Τιμώρια (part 6)

Παρασκευή :

Προχωράει βαριά και αβέβαια προς το μέρος μου...
Νιώθει άγχος και η καρδιά του κλωτσάει μέσα στο στήθος του...

Και πως τα ξέρω ολα αυτά? 
Γιατί τον νιώθω.
Ναι τον νιώθω.

Νιώθω το τρέμουλο στα χέρια του όσο πλησιάζει κοντά μου.
Νιώθω τον ιδρώτα στο λαιμό του και το στεγνό του στόμα.

Νιώθω την λύπη και τον θυμό στην αύρα του.
Τον δισταγμό στα βήματα του και την φωνή του να σπάει καθώς λεει

"Ελπιδα? Τι κάνεις εδω ?"

Γυρίζω το σώμα μου προς τα πίσω και τον βλέπω απο πάνω μου.

"Τίποτα το ιδιαίτερο... Απλός κάθομαι.. "

Του λεω και του χαμογελώ γλυκά.

"Ελπίδα σήκω έχουμε δουλιά "
Μου λεει με ψυχρό ύφος.

Χαμογελάω και σηκώνομαι απο την κόκκινη πολυθρόνα που κάθομαι.
Γυρίζω και τον κοιτάζω βαθειά μέσα στα μάτια του.

Του χαμογελάω ξανά και του λέω

"Είσαι πολυ όμορφος σήμερα"

Ξαφνιάζεται και κοκκινίζει ελάχιστα.

"Κι εσυ είσαι καλη. "
Μου απαντάει με μπερδεμένο βλέμμα.
Τον κοιτάζω λιγο ακόμα που προσπαθεί να βγεί απο την άβολη θεση που τον έφερα.

"Πάμε "

Είναι το μονο που λεω.
Με κοιτάζει ακόμα λίγο και ξεκολλάει κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του.

"Ναι"

Ειναι το μόνο που καταφέρνει να αρθρώσει και κάνει στροφή πρός την πόρτα.
Χαμογελάω και τον ακολουθώ.

Βαδίζουμε πρός το δάσος με προορισμό μας τον γκρεμό που εχει λίγα μέτρα πιο κάτω.
Και πως το ξέρω?
Το ξέρω γιατί εκεί ήταν το πρώτο θύμα μου. Ο πρώτος άγγελος που σκότωσα.
Σε αυτό το μέρος εχω ζήσει τα θνητα χρόνια της ζωής μου.
Ξέρω κάθε εκατοστό αυτού του μέρους.
Ξέρω τα πάντα και αυτά εμένα.
Πιθανών όμως αυτός να μην το ξέρει.
Γι αυτό τον διέταξαν να με φέρει εδώ νόμιζαν οτι μετά απο τόσα χρόνια ίσως και να μην θυμόμουν απο που άρχισαν όλα. Αλλά έκαναν λάθος.

*Flashback*

Τι υπέροχη ημέρα έχει σήμερα!
Ο ήλιος είναι ζεστός και το αεράκι δροσερό.

Και η καταπληκτική θέα απο τον γκρεμό είναι τέλεια!
Είναι τόσο ήρεμα εδώ. Τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει αυτή την ημέρα.

"Εμ, συγνώμη δεσποινίς; "
Ενας άγνωστος άντρας με πλησιάζει.

"Γειά σασ κύριε! Τι θέλετε εδώ πάνω; ψάχνεται κάτι; "

"Εμμ ναι. Εκανα μια βόλτα στο δάσος και χάθηκα! Μήπως θα μπορουσες να μου δείξεις τον δρόμο που βγάζει στο ξέφωτο; "

"Φυσικά κύριε!Ακολουθείστε με! "

"Μετά απο σας δεσποινίς μου. "

Κάνει λίγο δεξιά και με αφήνει να περάσω. Τι ευγενικός κύριος που είναι!

Μετα απο λίγα λεπτά φτάνουμε στο ξέφωτο όπου τελειώνει το μονοπάτι για το δάσος.

"Εδω είμαστε κύριε! Αν ακολουθήσετε αυτο το μονοπάτι θα μπορέσετε να βγείτε εκεί που θέλετε. "
Του λεω τεινωντας το χερι μου πρός εκείνη την κατεύθυνση.

Μόλις γυρνάω να τον κοιτάξω παρατηρώ οτι το πρόσωπο του σκοτείνιασε και κοιτάει κάτω.

"Κύριε? Ειστε καλά? "
Τον ρωτάω και κάνω να τον πλησιάσω.

Τον βλέπω που σηκώνει το κεφάλι του αργά. Και ενα σκοτεινό χαμόγελο κοσμεί το πρόσωπό του.
Ξαφνικά πίσω απο την πλάτη του πετάγονται δυο κάτασπρα φτερά. Τα οποία έχουν μια απειλητική αύρα γύρο τους.

Κάνω μερικά βήματα πίσω καθώς αυτος με πλαίσιαζει αργά.

"Κύριε; είστε καλα; τι κάνετε;; "
Λεω με τρεμάμενη φωνή.

"Δεν είναι φοβερό πόσο τυχερός είμαι; βγήκα για μια απλή βόλτα στο δάσος και συνάντησα την αρχόντισσα της τρέλας! Πατέρα είμαι τόσο τυχερός! Αυτό που δεν κατάφεραν τα αδέρφια μου τώρα καλούμε να το κάνω εγω! "
Φωνάζει καθώς κοιτάζει πρός τον ουρανό.

