Κεφάλαιο 1°

Τελευταία ενημέρωση.
Το βιβλίο απευθύνεται σε άνω των 18. Αναφορές σε ναρκωτικές ουσίες- εξαναγκασμός σεξουαλικής πράξης καθώς και έντονη βία είναι κάποια από τα στοιχεία του βιβλίου στα πρώτα κεφάλαια. Διαβάζετε με ΔΙΚΗ σας ευθύνη.

Θεσσαλονίκη 1987
Δάσος Σέιχ Σου.

Το κορμί της έμοιαζε σαν να το ξέσκισαν χίλια τσακάλια.
Η μακριά της ζακέτα  ήταν λερωμένη και γεμάτη χώματα ενώ αντί για παντελόνι τα πόδια της κοσμούσαν κόκκινα ρυάκια αίματος...
Δεν υπήρχε ηθική.
Δεν υπήρχε συνοχή για όσα έγιναν και ούτε αίσιο τέλος είχε εκείνη η βόλτα...

Τα ανακατεμένα της μαλλιά έπεφταν μπρος στα μάτια της ενώ το στηλωμενο στα χαμένα βλέμμα της, κοιτούσε μονάχα τον άδειο δρόμο.
Ένα κουρέλι περπατούσε ζωντανό ενώ ολόγυρα της υπήρχαν μόνο δέντρα και ένας απότομος κατηφορικός δρόμος.

Η λέξη βοήθεια είχε σκαρφαλώσει στα χείλη της αρκετές φορές μα όσες κι αν βγήκε, δε βρήκε ανταπόκριση ενώ η γεύση του αίματος , τα έκανε πια να σωπαίνουν.

"Πως... Πως μπορώ να ξεχάσω... Τα λυτά της μαλλιά..." έπιασε τον κατήφορο σέρνοντας τον Αύγουστο που τόσο λάτρευε να της αφιερώνει και κάθε που τα ζεστά της δάκρυα κατέληγαν στα χείλη, ο κόμπος έπνιγε τις λέξεις και εκείνη σπαραζε βουβά.

Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ευτυχισμένη...
Πίστεψέ πως νίκησε επιτέλους εκείνο το διάολο που έβαζε στις φλέβες του. Πως κατάφερε να τον κάνει πραγματικά να δει ένα αύριο και να σταματήσει να κολλάει στο χθες...
Τώρα όμως βράδιασε πια...
Η Αυγή χάθηκε και κυριάρχησε ένα σκοτάδι στη ψυχή της που έθαψε βαθιά κάθε συναίσθημα. Κάθε τι που τον θύμιζε... Είχαν τον Αύγουστο μα εκείνη πάντα έλεγε πως Όλα τον θυμίζουν... Απλά και αγαπημένα...
Και ο Άλκης γελούσε σκουπίζοντας τη σκόνη από τα ρουθούνια του ενώ εκείνη τον στραβοκοιτουσε θυμωμένα...

"Αυγή; Αυγή!!" ένιωσε ένα χέρι και γυρίζοντας είδε τον Στράτο να τη κοιτάζει αναστατωμένος πάνω στο παπάκι "Τι έπαθες; Ποιος σε πείραξε;" ρώτησε μα εκείνη δεν έβγαλε λέξη.  "Που διάολο ήσουν και με ποιον σε αυτά τα δάση;! Γιατί δε φοράς παντελόνι ! Γιατι έχεις αίματα!Αυγή μίλα μου!" ήταν γνωστά εκείνα τα μέρη για τα ζευγάρακια και ο Στράτος της είχε πει χιλιάδες φορές να ξεκόψει από τον Άλκη "Αυτός ο μπάσταρδος σε έκανε έτσι σωστά; Αυγή!" Ο Στράτος κατέβηκε από το μηχανάκι και πιάνοντας τη από τους ώμους άρχισε να τη ταρακουνα "Που είναι; Πες μου που είναι να πάω να τον θάψω!" φώναξε εξαγριωμένος μα εκείνη τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, άφησε ένα βουβό δάκρυ να πέσει και ύστερα ούρλιαξε...

