Κεφάλαιο 51: Παρελθόν- Μέρος 1ο
1979, Αλ Ζαχάρα, Αίγυπτος
Εκείνη η νύχτα ήταν μια από τις πιο μαγευτικές στο Αλ Ζαχάρα. Η πανσέληνος έλαμπε ψηλά στον ουρανό και καθρέφτιζε το ασημένιο της χρώμα επάνω στα νερά του ποταμού, γύρω απ' τον οποίο ήταν χτισμένο εκείνο το μυστηριώδες χωριό, μια πραγματική όαση μέσα στην έρημο. Έλεγαν για την πανσέληνο, ότι επηρέαζε πολύ τους ανθρώπους σε εκείνο το μέρος και πολλές φορές θα έκαναν πράγματα που ποτέ πριν δεν τολμούσαν να κάνουν.
Ο Μοχάμεντ Αμπντουλάχ, αφού βεβαιώθηκε πως όλα ήταν έτοιμα για το πάρτι του, άρχισε να υποδέχεται τους καλεσμένους. Άντρες από όλη την Αίγυπτο, αλλά και από την υπόλοιπη Αφρική και κάποιοι Τούρκοι γέμισαν σύντομα το δωμάτιο, το οποίο είχε διακοσμηθεί καταλλήλως με μεγάλες μαξιλάρες χρυσοκέντητες, κουρτίνες που κρέμονταν από κρίκους στο ταβάνι και δάδες τοποθετημένες στους τοίχους οι οποίες φώτιζαν απαλά την αίθουσα, με τη φωτιά τους να τρεμοπαίζει φτιάχνοντας μια ακόμα πιο μυστικιστική ατμόσφαιρα. Οι υπηρέτες του άρχισαν να προσφέρουν ναργιλέ και ό,τι εδέσματα ή ποτά ζητούσαν οι καλεσμένοι, οι οποίοι κάθονταν ένας ένας στις μαξιλάρες στο πάτωμα.
"Εγώ θέλω γυναίκες! Που είναι οι γυναίκες σου, Μοχάμεντ;!" αναφώνησε με τη βαριά φωνή του ένας μεγαλόσωμος Άραβας.
"Θα τις δεις σύντομα, φίλε μου. Υπομονή." είπε ο Αιγύπτιος επιχειρηματίας.
Ένας ξεχωριστός καλεσμένος ήταν ο Έλληνας Αντώνης Φωτίου, ένας πανέμορφος νεαρός με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια, ο οποίος δούλευε σε ένα από τα εργοστάσια του Μοχάμεντ στην Αθήνα. Πολύ συχνά του άρεσε να ταξιδεύει και να μπαίνει σε περιπέτειες. Αυτή την περίοδο είχε άδεια και βρέθηκε στην Αίγυπτο για να εξερευνήσει τις πυραμίδες της και να αναζητήσει θησαυρούς και φυσικά ο Μοχάμεντ δεν μπορούσε να μην τον φιλοξενήσει στο παλάτι του... Ήταν είκοσι έξι ετών και ανύπαντρος ακόμα, καθώς καμία γυναίκα από όσες είχε γνωρίσει δεν κατάφερε να κλέψει την καρδιά του.
Τελευταίος κατέφθασε και ο διάσημος Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Ρίκο Μπιλμπάο, ο οποίος είχε πρόσφατα παντρευτεί την αδελφή της Ελένης Αμπντουλάχ, συζύγου του Μοχάμεντ. Απ' τη στιγμή που μπήκε στην οικογένεια τους συνέδεε μια αμοιβαία φιλία και σεβασμός. Είχε βρεθεί και αυτός στην Αίγυπτο για τα γυρίσματα μιας ταινίας που θα έκανε μεγάλη επιτυχία και τα οποία μόλις είχαν τελειώσει. Ο Μοχάμεντ υποδέχτηκε τον μπατζανάκη του με αγκαλιές και φιλιά και στη συνέχεια πρόσεξε στο πλευρό του μια αιθέρια ύπαρξη, μια κοπέλα πανέμορφη, με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια.
"Ω, βλέπω ότι έχεις ιδιαίτερη συντροφιά απόψε μαζί σου." είπε χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω της. Η κοπέλα ένιωθε άβολα και αυτό φαινόταν στο βλέμμα της.
