Είσαι τα Χριστούγεννα μου - @EstelleLuminesCent

Είσαι Τα Χριστούγεννά Μου

μία χριστουγεννιάτικη τραγουδο-ιστορία εμπνευσμένη από το
ομώνυμο τραγούδι του Χάρη Βαρθακούρη

"Χρόνια πολλά!"

"Καλές γιορτές!"

"Καλά Χριστούγεννα!"

"Με το καλό ο νέος χρόνος!"

"Θα πούμε και φέτος κάλαντα! Ετοιμάστε τα τρίγωνά σας!" και μπλα, μπλα, μπλα...

Ρε δε με παρατάτε λέω 'γώ, με τα 'χρόνια πολλά', τις γιορτές, τα κάλαντα, τα τρίγωνα, τα τετράγωνα και τα λοιπά γεωμετρικά σχήματα!; Δε μπορώ άλλο πια!

Και ναι, ξέρω τι σκέφτεστε: 'Να ο Μάνος ο Σκρουτζ, που μισεί τα Χριστούγεννα'. Ε λοιπόν, λάθος κάνετε! Δεν τα μισώ! Τουλάχιστον, όχι αυτά καθαυτά. Μισώ την υποκρισία και την ψευτοχαρά των ανθρώπων στην εν λόγω γιορτή, που εγώ μέχρι φέτος την περνούσα εντελώς άφωτα: ανιαρά οικογενειακά τραπεζώματα με συγγενείς που έχω δει μόνο σε βαφτίσια και κηδείες, ανούσιες ευχές στις οποίες απαντούσα τυπικά, ατελείωτες μέρες εγκλεισμού στο σπίτι, γιατί οι δικοί μου δε γουστάρανε 'να στριμώχνονται με το μπούγιο', όπως λέγανε και κυρίως μελαγχολία... Ατέλειωτη, μουντή, καθηλωτική μελαγχολία...

Τόσες γιορτές νιώθω μελαγχολικά! Και να ήταν μόνο αυτό, θα έλεγα 'πάει στα κομμάτια'. Όμως η προαναφερόμενη υποκρισία και ψευτοχαρά των ανθρώπων... ε αυτή δεν την αντέχω με τίποτα! Με τρελαίνει, λέμε! Μου ανάβει τα λαμπάκια! Κι όχι, δεν εννοώ τα λαμπάκια του δέντρου. Εννοώ τα νεύρα μου που τεντώνονται σαν χορδές της κιθάρας όποτε βλέπω τι κάνουν μερικοί-μερικοί. Δηλαδή, κοιτάξτε μας! Όλη τη χρονιά είμαστε οι μεγαλύτεροι παλιοεγωΐσταροι! Μιλάμε και φερόμαστε άσχημα ο ένας στον άλλο, κοιτάμε την πάρτη μας, γκρινιάζουμε με το παραμικρό ενώ άλλοι δεν έχουν να φάνε. Και ξαφνικά, επειδή 'το ζητάνε οι μέρες', θυμόμαστε να πετάξουμε ένα κέρμα στον ζητιάνο (λες και οι φτωχοί πεινάνε και κρυώνουν μόνο κάθε Χριστούγεννα), θυμόμαστε να πάρουμε ένα τηλέφωνο τους παππούδες μας που ζούνε μόνοι στο χωριό (αν ζούνε, δηλαδή), θυμόμαστε να καλέσουμε στο σπίτι μας τη συνάδελφό μας από το διπλανό γραφείο (κι ας μην τη χωνεύουμε καθόλου κι ας την θάβουμε με τους άλλους συναδέλφους κάθε μέρα). Και να πεις ότι όλα αυτά τα εννοούμε, ότι τα νιώθουμε; Μπα! Μια παγωνιά τα συναισθήματα! Μια παγωνιά στην οποία η μόνη φωτιά καίει για τον εαυτούλη μας, άντε και για κάνα-δυο άλλα άτομα.

Μη με πρήζετε, λοιπόν, να δω με καλό μάτι τα Χριστούγεννα, γιατί άιντε! Ψάχνω να βρω πού θα ξεσπάσω κι έχω ήδη διαλύσει το ραδιόφωνό μου, σαβουρντώντας το στο πεζοδρόμιο από το μπαλκόνι σήμερα το πρωί. Δεν έχω κάτι άλλο που να με παίρνει να σπάσω. Όποιος τολμήσει να βγάλει άχνα επί του θέματος, θα βρεθεί με μύτη κόκκινη, σαν του Ρούντολφ, γκέγκε!;

Και παρότι δεν σας αφορά, κάτι μου λέει πως έχετε την περιέργεια να μάθετε τι μου έφταιξε το έρμο το ραδιόφωνο και το φούνταρα έτσι ή πώς αυτό σχετίζεται με τα Χριστούγεννα. Ιδού η απάντησις: αν υπάρχει ένα πράγμα που αντιπαθώ περισσότερο από την δήθεν καλοσύνη και την επιτηδευμένη ανθρωπιά των εορτών, αυτό είναι τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Όλες αυτές οι ηλίθιες, γλυκανάλατες μελωδίες που ακούγονται ξανά και ξανά και ξανά από το 1616 (προφανώς μια τέτοια άκουσε κι ο Σαίξπηρ και τίναξε τα πέταλα) κι όλοι, μα όλοι οι σταθμοί τις βάζουν κάθε μέρα! Ειδικά αυτό το 'Χριστούγεννα' της Βανδή εδώ μου κάθεται! Σήμερα το πέτυχα για όγδοη φορά και μάλιστα σε μια εκπομπή που παίζει μόνο ξένα. Ε πόσο ν' αντέξω!; Πήρα το ραδιόφωνο, του 'δωσα μια και πάρ' το κάτω! Έλεος! Φτάνει! Νισάφι πια! Δεν με νοιάζει αν ο Άη Βασίλης είναι πάλι μακριά της ή ό,τι στο λύκο λέει τέλος πάντων αυτή η μπούρδα! Δεν-με-νοιά-ζει! Εμένα με νοιάζουν τα δικά μου τραγούδια, πότε θ' ακούσω αυτά στο ράδιο. Και δεν τ' ακούω, που να πάρει! Δεν τα ακούω!