Έξι μήνες πριν....

"Αυγή θα ανέβεις να σε πάω μια τσάρκα;" τον αγριοκοίταξε και του γύρισε τη πλάτη αμέσως "Πως κανείς έτσι ρε πουλάκι μου, μια βόλτα μόνο!"

"Σου είπα να μη με ενοχλείς!"

"Έλα θα περάσουμε ωραία!" ο Άλκης γελούσε οδηγώντας το μηχανάκι του με ελάχιστη ταχύτητα πλάι της αλλά η Αυγή ήξερε αρκετά καλά τις επόμενες κινήσεις του. Όπως έκαναν και σε κάθε άλλη κοπέλα άλλωστε...
"Άντε, σάλτα να σε πετάξω ως το σπίτι"

"Άλκη παρατα με! Με περιμένει ο Στράτος και αν σε δει να μου μιλάς δε θα φταίω για ότι συμβεί"

"Ο ποιος;" Ο Άλκης γέλασε και μόνο που άκουσε το όνομα του "Γάμησε τον και ανεβα!"

"Σου είπα όχι!" η Αυγή σταμάτησε να περπατά και αμέσως μετά ακούστηκαν έντονα μαρσαρισματα από πίσω. Ο Άλκης γέλασε δυνατά και όπως ακριβώς γινόταν πάντα οι δικοί του έσκασαν μύτη από το στενό ουρλιάζοντας πάνω στα μηχανάκια σαν συμμορία. Έτσι διασκέδαζαν αυτοί... Σταματώντας και πειράζοντας τα κορίτσια που δε γουσταραν. Μόλις εκείνα έκαναν το λάθος να σηκώσουν το πόδι να ανέβουν στο μηχανάκι, ο οδηγός πατούσε τέρμα το γκάζι, η κοπέλα έπεφτε και όλοι γελούσαν. Αν και το κόλπο ήταν γνωστό και ο Άλκης ο καλύτερος σε αυτά, η Αυγή ήξερε ακριβώς τι κάνουν και εκτός αυτού, δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει.

Ο Στράτος, ο ξάδερφος της, πάντα της έλεγε να μη ρίχνει ούτε βλέμμα σε αυτούς τους αλήτες που δρούσαν σαν συμμορία. Πάντα της έκανε εντύπωση γιατί της το έλεγε αφού έκανε αρκετή παρέα μαζί τους στο παρελθόν αλλά καταβαθος ήξερε την απάντηση. Η σκόνη ... Τα νιάτα είχαν αγριεψει εντελώς και πλέον αναζητούσαν στα βαριά τη χαμένη μαστουρα από το τσιγαριλικι και ο Στράτος δεν έμπλεκε με αυτά...

Οι φίλοι του Άλκη είτε με παπάκια είτε με αμάξια, τους προσπέρασαν βλέποντας πως απέτυχε να τη ρίξει έχοντας κολλημένα τα χέρια στις κόρνες και μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά ο Άλκης της έριξε ένα βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω και βγάζοντας από το τζιν ένα τσιγάρο, το κοτσαρε περήφανος στα χείλη του.

"Άλλη δουλειά δεν έχεις από το να κάθεσαι και να με κοιτάς; Και κάνε στην άκρη με αυτό το πράγμα θέλω να περάσω το δρόμο!"

Αντί να της απαντήσει αμέσως, άναψε το τσιγάρο, το στραβωσε και της χαμογέλασε "Εμείς οι δύο θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά..." της είπε σπάζοντας ένα χαμόγελο που φώτισε τις γωνίες του "Ψήνεσαι να κάνουμε ένα χθες;"

Η Αυγή όσο κι αν ήθελε να τον αγνοήσει, έμεινε στατική και μπερδεμένη

"Χθες;"

"Ναι ρε μωρό, χθες..."