"Ναι. Από εδώ η Μαρία, μια απ' τις ηθοποιούς της ταινίας. Μαρία, από εδώ ο Μοχάμεντ, σύζυγος της κουνιάδας μου. Είναι, ας πούμε ο άρχοντας αυτού του χωριού." Ο Μοχάμεντ πήρε το χέρι της νεαρής και το φίλησε, κρατώντας το περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε.
"Χάρηκα πάρα πολύ, δεσποινίς." είπε σε άπταιστα ελληνικά.
"Ε...Κι εγώ." ψέλλισε η Μαρία με φωνή που μόλις ακούστηκε.
"Είναι λίγο ντροπαλή." είπε γελώντας ο Ρίκο. "Στην ταινία όμως γίνεται άλλος άνθρωπος. Σε παρακαλώ όμως, να μη μάθει τίποτα η γυναίκα σου για την παρουσία της εδώ, καθώς δεν θέλω να φτάσει και στα αυτιά της δικιάς μου γυναίκας. Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητός."
"Εννοείται αυτό." είπε ο Μοχάμεντ συνωμοτικά. "Οι άντρες μπορούν να έχουν όσες ερωμένες θέλουν και πρέπει να καλύπτουν ο ένας τον άλλον στις γυναίκες τους. Εξάλλου, η Ελένη δεν πρόκειται να μας δει μαζί. Ξεκουράζεται στα διαμερίσματα της μαζί με τον γιο μου, τον Αχμέτ. Έλα να καθίσουμε."
Κάθισαν μαζί με τον Αντώνη και μερικούς ακόμα άντρες. Η Μαρία ένιωθε πολύ άβολα έτσι όπως την κοιτούσαν όλοι σαν ξελιγωμένοι.
"Από εδώ ο Αντώνης Φωτίου. Εργάζεται σε ένα από τα εργοστάσια μου στην Αθήνα και είναι φίλος μου." τους σύστησε ο Αιγύπτιος άρχοντας. "Αυτός ευτυχώς είναι ακόμα εργένης. Αντώνη, σίγουρα θα ξέρεις τον σκηνοθέτη Ρίκο Μπιλμπάο. Παντρεύτηκε την αδελφή της γυναίκας μου."
"Χάρηκα, κύριε Μπιλμπάο."
"Και αυτή η μικρή είναι η ερωμένη του. Αλλά πρέπει να παραμείνει μυστικό."
"Μείνετε ήσυχος." είπε ο Αντώνης και έκανε μια τζούρα από το ναργιλέ του.
"Τι σας φέρνει στην Αίγυπτο, κύριε Φωτίου;" ρώτησε ο Ρίκο.
"Η περιπέτεια, φυσικά. Ήρθα με σκοπό να εξερευνήσω τις πυραμίδες και να γνωρίσω τον Αιγυπτιακό πολιτισμό."
"Και τις γυναίκες." είπε ο Μοχάμεντ και γέλασε με το τρανταχτό του γέλιο. Γέλασαν και οι υπόλοιποι.
Λίγη ώρα μετά, ξεκίνησαν οι χοροί. Μια δεκαριά χορεύτριες βγήκαν, ντυμένες προκλητικά, με στολές οριεντάλ σε διάφορα χρώματα και σχέδια. Όλες είχαν έξω την κοιλιά και μεγάλο μέρος του στήθους, και σχεδόν όλες οι φούστες τους είχαν σκισίματα μέχρι το επάνω μέρος του γοφού.
"Τώρα αρχίζει το καλό." είπε ο Μοχάμεντ.
"Α, ώστε αυτή ήταν η έκπληξη που μας έλεγες." είπε ο Αντώνης. Οι χορεύτριες άρχισαν να χορεύουν αισθησιακά στο ρυθμό της ανατολίτικης μελωδίας, λικνίζοντας τα κορμιά τους, την κοιλιά τους και τους γοφούς. Όλοι οι άντρες τις κοιτούσαν σαν υπνωτισμένοι, ενώ μέχρι και η Μαρία τις θαύμαζε για την ομορφιά και το ταλέντο τους στο χορό. Έπειτα εκείνες πλησίαζαν αργά τις ομάδες αντρών που κάθονταν κυκλικά στις μαξιλάρες και χόρευαν προκαλώντας τους και μαγεύοντας τους με το βλέμμα.