---

Έχουν περάσει γύρω στις τρεις ώρες από την εν βρασμώ δολοφονία του ραδιοφώνου μου. Κι ενώ υποθέτω πως κάποιος εγκληματολόγος που μοιάζει με το Ζουγανέλη εξετάζει αυτή τη στιγμή τα σπασμένα κομμάτια της άτυχης συσκευής κι η αστυνομία ήδη παρακολουθεί το σπίτι μου, εγώ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα απέναντι απ' τον παραγωγό. Εκείνος κλωθογυρνάει τα μισόκλειστα μάτια του πάνω στο χαρτί που του έφερα, κυρίως στη μέση της σελίδας, για να εντοπίσει το ρεφραίν, όπως ξέρω ότι κάνει. Σηκώνει το βλέμμα του με ύφος αδιευκρίνιστο κι η καρδιά μου παγώνει. Θα μπορούσε άραγε αυτό να είναι το 'ναι' που περίμενα;

«Δεν είναι άσχημο», λέει και στο μυαλό μου πάνε να σκάσουν πυροτεχνήματα. «Και καλό μέτρο έχει κι ωραία ομοιοκαταληξία κι απ' όλα. Μόνο που...»

«Μόνο που τι;», ρωτάω και γέρνω τόσο πολύ στην άκρη της καρέκλας, που αν κατευθύνω απότομα το βάρος μου μπροστά, θα πέσω στο πάτωμα.

«Μόνο που... δεν θα πουλήσει...», μου λέει με το χαρακτηριστικό 'ύφος της απόρριψης΄, όπως το έχω ονομάσει, μετά από δεκάδες φορές που το έχω δει τα τελευταία πέντε χρόνια. Κάνω απότομα πίσω και κάθομαι κανονικά στην καρέκλα. Συνήθως, έπειτα από κάθε τέτοιο φιάσκο, τον ευχαριστώ και του λέω πως θα ξαναπροσπαθήσω, ζητώντας να με συμβουλέψει για το τι να βελτιώσω. Μα σήμερα, μετά από ατελείωτες ώρες προσπάθειας και δέκα εσπρέσο που ήπια για να μείνω ξύπνιος όλη νύχτα και να ολοκληρώσω τη δουλειά μου, η απογοήτευση παίρνει τον έλεγχό μου...

«Γιατί; Τόσο κόπο έκανα κι εφάρμοσα κι όλες τις συμβουλές που μου έδωσες! Τι λάθος έγινε πάλι!; Εγώ καταθέτω την ψυχή μου σ' αυτό το χαρτί, Χρήστο κι εσύ την πετάς!; Δεν καταλαβαίνεις τους στίχους μου!», ξεσπάω και μόνο όταν ο θυμός μου εκτονώνεται αντιλαμβάνομαι ότι μόλις του έδωσα την εικόνα του μεγάλου ψώνιου. Ο Χρήστος βλεφαρίζει.

«Άκου, Μάνο», λέει ήρεμα, σαν να μου κάνει χάρη που προσπαθεί να συνεννοηθεί μαζί μου. «Είσαι καλός στιχουργός, με πάθος, με ταλέντο, με φρέσκιες ιδέες... αλλά υπερβολικά βαρύς... Τόσο βαθυστόχαστοι και περίπλοκοι στίχοι δεν πρόκειται να πουλήσουν. Πες ότι εγώ τους καταλαβαίνω. Οι άλλοι; Δεν κάνουμε μουσική μόνο για λόγιους, Μάνο μου, αλλά για όλο τον κόσμο! Θέλουμε τραγούδια που κι ένας καθημερινός άνθρωπος να μπορεί να τα ακούσει και να ταυτιστεί. Μην απογοητεύεσαι...», συμπληρώνει στο τέλος, προφανώς επηρεασμένος από την προβοσκίδα που έχω κρεμάσει. «...προσπάθησε πάλι και γίνε λίγο πιο απλός και κατανοητός. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό, βρε αγόρι μου! Εκεί κρύβονται οι θησαυροί των τραγουδιών, όχι στα φορτωμένα φτιασίδια».

«Και τι θες να γράψω, δηλαδή;», ξεφυσάω προσπαθώντας να μην ακουστώ επιθετικός. Εκείνος ξύνει το πιγούνι του και κοιτάζει τη γυάλινη σφαίρα με το χιονισμένο σπιτάκι που έχει στο γραφείο του.

«Μιας κι έρχονται γιορτές σε κάνα διβδόμαδο, γιατί δεν δοκιμάζεις να γράψεις κανένα χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι, ε; Θα 'ναι κι επίκαιρο και θα κάνει και πολλές προβολές στο YouTube».

---

Δεν ξέρω πού βρήκα την ψυχραιμία να βγω από 'κεί μέσα χωρίς να βάλω τις φωνές και να σπάσω κι εκείνη την ηλίθια μπάλα με το σπιτάκι! Άκου τι μου λέει! Να γράψω χριστουγεννιάτικο τραγούδι! Εγώ!; Δεν είμαστε καλά! Περπατώ με μεγάλα βήματα στον πεζόδρομο και το κρύο ούτε που με αγγίζει, γιατί καίγομαι απ' τα νεύρα! Άσε μας, ρε Χρήστο! Άσε μας, ρε Χρήστο!, λέω και ξαναλέω από μέσα μου. Αν δεν τον εκτιμούσα και δεν τον σεβόμουν για όσα μου έχει διδάξει, θα του έριχνα ένα περιποιημένο φάσκελο και θα κοπάναγα την πόρτα φεύγοντας. Πέντε χρόνια περιμένω μια ευκαιρία να βγει ένα τραγούδι με δικούς μου στίχους και μετά από τόση προσπάθεια, όχι μόνο με απορρίπτει ξανά, μου ζητάει να γράψω και για κάτι που απεχθάνομαι! Κι εγώ ο βλάκας περιμένω να σκάσουν πυροτεχνήματα! Και πουθενά πυροτεχνήματα! Είμαι να σκάσω εγώ!