"Δεν είμαι το μωρό σου!"

"Όχι ακόμα"

"Είσαι γελοίος !"

"Μπορεί αλλά κοκκινισες..."

Ενιωθε όντω να φλέγεται και η αμηχανία ήταν εμφανέστατη στο πρόσωπο της. Ο Άλκης ήταν καινούριος σχετικά στα λημέρια της. Η μάνα του είχε ανοίξει ένα σχολείο για "ειδικά " παιδιά όπως τα ονομαζε και ήρθαν δύο χρόνια πριν αλλά κατάφερε να γίνει το ακριβώς αντίθετο από όσα εκείνη αντιπροσώπευε. Για εκείνον γνώριζε τα βασικά. Έπρεπε απλά να μένει μακριά από καθίκια σαν και του λόγου του και ήταν νόμος στο σπίτι.
Από την άλλη, ο ξάδερφος του που έμεναν μαζί έδειχνε εντελώς διαφορετικός στις παρέες. Ήταν πάντοτε ήρεμος και ποτέ δε δημιουργούσε φασαρίες.

Η Αυγή κούνησε το κεφάλι της περιπαικτικά προσπαθώντας να του δώσει να καταλάβει ότι δεν ασκούσε καμία επιρροή επάνω της και ρίχνοντας του μια επικριτική μάτια, προσπέρασε το μηχανάκι με βήμα γοργό.

"Ει!" Ο Άλκης τη γραπωσε από το μπράτσο πριν απομακρυνθεί ενώ την ίδια στιγμή, η κόρνα ενός αμαξιού την τρόμαξε "Σε θέλω ζωντανή!" τον άκουσε να λέει και μόνο τότε αντιλήφθηκε πως θα τη πατούσε το αμάξι.

"Μη με ακουμπάς!" του φώναξε και ρίχνοντας αυτή τη φορά μια γρήγορη ματιά στο δρόμο, τράβηξε το χέρι της και έτρεξε μακριά του...

"Τρέξε! Τρέξε γιατί όταν θα σε πιάσω την εβαψες..." τον άκουσε να της φωνάζει μα εκείνη ούτε που γύρισε...

                   ***************

Το σπίτι μοσχομυριζε τσουρέκι και ζεστό γλυκό γάλα. Πριν καν αφήσει τα πράγματα της έτρεξε στη κουζίνα και ότι ακριβώς μύρισε το είδε κάνω στο τραπέζι μαζί με ένα σημείωμα.
"Άργησες αγάπη μου. Σου έφτιαξα το αγαπημένο σου και πάω στη δουλειά. Αν θελήσεις κάτι, ανέβα στη θεία. Σαγαπαω πολύ! Η μαμά"

Η Αυγή πέταξε κάτω τη τσάντα της και κάθισε στο μπαουλοντίβανο της κουζίνας. Ήταν μια λατρεμένη της ιεροτελεστία. Βουτούσε το τσουρέκι στο γάλα από μικρή και αν δεν είχαν λεφτά για τσουρέκι έπαιρνε λίγο ψωμί με ζάχαρη. Δεν ήταν πλούσια οικογένεια. Κάθε άλλο... Ζούσαν με τη σύνταξη της γιαγιάς και πάλι καλά η μητέρα της έπιασε δουλειά στο ζαχαροπλαστείο της περιοχής και έτσι είχαν κάποια παραπάνω βασικά πράγματα. Για την Αυγή όμως δεν είχαν σημασία τα χρήματα. Από τότε που έχασε τον πατέρα της , σταμάτησε να δίνει σημασία στα υλικά αγαθά. Τον λάτρευε με όλη τη καρδιά της και όσο κι αν ο θείος της προσπαθούσε να αναπληρώσει το κενό, ήταν αδύνατο.
Το καλό ήταν πως έμεναν ακριβώς από πάνω τους και ο Στράτος ήταν συνεχώς κοντά της. Μεγάλωσαν μαζί και είχαν τρελή αδυναμία ο ένας στον άλλο.

