά του από την λευκή κουρτίνα, και αφήνει το χέρι του να πέσει βαρύ και άτονο στο πλευρό του. Είναι δέκα και μισή, και ο Έμπονι ακόμη να φανεί. Έχει αργήσει.
Κατευθύνεται μουδιασμένα προς την παλιά πολυθρόνα του κοντά στο τζάκι και σωριάζεται βαρύς στα μαξιλάρια της. Τα βλέφαρά του χαλαρώνουν, όμως δεν μπορεί να καταλάβει αν γι' αυτό ευθύνεται η κούραση ή οι σκοτεινές του σκέψεις.
Καμιά φορά του δίνεται η εντύπωση πως ο Έμπονι απλώς τον λυπάται. Ίσως επειδή έχει σταματήσει να του αφιερώνει τον χρόνο που του πρόσφερε παλιά. Γνωρίζονται αρκετό καιρό, από τα δεκαπέντε τους. Κάνει γρήγορα τον υπολογισμό στο μυαλό του, και εκπλήσσεται όταν συνειδητοποιεί πως πρόκειται, στην πραγματικότητα, για πέντε ολόκληρα χρόνια. Πέντε υπέροχα χρόνια, που η ευτυχία τους έχει τώρα αρχίσει να ξεθωριάζει. Δεν κάνουν πια τόση παρέα όση έκαναν παλιά. Έχουν αρχίσει να απομακρύνονται.
Όταν ο Έμπονι του ζήτησε να περάσουν μαζί την αλλαγή του χρόνου, ο Ντάνιελ δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του. Και ο αιφνιδιασμός του φάνηκε να ικανοποιεί το όμορφο αγόρι με τα διαφορετικά μάτια. Χάρηκε πολύ με την πρόταση του φίλου του, όμως τώρα δεν μπορεί να αγνοήσει αυτό το αρρωστημένο σφίξιμο στην καρδιά του.
Αισθάνεται προδομένος, σαν ο Έμπονι να του έχει πει ψέματα, σαν να τον έχει παρατήσει.
Έχει σκεφτεί πολλές φορές πως όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που αναδύθηκε ο Έιντεν από τις σκιές. Ένα αγόρι πάνω – κάτω στην ηλικία τους, ίσως λίγο μεγαλύτερο, όμορφο και έμπειρο από τη ζωή. Φαινόταν να έχει γοητεύσει τον Έμπονι, τραβώντας τον όλο και περισσότερο μακριά από το οικοτροφείο στο Κίνοχαρ, όλο και πιο μακριά από τον ίδιο. Τον είχε προσκαλέσει πολλές φορές για να γνωρίσει τον καινούριο του φίλο, όμως ο Ντάνιελ δεν ήθελε. Ήταν από τότε σίγουρος πως αν τον έβλεπε θα του φύτευε απευθείας ένα καρφί στην καρωτίδα.
Ανατριχιάζει από τις ίδιες του τις σκέψεις. Εκείνος κανονικά δεν είναι έτσι, δεν θέλει να βλάψει άλλους ανθρώπους. Τι είναι αυτό που το προκαλεί ο Έιντεν; Ζήλια;
Γελάει. Γιατί να ζηλεύει; Γιατί να νιώθει το σώμα του να γίνεται κομμάτια κάθε φορά που ο Έμπονι τον αναφέρει; Γιατί...;
Ξυπνάει μ' ένα τίναγμα και βλέπει τον Έμπονι Βάγκνερ να στέκεται μπροστά του.
Τον κοιτάζει με τα ξανθά του τσουλούφια να πέφτουν μπροστά στα μάτια του, που το ένα είναι πράσινο και το άλλο γαλανό. Έχει στα χείλη του ένα χαμόγελο που απαλύνει τα αιχμηρά χαρακτηριστικά του. Δείχνει τόσο όμορφος, και τόσο διαφορετικός από τον ίδιο.
Ανακάθεται στην πολυθρόνα και τρίβει τον σβέρκο του. Σχεδόν πιάστηκε.
«Συγγνώμη, σε ξύπνησα;» ρωτάει μαλακά, και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι όπως όταν δεν θέλει να παραδεχτεί ότι κάτι, κατά βάθος, τον διασκεδάζει.
