1st Place: Η συνταγή των Χριστουγέννων - Maria_ba
Πέρασες μπροστά από ένα εστιατόριο την βραδιά των Χριστουγέννων και παρατηρήσες τους ανθρώπους μέσα σε αυτό να χαμογελάνε καθώς ανταλλάζουν γλυκές κουβέντες με την μπουκιά ακόμα στο στόμα, είχες ζηλέψει λίγο εκείνο το ζευγάρι που είχαν ακόμη άχνη επάνω στα χείλι τους από τους κουραμπιέδες καθώς δίνανε ένα βιαστικό φιλί γεμάτο αγάπη. Ξεχώρισες αμέσως εκείνη την μεγάλη οικογένεια που έκανε μάζωξη στην γωνία και γέμιζε όλο το μαγαζί με φωνές. Όπως και εκείνο το μικρό κοριτσάκι που έτρεχε ανάμεσα στα τραπέζια παίρνοντας κρυφά από ξένους τα γλυκίσματα τους. Ήξερες πως δεν ήταν σωστό αλλά δεν ήθελες να το πεις πουθενά γιατί το θεωρούσες πολύ γλυκό που καθόταν κάτω από το τραπέζι για να τα φάει χωρίς να την βλέπει κανείς. Δεν μίλησες και απλώς την χάζευες ώσπου πλέον έλειπαν όλα τα γλυκά από τα τραπέζια. Ο κόσμος έκανε παράπονα για αυτό αλλά εσύ παρέμεινες σιωπηλός με ένα χαμόγελο να κρέμεται από τα χείλι σου ενώ εκείνη κοκκίνιζε από ντροπή και άγχος μήπως κάποιος την είχε δει.
Τώρα απέκτησες το δικό σου εστιατόριο και δεν κοιτάς την βιτρίνα πλέον. Βρίσκεσαι πίσω στην κουζίνα σου και ιδρώνεις επάνω από τα πιάτα σου καθώς τρέχεις να προλάβεις όλες τις παραγγελίες. Θέλεις απελπισμένα να ευχαριστήσεις τον κόσμο και δεν αντιλαμβάνεσαι πόσο κουρασμένος δείχνεις όταν κλειδώνεις το μαγαζί. Σε έχω δει να βαδίζεις με βήματα σταθερά που τρυπάνε το έδαφος ώσπου να φτάσεις στο αυτοκίνητο σου. Κάθεσαι για λίγο μέσα και αφήνεις την μηχανή να ζεσταθεί. Το βλέμμα σου χάνεται σε κάποια ανάμνηση και αφήνεις μόνο το σώμα σου να ξεκουραστεί. Με το ζόρι βάζεις μπρος προς το σπίτι σου και έπειτα επιστρέφεις το πρωί ώστε να επαναλάβεις τα ίδια μα δεν το κάνεις με αγάπη. Κάποτε το έκανες αλλά όχι πλέον. Δεν γνωρίζω το γιατί αλλά δεν έχει σημασία. Ότι και αν έχει συμβεί είναι παρελθόν, εσύ υπάρχεις στο τώρα. Ακόμα να το μάθεις αυτό;
Ο Κυριάκος κράτησε αυτό το γράμμα από την άγνωστη κοπέλα σφιχτά στην παλάμη του. Είχε τσαλακωθεί λίγο από τις τόσες φορές που το δίπλωσε και το ξεδίπλωσε για να το ξανά διαβάσει. Δεν πίστευε στα μάτια του όταν το έλαβε. Του φαινόταν κοσμικά αδύνατον πως του συνέβαινε κάτι τέτοιο και ολίγον παράλογο.