Τι να κάνω; Κι αυτά τα καταραμένα τα φωτάκια που αναβοσβήνουν στις βιτρίνες των καταστημάτων είναι ικανά να μου προκαλέσουν επιληπτικό επεισόδιο. Δεν μπορώ να τα βλέπω! Δεν μπορώ να βλέπω τον κόσμο να περπατάει γύρω μου φορτωμένος σακούλες με δώρα! Δεν μπορώ ν' ακούω κουδουνάκια εδώ κι εκεί! Απλά... δεν μπορώ! Σκέφτομαι σοβαρά να ορμήσω στο περίπτερο και να ξεσπάσω στα φουσκωτά ελαφάκια που κρέμονται δίπλα στις Τυχερές Σακούλες Spider-Man, μα τότε...

«Κύριε; Είστε καλά;» Γυρνώ και βλέπω μία κοπέλα με χάλκινα μαλλιά και χοντρά μαύρα γυαλιά οράσεως να με κοιτάζει. Την κοιτάζω κι εγώ με απορία.

«Ν-Ναι, μια χαρά είμαι, δεσποινίς», της απαντώ μαγκωμένος. Δεν μου έχει συμβεί άλλη φορά να με ρωτάει κάποιος άγνωστος αν είμαι καλά. Την παρατηρώ πιο προσεκτικά: φοράει πράσινο μπουφάν, μαύρη φούστα ως το γόνατο και στο λαιμό της... τι παράξενο! Στο λαιμό της κρέμεται μια χρυσή γιρλάντα σαν κασκόλ! Μήπως είναι τρελή; «Θέλετε κάτι άλλο;», ρωτάω για να την ξεφορτωθώ. Άλλη μία αλλοπαρμένη με τα Χριστούγεννα είναι το μόνο που δεν χρειάζομαι τώρα. Μου χαμογελάει και δεν ξέρω αν φταίει η γιρλάντα, μα είναι το πιο λαμπερό χαμόγελο που έχω δει.

«Όχι. Και... με συγχωρείτε για την αδιακρισία, μα... απλώς σας είδα πολύ λυπημένο και θέλησα να σας μιλήσω κι αν μπορώ, να σας βοηθήσω», λέει με μια αθωότητα που πλέον συναντώ μόνο στα πολύ μικρά παιδάκια. Για κακή μας τύχη, τα επόμενα λόγια της κάνουν κομματάκια τη συμπάθεια που άρχισα να αναπτύσσω: «Κανείς δεν πρέπει να είναι λυπημένος και ειδικά όταν έρχονται Χριστούγεννα».

Αυτό ήταν! Να ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτωνών που μ' εκνευρίζουν! Των χαζοχαρούμενων ανθρώπων προς τέρψη των οποίων ο Χρήστος θέλει να γράψω και τραγούδι! Των υποκριτών που έχουν κάνει αυτή τη γιορτή το μοναδικό πράγμα που μισώ! Και ναι, αναιρώ ό,τι είπα στην αρχή! Αυτή τη στιγμή νιώθω πως τα μισώ τα Χριστούγεννα! Πριν καλά-καλά καταλάβω τι κάνω, ο δέκατος εσπρέσο μού χτυπάει στα νεύρα κι αρχίζω να φωνάζω! «Για σύνελθε λιγάκι, κοπελιά! Πού νομίζεις ότι βρισκόμαστε; Σε ταινία της Disney ή μήπως μέσα σε καμιά σαχλή, παιδική παράσταση;»

«Μα εγώ-»

«Τι φαντάζεσαι; Ότι έτσι απλά, επειδή με πλησίασε μια ξένη και μου είπε μια κουβέντα, δήθεν για να νιώσω καλύτερα, θα νιώσω όντως!; Μάντεψε: μόλις γυρίσω στο σπίτι μου, θα είμαι πάλι χάλια! Και ξέρεις και κάτι άλλο; Όλοι χάλια θα είμαστε! Όλοι! Κι οι άστεγοι θα συνεχίσουν να πεινάνε και να κρυώνουν και τα μωρά κι οι ηλικιωμένοι στα ιδρύματα θα συνεχίσουν να υποφέρουν κι αρρώστιες θα υπάρχουν και θάνατοι κι όλα! Δεν θ' αλλάξει τίποτα επειδή εσύ είπες να παίξεις για μια μέρα την καλή νεράιδα! Και να σου πω γιατί; Γιατί αυτή η ανόητη γιορτή των Χριστουγέννων δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από μια ακόμα αφορμή για να πουλάει τενεκεδάκια η Coca Cola! Άι σιχτίρ πια, με τα Χριστούγεννά σας!»

Ούτε ήλεγξα αν όσα αράδιασα είχαν συνοχή! Φώναζα και φώναζα ώσπου στο τέλος είχα ξεμείνει από ανάσα κι η κοπέλα, όπως κι όλοι οι περαστικοί με κοιτούσαν άναυδοι, σημάδι ότι ανέβασα την ένταση υπερβολικά πολύ. Αααχ, εκτονώθηκα! Νιώθω πολύ καλύτερα... όμως κρατάει για δυο-τρία δευτερόλεπτα. Όταν επικεντρώνομαι ξανά στην άγνωστη, διαπιστώνω με έκπληξη ότι δεν με κοιτάζει θιγμένη ή θυμωμένη. Το βλέμμα της είναι υγρό, ανασαίνει κοφτά. Να πάρει, αυτό δεν το περίμενα! Αντί να μου φωνάξει κι αυτή, όπως γίνεται σε κάθε καβγά της προκοπής, ψελλίζει μια συγγνώμη κι απομακρύνεται βιαστικά. Μένω ενεός. Κάπου πίσω μου ένα αγοράκι λέει: «Μαμά, αυτός ο κύριος είναι κακός...»

---

"Χρόνια πολλά!"

"Καλές γιορτές!"

"Καλά Χριστούγεννα!"

"Με το καλό ο νέος χρόνος!"

Όπου κι αν βρεθείς ακούς τα ίδια και τα ίδια. Στα μαγαζιά, στο λεωφορείο... μέχρι και τα κινητά παίζουν ήχους γιορτινούς. Δεν αντέχω ν' ακούσω. Έπειτα από την απογοήτευση που πέρασα, τραβάω γραμμή για το σπίτι!

