Η μαγεία των Χριστουγέννων -pennysomer

Η παιδική ψυχή με την φαντασία που την διακατέχει συναρπάζεται από την μαγεία των Χριστουγέννων. Μεγαλώνοντας όμως αυτή η μαγεία σιγά σιγά εξασθενεί και χάνεται.Οι άνθρωποι πνιγμένοι στην καθημερινότητα και τα προβλήματα τους δεν δίνουν χώρο στο μυαλό τους να πιστέψει το αδιανόητο.
Αυτό συνέβη και μ' εμένα.Η επαγγελματική μου καταξίωση με είχε απορροφήσει τόσο πολύ που η μέρα των Χριστουγέννων δεν διέφερε καθόλου από οποιαδήποτε άλλη μέρα.Μέχρι φέτος τα Χριστούγεννα που όλα άλλαξαν.
Με λένε Αλίσια και η ιστορία που θα σας πω είναι πέρα ως πέρα αληθινή όσο απίστευτη κι αν ακούγεται.
Ας τα πάρω όμως απ' την αρχή. Από μικρή, η ζωή μου δεν ήταν εύκολη, δεν είχα αυτό που λένε ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια.
Με έναν πατέρα εξαφανισμένο που τις ελάχιστες φορές που γυρνούσε σπίτι ήταν για να ζητήσει δανεικά και μια μητέρα συνεχώς στον κόσμο της λόγω του ποτού και της κατάθλιψης,αναγκάστηκα να μεγαλώσω πρίν την ώρα μου.Οταν τ' αλλά παιδιά έπερναν δώρα από τον Αϊ Βασίλη,εγώ αναρωτιομουν τι λάθος έχω κάνει και δεν έχω λάβει ποτέ ούτε ένα δώρο.
Στην πορεία δούλευα και σπούδαζα συγχρόνως.
Και να με τώρα στα είκοσι οχτώ μου πετυχημένη δημοσιογράφος σε μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό και με μια άνετη αλλά συναισθηματικα φτωχή ζωή.