Θυμόταν πολύ καλά το κοριτσάκι που περιέγραφε. Του είχε φανεί τόσο αστείο όταν την είχε δει. Έτρεχε ανάμεσα στον κόσμο σαν τρελή με την χούφτα της γεμάτη από γλυκά και ήταν τόσο εμφανές που απορούσε που δεν την είχε προσέξει κανένας άλλος. Ήταν περίπου στα δεκατρία αλλά μικροκαμωμένη. Εκείνος τότε ήταν δεκαέξι, μόλις στην εφηβεία και είχε πάει να δειπνίσει με την πατέρα του για τα Χριστούγεννα. Ήταν η ημέρα που ένιωθε χαμένος και θλιμμένος μα εκείνο το κοριτσάκι τον βοήθησε να πάρει την μεγαλύτερη απόφαση στην ζωή του. Όταν είδε την ευχαρίστηση στα μάτια της καθώς το πρόσωπο της γέμιζε με σοκολάτα ένιωσε μια ακαταμάχητη ανάγκη να τρέξει στην κουζίνα ώστε να τις φτιάξει κι άλλα. Δεν το έκανε όμως. Παρόλα αυτά μόλις αποφοίτησε ξεκίνησε να σπουδάζει σε μια σχολή ζαχαροπλαστικής και έπειτα έβγαλε το πτυχίο του ως μάγειρας. Είχε ξεχάσει για λίγο ότι εκείνη ευθυνόταν για το που είχε φτάσει. Πλέον ιδιοκτήτης του δικού του εστιατόριου με μεγάλη επιτυχία στον χώρο δεν είχε χρόνο να θυμάται κάτι άλλο πέρα από συνταγές και αριθμούς. Η ζωή που είχε χτίσει τον πίεζε και μέρα με την μέρα έχανε το κίνητρο του για να πάει να ανοίξει το μαγαζί.
Αυτό το πρωινό τον Χριστουγέννων όμως όταν άνοιξε το κουτάκι της αλληλογραφίας του και μέσα δεν υπήρχαν μόνο λογαριασμοί είχε ενθουσιαστεί. Άνοιξε απρόσεκτα τον φάκελο και όλα γύρο του γέμισαν φως με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό. Για πρώτη φορά ένιωσε την μαγεία των Χριστουγέννων να ανθίζει μέσα του και πήγε με όρεξη να ξεκινήσει τις ετοιμασίες.
Οι υπάλληλοι δεν είχαν φτάσει καν στο μαγαζί και βρισκόταν μόνος του πίσω στην κουζίνα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και το στομάχι του είχε σφιχτεί. Δεν είχε φάει απολύτως τίποτα όμως δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Έπρεπε να έχει τα πάντα στην εντέλεια σήμερα και να έβρισκε το κορίτσι να το ευχαριστήσει.
«Κυριάκο;» Η αδερφή του μπήκε μέσα στο εστιατόριο ανήσυχα και τον βρήκε να κάθεται επάνω σε ένα άβολο σκαμπό με το γράμμα ακόμη στα χέρια του. Εκείνος το έκρυψε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού του ενώ εκείνη αφαιρούσε το μπουφάν της. «Πόση ώρα βρίσκεσαι εδώ;» τον ρώτησε και πήρε μια θέση κοντά του.
Η Φανή ήταν πάντα κοντά του και προσπαθούσε να του ανεβάζει το ηθικό αλλά εκείνος κρατούσε από μικρός μια απόμακρη στάση απέναντι της. Δεν ήθελε να της φορτώνει τα προβλήματα του και ούτε ήταν υπόχρεη να ασχολείται με τα δικά του. Είχε και εκείνη μια ζωή που ξεχείλιζε από υποχρεώσεις. Μόλις εικοσιπέντε και η κόρη της ήταν ήδη οχτώ ετών. Χωρίς κάποιον άνδρα δίπλα της είχε να αναλάβει πολλούς ρόλους και το να παίζει την μεγάλη αδερφή στον Κυριάκο τον έκανε να αισθάνεται βάρος.
«Αρκετή. Ξύπνησα με κέφι αυτά τα Χριστούγεννα και είπα να ετοιμάσω λίγο μερικά πράγματα μόνος μου» δικαιολογήθηκε με μια δόση αλήθειας. Είχε φτιάξει πάνω από 500 γλυκίσματα τα οποία ναι μεν προορίζονταν για όλο τον κόσμο αλλά ήθελε να είναι βέβαιος πως όλα θα ήταν υπέροχα ώστε όποιο κι αν έπαιρνε η κοπέλα να της έφερνε στην μνήμη της εκείνα πριν από δέκα χρόνια.