Πλησιάζω στην πολυκατοικία μου και στιγμιαία αναρωτιέμαι αν το ραδιόφωνό μου είναι ακόμα στο πεζοδρόμιο. Πέντε δόσεις πλήρωσα για να το αγοράσω, ίσως μπορώ να το φτιάξω άμα- Μάταιος κόπος! Το πεζοδρόμιο, όπως βλέπω, με εξαίρεση κάτι ξερά φύλλα και μια σακούλα νάιλον που την κάνει βόλτες ο αέρας, είναι άδειο. Μάλλον τα απομεινάρια των ηχείων, των κουμπιών και του καλωδίου τα μάζεψε η δημοτική καθαριότητα ή κανένας παλιατζής. Αναστενάζω και μπαίνω στην είσοδο κι από εκεί στο ασανσέρ για να ανέβω στον τέταρτο. Πάλι βρωμάει πατσουλί, σημάδι ότι η διαχειρίστρια πήγαινε πάλι πάνω-κάτω όλη μέρα με το ασανσέρ από τον πέμπτο στον έκτο, επειδή βαριέται ν' ανέβει έντεκα σκαλοπάτια με τα πόδια. Προσπαθώ να μην εισπνεύσω καθόλου, μέχρι που βγαίνω απ' αυτό το υπεραρωματισμένο κλουβί κι επιτέλους βλέπω την πόρτα απ' το σπιτάκι μου! Οι πόρτες των άλλων διαμερισμάτων είναι στολισμένες με στεφάνια, καμπανάκια κι άλλα παρόμοια. Όμως εγώ πάλι δεν στόλισα ούτε την πόρτα, ούτε το εσωτερικό. Και δεν σκοπεύω, βέβαια! Μπαίνω μέσα, κλείνω την πόρτα, παραγγέλνω μια Cheddar Melt από την Domino's και περίπου μισή ώρα αργότερα, κάθομαι στον καναπέ τρώγοντας πίτσα, βλέποντας Brooklyn Nine-Nine και γενικά κάνοντας ό,τι μπορώ για να μην σκέφτομαι. Το βράδυ έχει ματς. Έχω κανονίσει να πάω να το δω με τον Βαγγέλη στο γνωστό μας στέκι. Με τον εκφωνητή στα αυτιά μου και καμιά πενηνταριά ποδοσφαιρόφιλους θαμώνες να γκαρίζουν γύρω μου, σίγουρα δεν θα μπορώ να σκεφτώ, αυτό που χρειάζομαι. Μετά θα πάμε και για ποτό... καλά θα 'ναι... Το φαντάζομαι και σκύβω το κεφάλι με απογοήτευση. Μου φαίνεται θλιβερό και βαρετό ό,τι κανόνισα. Δεν έχω διάθεση ούτε μέχρι το ισόγειο να κατέβω. Πιάνω ανόρεκτα το κινητό και στέλνω μήνυμα στον Βαγγέλη μέσω Viber για να το ακυρώσω. Μετά από δύο λεπτά λαμβάνω μήνυμά του. Δεν το ανοίγω, αφενός γιατί θα φανεί σαν 'διαβασμένο' και θα νομίζει μετά ότι τον γράφω, αφετέρου γιατί 100% θα με ρωτάει πώς πήγε με τον παραγωγό και δεν θέλω να το συζητήσω ούτε με το κολλητάρι μου.

Δε θέλω να σκέφτομαι, δε θέλω να σκέφτομαι, δε θέλω να σκέφτομαι! Στο πίσω μέρος του μυαλού μου ξέρω το γιατί και δεν έχει να κάνει με τον Χρήστο και την κουβέντα μας. Το υποσυνείδητό μου γνωρίζει για ποιο λόγο είμαι χάλια, αλλά αποφεύγω να το παραδεχτώ, να το αναλύσω. Κάτι που στέκεται αδύνατον όταν πηγαίνω στην τουαλέτα να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου (μετά την ορμή των δέκα εσπρέσο ήρθε τελικά και το ζαβλάκωμα κι είμαι σαν κοιμισμένος, λίγο νεράκι θα με ξυπνήσει). Με κοιτάζω στον καθρέφτη, κοιτάζω τα μάτια μου και χωρίς να το θέλω θυμάμαι τα μάτια αυτηνής της κοπέλας. Από εκεί και πέρα, οι αλυσιδωτές αντιδράσεις αρχινούν από μόνες τους...

Μα πώς μίλησα έτσι στο καημένο το κορίτσι!; Τι μ' έπιασε!; Αχ, είμαι καθίκι! Πολύ μεγάλο καθίκι!

Πετάω με φόρα το νερό στη μούρη μου, σαν να παίζω μπουγέλο με τον εαυτό μου. Φροντίζω μάλιστα να είναι μπούζι, γιατί τώρα που συνειδητοποίησα τι έκανα, αυτό νιώθω ότι μου αξίζει. Καθίκι! Καθίκι! Καθίκι, συνεχίζω να επαναλαμβάνω από μέσα μου, ενώ με βρέχω ξανά και ξανά μέχρι να με κάνω λούτσα. Ακούς εκεί να ξεσπάσω το θυμό μου για την απόρριψη που δέχτηκα και για τα Χριστούγεννα σε κάποια που ήρθε να με βοηθήσει. Οι τύψεις με πνίγουν, όπως παραλίγο να με πνίξει και το υλικό ενός ακόμα μπουγελώματος που πέφτει μέσα στο ανοιχτό στόμα μου και με κάνει να βήχω. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βγήκα τόσο εκτός εαυτού. Εντάξει, δε λέω ότι είμαι κάνα τέρας ευγένειας, αλλά αν η μάνα μου ήταν εδώ θα έλεγε: 'Εμείς δε σε μεγαλώσαμε έτσι, τι τρόποι είναι αυτοί;' Και θα 'χε και δίκιο! Υποτίθεται ότι οι στιχουργοί είμαστε ευαίσθητοι άνθρωποι... 'Άνθρωποι', σκέφτομαι κι ενδόμυχα γελάω ειρωνικά. Ωραίος άνθρωπος είμαι. Ένας άνθρωπος που φέρθηκε γαϊδουρινά σ' έναν άλλον άνθρωπο, ξεφορτώνοντας το σκουπιδαριό του. Πρέπει να βρω την κοπέλα και να της ζητήσω συγγνώμη! Οπωσδήποτε! Αύριο κιόλας θα πάω ξανά στον πεζόδρομο να τη βρω!