"Και να θυμάστε, ε; Βλέπετε, αλλά δεν αγγίζετε. Εκτός κι αν δώσω εγώ την άδεια μου, χε χε!" αστειεύτηκε ο Μοχάμεντ, και η Μαρία για ακόμα μία φορά ανατρίχιασε με το γέλιο του.
Στη μικρή ομάδα του Μοχάμεντ πλησίασε χορεύοντας μια καλλονή με απίστευτη ομορφιά και χάρη. Είχε μακριά καστανά μαλλιά, υπέροχο σώμα που κατέληγε σε μακριά καλοσχηματισμένα πόδια, το οποία αναδείκνυε το βαθύ σκίσιμο της στολής. Ο Αντώνης μαγεύτηκε αμέσως μόλις την είδε. Δεν θυμόταν να είχε νιώσει έτσι ξανά μπροστά από μια τόσο όμορφη γυναίκα.
"Αυτή είναι η Σωτηρία. Είναι κι αυτή Ελληνίδα, Αντώνη, σαν εσένα." εξήγησε ο Μοχάμεντ καθώς η Σωτηρία λικνιζόταν ανάμεσα στην παρέα τους.
"Γεια σου, Αντώνη!" είπε γέρνοντας προς το μέρος του και χαμογελώντας πονηρά. Συνέχισε να χορεύει από πάνω του, κοιτάζοντας τον επίμονα συγχρόνως, σαν να ήθελε να τον μαγέψει. Εκείνος την κοιτούσε μέσα απ' τους καπνούς των ναργιλέδων και ήταν λες και κάποια πλανεύτρα μάγισσα τον είχε κάνει να βλέπει οράματα.
"Ε, Σώτω!" τη φώναξε ο Μοχάμεντ. Εκείνη πλησίασε όλο χάρη χορεύοντας, έγειρε και εκείνος κάτι της είπε στο αυτί. Η Σωτηρία έγνεψε καταφατικά και στράφηκε πάλι στον Αντώνη.
Ο ρυθμός της μουσικής ολοένα και γινόταν πιο γρήγορος, καθώς η μπάντα στο βάθος της αίθουσας έπαιζε διάφορα ανατολίτικα κομμάτια. Οι άντρες εξακολουθούσαν να κοιτούν τις χορεύτριες σαν μαγεμένοι, ενώ η Μαρία δεν ξεκολλούσε από το πλευρό του Ρίκο. Εκείνος τη ρωτούσε συνέχεια αν ήταν εντάξει. Του έγνεφε συνέχεια "ναι", όμως καθόλου δεν το εννοούσε. Όλοι αυτοί οι καπνοί και οι χοροί την είχαν ζαλίσει, και σίγουρα δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για το μωρό της. Ίσως δεν ήταν και η καλύτερη στιγμή να του το πει τώρα.
"Θες λίγο;" της είπε σε κάποια στιγμή εκείνος, δίνοντας της το στόμιο του ναργιλέ του. "Θα σε χαλαρώσει." επέμεινε, βλέποντας την να διστάζει. Τελικά, το πήρε και ρούφηξε μια γερή τζούρα. Ένιωσε αμέσως τον καπνό να της καίει τον οισοφάγο. Την έπιασε βήχας και όλοι τριγύρω γέλασαν, όμως καθόλου δεν χαλάρωσε, αντιθέτως τη ζάλισε ακόμα περισσότερο.
"Άσ' το, μικρή, δεν είσαι εσύ για αυτά." είπε ο Ρίκο και της πήρε το σωλήνα απ' το χέρι.
"Είναι αμάθητη ακόμα, ε;" Γέλασε πονηρά ο Μοχάμεντ και της ήρθε αμέσως αναγούλα, αλλά κρατήθηκε. Το χειρότερο που θα μπορούσε να της συμβεί θα ήταν να κάνει εμετό μπροστά σε όλους.
