Silent Night - Αγγελική Παπανικήτα
Η ιστορία είχε σταλεί σε εμάς για το θέμα "Πρόσεχε τι εύχεσαι" και περιέχει περιγραφές βίας.
«Άλεξ;», μόλις που ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τοίχου. «Άλεξ», επανέλαβε τόσο σιγανά που σε άλλες περιστάσεις η φωνή του θα χανόταν από τον ήχο μίας ανάσας.
Σταμάτησε να βαδίζει άσκοπα μέσα στο μικρό δωμάτιο-κελί και γονάτισε στο βρώμικο πάτωμα, ακριβώς στο σημείο από όπου προερχόταν ο ήχος. Είχε εκπαιδευτεί αρκετά καλά τους τελευταίους μήνες στον κανόνα της εξαντλητικής σιωπής που επέβαλλαν οι Ιρακινοί. Είχε μάθει και εκείνος και ο Λόιντ με τον άσχημο τρόπο τι συνέβαινε αν αποφάσιζαν να τον σπάσουν. Έτσι, κάθε φορά που το έκαναν φρόντιζαν τουλάχιστον να παίρνουν κάθε δυνατή επιφύλαξη. Κανείς τους δεν ήθελε να του ξεριζώσουν κάποιο ακόμα νύχι.
«Ναι, σε ακούω», απάντησε εξίσου χαμηλόφωνα και κράτησε την ανάσα του για να μπορέσει να αφουγκραστεί τα λόγια του Λόιντ.
«Θα μας αφήσουν ελεύθερους ως δώρο για τα Χριστούγεννα», μόλις που τον άκουσε.
«Λες βλακείες», ξεστόμισε απότομα, με αντανακλαστική σχεδόν ταχύτητα, υψώνοντας ελαφρά τον τόνο της φωνής.
«Αλήθεια Άλεξ, τους άκουσα. Λένε πως τους είμαστε άχρηστοι πλέον και πολύ μπελάς για (να) μας σκοτώσουν», συνέχισε.
Οι παλμοί της καρδιάς του αυξήθηκαν απότομα. Ένα ρίγος έκανε το σαγόνι του να τρέμει μισάνοιχτο. Ακούμπησε το κεφάλι του στον μουχλιασμένο τοίχο και έσφιξε τις βρώμικες γροθιές του.
«Την τελευταία φορά που νόμισες πως άκουσες ότι θα έκαναν το ίδιο, μας πήγαν για έναν υπέροχο γύρο βασανιστηρίων», ψιθύρισε δαγκώνοντας το χείλος του.
«Όχι, σου το ορκίζομαι τώρα πως...»
Η συνομιλία τους διακόπηκε απότομα καθώς και οι δύο μέσα στην νεκρική σχεδόν σιωπή άκουσαν τους Ιρακινούς να πλησιάζουν. Αν και δεν μιλούσαν, τα αυτιά τους είχαν εκπαιδευτεί τόσο καλά που μπορούσαν να ανιχνεύσουν τον ήχο των παπουτσιών τους από τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά, ακόμα και πίσω από τις ερμητικά κλειστές μεταλλικές πόρτες των κελιών τους. Ο Άλεξ βιάστηκε να μετακινηθεί στην άλλη πλευρά του κελιού. Χρειάστηκαν μόνο τρία βήματα για να το κάνει. Κουλουριάστηκε σε εμβρυακή στάση πάνω σε ένα λερωμένο και δύσοσμο σεντόνι, σχεδόν κοκαλωμένο από τη βρώμα, και προσποιήθηκε ότι κοιμόταν.
Όπως συνήθως, χτύπησαν με την κάννη των πολυβόλων τους την πόρτα ανακοινώνοντας την άφιξή τους ώστε να τους δώσουν χρόνο να απομακρυνθούν από αυτήν αν ήθελαν να μην τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ο Άλεξ ανασήκωσε το κεφάλι του για να δει έναν από τους Ιρακινούς να ξεπροβάλλει από το κενό της πόρτας. Τον κοίταξε με ένα σαδιστικό σχεδόν βλέμμα, απολαμβάνοντας την παραίτηση στο βλέμμα του, πριν του πετάξει ένα πιάτο φαγητό στο πάτωμα. Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα βουβά πίσω του.