---

Εδώ και τρεις μέρες πηγαίνω κάθε μέρα την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος όπου την πρωτοείδα. Άδικος κόπος. Καμία χαλκινομαλλούσα με πράσινο μπουφάν και γιρλάντα στον λαιμό δεν έχει περάσει. Απελπίζομαι και ο όλο και ψυχρότερος καιρός δε βοηθάει! Δεν ξέρω ούτε τ΄ όνομά της, ούτε τίποτα πέρα από την ιδιαίτερη εμφάνισή της και τα τόσο θλιμμένα σκούρα μάτια που είδα πίσω απ' τους φακούς των γυαλιών της. Τουρτουρίζοντας από το κρύο, περπατώ προς το περίπτερο για να πάρω ένα κρουασάν. «Σε βλέπω κάθε μέρα εδώ, φίλε», ακούω τον περιπτερά να μου λέει με τη βραχνή του φωνή. «Τόσο πολύ σ' αρέσει ο πεζόδρομός μας και κόβεις συνέχεια βόλτες ή μπας κι έχασες κάτι και το ψάχνεις ανάμεσα στα πλακάκια;», συνεχίζει και γελάει ακόμα πιο βραχνά, αφήνοντας κι έναν έντονο τσιγαρόβηχα στο τέλος.

Σηκώνω το βλέμμα από το ράφι με τα γλυκά σνακ και τον κοιτάζω σαν να μου ήρθε επιφοίτηση. Με βλέπει κάθε μέρα, λέει, άρα; Άρα πιθανότατα βλέπει τα πάντα και τους πάντες σε αυτή τη γειτονιά! Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα ο ηλίθιος; «Όχι, φίλε», του απαντώ. «Ή μάλλον, ναι», συμπληρώνω μετά και με κοιτάει μπερδεμένος. «Ψάχνω κάτι ή μάλλον κάποια. Μια κοπέλα».

«Καλά, όλοι ψάχνουμε κοπέλες», πετιέται και γελάει και βήχει άλλη μια φορά. «Και πώς τη θες, για να ΄χουμε καλό ρώτημα; Ξανθιά; Μελαχρινή; Εγώ πάντως γουστάρω τις καστανές με τα πράσινα τα μάτια και τα μεγάλα τα-»

«Όχι, λάθος κατάλαβες. Ψάχνω μια συγκεκριμένη κοπέλα», τον κόβω κι αρχίζω να του την περιγράφω. Αυτός με ακούει προσεκτικά και στο τέλος γουρλώνει τα μάτια.

«Ρε 'σύ, το Νικολετάκι λες;», αναφωνεί κι εγώ ενθουσιάζομαι. Επιτέλους έμαθα το όνομά της! «Για κάτσε λίγο, τώρα σε γνώρισα κι εσένα... Εσύ δεν είσαι ο κόπανος που της φώναξε τις προάλλες;», με ρωτά και το ύφος του γίνεται πολύ, πολύ θυμωμένο.

«Ναι... εγώ είμαι», κάνω αμήχανα κι ο περιπτεράς με αγριοκοιτάζει μέσα απ' το μικροσκοπικό παραθυράκι του. «Θέλω να τη βρω για να της ζητήσω συγγνώμη!», προσπαθώ να του εξηγήσω. «Πες μου, σε παρακαλώ, την ξέρεις; Πού μπορώ να τη βρω;»

Συνεχίζει να με κοιτάζει άγρια για μερικά δευτερόλεπτα και μοιάζει σαν βιντεάκι που κάποιος του έχει πατήσει pause. Τον κοιτάζω κι εγώ ανήσυχα, μα ευτυχώς η έκφρασή του τελικά μαλακώνει.

«Στο ξενοδοχείο 'Πάτροκλος' δουλεύει», μου λέει και πριν μιλήσω, τραβάει μια μηδενική απόδειξη, βγάζει ένα στυλό και σημειώνει πάνω της μια διεύθυνση. «Τράβα να ζητήσεις συγγνώμη σούμπιτος και μην τυχόν τη στενοχωρήσεις ξανά, γιατί η Νικολέτα περνάει χρόνια από τη γειτονιά κι όλοι την αγαπάμε. Μπορεί να μην έχει καστανά μαλλιά ή πράσινα μάτια ή μεγάλα... επιχειρηματικά σχέδια, όπως εγώ, αλλά είναι κορίτσι-μάλαμα. Κι όπως είπαμε, ε! Αν τυχόν τη στενοχωρήσεις, θα έχεις να κάνεις μ' εμένα!», ολοκληρώνει, μου δίνει το χαρτάκι και μου κατεβάζει το στοράκι του παραθύρου στα μούτρα, καθιστώντας σαφές ότι δεν θα μου πουλήσει τελικά κρουασάν. Μα ποιος νοιάζεται; Το τελευταίο που μ' ενδιαφέρει είναι το τι θα φάω. Σφίγγω το χαρτάκι στη χούφτα μου και πάω τρέχοντας να βρω το ξενοδοχείο 'Πάτροκλος'.

---

Πρόκειται για ένα ήσυχο ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης, ένα μέρος που συνήθως φιλοξενεί τουρίστες κι οικογένειες με παιδιά. Φτάνω στην είσοδο λαχανιάζοντας, αλλά μέσα δεν τολμάω να μπω. Τι θα της πω; Πώς θα της εξηγήσω; Το χέρι μου τρέμει σαν αγγίζω το πόμολο της πόρτας. Όχι, δεν μπορώ να το κάνω...

