Χριστουγεννιάτικη Απόδραση

Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα.

Να η ώρα σου.

Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα.

Και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα,

Προς τη μελλούμενη αγία γη, πρωτύτερα εσύ τράβα.

Και ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα,

Και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα.

Κωστής Παλαμάς

Αθήνα, Παραμονή Χριστουγέννων 1912

Το αμάξι σταμάτησε με θόρυβο στον πλούσια φωτισμένο δρόμο και ο οδηγός έτρεξε, για να μας ανοίξει την πόρτα. Απλώνοντας το πόδι μου για να κατέβω, ένιωσα το γοβάκι μου να βυθίζεται στο παγωμένο νερό μιας λακκούβας.

«Για όνομα του θεού Καλλιρρόη, πρόσεχε!» αναφώνησε επικριτικά η μητέρα μου, κοιτάζοντάς με, με αυστηρό ύφος.

Κούνησα απολογητικά το κεφάλι μου και τίναξα το φόρεμά μου, για να κρύψω όσο γινότανε τον καφετί λεκέ, που άρχισε να σχηματίζεται. Λες και δεν γινόταν να μην πάει κάτι στραβά σήμερα.

Κοίταξα τον ουρανό και ανάλαφρες νιφάδες χιονιού χάιδεψαν τα μαγουλά μου. Ο πλακόστρωτος δρόμος ήταν σχεδόν καλυμμένος από χιόνι. Η πόλη είχε φορέσει τα γιορτινά της, με τα περισσότερα σπίτια να ναι στολισμένα με όμορφες γιρλάντες με κόκκινα λουλούδια.

Το κτίριο που υψωνόταν μπροστά μας, είχε στολίσει όλα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, ενώ ο έντονος φωτισμός από το εσωτερικό του, το έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Άλλωστε, δεν ήταν ένα απλό σπίτι, αλλά ένα κέντρο εκδηλώσεων, που οι γονείς μου είχαν επιλέξει για τη σημερινή τελετή. Σύμφωνα με τη μητέρα μου θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη απόψε. Μια φορά αρραβωνιάζεται κανείς.

«Προσέχετε που πατάτε.» είπε βλοσυρός όπως πάντα ο πατέρας μου, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση, για να μας βοηθήσει να ανέβουμε στο γλιστερό πεζοδρόμιο.

Η μητέρα με έπιασε αγκαζέ και προχωρήσαμε προσεκτικά, ανεβαίνοντας ένα ένα τα σκαλοπάτια. Το μόνο που μου έλειπε, ήταν να σωριαστώ κάτω και να σπάσω κανένα πόδι. Ίσως βέβαια αυτό να ακύρωνε τους αρραβώνες. Πριν προλάβω να το σκεφτώ καλύτερα όμως, είχαμε φτάσει ήδη στην κορυφή και ο πατέρας άνοιξε την πόρτα.

Μπήκαμε σε ένα τεράστιο ανοιχτό χώρο, με δεκάδες τραπέζια στολισμένα περίτεχνα, ενώ τρεις υπάλληλοι έτρεξαν να μας υποδεχτούν και πήραν τα παλτά μας. Ένιωσα ένα απολαυστικό κύμα ζεστασιάς να αγκαλιάζει το κορμί μου και χαλάρωσα τους ώμους μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο κρύα ήταν η ατμόσφαιρα έξω. Στην άκρη της αίθουσας, ένα κουαρτέτο εγχόρδων, έπαιζε σιγανά χριστουγεννιάτικα τραγούδια και μερικά ζευγάρια χόρευαν σε μία κυκλική πίστα.

Πλησιάσαμε ένα τραπέζι στη μέση του δωματίου και η οικογένεια που καθόταν εκεί, σηκώθηκε για να μας συναντήσει. Πρώτα, ήρθαν να μας χαιρετήσουν οι γονείς, τα μελλοντικά πεθερικά μου. Διστάζοντας να παρατηρήσω τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, μιας και ήξερα ότι εκεί θα βρισκόταν και ο αρραβωνιαστικός μου, επικεντρώθηκα στο πρόσωπο της μικρόσωμης γυναίκας μπροστά μου.