Μπουσούλησε ως το πιάτο. Όσο από το ρύζι δεν είχε χυθεί στο πάτωμα, ήταν συγκεντρωμένο στην άκρη του πιάτου, σε έναν γλοιώδη σβόλο με καστανοκίτρινο χρώμα. Γονάτισε και πήρε το στραπατσαρισμένο πιάτο στα χέρια του. Έχωσε τις άκρες του δείκτη και του μέσου του στη λιγοστή ποσότητα ρυζιού που και τις έφερε στο στόμα του. Το να τρώει με τα χέρια ήταν το πιο ανόητο πράγμα που τον απασχολούσε τους μήνες που ήταν αιχμάλωτος των Ιρακινών.
Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από την αηδία. Αν και έτρωγε το ίδιο πράγμα πολλές συνεχόμενες εβδομάδες, δεν κατάφερε να πείσει τον εαυτό του να μην νιώσει την παρόρμηση να το φτύσει μόλις το έφερνε στο στόμα του πριν τελικά το καταπιεί. Εκείνη τη μέρα όμως πράγματι το έφτυσε. Πέταξε το πιάτο στη γωνία το κελιού του και κλότσησε μαζί του το υπόλοιπο ρύζι που είχε σκορπίσει στο πάτωμα. Στάθηκε όρθιος και άρχισε να βαδίσει με ένταση από την μια άκρη του κελιού στην άλλη με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα σπυριά από το ρύζι να κολλούν κάτω από τα πόδια του.
Το στομάχι του σφιγγόταν μέχρι πριν από λίγα λεπτά από πείνα. Τώρα ωστόσο αυτό που ένιωθε δεν ήταν πείνα αλλά ανησυχία.
«Όχι, κάνει λάθος», ψιθύρισε στον εαυτό του. Είχε μείνει τόσο καιρό μόνος του που ένιωθε την ανάγκη να ακούει κάποιον να μιλάει ακόμα και αν αυτός ήταν ο ίδιος και αυτά που ξεστόμιζε πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν ως σκέψεις ή συνειρμοί στον νου του. «Δεν θα μας αφήσουν να φύγουμε. Δεν θα το κάνουν. Όποια καλοσύνη υπήρχε μέσα τους έχει πεθάνει. Άκουσε λάθος πάλι ο ηλίθιος. Τα κουρδικά του είναι ό,τι πιο άθλιο υπάρχει στο σύμπαν», συνέχισε προσπαθώντας να ξαναβρεί τον ρυθμό της ανάσας του.
Το ήξερε κατά βάθος πως αυτό που έκανε στην πραγματικότητα ήταν να θάβει μέσα του μια ρανίδα ελπίδας που το δόθηκε. Όταν τον είχαν πρωτοαιχμαλωτίσει και για αρκετές μέρες συνεχόμενα τον βασάνιζαν τόσο άγρια που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, καθησύχαζε τον εαυτό του με την σκέψη πως σύντομα οι δικοί τους θα ανακάλυπταν το κρησφύγετο των Ιρακινών και θα τους έσωζαν. Για μέρες και εβδομάδες είχε αρπαχτεί από αυτή τη φαντασίωση καθώς ένιωθε πως ο θάνατος ήταν διαρκώς μία ανάσα μακριά.