Στο μεταξύ η Σωτηρία είχε καθίσει στα πόδια του Αντώνη και χόρευε, όπως την είχε προστάξει ο Μοχάμεντ. Κουνούσε τη μέση της καθώς τριβόταν επάνω του και τα στήθη της βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του. Πόσο θα ήθελε να τα αγγίξει...
"Ε, Αντώνη! Πώς σου φαίνεται;! Καλή η Σώτω μας;!" φώναξε ο Μοχάμεντ για να ακουστεί μέσα στη φασαρία.
"Καλή, πολύ καλή!" κατάφερε μόνο να πει ο Αντώνης, που τον είχε τρελάνει τελείως αυτή η σκλάβα συμπατριώτισσα του. Ήταν ικανός να κάνει οτιδήποτε κι αν του ζητούσε εκείνη τη στιγμή.
"Να σου πω..." είπε έπειτα ο Μοχάμεντ και στράφηκε στον Ρίκο και τη Μαρία. "Όλος αυτός ο χορός με άναψε. Θα μου...δανείσεις τη μικρή για απόψε; Να περάσω καλά; Θέλω να δοκιμάσω κάτι καινούργιο." και κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν τη Μαρία. Ο Ρίκο έδειξε να το σκέφτεται, σαν να φοβόταν να του αρνηθεί έτσι όπως ήταν τώρα ο μπατζανάκης του. Όμως είδε το φοβισμένο βλέμμα της συνοδού του, το γεμάτο ικεσία βλέμμα της που του έδειχνε πόσο πολύ φοβόταν αυτόν τον άνθρωπο και είπε:
"Λυπάμαι, αλλά πρέπει κι εγώ να περάσω καλά απόψε. Το δικαιούμαι νομίζω μετά από τόσο ταξίδι που έκανα μέχρι να φτάσω στο υπέροχο χωριό σου."
"Θα σου δώσω όσες γυναίκες θέλεις ως αντάλλαγμα." επέμεινε ο Μοχάμεντ. Ο Ρίκο είχε αρχίσει να ιδρώνει. Όμως βρήκε τα σωστά λόγια για να γλιτώσει:
"Είναι επικίνδυνο κάτι τέτοιο. Μην ξεχνάς, ότι η γυναίκα σου έχει επαφές με όλες τις γυναίκες του χαρεμιού. Έστω και μία από αυτές να της ξεφύγει κάτι, η Ελένη θα στείλει γράμμα κατευθείαν στην αδελφή της για τα καμώματα μου. Και δεν σκοπεύω να πάρω διαζύγιο από τώρα, ακόμα δεν παντρεύτηκα..." και γέλασε νευρικά για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
"Χμ... Καλώς. Έχεις δίκιο. Υποσχέθηκα να σε καλύψω." είπε τελικά ο Μοχάμεντ και η Μαρία ανακουφίστηκε για λίγο. "Όμως!" αναφώνησε πάλι. "Θα μπορούσε η μικρή μας να μου χαρίσει ένα χορό; Όχι μόνο σε εμένα, αλλά θα ήθελα όλη η παρέα μας να απολαύσει τα κάλλη της." Αυτή τη φορά, δεν μπορούσε να αρνηθεί. Θα ήταν σίγουρα προσβολή. Κοίταξε τη συνοδό του, που πάλι κοιτούσε όλους τους άντρες με φοβισμένο βλέμμα και είπε "ναι" στον πανίσχυρο Αιγύπτιο.
Η Μαρία έτρεμε σαν το ψάρι καθώς η Σωτηρία μαζί με κάποιες άλλες χορεύτριες τη συνόδευσαν στο πίσω διαμέρισμα όπου άλλαζαν. Ήξερε να χορεύει πολύ καλά, άλλωστε και στην ταινία στην οποία συμμετείχε υπήρχε πολύς χορός, αλλά εκεί δεν κινδύνευε από τόσους άντρες με λάγνο βλέμμα και ποιος ξέρει πόσο άρρωστα μυαλά. Της έδωσαν μια κίτρινη φορεσιά όμοια με τις δικές τους.
"Τι όμορφη που είσαι!" αναφώνησε η Σωτηρία. "Μη φοβάσαι. Όλα καλά θα πάνε. Έλα, πιες αυτό. Θα σου μειώσει το άγχος." και της έδωσε μια κούπα με κρασί. Η Μαρία ήπιε λίγο και αμέσως ένιωσε τη βαριά μεθυστική γεύση του, καθώς κάποια απ' τις κοπέλες τοποθετούσε στο κεφάλι της ένα πέπλο ασορτί με τη στολή της.