Στην απέναντι γωνιά έχει μια εξίσου ήσυχη καφετέρια με παλιομοδίτικα ξύλινα έπιπλα, μικρά παράθυρα και καναπέδες με μπόλικα φουσκωτά μαξιλάρια. Πηγαίνω και κρύβομαι μέσα με τη δικαιολογία να σκεφτώ και να οργανώσω την απολογία μου. Κι εδώ έχουν στολίσει για τα Χριστούγεννα, αλλά οι ενοχές δεν με αφήνουν όχι να γκρινιάξω, ούτε καν να ενοχληθώ. Τα λαμπάκια αναβοσβήνουν συμπονετικά στο δράμα μου και τα κοιτάζω λυπημένος, σαν να θέλω να ζητήσω συγγνώμη ακόμη κι απ' αυτά. Ο σερβιτόρος με ρωτάει τι θα παραγγείλω κι είμαι έτοιμος να πω 'εσπρέσο αμερικάνο', όπως πάντα. Όμως τελευταία στιγμή θυμάμαι τους δέκα εσπρέσο που με κάνανε τούρμπο (ίσως, αν προσπαθήσω πολύ, να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτοί ευθύνονται για τη γαϊδουριά μου τις προάλλες, αλλά μπα...) και παραγγέλνω σοκολάτα. Μία σοκολάτα, δύο σοκολάτες, τρεις, ένα κρύο σάντουιτς με γαλοπούλα, μανούρι και μαγιονέζα και μια τέταρτη σοκολάτα που ο σερβιτόρος μου προσφέρει, λέγοντάς μου διακριτικά ότι ετοιμάζονται να κλείσουν. Κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου και παθαίνω σοκ: έντεκα παρά δέκα!; Πω πω, πότε πέρασαν τόσες ώρες; Όταν ήρθα ήταν πρωί. Το σώμα μου που έχει πιαστεί στην καρέκλα και το τουμπανιασμένο από τις σοκολάτες στομάχι μου επιβεβαιώνουν ότι πράγματι είμαι εδώ όλη μέρα. Τα πόδια μου επίσης είναι μουδιασμένα καθώς σηκώνομαι και φεύγω, περπατώντας σαν ζόμπι έξω στο κρύο. Μα ακόμη κι η αποχαύνωση σ' εκείνο το ήρεμο και ζεστό μέρος είναι καλύτερη από το καθήκον που με περιμένει πίσω από τη γυάλινη πόρτα στο απέναντι κτίριο. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν έχασα τζάμπα είκοσι ευρώ στις σοκολάτες, ούτε κατανάλωσα τόση ζάχαρη και συντηρητικά για να σηκωθώ και να φύγω σαν τον κλέφτη. Ήρθα να απολογηθώ και θα το κάνω!

Η πόρτα περιστρέφεται σαν δίσκος βινυλίου σε αργή κίνηση κι αφήνομαι να παρασυρθώ στον σταθερό ρυθμό της, μέχρι να βρεθώ από έξω μέσα. Κι αυτό το μέσα είναι μία άδεια ρεσεψιόν με σομόν τοίχους κι ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο πλάι στο κάουντερ. Κοιτώ ανήσυχα δεξιά κι αριστερά. Δεν είναι κανείς εδώ; Αποκλείεται. Προσπαθώ ν' ακούσω καθαρά, όσο μου επιτρέπει η lounge μουσική που παίζει στο βάθος και τελικά τα αυτιά μου λαμβάνουν το σήμα από δυο γυναικείες φωνές. Αγχωμένος για την επερχόμενη συνάντησή μου μαζί της, προχωρώ προς την κατεύθυνση του ήχου, μέχρι που φτάνω σε μία τεράστια κουζίνα. Και τότε τη βλέπω... η κοπέλα με τα χάλκινα μαλλιά. τα γυαλιά και τη μαύρη φούστα (που τώρα διαπιστώνω ότι αποτελεί κομμάτι των ρούχων της δουλειάς της, μαζί με άσπρο πουκάμισο, μαύρο γιλέκο και μαύρη γραβάτα), εκείνη που πλήγωσα τόσο απρόσμενα στέκεται μισοκρυμμένη στο ημίφως και μιλάει με μία κοκαλιάρα γριούλα με κουρελιασμένα ρούχα.

«Έλα, κυρά-Βάσω μου, αφού το ξέρω ότι πουλώντας χαρτομάντιλα δεν πρόκειται να βγάλεις αρκετά τόσο που ανεβήκαν οι τιμές φέτος. Πάρ' τα όλα!

«Μα, κοριτσάκι μου, δεν θέλω να βρεις τον μπελ-»

«Κανέναν μπελά δε θα βρω. Αφού μείνανε κι είναι κι ανέγγιχτα. Αν δεν τα πάρεις, θ' αναγκαστώ να τα πετάξω κι είναι κρίμα τόσο φαΐ να πάει στα σκουπίδια», την ακούω να λέει κι είναι τόσο γλυκιά η φωνή της, όσο την πρώτη φορά που την άκουσα. Ωχ, νιώθω χειρότερα από πριν, κάτι που μονάχα αυξάνεται όταν βλέπω τη γριούλα να της φιλά το χέρι και να την ευχαριστεί κλαίγοντας.

«Είσαι ένας άγγελος, Νικολέτα μου! Πάντα μας σκέφτεσαι! Να σ' έχει ο Θεός καλά!», λέει η κυρά-Βάσω συγκινημένη καθώς η άλλη βάζει κάτι τάπερ μιας χρήσεως με διάφορα φαγητά μέσα σε σακούλες και της τα δίνει.

«Άντε καλέ, δεν έκανα τίποτα!», της απαντά η κοπέλα με ελαφρώς κόκκινα μάγουλα. «Μακάρι τώρα που έρχονται κι οι γιορτές να μπορέσω να σας δώσω περισσότερα και σ' εσάς και στους άλλους». Η συζήτησή τους συνεχίζεται κι όσο τις ακούω θέλω ειλικρινά ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τι κορίτσι είναι αυτό; Κορίτσι-μάλαμα, όπως είπε ο περιπτεράς! Δεν είναι απ' αυτούς που το παίζουν καλοί μόνο τα Χριστούγεννα, μα όπως κατάλαβα από τα λεγόμενα της γριάς κυρίας, πάντα βοηθάει κι αυτήν κι άλλους φτωχούς, δίνοντάς τους τα φαγητά που περισσεύουν από το ξενοδοχείο. Άραγε το ξέρουν τα αφεντικά της αυτό ή το κάνει ολομόναχη με κίνδυνο να χάσει τη δουλειά της, εξού κι η τόση μυστικότητα;