Ήταν όμορφη και κομψά ντυμένη, μα μου έβγαζε μία αντιπάθεια. Με κοίταξε παρατηρητικά, από πάνω έως κάτω, ενώ τα μάτια της σταμάτησαν για λίγο μεγαλύτερο διάστημα στο λερωμένο γοβάκι μου. Έπειτα μου χαμογέλασε και με φίλησε σταυρωτά. Ο άντρας της αρκέστηκε σε ένα νεύμα, που συνοδευόταν από το εγκάρδιο χαμόγελό του.

Αφού χαιρέτησαν τους γονείς μου και έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, έφτασε η στιγμή να γνωρίσω και τον... γαμπρό. Ήταν ένα όμορφος νεαρός άνδρας, ψηλός με καστανά μαλλιά και μεγάλα φρύδια που τόνιζαν το βλέμμα του. Φαινόταν να είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερος μου, ενώ σίγουρα θα είχε λάβει σωστή μόρφωση, μιας και προερχόταν από μία πλούσια οικογένεια, όπως και η δική μας. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα παραπάνω από αδιαφορία για το πρόσωπό του.

«Με λένε Αλέξανδρο.» μου είπε και του συστήθηκα, χαμηλώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου, για να δείξω την ανατροφή μου, όπως άρμοζε.

«Είμαι η Καλλιρρόη.» είπα και καθίσαμε όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι.

Μετά από αρκετά λεπτά αμήχανης σιωπής, όπου οι πατεράδες μας είχαν πιάσει μία έντονη πολιτική συζήτηση, άρχισε να σερβίρεται το φαγητό. Οι σερβιτόροι γέμισαν το τραπέζι μας με κάθε λογής πιάτων και τα ρουθούνια μου αγαλλίασαν από τις μαγευτικές μυρωδιές. Τουλάχιστον, θα μπορούσα να ευχαριστηθώ και κάτι, εκείνο το βράδυ. Γέμισα το πιάτο μου με αχνιστό ψητό κρέας, πατάτες και σαλάτα και άρχισα να τρώω λαίμαργα, ενώ ο μέλλοντας αρραβωνιαστικός μου με παρατηρούσε με ενδιαφέρον.

«Λοιπόν Καλλιρρόη...» είπε διστακτικά, ξύνοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Πες μου κάτι για σένα!»

Τον κοίταξα σκεπτική, καταπίνοντας την μπουκιά που είχα στο στόμα μου. Δεκάδες πληροφορίες πέρασαν από το μυαλό μου. Ποια θα ήταν όμως η πιο κατάλληλη για να δώσω στον μέλλοντα σύζυγό μου; Αναστέναξα βαθιά και αποφάσισα να ξεκινήσω με τα βασικά.

«Εμ... μεγάλωσα στην Αθήνα. Έχουμε ένα σπίτι στο Μαρούσι. Και... είμαι μοναχοπαίδι.» είπα αμήχανα, με τον τόνο της φωνής μου να υψώνεται ερωτηματικά.

Ωραία, θα νομίσει κιόλας ότι δεν ξέρω ούτε την οικογένειά μου.

«Εγώ έχω ένα μεγαλύτερο αδερφό.» μου είπε δείχνοντας με νόημα τον νεαρό που καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού, συνοδευόμενος από μία ξανθιά κοπέλα.

«Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις με αδέρφια;» ρώτησα σε μία απελπισμένη προσπάθεια να συνεχίσω τη συζήτηση.

Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ίσα, ίσα. Ο αδερφός μου, μου προσφέρει πάντα τη βοήθεια του. Για πες μου όμως, ποια είναι τα ενδιαφέροντά σου.»