"Τι να πούμε κι εμείς, που τον ανεχόμαστε κάθε μέρα." είπε η Σωτηρία και την οδήγησε έξω.
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν αμέσως πάνω της και ειδικά εκείνο του Μοχάμεντ. Η μπάντα άρχισε να παίζει έναν αργό, σαγηνευτικό χορό για αρχή. Όλοι περίμεναν εκείνη. Η Μαρία άρχισε να κινείται με όλο και περισσότερη χάρη, ζαλισμένη απ' το παράξενο κρασί και παραδομένη απλά στη μελωδία. Ο ρυθμός γινόταν γρήγορος σταδιακά και πλησίασε λικνίζοντας τους γοφούς της στην παρέα του Μοχάμεντ. Ο φόβος είχε υποχωρήσει και χόρευε πλέoν για εκείνον, χωρίς να νοιάζεται που την κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν και μια υποψία σάλιου στο στόμα του. Κοιτούσε πότε πότε τον Ρίκο και χαμογελούσε παιχνιδιάρικα. Δεν ήταν η Μαρία Λιοπούλου αυτή τη στιγμή. Ήταν απλά άλλος ένας ρόλος. Και σύντομα ήρθαν και οι υπόλοιπες χορεύτριες να συμμετάσχουν, το πάρτι δυνάμωσε για τα καλά και οι άντρες σηκώθηκαν να χορέψουν κι εκείνοι μαζί τους.
Πλέoν όλοι χόρευαν με όλους χωρίς αναστολές. Κάποια στιγμή, ο Μοχάμεντ πλησίασε τον Αντώνη και του είπε συνωμοτικά:
"Εγώ αυτή τη μικρή κάποια στιγμή θα την αρπάξω, να μου το θυμάσαι. Κανένας δεν μου αρνείται έτσι αυτό που θέλω." Ο άλλος δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει αναγκαστικά. "Αλλά κι εσένα δεν θα σ' αφήσω έτσι. Είδα πόσο πολύ σου γυάλισε η Σωτηρία. Γι' αυτό, θα στην κάνω δώρο για απόψε." Ο Αντώνης μπλοκάρισε τελείως.
"Ε... Όχι... Δεν χρειάζεται..."
"Πώς, χρειάζεται. Αφού σε είδα πόσο τη γουστάρεις. Αλλά μόνο για απόψε, σύμφωνοι; Ει, Σωτηρία!" φώναξε πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο ο Αντώνης. Η Σωτηρία πλησίασε.
"Πάρε τον φίλο μου από εδώ στα διαμερίσματα σου και κάνε αυτήν τη νύχτα να τη θυμάται για όλη του τη ζωή."
"Μάλιστα." είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο εκείνη και άρπαξε τον μικρότερο άντρα από το χέρι.
Τον οδήγησε μέσα από φαρδιούς, πλούσια διακοσμημένους διαδρόμους σε ένα εξίσου πολυτελές δωμάτιο με τεράστιο κρεβάτι με ουρανό. Εκείνος κοιτούσε εντυπωσιασμένος την πολυτελή διακόσμηση.
"Έχεις φέρει πολλούς άντρες εδώ;" τη ρώτησε. Εκείνη τον κοιτούσε και το απαλό φως των κεριών την έκανε να δείχνει ακόμα πιο όμορφη και μυστηριώδης.