Τις σκέψεις μου διακόπτουν τα βήματά τους, καθώς πάνε να βγουν απ' την κουζίνα κι αθόρυβος σαν γατί κρύβομαι σε μια σκοτεινή γωνία, να μην με δουν. Αν μ' έβλεπε κανείς, θα νόμιζε ότι παραμονεύω να τις σκοτώσω, Βλέπω τη γριά κυρία να την αγκαλιάζει προτού βγει από το κτίριο κι η Νικολέτα κάθεται πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν εκεί που υποθέτω ότι είναι και το πόστο της. Αφήνει μια εκπνοή που δεν μπορώ να είμαι σίγουρος αν υποδηλώνει χαρά για την καλή της πράξη ή απογοήτευση για κάτι άλλο. Έπειτα σκύβει το κεφάλι κι αρχίζει ν' ασχολείται με κάτι χαρτιά. Να η ευκαιρία μου. Πλησιάζω αργά προς το μέρος της κι η καρδιά μου βροντάει μέσα στο στήθος μου. «Ε... συγγνώμη...», κάνω και μου φαίνεται τόσο ειρωνικό που προσπαθώ να της τραβήξω την προσοχή με την ίδια λέξη που είναι κι ο λόγος που θέλω να της μιλήσω.

«Παρακαλώ, πείτε μου...», κάνει σηκώνοντας πάλι το κεφάλι της και την αμέσως επόμενη στιγμή στο πρόσωπό της σχηματίζεται μια έκφραση τρόμου καθώς με αντικρίζει. «Εσείς..;», αναφωνεί με βλέμμα σκοτεινό.

«Ε-Εγώ...», τραυλίζω και βάζω το μυαλό μου σε λειτουργία γρήγορης σκέψης, μπας και μου έρθει κάτι καλό για τη συνέχεια. Έλα, έλα! Πρέπει οπωσδήποτε να της πω κάτι! Δεν αντέχω να με κοιτάζει έτσι! «Εμ... εεε...», Εμπρός, αγόρι μου, το έχεις! Τόση σοκολάτα ήπιες, δεν μπορεί, όλο και λίγη γλυκύτητα θα 'χεις μέσα σου. Μένω σαν ηλίθιος για κάμποσες στιγμές και τα μάτια μου ψάχνουν απελπισμένα στο χώρο για κάτι από το οποίο να μπορώ να πιαστώ σαν αφορμή. Δεν υπάρχει τίποτα, μα ξαφνικά... το δέντρο! Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο! «Π-Πολύ... όμορφο εί-είναι...», λέω δείχνοντάς το κι αυτή βλεφαρίζει. «Και οι μπαλίτσες και τα φωτάκια κι αυτό το αστεράκι εδώ... όλα μοιάζουν μαγικά!», καταλήγω ξεροβήχοντας.

«Ναι... είναι μια ανάσα πριν επιστρέψω στην απαίσια πραγματικότητα για την οποία είχατε την καλοσύνη να μου μιλήσετε», μου απαντάει μισολυπημένη-μισοθυμωμένη.

«Ναι... σχετικά με αυτό...», κομπιάζω κι είμαι βέβαιος πως έχω κοκκινήσει. «Ακούστε, δεσποινίς Νικολέτα, εγώ δεν... δ-δεν...», η φωνή μου σβήνει. «Ήμουν αγενής μαζί σας! Τι αγενής, δηλαδή; Αγενέστατος! Έχω πολλές τύψεις κι ενοχές, ειλικρινά θέλω να-»

«Ο τρόπος που μου μιλήσατε είναι το πρόβλημα, κύριε κι όχι όσα είπατε;», με καθηλώνει με το λόγο της. Κομπλάρω. Αισθάνομαι πως ό,τι και να πω θα γυρίσει εναντίον μου.

«Ας πούμε και τα δύο. Δεν είναι ότι λατρεύω τα Χριστούγεννα, μα ο λόγος που είπα ό,τι είπα είναι ότι είχα μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Τώρα θα μου πείτε κι εσείς έχετε τέτοιες και δεν ξεσπάτε στον πρώτο τυχόντα, πόσο μάλλον όταν έρχεται να σας βοηθήσει κιόλας και λογικά με βλέπετε σαν το μεγαλύτερο τέρας του κόσμου και θα το καταλάβω αν...» Με κοιτάζει σαστισμένη και μόνο τότε καταλαβαίνω πως τόση ώρα πλατειάζω και φλυαρώ ασύστολα. «Συγγνώμη», μουρμουρίζω και σκύβω το κεφάλι γεμάτος ντροπή. «Θα 'χετε δίκιο αν με βρίσετε και με διώξετε απ' τον εργασιακό σας χώρο. Το αξίζω. Απλά ήθελα να ξέρετε ότι... λυπάμαι για το περιστατικό μεταξύ μας. Φαίνεστε καλός άνθρωπος και δεν αξίζει να δίνετε σημασία στις χαζομάρες ενός στριμένου, αποτυχημένου στιχουργού... Αυτά είχα να πω. Και πάλι συγγνώμη και... καλές γιορτές...»

Έχω ήδη γυρίσει την πλάτη και πάω να φύγω όταν... «Σταθείτε, κύριε!»

«Παρακαλώ;»

Η Νικολέτα αφήνει τον πάνγκο και με πλησιάζει. Ένα ίχνος από εκείνο το λαμπερό χαμόγελο που είδα την πρώτη φορά στολίζει τα χείλη της. «Σας συγχωρώ», ανακοινώνει κι η καρδιά μου πάει να πετάξει.

«Α-Αλήθεια;», απορώ και μου γνέφει χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Αλήθεια! Αυτό που σας είπα εκείνη τη μέρα το εννοούσα. Κανείς δεν πρέπει να είναι λυπημένος, ειδικά όταν έρχονται Χριστούγεννα. Θέλετε να το πάρουμε απ' την αρχή;»

«Απ' την αρχή;»

«Ναι! Πείτε ότι δεν μεσολάβησε τίποτα κι απαντήστε μου σαν να 'χουμε γυρίσει πίσω το χρόνο. Γιατί, λοιπόν, είστε λυπημένος; Μπορώ να σας βοηθήσω;» Είναι δυνατόν να έχω πέσει σε έναν τόσο καλό άνθρωπο; Ρε μήπως μου κάνει πλάκα; Μήπως είναι καμιά ψεύτρα που το παίζει αγγελούδι για να τη συμπαθούν οι άλλοι; Καθώς συστηνόμαστε (εγώ δηλαδή, γιατί το δικό της το όνομα το ξέρω), την ακούω να μιλάει, μα κυρίως... τη βλέπω. Βλέπω τις αντιδράσεις της όσο της μιλάω εγώ. Με ακούει με προσήλωση, οι εκφράσεις της γίνονται λυπημένες όποτε τις λέω κάτι δυσάρεστο, όπως τις συνεχείς αποτυχημένες μου προσπάθειες να μπω στη δισκογραφία. Πρώτη φορά κάποιος μου δίνει προσοχή και νιώθω... ωραία. Ευτυχώς στη ρεσεψιόν δεν έρχεται κανείς κι η σιωπηλή μας συζήτηση συνεχίζει να αντιλαλεί στην άδεια αίθουσα, παρέα με τις σιγανές μουσικές...