Το βλέμμα της χάθηκε στο παράθυρο της κουζίνας. Το πατζουρι ήταν μισανοιχτο και κρεμόταν. Αν ζούσε ο πατέρας της σίγουρα θα τα έφτιαχνε όλα. Η μονοκατοικία που ζούσαν ήταν πολύ παλιά αλλά τουλάχιστον γλίτωναν τα ενοίκια αφού ανήκε στην οικογένεια.
Και ο Άλκης...
Το μυαλό της γύριζε συνεχώς γύρω του.
Ήταν τόσο άξεστος και τόσο επιδεικτικός με τα λεφτά τους. Πλουσιόπαιδα δίχως φραγμούς όπως έλεγε η θεία της. Αγόρια που είχαν όλα όσα ήθελαν και ποτέ δεν ήταν αρκετά.
Τριγυρνούσαν με τις μηχανές, τα αμάξια και έκαναν επίδειξη δύναμης σε κάθε φτωχό ενώ αν τους πήγαινες κόντρα γινοσουν εχθρός τους. Διασκέδαζαν με τα κοριτσάκια και μετά πήγαιναν στα επόμενα. Αυτή ήταν η κοινωνία που ζούσε κι αν ήθελε να βγει έπρεπε να διαβάσει και να ξεφύγει. Να γίνει κάτι άξιο στη ζωή όπως έλεγε η μάνα της.

"Τι κάνεις μικρό;" από τις σκέψεις της, την έβγαλε ατσαλα ο Στράτος ο οποίος μπήκε στο σπίτι και άραξε στη καρέκλα χωρίς άδεια . Ήταν μια οικογένεια και από την αυλή και πέρα καμία πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη.

"Τρώω" απάντησε μονολεκτικά

"Τρως; Γιατί νόμιζα πως έπαθες εγκεφαλικό έτσι όπως σε βρήκα με το βλέμμα καρφωμένο. Το πατζουρι κοιτάς Ε; Είπε ο πατέρας μου θα το φτιάξει αύριο πριν καταρρεύσει"

"Θα πας για δουλειά σήμερα;" τον ρώτησε αφήνοντας το ποτήρι στο νεροχύτη

"Ναι. Θα έρθεις;"

"Δε ξέρω. Θα έχω δωρεάν μάρκες στα ηλεκτρονικά;"

"Μια σε έχω! Κάτι θα κάνω αλλά ξέρεις πως αν με πιάσει ο Δημήτρης θα με απολύσει"

"Έλα μωρέ Στράτο... Μόνο 2 για τα συγκρουόμενα!"

"Θα φέρεις μαζί και την Νικολέτα;" Ρώτησε πονηρά και η Αυγή του έριξε ένα επικριτικό ύφος

"Εσύ δε μου έλεγες πως δε θα τη πέσεις ποτέ στις φίλες μου;"

"Το έλεγα μωρέ Αυγή αλλά στο δημοτικό... Άιντε το έλεγα και στο γυμνάσιο...."

"Και στο λύκειο!"

"Είστε τρίτη λυκείου τώρα και εγώ έχω τελειώσει άρα δε μετράει σωστά;"

"Ε τι να σου πω κακομοίρη μου!"

"Τίποτα να μη μου πεις! Αφού ξέρεις μωρέ πως γουστάρω τη φάση"

"Αυτό είναι το θέμα Στράτο! Η φάση! Η Νικολέτα δεν είναι για φάσεις!"