«Α, μπα... Να και κάτι καινούριο! Μακάρι να σου μείνει, σου πάει το χαμόγελο» Τσιμπάει το μάγουλο του και πηγαίνει να ξεκινήσει τις ετοιμασίες χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση από εκείνον.
Ο Κυριάκος βυθίστηκε για ακόμη μια φορά στις σκέψεις του αλλά αυτή την φορά ήταν πιο σκοτεινές. Φοβήθηκε πως ίσως η κοπέλα να μην εμφανιζόταν και μόνο στην σκέψη γινόταν νευρικός. Ήθελε τόσο πολύ να δει πόσο είχε αλλάξει αλλά περισσότερο αναζητούσε εκείνο το κάτι που τον γέμισε όπως τίποτα άλλο, εκείνο που είχε ξεθωριάσει τώρα ποια μετά από τόσα που έγιναν στην ζωή του. Ίσως εάν την έβλεπε να έβρισκε τι ήταν ακριβώς. Συνεχώς ήταν λες και του έλειπε ένα υλικό ώστε να τελειοποιήσει την συνταγή της ζωής του μα δεν το έβρισκε πουθενά. Μπορεί να ήταν καλός στην κουζίνα μα δεν ήταν ποτέ καλός έξω από αυτήν. Είχε την τάση να τα κάνει όλα μαντάρα και για αυτό αφοσιώθηκε σε εκείνο που ήξερε ότι μπορούσε να κάνει σωστά. Δεν ήταν αρκετό όμως... Πάντα κάτι έλειπε.. Εκείνο το συστατικό που μόνο η κοπέλα ήξερε να ονομάσει.
Η ώρα πέρασε βασανιστικά μέχρι να ανοίξει την μπροστινή πόρτα του μαγαζιού. Γύρισε το κλειδί και άφησε τον κρύο αέρα να μπει μέσα. Ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί απέξω και περίμενε για να δηλώσει το όνομα του στην υποδοχή. Όλα τα τραπέζια ήταν υπό κράτηση και ο Κυριάκος δεν μπόρεσε να αντισταθεί να μην ρωτήσει.
«Υπάρχει μήπως κάποια κοπέλα που έκανε κράτηση μόνη της; Μπορείς να τσεκάρει λίγο;» ρώτησε την Νένα και εκείνη του έγνεψε καταφατικά τσεκάροντας την λίστα στον υπολογιστή. Ήταν έτοιμος να χώσει το κεφάλι του μέσα στην οθόνη ώστε να δει από μόνος του αλλά παρέμεινε στην θέση του βράζοντας από μέσα του.
Η Νένα γύρισε προς το μέρος του και όταν πήγε να σχηματίσει εκείνη την μικρή λεξούλα που θα τα κατέστρεφε όλα ο Κυριάκος ήδη είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια του.
«Όχι, κ. Κυριάκο, λυπάμαι μα δεν βλέπω πουθενά κάποια κράτηση με μόνο ένα άτομο»
Κρέμασε τα μούτρα του έως το πάτωμα και χωρίς να πει λέξη αποσύρθηκε πίσω στην κουζίνα του. Για να ξεχαστεί συνέχισε να φτιάχνει γλυκίσματα ακόμα και αν είχε γεμίσει όλος ο πάγκος. Ξαφνιάστηκε όταν πήγε να φέρει την επόμενη φουρνιά και ήταν άδειος.
«Που πήγαν τα γλυκά;» ρώτησε τον πρώτο σερβιτόρο που βρέθηκε μπροστά του.
«Ο κόσμος ζητάει και άλλα συνεχώς. Έχουν ξετρελαθεί με όλα!» του αποκρίνεται εκείνος με ένα χαμόγελο. Στο χέρι του κρατάει έναν δίσκο γεμάτα από αυτά.