---

«Έλα, Μάνο μου, πες μου τι είναι...»

«Μη βιάζεσαι. Είπαμε, θα τα πούμε από κοντά».

«Μα δεν μπορώ να περιμένω άλλο».

«Μην είσαι ανυπόμονη, Νικολέτα μου. Τι έκπληξη θα είναι αν σου πω από τώρα; Θα τα πούμε σε λίγο, φιλάκια!» Κλείνω το κινητό και συνεχίζω τις προετοιμασίες. Οι μουσικές τώρα παίζουν δυνατά στο σαλόνι κι εγώ χορεύω και σιγοτραγουδώ καθώς βάζω τα στολίδια στο δέντρο. Θα φανώ υπερβολικός αν πω ότι τις τελευταίες δύο εβδομάδες άλλαξε η ζωή μου; Η Νικολέτα με πήρε μαζί της στον φιλανθρωπικό σύλλογο όπου προσφέρει εθελοντικά τη βοήθειά της. Επισκεφτήκαμε το τοπικό γηροκομείο, πήγαμε φαγητό στο συσσίτιο της εκκλησίας, μέχρι και ρούχα μοιράσαμε στους άστεγους. Και το πιο περίεργο; Όλοι τη γνώριζαν. Όσα κάναμε δεν ήταν περιστασιακά, για τις γιορτές. Όλο το χρόνο τα κάνει αυτή η υπέροχη γυναίκα! Μαζί της είδα μια άλλη μεριά της ζωής, μία που ευχόμουν να είναι υπαρκτή μα δεν έκανα ποτέ τίποτα για να συμβάλω στην ύπαρξή της. Μια μεριά όπου κι η νύχτα είναι φωτεινή. Αχ, Νικολέτα μου, ήρθες εσύ και πήρε η νύχτα φως! Είσαι σταθμός στη ζωή μου, σκέφτομαι και χαμογελώ.

Δεν ξέρω τι έκανα για να αξίζω τέτοια ευλογία. Όμως νιώθω ότι μου προσφέρθηκε το πιο υπέροχο δώρο. Μια δόση ζεστασιάς μέσα στην παγωνιά των συναισθημάτων και ένας έρωτας απίστευτος! Ναι, δε θέλω να το κρύψω. Τη Νικολέτα την αγαπώ! Ακόμη κι αν την ξέρω ελάχιστα, είμαι ερωτευμένος μαζί της!

Σε λίγο θα έρθει στο σπίτι μου πρώτη φορά για να περάσουμε μαζί την Παραμονή των Χριστουγέννων. Κι εκτός από το στόλισμα, το οποίο θα την αφήσω να τελειώσει εκείνη, βάζοντας το αστέρι στην κορυφή του δέντρου, της έχω κι άλλη μία έκπληξη...

Μόλις έρθουν τα μεσάνυχτα και μπουν τα Χριστούγεννα, το νέο μου τραγούδι θα παίξει στο Love Radio. Το έγραφα αυτές τις δυο εβδομάδες, κάθε μέρα λίγο-λίγο μετά από κάθε μας συνάντηση, καθώς ανακάλυπτα τα συναισθήματά μου για εκείνη. Τίτλος: 'Είσαι Τα Χριστούγεννά Μου', αυτό ακριβώς που θα ήθελα να της πω. Αυτό που νιώθω πλέον και για τη γιορτή και για την ίδια! Ο Χρήστος δεν πίστευε στα μάτια του όταν διάβασε τους στίχους κι αναφώνησε ότι θα γίνει τεράστια επιτυχία! Ενθουσιάζομαι στην ιδέα! Αλλά κι έτσι να μη γίνει, μου αρκεί να το ακούσει αυτή, να ακούσει πώς νιώθω και να δεχθεί την αφιέρωση που θα της κάνω, μιας και μέχρι τώρα έχει καταλάβει καλά ότι με τα λόγια δεν τα καταφέρνω ιδιαίτερα.

Δεν με αναγνωρίζω πια. Είναι σαν να άλλαξε όλο μου το σκεπτικό... Και βλέπω ότι τελικά... τα πάντα στη ζωή είναι θέμα σκεπτικού. Ο φίλος μου ο Βαγγέλης αναρωτιέται αν με απήγαγαν εξωγήινοι, βλέποντας το βίντεο με το στολισμένο μου διαμέρισμα που του έστειλα και με ρωτάει αν είμαι στα καλά μου. «Δεν είμαι απλά στα καλά μου, είμαι στα καλύτερά μου!», του απαντώ γελαστά με ηχητικό και μου στέλνει ένα κάρο χαρούμενες φατσούλες ως απάντηση.

Κρατάω το χρυσό αστεράκι στα χέρια μου και νιώθω τόση ζεστασιά, όταν φαντάζομαι πώς θα χαμογελάσει το Νικολετάκι. Γλυκιά μου, μέσα στη δική σου αγκαλιά ξέρω πως θα νιώθω ακόμα μεγαλύτερη ζεστασιά, σκέφτομαι. Αν και γνωρίζω ότι εφόσον αυτή θα βάλει το αστέρι στο δέντρο, αυτή θα κάνει ευχή, θα ευχηθώ κάτι κι εγώ. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς κλείνω τα μάτια και ψιθυρίζω στο αστέρι: «Εύχομαι η Νικολέτα κι εγώ να 'μαστε μαζί παντοτινά...» Θεέ μου, ας ευχηθεί κι αυτή το ίδιο!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top