Αλλά η πολυπόθητη αμερικανική διμοιρία δεν έλεγε να εμφανιστεί. Τα βασανιστήρια συνεχίζονταν ακάθεκτα, με ιδιαίτερη ζέση, όρεξη και δημιουργικότητα από την πλευρά των Ιρακινών. Τις νύχτες που πέρναγε κλαίγοντας βουβά στο κελί του, πονώντας με κάθε ανάσα που έπαιρνε, αυτό το όνειρο έμοιαζε να σβήνει μέχρι που κάποια στιγμή χάθηκε τελείως. Δεν τον πόνεσε ωστόσο τόσο όσο θα περίμενε. Έμοιαζε με κάποιου είδους ψυχική άμυνα. Παύοντας να σκέφτεται πότε θα τον έσωζαν, πως θα επέστρεφε στην πατρίδα του, πως είναι ο κόσμος έξω από το ασφυκτικά μικρό κελί του, δεν του είχε μείνει καμία σκέψη ή ανάμνηση που να του προκαλεί τον πόνο του ανεκπλήρωτου ή του χαμένου. Κράταγε και ο ίδιος τον εαυτό του περιορισμένο σε ένα μαύρο κουτί γιατί του ήταν λιγότερο οδυνηρό να μην αναλογίζεται πως θα ήταν τα πράγματα αν δεν είχε αποφασίσει ποτέ να γράψει το όνομά του στους καταλόγους του στρατού. Αυτή τη φορά ωστόσο τα λόγια του Λόιντ κατάφεραν να κλονίσουν τις βαθιά θαμμένες και μήνες ξεχασμένες αναμνήσεις και σκονισμένες ιδέες.
Άρχισε να περπατά όλο και πιο γρήγορα με τα πόδια του να γλιστρούν στο μουλιασμένο πάτωμα προσπαθώντας να ανακόψει την ιλιγγιώδη ανάδυση όλων όσων τόσο προσεκτικά είχε κλειδώσει στα έγκατα του νου του. Με τις παλάμες του έσφιξε γερά τους κροτάφους του. «Όχι», ψιθύρισε και η φωνή του έτρεμε τόσο που μετά βίας την αναγνώριζε. «Όχι, όχι ανάθεμά σε Λόιντ. Είναι ψέμα».
Ωστόσο αυτή η στρατηγική δεν κατάφερε να διαλύσει τις αναμνήσεις που σαν πυροτεχνήματα έσκασαν στο νου του. Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη... Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα από τον βαρύ ουρανό... Δρόμοι γεμάτοι ζωηρά φώτα, χορωδίες που τραγουδούν στην Times Square, κρυμμένα μαγαζιά με τζαζ και κρύο ουίσκι... «Σταμάτα. Σταμάτα...» ...έλκηθρα στους λόφους, οικογενειακές συγκεντρώσεις γύρω από το τραπέζι... «Σε παρακαλώ... Όχι άλλο...» ...γέλια, η μυρουδιά της πατατοσαλάτας, μύτες κοκκινισμένες από το κρύο, σκισμένα περιτυλίγματα δώρων, ερυθρόλευκοι σκούφοι...
Τα πόδια του λύγισαν και έπεσε στο πάτωμα με ορμή. Το κορμί του δίπλωσε στα δύο. Λυγμοί έκαναν το λιπόσαρκο σώμα του που διαγραφόταν κάτω από την κουρελιασμένη μπλούζα να τραντάζεται βίαια. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του παρασέρνοντας τη βρωμιά του προσώπου του σε δύο σκούρα ρυάκια που έσταζαν ανάμεσα από τις χαρακωμένες αρθρώσεις των δαχτύλων του.
Δεν μπορούσε να διευκρινίσει αν αυτό που τον είχε επηρεάσει τόσο έντονα ήταν πως είχε περάσει άλλος ένας χρόνος εγκλεισμού στο κελί, συμπληρώνοντας έτσι δεκαοκτώ μαρτυρικούς μήνες ή η ιδέα πως και αυτά τα Χριστούγεννα θα τον έβρισκαν σε μια τόσο ελεεινή κατάσταση, υποσιτισμένο, κακοποιημένο και ψυχικά νεκρό να παλεύει να κρατήσει τα τελευταία ίχνη της λογικής του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Μετά βίας μπορούσε να αναπνεύσει από τα αναφιλητά.
Τα περσινά Χριστούγεννα τον είχαν βρει σε παρόμοια κατάσταση. Δεν είχαν αλλάξει πολλά από τότε. Είχε τολμήσει να παρακαλέσει μάλιστα τον Θεό λίγες μέρες πριν τις γιορτές τότε για έστω λίγο έλεος με την ελπίδα πως υπήρχαν ακόμα πιθανότητες να βγει από το κελί χωρίς να περιμένει πως κάποιος θα τον κάνει να ουρλιάζει από τον πόνο.