«Λοιπόν... κάνω μαθήματα πιάνου κάθε Τετάρτη αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι η λογοτεχνία. Εσύ; Διαβάζεις βιβλία;.» είπα χαμογελώντας που βρήκαμε ένα θέμα συζήτησης.

«Όχι, δε θα το έλεγα.» μου απάντησε κοφτά.

«Και πως περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;»

«Υποθέτω κάνοντας βόλτες με τους φίλους μου.» μου είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.

Άλλη μία αμήχανη σιωπή απλώθηκε ανάμεσά μας. Ένιωθα σαν να προσπαθώ να βρω κοινά χαρακτηριστικά με ένα μικρό παιδάκι. Ποιος άνθρωπος δεν έχει καμία προσωπική ασχολία, πέρα από τις συναθροίσεις; Τον κοίταξα στα μάτια και του έκανα την ερώτηση που με έκαιγε, από την πρώτη στιγμή που τον είδα.

«Σε πειράζει που σε βάζουνε να παντρευτείς μίαν άγνωστη;»

Εκείνος με κοίταξε έκπληκτος. Σίγουρα δεν περίμενε να θέσω αυτό το ζήτημα.

«Στην αρχή, είχα τις αμφιβολίες μου. Μόλις όμως είδα πόσο όμορφη είσαι, τα ξέχασα όλα.»

Γιατί δεν μπορούσα κι εγώ να σκεφτώ τόσο απλά; Ήταν νέος, όμορφος και από καλή οικογένεια. Γιατί δεν μπορούσα να νιώσω κάτι γι' αυτόν, πέρα από το απόλυτο κενό;

«Ευχαριστώ.» είπα χαμηλώνοντας το κεφάλι μου.

«Εσύ; Τι όνειρα έχεις για το μέλλον;» μου απάντησε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

Τον κοίταξα δύσπιστη. Ενδιαφερόταν πράγματι να με ακούσει;

«Για αρχή, θέλω να σπουδάσω ιατρική και μόλις τελειώσω θα ήθελα να βρω δουλειά σε ένα νοσοκομείο.» είπα καθαρίζοντας τον λαιμό μου.

Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη και... άρχισε να γελάει. Το γέλιο του, έκανε τους πάντες στο τραπέζι να σταματήσουν τη συζήτηση τους και να γυρίσουν να μας κοιτάξουν. Χαμογέλασα ευγενικά στην μητέρα του, η οποία μας κοίταξε επικριτικά, και έστρεψα την προσοχή μου στο άδειο πιάτο μου.

«Σοβαρολογείς;» με ρώτησε εκείνος αφού σταμάτησε.

«Προφανώς.» αποκρίθηκα ενοχλημένη.

Ήξερα, ότι ο πατέρας μου δε θα συμφωνούσε ποτέ, να με αφήσει να σπουδάσω. Μέσα μου όμως, είχα μία απειροελάχιστη ελπίδα, ότι ο σύζυγος μου θα ήταν διαφορετικός. Ο νεαρός που βρισκόταν μπροστά μου όμως, είχε πετάξει τα όνειρά μου σαν στημένη λεμονόκουπα.

«Θα είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις όσο θα πρέπει να φροντίζεις την οικογένειά σου.» παρατήρησε και γύρισα το βλέμμα μου στο ταβάνι.

Αν πιάσουμε συζήτηση και για παιδιά, θα χώσω το κεφάλι μου μέσα στο πιάτο.

«Εγώ σκοπεύω να εξελίξω την επιχείρηση του πατέρα μου φυσικά.» μου είπε και ξεκίνησε να μου αριθμεί τις αλλαγές που σκόπευε να κάνει.

Η προσοχή μου στράφηκε στον τεράστιο εντυπωσιακό πολυέλαιο, που κρεμόταν από το ταβάνι. Ήταν απίστευτο το πόσες μικροσκοπικές λεπτομέρειες ήταν χαραγμένες στο σκελετό του. Από όμορφα λουλούδια, μέχρι λεπτεπίλεπτες μπρούτζινες πεταλούδες. Είχε τρεις σειρές από λαμπτήρες, που άπλωναν το φως τους σε όλη την αίθουσα. Κατάφερα να μετρήσω είκοσι τρείς διαφορετικούς λαμπτήρες στην κάτω σειρά, όταν μια γλυκιά φωνή με επανάφερε στην πραγματικότητα.