Ο Κυριάκος άφησε εκείνα που είχε ήδη ετοιμάσει επάνω και έτρεξε ώστε να κάνει περισσότερα. Είχε να νιώσει τόσο χαρούμενος από δημιούργημα του από όταν ακόμα πήγαινε στην σχολή. Έφτιαχνε με τόση μανία κάθε είδους γλυκό που περνούσε από το μυαλό του που σχεδόν είχε ξεχάσει την κοπέλα ώσπου τα φώτα έσβησαν και το μαγαζί έκλεινε τις πόρτες. Τότε τον χτύπησε ξανά στο στήθος εκείνο το απόλυτο κενό που στοίχειωνε κάθε κίνηση του. Τους έδιωξε όλους και ζήτησε να τον αφήσουν μόνο του για λίγο. Η αδερφή του επέμενε να έρθει μαζί της σε ένα πάρτι μα εκείνος δεν είχε καμία απολύτως όρεξη για κάτι τέτοιο. Ήθελε απλώς να μείνει μόνος του με τις νεκρές του ελπίδες για συντροφιά.
Αφού όλοι έφυγαν κάθισε στον υπολογιστή όπου ήταν αποθηκευμένες οι κρατήσεις να ρίξει μια τελευταία ματιά στα ονόματα. Τότε το είδε, ένα μικρό κομμάτι χαρτί ήταν διακριτικά τοποθετημένο στην κουζίνα του γραφείου.
Γιατί δεν κοίταξες κάτω από το τραπέζι; Ποιος νομίζεις ότι τους έτρωγε τα γλυκά και ζητούσαν καινούρια;
Χαμογέλασε και σηκώθηκε σαν τρελός από την θέση του αφήνοντας την καρέκλα να στριφογυρίζει ακόμα από πίσω του ενώ εκείνος κοιτούσε ένα-ένα τα τραπέζια από κάτω. Η δεύτερη απογοήτευση όταν δεν βρήκε κανέναν κάτω από αυτά τον χτύπησε ακόμα πιο βαριά.
Μα, γιατί να παίξει τόσο πολύ μαζί του; Δεν μπορούσε απλώς να εμφανιστεί να μιλήσουν; Ερωτήματα που δεν μπορούσε να απαντήσει με τίποτα και απλώς στεκόταν όρθιος καθώς τον έτρωγαν.
Αφού εκείνη δεν είχε σκοπό να έρθει σε αυτόν θα έβρισκε εκείνος τον τρόπο. Άρπαξε το παλτό του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, κλείδωσε το μαγαζί κι στάθηκε απέξω.
«Όπου και αν είσαι ελπίζω να ακούσεις αυτό που έχω να σου πω. Νιώθω σαν ατελής συνταγή και για κάποιον λόγο πιστεύω πως είσαι το μυστικό συστατικό. Θέλω απλώς να σε δω... Άσε με να σε δω... Σε ικετεύω... Δεν έχω θελήσει ποτέ τίποτα περισσότερο στην ζωή μου» Η φωνή του έσπαγε στο τέλος κάθε πρότασης και η ανάσα του ήταν γρήγορη. Τα μάτια του έτσουζαν μα δεν ήταν από το κρύο. Ο Κυριάκος ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα στο κενό.
Αυτό είναι τρέλα, σκέφτηκε όταν η πραγματικότητα τον χτύπησε κατακούτελα. Την στιγμή που πήγε να ανοίξει το αυτοκίνητο του ένα ακόμα βράδυ με απελπισία την άκουσε. Φώναξε το όνομα του από την απέναντι μεριά του δρόμου και εκείνος γύρισε αμέσως στο κάλεσμα της.
Μπορεί να μην ήταν όπως την θυμόταν αλλά τα πράσινα μεγάλα μάτια της έλαμπαν το ίδιο μέσα στο σκοτάδι του δρόμου. Τα σγουρά μαλλιά της είχαν πέσει επάνω στο πρόσωπο της χάρης του αέρα και εκείνη προσπαθούσε να τα κάνει πέρα ώστε να τον κοιτάξει κατάματα. Γέλασε λίγο με τον τρόπο που παιδευόταν αλλά ύστερα βημάτισε ως το μέρος της με απόλυτη σοβαρότητα.
Όταν βρέθηκαν σε απόσταση αναπνοής εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω κάπως φοβισμένη. Εκείνος όμως χωρίς να το σκεφτεί καθαρά μάζεψε τα μαλλιά της προς τα πίσω.