Οι Ιρακινοί δεν τον είχαν ξεχάσει ούτε εκείνον, ούτε τα Χριστούγεννα. Ανήμερα της μέρας της γέννησης του Σωτήρα του επιφύλαξαν το δικό τους ιδιαίτερο δώρο φροντίζοντας να αντιστρέψουν τελείως την ευχή του. Εκείνη τη μέρα υπέστη τα χειρότερα βασανιστήρια από ποτέ με την μουσική υπόκρουση του τραγουδιού «Τρίγωνα Κάλαντα». Ούρλιαζε τόσο δυνατά του έπειτα από κάποια στιγμή δεν έβγαινε τίποτα περισσότερο από το λαρύγγι του πέρα από μια βραχνή υπόκωφη κραυγή. Μόλις λιποθυμούσε περίμεναν ευλαβικά να συνέρθει για να φροντίσουν πως δεν θα έχανε την παραμικρή στιγμή από την έκπληξη που του είχαν με τόση προσήλωση ετοιμάσει. Έπειτα από εκείνη τη μέρα είχε μείνει ακίνητος στο κελί του πάνω στο ίδιο σεντόνι που είχε ακόμα, μέσα στο αίμα, τον εμετό και τα κάτουρά του για τέσσερις μέρες πριν καταφέρει να μπορέσει να κάνει δύο βήματα χωρίς να καταρρεύσει. Τότε ήταν που είχε αποφασίσει πως δεν είχε νόημα να ελπίζει σε τίποτα πλέον.
Όσο μεθοδικά όμως και αν είχε πείσει τον εαυτό του πως κάθε ελπίδα ήταν μάταιη και επικίνδυνη, του ήταν αδύνατο εκείνη τη μέρα να παραμείνει βουβός. Εξάλλου ήταν ακόμα ένας ταπεινός θνητός που στις δυσκολότερες περιστάσεις η μοναδική λύση φαινόταν να είναι η εξωτερική παρέμβαση κάποιας ανώτερης δύναμης.
«Παρακαλώ...», ψέλισσε άηχα, μπερδεύοντας τα λόγια και με τα σάλια να τρέχουν στις γωνίες τον χειλιών του. «Παρακαλώ... Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα... Σε ικετεύω Χριστέ μου, Πνεύμα των Χριστουγέννων, ό,τι βρίσκεται εκεί έξω... Μην με παρατήσετε εδώ... Θέλω να φύγω... Να φύγω από εδώ μέσα... Να... Να φύγω...»
***
Όταν χτύπησαν ξανά την πόρτα ο Άλεξ είχε κουλουριαστεί στο σεντόνι δίχως να κοιμάται. Δεν είχε καμία όρεξη να σηκωθεί από τη θέση παραίτησής του, ούτε για να φάει. Άνοιξε τα μάτια του περιμένοντας να δει για χιλιοστή φορά το ίδιο χέρι να εκτοξεύει το πιάτο με το ίδιο σιχαμένο ρύζι πριν εξαφανιστεί καταδικάζοντας κάθε ευκαιρία για κοινωνική επαφή. Αυτή τη φορά ωστόσο, δεν πετάχτηκε κανένα πιάτο. Αντίθετα, τρεις άντρες με βαριά πολυβόλα να κρέμονται στους ώμους του μπήκαν μέσα στο κελί του.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν να σφίξει τα πόδια του ακόμα περισσότερο στο στήθος του και να αρχίσει να τρέμει ασταμάτητα. Την τελευταία φορά που συνέβη το ίδιο πράγμα τον είχαν κατεβάσει στο υπόγειο και τον κράταγαν κρεμασμένο από τα χέρια για ώρες ενώ ταυτόχρονα τον χτυπούσαν με τις κάννες των όπλων τους.