«Να σας το γεμίσω;» ρώτησε η γυναίκα, και γύρισα να αντικρίσω δύο τεράστια καταπράσινα μάτια.

Μία πανέμορφη κοπέλα, στεκόταν μπροστά μου, φορώντας την στολή της σερβιτόρας, ενώ στα χέρια της κρατούσε μια γαβάθα κρασί. Το πρόσωπό της είχε έντονα ζυγωματικά, ενώ τα μάγουλα της ήταν γεμάτα από φακίδες προσδίδοντάς της μία πρωτόγνωρη γλυκύτητα. Ήταν λες και είχε μία λαμπερή αύρα γύρω από το σώμα της, που την έκανε να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο περιβάλλον.

«Ορίστε;» τη ρώτησα μπερδεμένη.

«Το ποτήρι σας.» μου είπε δείχνοντας το ποτήρι μπροστά μου. «Θέλετε να σας το γεμίσω;»

Ξύπνησα από το λήθαργό μου και έπιασα το ποτήρι, τείνοντάς το προς το μέρος της. «Ναι παρακαλώ, θα μου χρειαστεί.» είπα και την είδα να το γεμίζει με λαμπερό κόκκινο κρασί.

«Θα ήθελα κι εγώ παρακαλώ.» είπε ο Αλέξανδρος και εκείνη του το γέμισε, χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα της από πάνω μου.

«Καλή σας συνέχεια.» μου είπε και χαμογέλασε πλατιά, συνεχίζοντας στους υπόλοιπους καλεσμένους.

Ο Αλέξανδρος, είχε κολλήσει το βλέμμα του πάνω της και συνέχισε να την ακολουθεί σε όλη την αίθουσα. Έπειτα, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά το λόγο για τον οποίο βρισκόμασταν σε εκείνο το τραπέζι, οπότε άρχισε να βήχει ασταμάτητα και κοίταξε ντροπιασμένος το πιάτο του. Δεν τον κατηγορούσα. Και εγώ στη θέση του, εκείνη θα διάλεγα.

Η βραδιά συνεχίστηκε μέσα σε απόλυτη ανιαρότητα. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε πολλές φορές να μου πιάσει συζήτηση, με θέματα για τα οποία δεν έτρεφα κανένα ενδιαφέρον, όπως τα αυτοκίνητα ή το κυνήγι. Οι γονείς μου δεν μου έδιναν καμία σημασία, μιας και ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτηση με τα πεθερικά, και ο αδερφός του Αλέξανδρου με τη γυναίκα του, έμοιαζαν σαν να ζουν σε κάποιο δικό τους κόσμο, καθώς κοιτάζοντας για ώρα ο ένας τον άλλον ονειροπαρμένοι, χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα.

Το κουαρτέτο εγχόρδων άρχισε να παίζει έναν εύθυμο ρυθμό, που το υποδέχτηκαν τα ζεστά χειροκροτήματα των υπόλοιπων πελατών και πολλά ζευγάρια ανέβηκαν στην πίστα.

«Χορεύουμε;» μου πρότεινε ο Αλέξανδρος και ένιωσα κρύο ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπό μου. Δεν ήμουν καθόλου καλή στο χορό.

«Λυπάμαι.» απάντησα και σηκώνοντας το φόρεμά μου του έδειξα το λερωμένο γοβάκι μου. «Καθώς ερχόμασταν, είχα ένα μικρό ατύχημα και χτύπησα το πόδι μου.»

Εκείνος αναστέναξε αποκαρδιωμένος και στήριξε το κεφάλι του στο χέρι του, κοιτώντας βαριεστημένα το δωμάτιο γύρω του.