«Τι ώρα είναι;» ρωτάει ο Ντάνιελ με τη σειρά του, διώχνοντας μια μαύρη μπούκλα από το μέτωπό του. «Πώς μπήκες μέσα;»
«Χτυπούσα κάμποση ώρα, όμως δεν με άκουγες. Αλλά με άκουσε η οικονόμος, και μου έδωσε το κλειδί για το διαμέρισμά σου. Είναι σχεδόν έντεκα και μισή, για να ξέρεις».
«Ορίστε; Γιατί δεν με ξύπνησες μόλις μπήκες;» ο Ντάνιελ αρχίζει να απελπίζεται μόλις σκέφτεται τον εαυτό του να κοιμάται, μάλλον άδοξα, σ' αυτή την παλιά πολυθρόνα.
«Δεν μπορούσα» απαντάει αυθόρμητα ο Έμπονι, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Κοιμόσουν πολύ χαριτωμένα για να σε ξυπνήσω» ένα ντροπαλό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του, και τα μάγουλά του ροδίζουν. Όταν ο Ντάνιελ δεν απαντάει –αποστομωμένος από την έκπληξη – καθαρίζει τον λαιμό του και συνεχίζει: «Χάσαμε την κράτησή μας στο εστιατόριο, όμως μπορούμε να περπατήσουμε ως το ποτάμι που είναι κοντά. Δεν θα είμαστε στο κέντρο του Τάμεση, ακριβώς στο Λονδίνο, όμως μπορεί να έχει πυροτεχνήματα».
Έκπληκτος ακόμη, ο Ντάνιελ συμφωνεί. Δεν του παίρνει ώρα να ντυθεί, οπότε σύντομα αποτυπώνει τα ίχνη του δίπλα στου Έμπονι επάνω στο φρεσκοστρωμένο χιόνι.
Είναι δώδεκα παρά πέντε όταν φτάνουν κοντά στους συγκεντρωμένους εργάτες σε μια από τις πλέον επικίνδυνες στροφές του ποταμού, που τώρα όμως μοιάζει ακίνδυνη κάτω από το λευκό χειμωνιάτικο πέπλο της. Οι άντρες είναι ντυμένοι με κοστούμια και οι γυναίκες με βραδινές τουαλέτες. Αν και έχουν μαζευτεί τουλάχιστον πενήντα άτομα, οι σαμπάνιες έχουν ήδη αρχίσει να ανοίγουν και να μοιράζονται στα φτηνά κύπελλα που κρατούν οι παρευρισκόμενοι στα παγωμένα χέρια τους.
Στέκονται παράμερα και τους κοιτάνε. Κανένας απ' τους δυο τους δεν είναι αρκετά καλά ντυμένος, ενώ φαίνεται από τα χέρια τους και μόνο πως δεν εργάζονται σε κάποια βιοτεχνία. Για την κοινωνία είναι ακόμη ανήλικοι, είναι ορφανά.
«Λοιπόν;» ρωτάει ο Έμπονι, σφίγγοντας επάνω του το παλτό του. «Ποια είναι τα σχέδιά σου για τον καινούριο χρόνο;»
Ο Ντάνιελ τον περιεργάζεται προσεκτικά. Ρουφάει κάθε λεπτομέρεια του όμορφου στενού προσώπου του, κάθε φακίδα, κάθε ξανθή βλεφαρίδα, κάθε σπίθα στα ωραία διαφορετικά του μάτια. Η καρδιά του χτυπάει γρηγορότερα όπως τον κοιτάζει, και νομίζει πως αισθάνεται το ένα χέρι του να τρέμει ελαφρά. Και το μόνο που μπορεί να σκεφτεί, είναι πως θα έκανε τα πάντα για να διώξει αυτόν τον Έιντεν μακριά του.
«Δεν έχω σχέδια» απαντάει στο τέλος, πιέζοντας τον εαυτό του να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω του, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ο Έμπονι τον κοιτάζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
«Εντάξει τότε, θα σε ρωτήσω ξανά αργότερα» απαντάει ήρεμα, και ο Ντάνιελ μπορεί να ακούσει το χαμόγελό του στη φωνή του.