"Ε... Κάνα- δυο..." απάντησε με νάζι. "Κοίτα, ο Μοχάμεντ σπάνια δανείζει γυναίκες του έτσι σε καλεσμένους. Γι' αυτό καλύτερα θα ήταν να το εκτιμήσεις αυτό και να μην κάνεις πολλές ερωτήσεις." του είπε. Όμως ο Αντώνης ήθελε τόσο πολύ να τη ρωτήσει κι άλλα και να ξεσκεπάσει αυτό το μυστήριο που την κάλυπτε... Όμως εκείνη πλησίασε και σφράγισε τα χείλη του με ένα φιλί γεμάτο πάθος που έκανε το σώμα του να φλέγεται από πόθο. Και εκεί, στο μεγάλο κρεβάτι, ο Αντώνης έζησε όντως την ωραιότερη νύχτα της ζωής του. Εκείνη η νύχτα ήταν που η Σωτηρία έμεινε έγκυος στα δίδυμα. Και το ένα από τα δύο της παιδιά απέκτησε το χάρισμα να προβλέπει τις συμφορές, ενώ το άλλο οπλίστηκε με θάρρος και ήταν γραφτό να θυσιάσει τη ζωή του κάποια στιγμή. Έτσι συνέβαινε με τα παιδιά που έπαιρναν ζωή τη νύχτα της Πανσελήνου στο Αλ Ζαχάρα.
Ο Αντώνης την κρατούσε στην αγκαλιά του μετά από την απίστευτη αυτή εμπειρία, σαν να ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Τα κεριά είχαν πλέoν λιώσει, όμως το φως της Πανσελήνου φώτιζε τα γυμνά τους κορμιά, που πριν λίγη ώρα ενώθηκαν σαν ένα. Δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει, δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η νύχτα. Τον προβλημάτιζαν πολλά όμως. Τα εμπόδια που τους χώριζαν ήταν τεράστια.
"Μου είπες ψέματα." της είπε κάποια στιγμή.
"Τι;"
"Μου είπες προηγουμένως που σε ρώτησα ότι έχεις πάει μόνο με έναν- δύο άντρες. Δεν μου έδειξες αυτό όμως. Ήσουν σαν..."
"Επαγγελματίας πόρνη, γιατί ντρέπεσαι τόσο να το πεις;" τον διέκοψε η Σωτηρία και τον κοίταξε με ένταση με τα υπέροχα καστανά της μάτια.
"Δεν ήθελα να πω αυτό. Αλλά και αυτό να εννοούσα, δεν είναι και τόσο κακό."
"Εσύ με πόσες γυναίκες έχεις πλαγιάσει, Αντώνη;" τον ρώτησε αιφνιδιάζοντας τον.
"Τι σημασία έχει;" είπε. "Δεν θυμάμαι. Δεν θα είναι...καμιά δεκαριά; Χωρίς τις πόρνες." Η Σωτηρία δεν σοκαρίστηκε καθόλου. Δεν ήταν κανένα αθώο κοριτσάκι σαν εκείνα που έβλεπε στη γειτονιά του.
"Σειρά σου να απαντήσεις τώρα." της είπε και χάιδεψε απαλά το δέρμα του γοφού της που ήταν ακουμπισμένος επάνω στο πόδι του.
"Μμμ... Δεν μπορώ να υπολογίσω. Οι γυναίκες μετράνε; Γιατί ξέρεις, μερικές φορές μεταξύ μας, οι γυναίκες του χαρεμιού..."
"Εντάξει, κατάλαβα. Χωρίς τις γυναίκες."
"Ας πούμε ότι έχω λίγη παραπάνω εμπειρία από εσένα."
"Φάνηκε αυτό." της είπε χαμογελώντας πονηρά. "Έχεις κοιμηθεί και...με τον Μοχάμεντ;" Σε αυτό το σημείο μονάχα φάνηκε να ντρέπεται κάπως για τις πράξεις της και κόμπιασε.
"Παλιά. Κάποιες φορές... Όμως πλέoν είμαι μια απ' τις μεγαλύτερες εδώ μέσα και αυτός προτιμά τις μικρότερες."
"Δεν φαίνεσαι και τόσο μεγάλη. Πόσο είσαι;" Η Σωτηρία χαμογέλασε και απάντησε:
"Τριάντα έξι, παρακαλώ."
"Ουάου... Είσαι δέκα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερη μου." είπε και γέλασαν. Η Σωτηρία του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη, έγειρε πάλι στο στήθος του και σύντομα βυθίστηκαν σε έναν γλυκό ύπνο και οι δύο.