Ολα άλλαξαν την παραμονή των Χριστουγέννων.
Είχα μείνει ως αργά στην δουλειά για να ετοιμασω τα θέματα της 
επόμενης εκπομπής.Είχα χρόνο να το κάνω και τις επόμενες μέρες, αλλά δεν ήθελα να γυρίσω σ' ένα άδειο σπίτι.
Κοίταξα το ρολόι μου,είχε πάει δέκα η ώρα. Οι συναδελφοί είχαν φύγει από νωρίς για να ετοιμαστούν για το αποψινο ρεβεγιόν. Είχα κι εγώ πρόσκληση αλλά νοιώθω άβολα σε τέτοιες συγκεντρώσεις.Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια της βοηθού μου,της Νάντια "δεν ξέρεις να διασκεδάζεις",όταν της ανακοίνωσα οτι εγώ δεν πρόκειται να πάω στο ρεβεγιόν. Είχε δίκιο αλλά φταίει ότι δεν έμαθα ποτέ, δεν είχα τον χρόνο να μάθω.
Εκλεισα τον φάκελο που είχα μπροστά μου,έσβησα τον υπολογιστή και σηκώθηκα με βαριά βήματα για να επιστρέψω σπίτι μου.
Βγήκα έξω απ' το κτίριο, οι δρόμοι στολισμένοι με χιλιάδες πολύχρωμα λαμπάκια σε διάφορα σχήματα. 
Η ματιά μου έπεσε σ' ένα τεράστιο Αγιο Βασίλη που κοσμούσε την βιτρίνα ενός καταστήματος. Κάθησα λίγη ώρα και τον χαζευα.
" Αν υπήρχες θα ήθελα να μου έπαιρνες αυτό το συναίσθημα της μοναξιάς που υπάρχει μέσα μου"μονολογησα με θλίψη.
Καθώς γύρισα για να ξεκινήσω, ένας νεαρός έπεσε απότομα πάνω μου,με αποτέλεσμα να βρεθούμε και οι δύο στο έδαφος.
Ημουν έτοιμη να τον κατσαδιασω ,όταν πρόσεξα οτι στο κεφάλι του υπήρχε αίμα.
"Είσαι καλά;" τον ρώτησα ψελλιζοντας.
"Ναι" μου απάντησε και μ' έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο.
"Το κεφάλι σου αιμορραγεί, έχεις κτυπήσει" του είπα λες και απευθυνομουν σε κανένα παιδάκι που δεν καταλαβαίνει την σοβαρότητα της κατάστασης.
"Αλήθεια;" μου είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πληγή. Το χέρι του γέμισε αίμα, το κοίταξε και έκανε έναν μορφασμο.
"Μάλλον έχω όντως κτυπήσει" μου είπε με παιδική αθωότητα.
"Θέλεις να πάμε στο νοσοκομείο;" του πρότεινα κοιτώντας τον στα μάτια.
"Οχι,δεν χρειάζεται, δεν είναι τίποτα" μου είπε σοβαρά.
"Τουλάχιστον,έλα να πάμε σπίτι μου,να περιποιηθούμε λίγο την πληγή, εδώ δίπλα είναι" του είπα διστακτικά.
Δεν ξέρω πως μου ήρθε να του προτείνω κάτι τέτοιο. Συνήθως δεν είμαι τόσο παρορμητική, αλλά αυτός ο άνδρας με έκανε να νοιωθω κάτι οικείο.
"Ισως φταίει που είναι τόσο κούκλος" μου ψιθύρισε μια φωνουλα μες στο μυαλό μου.Την αγνόησα,σκεπτόμενη οτι το κάνω από καθαρά ανθρώπινο ενδιαφέρον.Περίμενα την απάντηση του,που δεν άργησε να 'ρθει.
"Αν δεν σου είναι κόπος" τον άκουσα να μου λέει σιγανα.
Προχώρησα αργά μπροστά,ενώ κάθε τόσο γυρνούσα πίσω για να δω αν μ' ακολουθεί.
"Είμαι καλά, μην ανησυχείς"μου είπε χαμογελώντας.
Φτάσαμε στο σπίτι και τον παρότρυνα να καθίσει στον καναπέ, ενω εγώ πήγα να φέρω το κουτί πρώτων βοηθειών.
Οταν γύρισα κοντά του τον βρήκα να παρατηρεί τον χώρο. Γύρισε και με κοίταξε με παράπονο.
" Το σπίτι σου δεν έχει χριστουγενιατικη διακόσμηση"μου είπε θλιμμένα.
"Ναι...το θεώρησα περιττό" του απάντησα κοφτά.
"Αυτό σε λίγο θ' αλλάξει" ψιθύρισε με σιγουριά.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά δεν είχα και καμία διάθεση να ρωτησω.
Ανοιξα το κουτί και πήρα το βαμβάκι και το οξυζενέ.
"Αυτό μπορεί να τσουξει λίγο" του είπα.
"Αντεχω" ηταν το μόνο που μου απάντησε.
Του καθάρισα την πληγή απ' το αίμα,του έβαλα ιώδιο και την κάλυψα με γάζα.
"Είσαι έτοιμος,ευτυχώς δεν είναι βαθύ το κτύπημα" του είπα ενώ τοποθετούσα τα πράγματα πάλι μες στο κουτί. Τότε ένοιωσα το χέρι του πάνω στο δικό μου.Μ' ένα απαλό άγγιγμα στην αρχή,ενώ τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν γύρω απ' τα δικά μου τραβώντας το χέρι μου προς το μέρος του.Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα τα μάτια του που με κοιτούσαν με έναν γλυκό τρόπο.
"Σ' ευχαριστώ... έχεις τόσο αγνή καρδιά, είναι κρίμα να την κρατας φυλακισμένη" μου είπε αργά,προφέροντας τις λέξεις μια μια.