Ο ένας από τους τρεις του πέταξε έναν μαύρο σκούφο. Ο Άλεξ ανασήκωσε το κεφάλι του με μια μείξη αναστάτωσης και περιέργειας στο βλέμμα του.
«Φόρα το», του είπε με βαριά προφορά.
Ο Άλεξ ανασηκώθηκε με τα χέρια του ακόμα να τρέμουν και βιάστηκε να κάνει ό,τι του είπε. Ήξερε πως αν υπήρχε ένα πράγμα που σιχαίνονταν ήταν οι αργοπορίες. Τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του έσφιξαν γύρω από το σκουφί και ήταν ό,τι πιο ζεστό είχε να νιώσει για μήνες.
«Ο αρχηγός είναι καλός. Για τη γιορτή σας θα σας αφήσει να φύγετε. Πλήρωσε η χώρα σας», είπε και έφτυσε το ήδη λερωμένο πάτωμα.
Το στόμα του κρέμασε από την έκπληξη και τώρα ένα τρέμουλο ασυγκράτητης χαράς τον έκανε να συσπαστεί. Οι άκρες των χειλιών του τραβήχτηκαν ψηλά και έκανε αυτό που δεν μπορούσε τόσο καιρό. Χαμογέλασε.
«Ε-ευχαριστώ», μπόρεσε μονάχα να ψελλίσει και τράβηξε τον σκούφο ως το λαιμό του με τα χέρια του να τρέμουν ανεξέλεγκτα.
Τον έστησαν όρθιο, του έδεσαν τα χέρια και τους άφησε να τον οδηγήσουν έξω από το κελί. Αλλά δεν περπάταγε. Πέταγε. Τα πόδια του κυλούσαν πάνω σε χιόνι ανάλαφρα, ονειρικά, ακόμα και αν του έλειπαν τρία δάχτυλα. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που ήθελε να γελάσει με όλη του τη δύναμη.
Ένιωθε τον Λόιντ μπροστά του. Άκουγε την αναστατωμένη του βραχνή ανάσα και το στομάχι του σφίχτηκε ακόμη περισσότερο από τον ενθουσιασμό.
Περπάτησαν λίγα μέτρα πριν σταματήσουν. Τον έσπρωξαν από τον ώμο και τον έστησαν δίπλα στον Λόιντ. Το ένιωσε από το κορμί του που έτρεμε ακατάπαυστα.
Το μικρό δάχτυλο του Λόιντ για μια απειροελάχιστη στιγμή τυλίχθηκε γύρω από το δικό του. Ένα καυτό κύμα ζεστασιάς και ανακούφισης απλώθηκε σαν φωτιά σε όλο του το σώμα. Αυτή ήταν η μοναδική φιλική ανθρώπινη επαφή που είχε από την πρώτη στιγμή που τον πέταξαν σε εκείνο το κελί. Δεν είχε πιστέψει ποτέ πως ένα ανθρώπινο άγγιγμα θα μπορούσε να του χαρίσει τόση χαρά, τόση βεβαιότητα πως όλα θα πήγαιναν καλά.
«Στο είπα», του ψιθύρισε ο Λόιντ.
Θα τον έσφιγγε στην αγκαλιά του αν είχε τα χέρια του ελεύθερα. Αντί αυτού ένευσε καταφατικά, ακόμα και αν δεν μπορούσε να δει τον Λόιντ ούτε εκείνος αυτόν. Η χαρά είχε πλημμυρίσει το στόμα του εμποδίζοντάς τον να αρθρώσει την παραμικρή λέξη.
Τους έβαλλαν σε ένα αμάξι και λίγα λεπτά αργότερα ο ήχος της μηχανής που αγκομαχώντας έπαιρνε μπροστά τον έκανε να δαγκώσει τα χείλη του πνίγοντας ένα χάχανο.
Τελείωσε. Το πνεύμα των Χριστουγέννων με άκουσε. Έρχομαι σπίτι μαμά, είπε βουβά και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του.