Όταν τελείωσε το πάρτι και ενώ οι περισσότεροι καλεσμένοι έφυγαν, ο Μοχάμεντ φιλοξένησε κάποιους από αυτούς στο παλάτι του, που είχε άφθονο χώρο και πολλά δωμάτια. Επέμεινε να φιλοξενήσει και τον Ρίκο με την ερωμένη του, και εκείνος από ευγένεια δεν μπορούσε να αρνηθεί. Μπήκαν στο δωμάτιο που τους οδήγησαν και έζησαν μια απ' τις πιο καυτές τους νύχτες. Όσο βρισκόταν μαζί του, η Μαρία δεν φοβόταν τίποτα.
Την επόμενη μέρα, στο φως της ημέρας, όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Γνώρισε την γυναίκα του Μοχάμεντ, την Ελένη και τον δύο χρονών γιο τους, τον Αχμέτ. Εκείνη δεν φάνηκε να υποψιάζεται τίποτα. Πίστευε πως ήταν απλά μία απ' τους φιλοξενούμενους του.
Έβλεπε και τον Αντώνη μερικές φορές, ο οποίος απλά της χαμογελούσε ευγενικά και την προσπερνούσε. Είχε πέσει και αυτός στην παγίδα της φιλοξενίας του Μοχάμεντ. Οι μέρες περνούσαν και κανέναν δεν άφηνε να φύγει.
"Καθίστε λίγο ακόμα", έλεγε. "Είναι τιμή μου να φιλοξενώ τόσο καλούς φίλους. Και εσύ, Ρίκο, είσαι οικογένεια. Και δεν θες να περάσεις όσο περισσότερο χρόνο γίνεται με την αγαπημένη σου πριν επιστρέψεις στη γυναίκα σου;" Και η αλήθεια ήταν αυτή. Όταν έφευγαν από την Αίγυπτο, το παραμύθι θα τελείωνε. Για εκείνον ήταν απλά μια περιπέτεια. Και ας περίμενε το παιδί του. Έψαχνε συνεχώς τρόπους να του το πει, όμως πάντα δίσταζε και δεν τολμούσε. Και αυτός ο Μοχάμεντ, τόσο γοητευτικός αλλά και άγριος συγχρόνως, με τα μαύρα σαν πίσσα μάτια του που την ακολουθούσαν παντού κάτω από κατάμαυρα, χοντρά φρύδια... Σίγουρα θα έψαχνε συνεχώς αφορμή για να τη στριμώξει, γι' αυτό και εκείνη σπάνια κυκλοφορούσε ασυνόδευτη από τον Ρίκο.
Ο Αντώνης έλειψε για τρεις ολόκληρες ημέρες απ' το παλάτι, κατά τη διάρκεια των οποίων πήγε να εξερευνήσει μια από τις δύο πυραμίδες που βρίσκονταν έξω από το Αλ Ζαχάρα. Γύρισε με πολλούς θησαυρούς, θα μπορούσε άνετα να αγοράσει δικό του εργοστάσιο αντί να δουλεύει για τον Μοχάμεντ, αλλά και πάλι μέσα του ένιωθε κενός. Το ίδιο βράδυ, πήγε κρυφά στο δωμάτιο της Σωτηρίας. Εκείνη τρόμαξε μόλις τον είδε.
"Τι κάνεις εδώ; Ο Μοχάμεντ δεν επιτρέπει επισκέψεις στα δωμάτια μας χωρίς την άδεια του." Του είπε και τον έβαλε αμέσως μέσα για να μην τους δει κανένας.
"Το ξέρω." της είπε εκείνος φέρνοντας τα χέρια της στα χείλη του. "Όμως ήθελα να σε δω. Μου έλειψες."
"Αντώνη... Φύγε. Είναι επικίνδυνο. Αυτό είναι προσβολή για τον..."
"Σταμάτα να αναφέρεις το όνομα του. Από εκείνη τη νύχτα που περάσαμε μαζί...δεν μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Σε θέλω, Σωτηρία. Για καμία γυναίκα δεν έχω νιώσει έτσι. Δεν με ενδιαφέρουν οι συνέπειες."
"Αχ, Αντώνη..." είπε η Σωτηρία και τον φίλησε αμέσως. Δεν χρειαζόταν να πουν τίποτα άλλο. Τον οδήγησε στο κρεβάτι και έκαναν έρωτα με το ίδιο πάθος όπως και την προηγούμενη φορά, απολαμβάνοντας το απαγορευμένο. Η Σωτηρία κατάλαβε ότι και η ίδια τον είχε ερωτευθεί.