«Ευχαριστώ» ψιθύρισε και τα μάγουλα της κοκκίνισαν με τον ίδιο τρόπο όπως τότε που ήθελε να κρύψει την ενοχή της.
«Εγώ σε ευχαριστώ» του βγήκε αυθόρμητα να πει χωρίς να ξέρει τι εννοούσε με αυτό.
Η κοπέλα το σκέφτηκε μα δεν είπε κάτι επάνω σε αυτό, για την ακρίβεια δεν είπε τίποτα, ούτε και ο Κυριάκος. Απλώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με ένα χαμόγελο που έκανε τα μάγουλα τους να πονέσουν αλλά δεν είχαν κανέναν σκοπό να σταματήσουν να χαμογελάνε.
Μπορεί προς του περαστικούς να φαινόντουσαν σαν χαζοί μα ήταν το τελευταίο που τους ενδιέφερε εκείνη την στιγμή. Υπήρχε μεταξύ τους ένας δεσμός που εξελίχθηκε μέσα από ζωές που ζούσαν χωριστά μα ήταν τόσο δυνατός που η παρουσία του πλέον ήταν ξεκάθαρη. Υπήρχε εκεί καθ'όλη την διάρκεια σε κάθε τους ανάσα, σε κάθε κρύο Δεκέμβρη που έφερνε μια καινούρια αρχή λίγο πιο κοντά.
«Λίγο θάρρος σου έλειπε...» Η κοπέλα έσπασε τελικά την σιωπή. «Αν δεν έβρισκα το θάρρος να κλέψω τα γλυκά από το τραπέζια δεν θα με είχες προσέξει ποτέ. Απόψε το βρήκες. Βρήκες το θάρρος να κοιτάξεις λίγο γύρο σου προτού ανάψεις την μηχανή. Εγώ ήμουν κάθε βράδυ σε αυτό το πεζοδρόμιο εδώ και περίπου εφτά μήνες αλλά εσύ είχες καθηλωθεί σε μια ρουτίνα που δεν σε ευχαριστούσε. Δεν έκανες τίποτα για αυτό... Όλα στην ζωή θέλουν θάρρος ακόμα και μέσα από τις λεπτομέρειες, ειδικά σε αυτές»
«Αυτό είναι το κρυφό συστατικό, λοιπόν; Λίγο θάρρος;» ρώτησε εκείνος λίγο απορημένος. Δεν ήταν κάτι που περίμενε ως απάντηση. «Εάν είναι έτσι γιατί δεν με πλησίασες πιο πριν και περίμενες τα Χριστούγεννα;»
«Για αυτό...» απάντησε εκείνη γλυκά και του έκανε νόημα να κοιτάξει ψηλά.
Εκείνος πρόσεξε ένα γκι κρεμασμένο επάνω στα καλώδια ανάμεσα στις κολώνες και την κοίταξε λίγο τρομαγμένος.
«Εσύ το έβαλες εκεί; Πως ανέβηκες τόσο ψηλά; Θα μπορούσες να είχες πάθει τίποτα σοβαρό!» απάντησε εκείνος με τον φόβο πως θα μπορούσε να την είχε χάσει πριν ακόμα καν την βρει.
«Έχω θάρρος και τολμώ να ρισκάρω για αυτά που θέλω κι ας είναι λίγο ριψοκίνδυνα ή τρελά..» λέει εκείνη κλειδώνοντας την απάντηση της με ένα φιλί.
Ακουμπάει τα χείλι της επάνω στα δικά του και πλέον δεν τους αγγίζει το κρύο. Είναι λες και βρίσκονται σε μια μπάλα φωτός που καίει τα σωθικά τους. Εκείνος την φέρνει ακόμα πιο κοντά και βάζει την παλάμη του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.
«Θάρρος και τόλμη, λοιπόν...» Γνέφει χωρίς κανένα ερώτημα ή κενό πλέον να τον βασανίζει και φιλάει ακόμα μια φορά τα χείλι της ολοκληρωμένος.
(Υ.Γ συγγραφέα) : Επέλεξα το θέμα "Η συνταγή των Χριστουγέννων" με μια δικιά μου παραλλαγή του θέματος.
;)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top