Έμοιαζαν να έχουν περάσει αιώνες όταν το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε. Τελευταία στιγμή κατάφερε να συγκρατήσει μια κραυγή ενθουσιασμού. Χέρια τον οδήγησαν έξω από το αμάξι. Έκαναν λίγα ακόμα μέτρα σε ένα έδαφος που θύμιζε χώμα πριν τον ακινητοποιήσουν και τραβήξουν την κουκούλα.
Δεν υπήρχαν πρόξενοι ούτε στρατιώτες, μόνο δέκα άντρες με τουρμπάνια και πολυβόλα. Η έκφραση χαράς μετατράπηκε σε σύγχυση.
«Αυτή είναι η τελευταία σαν νύχτα», τους ανακοίνωσε ένας άντρας που στεκόταν τρία μέτρα μπροστά τους λύνοντάς τους σύντομα την απορία.
Τα μάτια του Άλεξ γούρλωσαν απότομα, σχεδόν πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες τους. Ο λαιμός του ξεράθηκε και ένιωσε να πνίγεται, σαν ο αέρας να μην μπορούσε να κατέβει στα πνευμόνια του. Αν τα χέρια των Ιρακινών δεν έσφιγγαν γερά γύρω από τους ώμους του θα είχε καταρρεύσει.
«Είπες πως θα μας άφηνες!», κραύγασε ο Λόιντ με σπασμένη φωνή και το σώμα του τεντώθηκε μπροστά.
«Από την αρχή είχα τις υποψίες μου πως καταλάβαινες κουρδικά αλλά μου πήρε λίγο καιρό να το εξακριβώσω», απάντησε ψυχρά ο άντρας. «Τώρα είμαι σίγουρος».
Ανεξέλεγκτα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του Άλεξ. Το σώμα του έτρεμε αλλά δεν ένιωθε την παρόρμηση να παλέψει για να ξεφύγει. Ένιωθε σχεδόν παραλυμένος, σαν όλοι οι μυς του σώματός του να είχαν χαλαρώσει.
«Έχω παιδί», ούρλιαξε ο Λόιντ κλαίγοντας τώρα. Φλέβες είχαν πεταχτεί στο λαιμό του και πάλλονταν έντονα. «Μην με σκοτώσεις! Σε ικετεύω!»
«Και εγώ είχα τρία, μέχρι που ήρθατε εσείς. Τώρα μου έχει μείνει μόνο ένα», ήρθε η απάντηση.
Ο Άλεξ άνοιξε το στόμα του αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει την παραμικρή λέξη. Ο Λόιντ δίπλα του παραληρούσε ακατάσχετα κλαίγοντας, φωνάζοντας και παρακαλώντας ταυτόχρονα αλλά ένα τεράστιο χάσμα τους χώριζε. Του πήρε λίγες μονάχα στιγμές για να συνειδητοποιήσει πως όλα ήταν μάταια πλέον.
Μάλλον δεν έπρεπε να δοκιμάσω την τύχη μου ξανά..., αναλογίστηκε. Μάλλον τσάντισα το πνεύμα... Τουλάχιστον βγήκα έξω... Δεν θα πεθάνω εκεί μέσα... Αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα ανασήκωσε το κεφάλι και με υγρά μάτια κοίταξε γύρω του. Ο ξηρός αέρας της έρημης γης ανακάτεψε απαλά τα μαλλιά του. Οι μυρουδιές της φύσης γαργάλησαν τα ρουθούνια του ερωτοτροπώντας με τις αισθήσεις του. Είναι πολύ όμορφα εδώ... Ωραίο μέρος να πεθάνει κανείς. Στην ησυχία. Κάτω από τα αστέρια. Αλήθεια μαμά, έχει κάτι το μαγικό το μέρος. Δεν ξέρω τι αλλά το νιώθω μέσα μου. Θα μείνω λίγο περισσότερο μάλλον εδώ. Μην στεναχωριέσαι. Θα είμαι καλά τώρα. Φύλαξέ μου ένα πιάτο από εκείνη την ωραία πατατοσαλάτα για την οποία πάντα τσακωνόμουν με την Έρικα. Θα ήθελα πολύ να φάω λίγη όταν γυρίσω. Και πες της να μην ανησυχεί ούτε εκείνη ούτε ο μπαμπάς. Μην χαλάσετε τις γιορτές για μένα μαμά. Όλα θα τελειώσουν τώρα εξάλλου. Είναι καλύτερα, πιστέψτε με. Το προτιμώ. Δεν ξέρω αν είμαι δειλός ή φυγόπονος. Ξέρω μόνο πως έχω κουραστεί. Έχω κουραστεί να ζω χωρίς ελπίδα γιατί φοβάμαι να μην την ραγίσω, σαν τις αγαπημένες σου μπάλες που στόλιζες στο δέντρο. Έχω πονέσει τόσο αυτό τον καιρό... Θα είναι λύτρωση για εμένα να ξεφύγω, έστω και έτσι. Δεν θα δώσω άλλη χαρά από τον πόνο μου. Αρκετά τράφηκαν από τα αισθήματά μου. Το τέλος θα είναι δικό μου αυτή τη φορά. Δεν θα κλάψω ούτε θα παρακαλέσω κανέναν τους. Αλήθεια, είμαι ελεύθερος τώρα. Σας αγαπώ όλους μαμά. Μην το ξεχάσεις αυτό.