Στρέφεται προς το μέρος του για να τον ρωτήσει ποια είναι τα δικά του σχέδια, όμως οι συγκεντρωμένοι στην χιονισμένη στροφή αρχίζουν εν χορώ να μετράνε αντίστροφα από το δέκα. Πριν καν το καταλάβει, οι καμπάνες του Αγίου Γεωργίου αρχίζουν να χτυπούν, καλωσορίζοντας το νέο έτος με το βροντερό μελωδικό τους κροτάλισμα. Απολύτως συγχρονισμένα, καμπαναριά από κάθε γωνία του Λονδίνου ενώνονται σε χορωδία, πνίγοντας έτσι τον κρότο των αδύναμων βεγγαλικών που απελευθερώνουν οι εργάτες από τη στροφή. Αν και μάλλον φτωχικό, το θέαμα μέσα στον ήχο απ' τις καμπάνες και το χιόνι είναι τουλάχιστον εκθαμβωτικό.
Νιώθει τον Έμπονι να μετατοπίζει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο, και γυρίζει για να σιγουρευτεί πως είναι εντάξει. Τα μάτια του σπιθίζουν με μια πυρετώδη λάμψη που δεν έχει αντικρίσει ξανά μέσα τους, σαν να ετοιμάζεται να δοκιμάσει κάτι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο. Και, πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε περισσότερο, μέσα στον σαματά από τα βεγγαλικά, τις καμπάνες και το νερό του φουσκωμένου ποταμού, ο Έμπονι γέρνει προς το μέρος του και σφραγίζει τα χείλη του με τα δικά του.
Το σώμα του παγώνει από την έκπληξη σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί να κινηθεί για να ανταποδώσει το φιλί. Και πριν προλάβει να κάνει μια προσπάθεια, άσχημες εικόνες βομβαρδίζουν το μυαλό του· η ασαφής εικόνα που έχει σχηματίσει για τον Έιντεν μέσω των όσων έχει ακούσει, ο Έμπονι να μιλάει ένθερμα γι' αυτόν...
Ακουμπάει τις παλάμες του στο στήθος του Έμπονι και τον απωθεί όσο πιο γλυκά μπορεί. Όταν τον κοιτάζει, τα διαφορετικά του μάτια είναι γεμάτα από έναν παράδοξο συνδυασμό έκπληξης και οδύνης.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρωτάει ο Ντάνιελ περισσότερο απαιτητικά απ' όσο θα προτιμούσε, με την καρδιά του να σπαρταράει μέσα στο στήθος του.
«Έκα... Έκανα τι;» τραυλίζει ο Έμπονι, που δείχνει τρομοκρατημένος. «Που σε φίλησα;»
«Ναι» ο Ντάνιελ είναι μπερδεμένος. «Το ξέρω ότι σου αρέσει εκείνος ο άλλος, ο Έιντεν».
Ο Έμπονι τώρα δείχνει να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση σύγχυσης.
«Τι εννοείς; Δεν είμαι ερωτευμένος με τον Έιντεν!»
«Συνεχώς γι' αυτόν μιλάς, συνεχώς εκείνον συναντάς, συνεχώς με αφήνεις για να βρεθείς μαζί του...»
Τα μάτια του Έμπονι σπιθίζουν, όμως συνολικά ηρεμεί. Ένα δειλό χαμόγελο αρχίζει να απλώνεται στα χείλη του.
«Προσπάθησα να σε κάνω να ζηλέψεις. Προσπάθησα να καταλάβω αν αισθάνεσαι κι εσύ ό,τι αισθάνομαι εγώ».
«Πρέπει να ξέρεις ότι προσπάθησες πάρα πολύ, με άγχωσες, με μαράζωσες».
Σταματάει να παραπονιέται γιατί προσέχει πως τα μάτια του Έμπονι έχουν αρχίσει να υγραίνουν. Κάθε ψήγμα αυτοπεποίθησης που του απέμενε από πριν έχει πια χαθεί, και φαίνεται έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Τα μαλλιά του ξεφεύγουν προς κάθε κατεύθυνση και τα μάγουλά του έχουν κοκκινίσει. Τον κοιτάζει σαν να είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει.
Απλώνει το χέρι του και διαγράφει το πρόσωπο του Ντάνιελ τρυφερά, από τους κροτάφους ως και το οστό της κλείδας του.