«Με συγχωρείς.» του είπα. «Χρειάζομαι λίγο αέρα.»

Η ζέστη της αίθουσας, έμοιαζε πλέον αποπνικτική. Όλοι έμοιαζαν τόσο χαρούμενοι, χορεύοντας με τους αγαπημένους τους, ενώ εγώ ήμουν εντελώς μόνη. Και σύντομα, θα έπρεπε να αποχαιρετήσω τις τελευταίες ελευθερίες, που μου είχαν απομείνει και να παντρευτώ έναν άνδρα για τον οποίο δεν έτρεφα κανένα απολύτως συναίσθημα. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και κατευθύνθηκα προς το πίσω μέρος του καταστήματος, ψάχνοντας μια διέξοδο. Για καλή μου τύχη, βρήκα μία πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα και βγήκα έξω στον παγωμένο αέρα.

Το χιόνι έπεφτε παχύ πάνω στα κάγκελα, δημιουργώντας κατάλευκους πύργους. Πήρα μία χούφτα στο χέρι μου και άρχισα να παρατηρώ τις μικρές νιφάδες που έλιωναν με χάρη, σχηματίζοντας περίτεχνα σχέδια. Η ανάσα μου άχνιζε και η έντονη παγωνιά άρχισε να διαπερνάει τα κόκκαλά μου, προκαλώντας μου ρίγη. Ήταν λάθος μου που δεν πήρα το πανωφόρι μου.

«Νομίζω ότι θα το χρειαστείς αυτό.» άκουσα μία φωνή πίσω μου, που με έκανε να αναπηδήσω τρομαγμένη.

Γύρισα για να αντικρίσω την όμορφη σερβιτόρα, με ένα βαρύ παλτό στα χέρια της. Με πλησίασε και μου το έδωσε.

«Δεν ήθελα να σε τρομάξω.» μου είπε.

«Όχι, δεν πειράζει.» απάντησα και φόρεσα το ρούχο, απολαμβάνοντας την ζεστασιά που μου πρόσφερε.

Εκείνη πλησίασε τα κάγκελα και έβγαλε ένα μικρό πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του πανωφοριού της.

«Δύσκολη νύχτα;» με ρώτησε.

«Δεν φαντάζεσαι.» αποκρίθηκα, κοιτάζοντάς την έκπληκτη, καθώς άναψε ένα τσιγάρο και ρούφηξε τον φαρμακερό καπνό του.

«Θέλεις;» είπε και πρότεινε το πακέτο προς το μέρος μου.

Αρνήθηκα ευγενικά, αναριγώντας στη σκέψη του τί θα έλεγε ο πατέρας μου, αν έβλεπε μία γυναίκα να καπνίζει.

«Ξέρεις, αυτό κάνει πολύ κακό στην υγεία σου.» παρατήρησα και γέλασε αχνά.

«Είσαι γιατρός μήπως;» με ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο.

«Μόνο στα όνειρά μου.» αναστέναξα και έχωσα τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου.

«Αν πιστέψουμε, τα όνειρα μπορούν να γίνουν αληθινά.» μου απάντησε και έπιασε μια νιφάδα χιονιού στην παλάμη της. «Αυτό δε λέει άλλωστε και η μαγεία των Χριστουγέννων;»

«Ναι... μόνο που ο πατέρας μου και ο μέλλοντας αρραβωνιαστικός μου έχουν άλλη άποψη.» είπα με πικρία.

«Το φαντάστηκα ότι γι' αυτό σε έφεραν εδώ.» είπε γυρίζοντας για να με κοιτάξει. «Μη μου πεις ότι σε προορίζουν για εκείνο το παιδάκι;»

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.

«Και θα το δεχτείς;» αναφώνησε έκπληκτη.

«Μπορώ να κάνω και αλλιώς;» τη ρώτησα κουνώντας το κεφάλι μου.