"Αυτό νομίζεις εσύ... Ας πέσει στα χεράκια μου και δε θα είναι μόνο φάση στο υπόσχομαι" της είπε και σηκώθηκε "Λοιπόν, σήμερα στις 9 μαζί με τη Νικολέτα, οκ;"

"Θα δω!" τον κορόιδεψε και εκείνος αφήνοντας της ένα τσίμπημα στο μάγουλο, της χαμογέλασε και έφυγε

                               ******

"Δώσε λίγο ρε μαλάκα σου λέω!" ο Άλκης κούνησε πέρα δώθε το κουτάλι και ο Κώστας ξεφυσησε "Μαλάκα τελείωνε! Σε λίγο θα πάω να πάρω τη Φωτεινή και θέλω να είμαι φτιαγμένος. Το κορίτσι υπόσχεται τρελό γαμησι"
Ο Άλκης του πέταξε το κουτάλι και εκείνος το έπιασε στον αέρα.
"Μόνο αυτό έμεινε;" ρώτησε δείχνοντας το σακουλάκι με την κοκαΐνη "Ξηγησου ρε μαλάκα. Τόσα λεφτά έχετε. Τι είναι αυτά; Αυτά δε φτάνουν ούτε για σήμερα" Συνέχισε και πιάνοντας τον αναπτήρα, έβαλε λίγη σκόνη στο κουτάλι, τον άναψε και άρχισε να τη λιώνει

"Κωστάκη αυτά είναι. Αν δε σου κάνουν, το μπούλο σου" απάντησε κοφτά "Δεν είμαι μηχανή παραγωγής. Τσόνταρε καμία μέρα κανένα φράγκο και εσύ και θα πάρω περισσότερο. Το παπί δε γεμίζει σε σάλιο και η βενζίνη δεν είναι τσάμπα"

"Ναι, πες μου τώρα πως έχεις και...." Έκανε μια παύση καθώς βύθισε τη σύριγγα στη φλέβα και αναστέναξε "Οικονομικά θέματα..." συνέχισε μόλις τον τύλιξε η μαστουρα.

"Ότι θέλω έχω. Και τώρα δρόμο"

"Κάτσε ρε μαλάκα να με πιάσει λίγο"

"Κωστάκη;Δεύτερη δε θα έχει..."

"Ωχου! Άντε γαμήσου"

"Ευχαριστώ. Για αυτό σε διώχνω. Έρχεται η Μαρία σε λίγο"

"Καλό πήδημα. Τα λέμε στα ηλεκτρονικά το βράδυ"

Ο Κώστας σηκώθηκε και βγαίνοντας έπεσε πάνω στον Αποστόλη

"Πρόσεχε ρε!"

"Αποστόλη δε μας γαμας και εσύ; Πάνε να δω τι θα προλάβεις..."

Το σπιτάκι στο κήπο είχε γίνει η δική τους γιαφκα. Ένα μέρος όπου κανένας δεν είχε πρόσβαση ούτε καν η μάνα του Άλκη η οποία είχε τόσες δουλειές και η άγνοια της δεν είχε προηγούμενο.

Μόλις ο Κώστας έφυγε ο Αποστόλης μπήκε μέσα και είδε τον Άλκη να στήνει μια τέλεια ευθεία γραμμή κοκαΐνης με τη τηλεκαρτα του

"Δε φτάνει;"

"Κάτσε κάτω ρε σπορε που ρωτάς κι όλας"

"Έχω αγγλικά"

"Ε και; Μη μου πεις ότι σε έπιασε η ανάγκη για μάθηση"

"Ποια μάθηση ρε παπάρα; Έχω που έχω τους γονείς μου να κράζουν, τι θες να κάνω;" Ο Άλκης άρπαξε το τασάκι και του το πέταξε φάτσα φόρα και ο Αποστόλης κάνοντας έναν ελιγμό το απέφυγε "Πας καλά ρε;"

"Ξαναπες με παπάρα άλλη μια φορά... Σε προκαλώ" τον κοίταξε επιθετικά και δεν αστειευοταν καθόλου "Κοίτα να συμμορφωθείς ρε μαλακισμένο γιατί αν με ξαναβρισεις θα σε στείλω από εκεί που ήρθες το έπιασες;"

"Πως κανείς έτσι ρε;"

"Το έπιασες είπα;"

"Ναι..."