Ο Άλεξ γύρισε απότομα το κεφάλι του προς τον Λόιντ που συνέχιζε να ουρλιάζει στους Ιρακινούς.
«Σταμάτα επιτέλους!», του φώναξε τόσο απότομα που δεν βουβάθηκε μόνο εκείνος αλλά και όλοι οι Ιρακινοί. Ο Λόιντ, με τα δάκρυα να γυαλίζουν στα μάτια τον κοίταξε έντρομος.
«Θα μας σκοτώσουν Άλεξ γαμώτο! Θα πεθάνουμε!», κλαψούρισε ξεψυχισμένα.
«Το ξέρω. Και με το να φωνάζεις δεν θα αλλάξεις τίποτα». Κοίταξε τον Ιρακινό αρχηγό. Το βλέμμα του δεν πια ψυχρό. Είχε πάρει ακόμα και εκείνος μια απορημένη έκφραση. «Θα κάνουν αυτό που έχουν σχεδιάσει είτε κλαίμε, είτε γελάμε, είτε ουρλιάζουμε».
«Είσαι τρελός Άλεξ!», ούρλιαξε.
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ναι, μάλλον είμαι». Γονάτισε πάνω στο κρύο χώμα και ένιωσε την καθησυχαστική αίσθηση του χώματος στα πόδια του. «Έλα Λόιντι, είναι Χριστούγεννα σήμερα. Προσπάθησε να το απολαύσεις».
«Να τι;», συνέχισε και το σώμα του είχε διπλώσει από τον τρόμο.
Ο Άλεξ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο γλυκός αέρας κατέβηκε αυτή τη φορά ως τα πνευμόνια του μεταφέροντάς του μια γεύση αιωνιότητας. Απέστρεψε το βλέμμα του από τους ανθρώπους που το μόνο που ήξεραν ήταν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον ανούσια και το έστρεψε στον πεντακάθαρο ουρανό, με τα χιλιάδες μικρά άστρα που τρεμοέπαιζαν ζωηρά σαν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια.
«Silent night, holy night. All is calm, all is bright...», ξεκίνησε να τραγουδάει ήρεμα με ένα αμυδρό μειδίαμα. Στην μέση του τραγουδιού τον συνόδευε με τη σπασμένη του φωνή και ο Λόιντ.
Κάτω από τον ξάστερο ουρανό, αντήχησαν εκκωφαντικοί κρότοι μόλις έψαλλαν τον τελευταίο στίχο. Το λαμπρότερο αστέρι της νύχτας σκοτείνιασε για μια στιγμή μπροστά στο αιματηρό σκηνικό πριν ξαναβρεί την πρωτύτερη ζωηρή λάμψη του και συνεχίσει να φέγγει ακατάπαυστα εκείνη την Άγια νύχτα, δείχνοντας τον δρόμο στους πιστούς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top