«Είσαι ερωτευμένη;» είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

Γέλασα με πικρία.

«Δεν ξέρω καν τι σημαίνει έρωτας.»

«Όταν τον βλέπεις, νιώθεις την καρδιά σου να πάει να σπάσει;» με ρώτησε και έφερε το πρόσωπό της τόσο κοντά στο δικό μου, που μπορούσα να νιώσω την ανάσα της.

Τα μάγουλα μου κοκκίνισαν και μια ζεστασιά απλώθηκε στο κορμί μου. Γιατί όμως είχε το σώμα μου αυτή την αντίδραση; Σίγουρα δεν την είχε προκαλέσει ο Αλέξανδρος.

«Είχα βρεθεί και εγώ στη θέση σου πριν δυο τρία χρόνια.» μου απάντησε και απομακρύνθηκε. Ρούφηξα λαίμαργα τον αέρα και συνειδητοποίησα, ότι τόση ώρα κρατούσα την ανάσα μου. «Οι γονείς μου, μου έδωσαν δύο επιλογές. Βλέπεις δεν είχα δυνατότητα να φροντίσουν και εμένα και τα υπόλοιπα έξι αδέρφια μου. Έτσι, μου είπαν ότι ή θα παντρευόμουν τον σαραντάχρονο χήρο γείτονά μας, ή θα έφευγα για να ζήσω μόνη μου.»

«Και τι έκανες;» τη ρώτησα έκπληκτη.

«Δεν είναι προφανές;» μου απάντησε, δείχνοντας μου τη στολή της σερβιτόρας. «Έφυγα και βρήκα δουλειά. Και τώρα μαζεύω χρήματα για τις σπουδές μου.»

«Δηλαδή... σκοπεύεις να σπουδάσεις;» τη ρώτησα με λαχτάρα και εκείνη γέλασε.

«Έχω ξεκινήσει ήδη να σπουδάζω χαζούλα.» μου είπε ανάλαφρα. «Στο Λύκειο των Ελληνίδων.»

Είχα ακούσει πολλά γι' αυτήν την σχολή. Φυσικά τα πάντα μέσω του πατέρα μου. Είχε ανοίξει πριν ένα χρόνο περίπου, προκαλώντας τεράστιες αντιδράσεις από την κοινωνία της Αθήνας. Ο πατέρας μου, πίστευε ότι ήταν ένα μέρος που έκαναν πλύση εγκεφάλου σε άβουλες κοπέλες, για να παρατήσουν τον έγγαμο βίο και να επαναστατήσουν κατά των ανδρών.

«Σκοπεύω να γίνω δικηγόρος.» είπε με στόμφο η κοπέλα. «Και θα παλέψω για να κατοχυρώσουμε το δικαίωμα ψήφου, για όλες τις γυναίκες.»

«Ακούγεται ουτοπικό.» μονολόγησα.

«Όχι, αν πιστέψουμε όλες σε αυτό.» μου απάντησε και έπιασε το χέρι μου. «Μαζί, έχουμε τη δύναμη να πετύχουμε τα πάντα.»

Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ασταμάτητα μέσα στο στήθος μου. Πως γινόταν ένα τέτοιο απλό άγγιγμα, να προκαλεί τόση σύγχυση στις αισθήσεις μου. Κοίταξα μαγεμένη την κοπέλα που βρισκόταν μπροστά μου και απόρησα πως μπορούσε να μοιάζει τόσο ελεύθερη.

«Δεν ρώτησα το όνομά σου.» αποκρίθηκε χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από το δικό μου.

«Καλλιρρόη.» της απάντησα, σαν υπνωτισμένη.

«Πολύ όμορφο όνομα.» μονολόγησε. «Το ίδιο έχει και η διευθύντριά μας. Είμαι σίγουρη ότι θα σε συμπαθήσει, αν έρθεις να γραφτείς στη σχολή.»