«Πώς θα μπορούσα να στρέψω την πλάτη μου σ' αυτά τα γκρίζα μάτια, σ' αυτές τις μαύρες μπούκλες, σ' αυτές τις υπέροχες γωνίες σου;» τα δάχτυλά του σκαλώνουν για λίγο στο οστό της γνάθου του και στα ζυγωματικά του. Χαμογελάει ονειροπόλα, έπειτα όμως κουνάει το κεφάλι του και συγκροτείται. «Γνώρισα τον Έιντεν μόνο και μόνο για να έχω τη δυνατότητα να εμπιστεύομαι κάποιον κι εκτός οικοτροφείου. Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί του, Ντάνιελ. Δεν μου αρέσει καν».
Κοιτάζονται για λίγο προσπαθώντας να διαβάσουν ο ένας τον άλλο, όμως δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα. Ο Έμπονι γέρνει ξανά προς το μέρος του, και ο Ντάνιελ παίρνει εκείνος την πρωτοβουλία να ενώσει τα χείλη τους αυτή τη φορά. Όπως οι γλώσσες τους εξερευνούν η μια την άλλη με τα δόντια τους να αγγίζονται απαλά, αισθάνεται τα κομμάτια του να επιστρέφουν ένα ένα στην αρχική τους θέση. Νιώθει πως αυτό που συμβαίνει, αυτό που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ίδιο και τον Έμπονι, είναι από κάθε άποψη σωστό. Δεν είναι αφύσικο, δεν είναι λάθος όπως πιστεύουν όλοι. Είναι απλώς ένα υπέροχο, αναπάντεχο δώρο.
Ο Έμπονι σπάει το φιλί τους και κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια του Ντάνιελ.
Εκείνος ανταποδίδει το βλέμμα, και σε λίγο χαμογελούν – έως και ελαφρώς χαχανίζουν – χωρίς να τους νοιάζει ποιος τους βλέπει ή ποιος τους ακούει. Ο Έμπονι πλέκει τα δάχτυλά του ανάμεσα στις μαύρες μπούκλες του Ντάνιελ και τον κοιτάζει σοβαρά.
«Κανένα σχέδιο για το νέο έτος;» ρωτάει μ' ένα μειδίαμα.
«Να κάνω αυτό δικό μου» απαντάει ο Ντάνιελ, πιέζοντας την παλάμη του στο στήθος του Έμπονι, ακριβώς επάνω από την καρδιά του.
Ο Έμπονι χαμογελάει, τυλίγει τα χέρια του γύρω από τον Ντάνιελ και τον περιμένει να ανταποδώσει την αγκαλιά. Έπειτα απιθώνει ένα γλυκό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού του, ανάμεσα στις εβένινες μπούκλες του.
«Είναι ήδη δική σου, Ντάνιελ» ψιθυρίζει. «Θα πρέπει να βρεις κάτι άλλο.
Χαρούμενο 1912».
******
Η Έρση Λάβαρη όταν δεν εκπονεί τα ανακτορικά της καθήκοντα ως Βασίλισσα, της αρέσει πολύ να ασχολείται με την αρχαία Αίγυπτο και την αστυνομική λογοτεχνία :Ρ
Έχει εκδώσει δύο βιβλία. Το αγαπημένο μας από το προφίλ της εδώ στο Wattpad, "Η εποχή του κυνηγιού" από τις πρότυπες εκδόσεις Πηγή και το νέο της βιβλίο "Η κόκκινη βασίλισσα" που παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Εντύποις.
Οι πρωταγωνιστές αυτού του διηγήματος είναι από την ιστορία "Αιωνιότητα : Οι συλλέκτες των νεκρών"την οποία μπορείτε να βρείτε μαζί με άλλες καταπληκτικές ιστορίες στο προφίλ της @BlomkvistM97
{Αυτή την στιγμή διενεργείται ένας διαγωνισμός στο Facebook με έπαθλο τα δύο της βιβλία αλλά και από μία κούπα με τους ήρωες!!! Μπορείτε να βρείτε τον διαγωνισμό στην σελίδα "Ερση Λάβαρη" στο Facebook. Θα προσθέσουμε και το λινκ στα σχόλια}
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top