Δεν ήξερα τι να του απαντήσω κι έτσι έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαμένη.
"Θέλεις να πιείς κάτι;" τον ρώτησα αφού συνηρθα.
"Ναι,αμε" μου είπε μ' ένα αθώο τρόπο.
Αυτός ο άνδρας είναι σαν μικρό παιδί, σκέφτηκα,και τότε συνηδητοποιησα οτι δεν έχουμε συστηθεί ακόμα.
"Παρεμπιπτόντως, με λένε Αλίσια" του συστήθηκα δίνοντας του το χέρι.
Εκείνος το έσφιξε απαλά. Αυτή η κίνηση του μου δημιούργησε ένα ζεστό συναίσθημα.
"Λούκ" μου είπε, ενώ κρατούσε ακόμα το χέρι μου.
Το τράβηξα δειλά και χαμογέλασα αμήχανα.
"Καφέ ή αναψυκτικό;"
"Αναψυκτικό, οτι να 'ναι" μου είπε προλαβαίνοντας την επόμενη μου ερώτηση.
Πήγα στην κουζίνα και γυρνώντας...έμεινα μ' ανοικτό το στόμα.
Το σαλόνι μου είχε αλλάξει τελείως. Ενα τεράστιο στολισμένο δέντρο δέσποζε σε μια γωνία, ενώ πολύχρωμα φωτάκια στόλιζαν τους τοίχους του.
Ηταν μαγευτικό το θέαμα αλλά συγχρόνως τόσο παράξενο.
"Τι είναι αυτό;" τον ρώτησα σαστισμενη.
"Η μαγεία των Χριστουγέννων!" μου απάντησε μ' ενθουσιασμό.
"Με δουλεύεις;" τον ρώτησα με θυμό.
"Ανοιξε την καρδιά σου,Αλίσια, κοιτά γύρω σου,...η μαγεία υπάρχει.Πίστεψε με!" μου είπε σοβαρά.
Δεν ήξερα τι να πιστέψω, δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό που έβλεπα και αυτό με τρελλαινε.
Τότε αυτός μ' έπιασε απ' το χέρι και με 'βγάλε στο μπαλκόνι.
"Κοιτά στον ουρανό, τι βλέπεις;" με ρώτησε με περίεργο ύφος.
Τον κοίταξα παραξενεμενη,και ύστερα σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό.
Θεέ μου,έχω αρχίσει να τα χάνω; Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που βλέπω, σκεφτόμουν σαστισμενη.
"Πες μου,τι ειδες;" τον άκουσα να με ρωτάει με προσμονή.
"Είδα...τον...Αγιο Βασίλη" του είπα ψελλιζοντας.
"Δεν μπορεί να είναι αλήθεια" συμπλήρωσα σιγανα.
Ο Λουκ με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σαν να προσπαθούσε να διαβάσει την ψυχή μου.
"Είναι, πίστεψε το!Τόσα χρόνια η ζωή ηταν δύσκολη αλλά φέτος είναι η σειρά σου να πάρεις το δώρο που ζήτησες" μου είπε με χαρά.
Πως ήξερε το παρελθόν μου;Πως...,χιλιάδες ερωτήματα μες στο μυαλό μου,μες στο κολλημένο μου μυαλό.
"Ποιός είσαι; Τι είσαι;" τον ρώτησα με ένταση.
Αυτός έμεινε για λίγο σκεφτικός, ύστερα σήκωσε το κεφάλι αποφασιστικά.
"Είμαι το δώρο σου και...είμαι ξωτικό" μου απάντησε διστακτικά.
Το πράγμα όσο πήγαινε γινόταν και πιο παράξενο.
"Ονειρεύομαι,ναι αυτό είναι" μονολογουσα σαν χαμένη.
Τότε τελείως ξαφνικά εκείνος με πλησίασε αγκαλιάζοντας με.Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά μου.
Με φιλούσε!Το φιλί του ζεστό και απαλό. Μου δημιουργούσε ένα ανεξήγητο συναίσθημα.
Τραβήχτηκα μακριά του,παίρνοντας βαθιές ανάσες.
"Τι κάνεις;" του είπα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
"Με συγχωρείς" ψέλλισε.
Η ατμόσφαιρα μεταξύ μας έγινε τρομερά αμήχανη.
"Ξέρω τα πάντα για σένα, ήμουν ερωτευμένος μαζί σου πριν καν σε γνωρίσω"τον άκουσα να μου λέει με αργά αλλά σταθερά λόγια.
Τον άκουγα σαν υπνωτισμενη,δίχως να μπορώ ν' αρθρώσω λέξη.
Αυτός θεωρεισαι την σιωπή μου ως απόρριψη.
" Καλύτερα να φύγω "μου είπε με θλιμμένο ύφος.
Πριν προλάβω να μιλήσω τον είδα να με προσπερνάει και να κατευθύνεται προς την εξώπορτα.
Μα τι κάνω,σκέφτηκα,όλη μου η ζωή ήταν μοναχική, δεν άφηνα κανέναν να μπεί μες στην καρδιά μου και τι κατάφερα; Να είμαι μόνη μου και δυστυχισμένη.
Αυτός ο άνδρας...ξωτικό άγγιξε την ψυχή μου.Πονουσα στην ιδέα οτι δεν θα τον ξαναδώ!
Ετρεξα για να τον προλάβω, αλλά ήταν ήδη αργά.
Βγήκα απ' το σπίτι και κοίταξα με λαχτάρα δεξιά και αριστερά τον δρόμο.Δεν φαινόταν πουθενά. 
Η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια.Τον είχα χάσει οριστικά.
Μπήκα ξανά μες στο σπίτι με τσακισμένα βήματα.

Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν και σωριαστηκα στον καναπέ.
Πως ένοιωθα τόση θλίψη για κάποιον που γνώριζα λιγότερο από μια ώρα;

Η επόμενη μέρα πέρασε χωρίς να έχω νέα του...και η μεθεπόμενη... μια εβδομάδα είχε περάσει κι ακόμα τίποτα. Ημουν πεπεισμένη τώρα πιά οτι δεν ήθελε να με ξαναδεί!
Οι συνάδελφοι μου είχαν παρατηρήσει την κακοκεφη διάθεση μου.
"Αλίσια, θα 'ρθεις στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι σήμερα" άκουσα την Νάντια να μου λέει μ' ενθουσιασμό.
"Οχι,δεν έχω διάθεση" της απάντησα κοφτά.
Εκείνη αναστεναξε,κάνοντας έναν μορφασμο απογοήτευσης.
"Αμάν πιά, βρε Αλίσια, είσαι σπίτι γραφείο, γραφείο σπίτι, δεν βαρέθηκες αυτή την μονότονη ζωή;" μου είπε αγανακτισμένη.
Δεν της απάντησα,παρά μόνο την κοιτούσα λυπημένη.
"Ακουσέ με,έλα απόψε,θα περάσουμε καλά,θα το δεις.Είναι κρίμα να μείνεις μόνη σου πρωτοχρονιάτικα" με παρότρυνε με θέρμη.
"Θα δούμε" ήταν το μόνο που της απάντησα.

Εφυγα από την δουλειά νωρίς το απόγευμα. Γύρισα στο άδειο μου σπίτι και ένα συναίσθημα θλίψης φώλιασε αμέσως στην καρδιά μου.
Ηρθε το βράδυ κι εγώ ήμουν μπροστά στην τηλεόραση με την φόρμα και ένα κουτί ποπ κορν.
Ξαφνικά κτύπησε το κινητό μου.Ηταν η Νάντια.Το σήκωσα ακεφα.
"Είμαι από κάτω και σε περιμένω στ' αμάξι. Ντυσου και έλα" την άκουσα να μου λέει σαν διαταγή.
"Ξέρεις εγώ δεν..." ξεκίνησα να της λέω.
"Δεν δέχομαι αντιρρήσεις, σε μισή ώρα να είσαι κάτω" με διέκοψε.
Και πριν προλάβω να της πω τίποτα άλλο, μου ' κλεισε το τηλέφωνο.
Νευριασα προς στιγμήν που αποφάσιζε για μένα, αλλά ήξερα πως το έκανε από ενδιαφέρον.
Ετοιμάστηκα απρόθυμα και κατέβηκα κάτω.

Η αίθουσα του πάρτι ήταν γεμάτη κόσμο.Οι χαιρετισμοί και οι ευχές που δέχτηκα ήταν πολλές,όπως και τα έκπληκτα βλέμματα. Ενοιωθα λίγο άβολα, αλλά δεν τους αδικουσα,πέντε χρόνια που είμαι στον σταθμό μόνο στην δουλειά με είχαν δεί.
Καθώς περνούσε η ώρα το κέφι των υπόλοιπων ήταν στο ζενιθ του.Εγώ απλά καθόμουν και παρακολουθούσα τους άλλους που χορευα,διασκέδαζαν και φλέρταραν.
Περιτριγυρίζομουν από κόσμο, όμως μέσα μου ένοιωθα τόσο μόνη.
Ημουν έτοιμη να φύγω, όταν ξαφνικά πίσω μου άκουσα μια γνώριμη φωνή.
"Χορεύετε ωραία μου δεσποινίς;"
Γύρισα έκπληκτη.Ηταν αυτός!
Νόμιζα οτι ονειρεύομαι.
"Λουκ,δεν ξέρεις πόσο μου 'λειψες!" του είπα με δάκρυα στα μάτια και έπεσα στην αγκαλιά του.
"Κι εμένα" μου είπε με μια δόση πόνου στην φωνή του.
"Μην ξανά φύγεις ποτέ. Δεν με νοιάζει ποιός είσαι...δεν με νοιάζει τι είσαι...σε θέλω στην ζωή μου,μην με ξαναφησεις" του είπα με πάθος.
Εκείνος με κοίταξε με λατρεία στα μάτια και με φίλησε.
Τα χείλη του ήταν τόσο γλυκά, δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ αυτό το φιλί.
"Ηρθα για να μείνω" τον άκουσα να μου ψιθυρίζει μες στα χείλη.
Το πρόσωπο μου έλαμπε από χαρά.
Ξαφνικά η βραδιά απέκτησε ενδιαφέρον.
Η καινούργια χρονιά με βρήκε μες στην αγκαλιά του Λουκ και με την καρδιά μου γεμάτη αγάπη.

Δεν ξέρω αν πιστεύετε την ιστορία μου ή όχι, πάντως αυτό που θα 'θελα να θυμάστε είναι ότι αν έχετε την καρδιά σας ανοιχτή τότε το θαύμα των Χριστουγέννων μπορεί να συμβεί και σε σας!

******

Θέμα : Ερωτεύτηκα ένα ξωτικό

Από την @pennysomer

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top