Κούνησα το κεφάλι μου, με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Πως θα μπορούσα να αφήσω την οικογένειά μου; Να τους προδώσω για να κυνηγήσω ένα άπιαστο όνειρο;

«Εμένα με λένε Ελπίδα.» μου είπε η κοπέλα και την κοίταξα έκπληκτη.

Δε θα μπορούσε να υπάρχει πιο ταιριαστό όνομα για εκείνη. Ο τρόπος, με τον οποίο φώτιζε όλο το χώρο γύρω της. Τα μάτια της, που μου έλεγαν ότι τα πάντα είναι δυνατά. Ίσως αυτό να χρειαζόμουν και εγώ. Λίγη ελπίδα για να μου δώσει το θάρρος να προχωρήσω προς το άγνωστο.

«Δεν νομίζεις ότι ήρθε επιτέλους η ώρα, να αρχίσεις να ζεις τη ζωή που θέλεις εσύ και όχι αυτή που έχουν σχεδιάσει οι άλλοι για εσένα;» μου απάντησε και με ένα βήμα, έφερε το σώμα της σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου.

«Και αν δεν ξέρω πως;» τη ρώτησα νιώθοντας τα άκρα μου μουδιασμένα.

«Θα σου δείξω εγώ.» είπε κοφτά.

Με μία απότομη κίνηση, τράβηξε το σώμα μου πάνω στο δικό της και τα χείλη μας ενώθηκαν. Ποτέ δεν περίμενα, ότι το πρώτο μου φιλί θα ήταν τόσο εκρηκτικό. Το πρωτόγνωρο συναίσθημα με κατέκλυσε και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει μανιασμένα. Ένιωσα ότι θα ξεπηδούσε από το στήθος μου, όταν εκείνη σταμάτησε και με άφησε να ρουφήξω ξέπνοη τον αέρα γύρω μου.

«Μα... είμαστε και οι δύο γυναίκες.» αναφώνησε προσπαθώντας να συνέλθω από τα συναισθήματα που κύκλωναν την καρδιά μου.

«Έχει τόση σημασία;» με ρώτησε και τα μάτια της έλαμψαν κάτω από το χαμηλό φωτισμό.

Όχι, εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμία σημασία. Κάθε σπιθαμή του κορμιού μου ήθελε μόνο ένα πράγμα. Να νιώσει και πάλι τα χείλη της, πάνω στα δικά μου. Δεν με ένοιαζε που ήταν γυναίκα. Δεν με ένοιαζε ο μέλλοντας αρραβωνιαστικός, τον οποίο μόλις είχα προδώσει. Δεν με ένοιαζε καν, τι θα έλεγαν οι γονείς μου αν το μάθαιναν. Το μόνο που είχε σημασία ήταν εκείνη.

«Θέλεις να φύγουμε από εδώ;» της είπα και εκείνη γέλασε.

«Πίστευα ότι δεν θα το ζητήσεις ποτέ.» μου είπε και με τράβηξε από το χέρι.

Κατεβήκαμε προσεκτικά τα σκαλιά της μαρμάρινης βεράντας και ξεκινήσαμε να τρέχουμε μέσα στο παχύ χιόνι. Τα πόδια μου έγιναν μούσκεμα, αλλά για πρώτη φορά άρχισα να γελάω με την ψυχή μου. Για πρώτη φορά, ήμουν ελεύθερη.

Διασκέδασα πολύ γράφοντας αυτή την ιστορία για το Χριστουγεννιάτικο Διαγωνισμό. Ελπίζω να σας πέρασα λίγο το πνεύμα των εορτών.

Το ποίημα στην αρχή το έχει αφιερώσει ο Κωστής Παλαμάς στην Καλλιρρόη Παρρέν, την ιδρύτρια του Λυκείου των Ελληνίδων και μία από τις πρώτες φεμινίστριες της Ελλάδας. Θα σας πρότεινα να ψάξετε και να διαβάσετε για το έργο της και τη ζωή της, μιας και έχει πολύ ενδιαφέρον. 

Καλές γιορτές σε όλους!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top