"Ωραία. Και τώρα πάρε δρόμο γιατί έρχεται η Μαρία"

"Θα πας ηλεκτρονικά το βράδυ;"

"Δε ξέρω. Έχω δουλειές"

"Να έρθω μαζί;"

"Όχι. Είσαι μικρός ακόμα"

"Δύο χρόνια διαφορά έχουμε ... Αηδία κατάντησε η καραμέλα"

"Και μισή μέρα διάφορα να είχαμε είσαι μικρός. Δεν είναι για σένα αυτά"

"Ώρες ώρες απορώ πως φέρεσαι τόσο ηλίθια... Έχουμε τόσα φράγκα και εσύ κάθεσαι και κανείς ντίλια με τον Άγγελο"

"Θα με ζαλίζεις για πολύ ακόμα;"

"Όχι ρε φίλε αλλά και εγώ εκεί κάτω τέτοιες μαλακίες έκανα και κατέληξα εδώ"

"Ωραία, θες παράσημο;"

"Απλά δε καταλαβαίνω... Μπορείς να έχεις τα πάντα τζάμπα και η μάνα σου είναι στη κοσμαρα της. Γιατί κάνεις το μεταφορέα τους;"

"Αποστόλη έφευγες;"

"Ναι..." Απάντησε ξερά πηγαίνοντας προς τη πόρτα μα σταμάτησε "Έμαθα σήμερα πως σταμάτησες την Αυγη... Ο Στράτος δε σου είπε να μη τη πλησιάσεις;"

"Αποστολή;"  αποκρίθηκε εκνευρισμένος

"Οκ, οκ φεύγω..."

Μένοντας μόνος πια, έστρωσε άλλες δύο γραμμές και ρουφηξε ότι υπήρχε στο τραπεζάκι. Μόλις τελείωσε ξάπλωσε στο μόνο σιδερένιο κρεβάτι που υπήρχε στο δωμάτιο και ξεκουμπωσε το τζιν του. Η Μαρία ήξερε ακριβώς τι να κάνει μόλις φτάσει αλλά το μυαλό του ήταν καρφωμένο αλλού...
Κανένας δεν άγγιζε γυναίκα από την οικογένεια του άλλου. Τουλάχιστον σε αυτό ήταν όλοι σύμφωνοι για να μη καταλήξουν σφαγμένοι σε κανένα χαντάκι. Ο Στράτος όμως στη τελευταία δουλειά τους πούλησε και τα έσπασε με τον Άλκη με αποτέλεσμα να φύγει από την παρέα. Η Αυγή ήταν ότι πολυτιμότερο είχε και το ήξερε καλά... Αμέτρητες φορές τους είχε πει να μη την ενοχλήσει κανένας και πως όποιος τολμούσε να τη πειράξει θα είχε άσχημα ξεμπερδεματα... Εκτός αυτού ο Στράτος ήταν ίδια ηλικία με τον Άλκη και οι σχέσεις ανάμεσα τους ήταν πάντα οι καλύτερες. Μαζί σε κάθε μαλακια και σε κάθε ντιλι. Μέχρι που φυσικά στραβωσαν όλα...
Που πονάει όμως πιο πολύ;
Φυσικά εκεί που αγαπάς περισσότερο....
Και εκεί που αγαπάς, εκεί σε χτυπούν ...

"Άργησα;!" Η τσιριχτη φωνη της Μαρίας τράβηξε το μαστουρωμενο του βλέμμα και της έκανε νόημα να βιαστεί

"Τελείωνε..." Πρόσταξε και σαν να ήταν κάποιος αφέντης εκείνη άρχισε να γδυνεται αμέσως...

🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top