"Τι; τι είναι αυτά που λέτε κύριε; πια αρχόντισσα της τρέλας; εγω είμαι απλός η Ελπίδα! Μια 16χρονη κοπέλα."

"Οχι. Οχι αγάπη μου δεν είσαι τίποτα απο αυτά. Εισαι η αρχόντισσα της τρέλας. Που κάθε βράδυ κατεβαίνεις απο το βουνό και σκορπας την τρέλα σε όλους! Και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις για τα αμαρτήματα σου! "

"Μα τι είναι αυτα που λέτε; εγω ποτέ δεν θα-"
Με διακόπτει και ουρλιάζει :

"ΠΕΘΑΝΕ ΑΜΑΡΤΩΛΗ!!!! "

κατευθύνεται πρός το μέρος μου κρατώντας ενα μαχαίρι στα χέρια του.
Και τοτε το νιώθω!
Νιώθω αυτό το συναίσθημα της τρέλας που έλεγε. Νιώθω την τρέλα να μου παραλύει το μυαλό και να μου χαρίζει δύναμη που δεν μπορώ παρά μόνο να την δεχτώ.

Ετσι το θέλεις κύριε? Ας γίνει τότε!...

*End flashback *

Αυτός ήταν η πρώτη ψυχή που πήρα.

Ο ήλιος ειναι δυνατός αέρας δροσερός και ελαφρύς.
Καθώς περπατάμε παρατηρώ τα στάδια μας...
Το στάδιο του δεν ειναι και ιδιαίτερα μεγάλο γιατί δεν βλέπω να ανθίζουν και πολύ τα λουλούδια που αγγίζει.
Πρέπει ακόμα να είναι νέος. ΄ισως και γι αυτό να τον βάλανε. Ισως όλο αυτό θα είναι μια προαγωγή στο τέλος για αυτόν.

Στρέφω το βλέμμα μου στα γυμνά πόδια μου και παρατηρώ τα λουλούδια που μαυρίζουν καθώς μαραίνονται κάτω απο κάθε μου βήμα. Πως αφήνω μαύρα αποτυπώματα πίσω μου.

Σηκώνω ξανά το βλέμμα μου προς αυτόν και τον ρωτάω

"Λουκά έχεις αγαπήσει ποτέ?"

Σταματάει απότομα αλλά δεν γυρίζει να με κοιτάξει. Στέκεται για λίγο.

"Πως σου ήρθε αυτό τώρα; "
Λέει καθώς ενα μισο χαμόγελο σχηματίζεται

Αγνοώ την ερώτηση του και συνεχίζω καθώς πλησιάζουμε όλο και πιο πολύ στην άκρη του βουνού.

"Εγω δεν έχω αγαπήσει ποτε...
Δεν είχα τέτοια συναισθήματα...
Δεν μου επιτρεπόταν να έχω... "

"Ολοι έχουμε Ελπίδα! "

Μου λέει καθώς ανεβαίνουμε πρός την κορυφή. Περπατάω λίγο ποιο γρήγορα για να περάσω μπροστά του αφήνοντας τον να κάνει την δουλειά του.

"Εγω όμως δεν είχα... Αλλά απέκτησα. "

Κοιτάζω την θέα απο την άκρη του βουνού πως απλώνετε στα πόδια μου. Πως το αεράκι μου χαϊδεύει τα μαλλιά και πως ακούγετε ο κρότος που κάνει το σπαθί του ακούγοντας τα λόγια μου.

"Και πως το κατάφερες αυτό? "

Με ρωτάει με αγωνία και φόβο στην φωνή του. Που είναι έτοιμη να σπάσει απο την πίεση που νιώθει. Αισθάνομαι τα δάκρια του να τρέχουν και να φτάνουν στα μάτια του.

"Γιατί πρίν πέντε βδομαδες γνώρισα έναν καταπληκτικό άνθρωπο. Εναν άνθρωπο με καλή ψυχή με μάτια βουτηγμένα στην αγάπη και την αγνότητα. "

Ακούω τον ήχο που κάνει η θήκη του σπαθιού του την στιγμή που το βγάζει.

"Είναι ένα παλικάρι. Ενας κύριος, ενα παιδί, ένας άγγελος. Σε αντίθεση με εμένα που είμαι ένας δαίμονας."

Με πλησιάζει με αργά βήματα, τα νιώθω κάτω απο τα πόδια μου.

"Μου έμαθε τη θα πει αγάπη, τι θα πει χαρά τι θα πει να μην είσαι μόνος σου. Ξέρεις ποιο είναι το όνομα του; "

Τον ρωτάω έχοντας πλέων φτάσει ακριβώς απο πίσω μου.

"Ποιό;"

Με ρωτάει με φωνή που σπάει. Με δάκρυα σαν ποτάμια στα μάτια του. Με τρεμάμενα χέρια και καρδιά που τρέχει μαραθώνα.

Χαμογελάω και κοιτάω τον ουρανό...

"Αντίο... Λουκα! "

Πόνος...
Οξύς πόνος διαπερνάει την καρδιά μου.
Φωνές ακούω, κάποιου πονεμένου.
Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πιάνου.
Τα μάτια μου σιγοκλείνουν ενώ πέφτω απο την άκρη του γκρεμού στο άπειρο.

Παρατηρώ μια μαύρη φιγούρα με πράσινα αστέρια να λαμπυρίζουν στο μέρος του κεφαλιού του να με κοιτάει απο την άκρη του γκρεμού.
Ωστέ αυτή είναι η τιμωρία μου;
Αν είναι αυτή τότε θα την δεχτώ.

Θα σε αγαπάω για πάντα... Λουκά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top