"Σωτηρία..." της είπε μετά, όταν την κρατούσε πάλι γυμνή στην αγκαλιά του.
"Ναι;"
"Πες μου, πώς κατέληξες εδώ;" Το ήξερε πως ήταν λίγο αδιάκριτη η ερώτηση, όμως ήθελε να τη γνωρίσει καλύτερα και ίσως δεν τους δίνονταν άλλες ευκαιρίες. Η Σωτηρία δίσταζε λίγο να απαντήσει.
"Ήρθα εδώ πριν από έντεκα χρόνια, στα είκοσι πέντε μου, χωρίς βαλίτσες, χωρίς ρούχα, χωρίς τίποτα. Οι γονείς μου με πέταξαν σαν το σκυλί στο δρόμο επειδή έμεινα έγκυος από κάποιον ο οποίος μου έταζε παντρειές αλλά μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη με παράτησε. Πήρα το πρώτο καράβι που βρήκα και μετά από τρεις ημέρες θαλασσοταραχής φτάσαμε επιτέλους στο Κάιρο. Εκεί με βρήκε ο Μοχάμεντ εντελώς τυχαία να ζητιανεύω στο δρόμο, ενώ μόλις είχα χάσει το μωρό μου. Με λυπήθηκε και με έφερε εδώ." είπε και δάκρυσε.
"Ω Θεέ μου... Σωτηρία, δεν είχα ιδέα. Συγνώμη που σου θύμισα το παρελθόν σου."
"Δεν πειράζει." είπε εκείνη. "Όλα αυτά έχουν περάσει. Για αυτό δεν στενοχωριέμαι που είμαι σκλάβα του, για αυτό με βλέπεις συνέχεια μες στο κέφι. Γιατί έχω ζήσει και χειρότερα." Ο Αντώνης συγκινήθηκε με την ιστορία της και συγχρόνως χάρηκε που του εμπιστεύτηκε τόσο εύκολα το παρελθόν της.
"Σ' ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες." της είπε και τη φίλησε. Εκείνη στράφηκε και τον κοίταξε βαθιά στα μπλε του μάτια.
"Είσαι διαφορετικός από τους άλλους άντρες, Αντώνη. Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ξελιγωμένους και μισογύνηδες που κυκλοφορούν εδώ μέσα, εσύ είσαι κάτι ξεχωριστό. Για αυτό σε εμπιστεύτηκα και ας σε γνωρίζω ελάχιστα."
Πέρασαν πολλές ημέρες, ή μήπως ήταν μήνες; Κανένας δεν ήξερε. Όλοι έχαναν το μέτρημα του χρόνου στο Αλ Ζαχάρα. Ο ήλιος ανέτειλε και έδυε κάθε μέρα, όμως η εποχή ήταν πάντα Καλοκαίρι. Ο Ρίκο με τη Μαρία ζούσαν τον παράνομο έρωτα τους ανενόχλητοι ενώ ο Αντώνης με τη Σωτηρία συνέχισαν να βλέπονται κρυφά. Πλέoν ο Αντώνης πήγαινε σχεδόν κάθε νύχτα στο δωμάτιο της, έκαναν έρωτα και μοιράζονταν τα μυστικά και τις εμπειρίες τους. Ο Αντώνης δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσε πια να ζήσει χωρίς εκείνη, χωρίς να τη δει έστω για μια μέρα. Ήθελε σαν τρελός να την πάρει πίσω μαζί του στην Ελλάδα, να την παντρευτεί και να της κάνει παιδιά. Και ας τους χώριζαν τόσες διαφορές, και ας ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη του, και ας είχε τέτοιο παρελθόν. Τίποτα δεν τον ένοιαζε.
Το πήρε απόφαση να της το πει και ό,τι γίνει. Πήγε ένα βράδυ στο δωμάτιο της, όπως και τόσες άλλες βραδιές. Βγήκαν έξω στο μπαλκόνι, χωρίς να νοιάζονται πλέoν αν θα τους δουν μαζί. Κοίταξαν τα αστέρια, που έλαμπαν εκεί ψηλά και φώτιζαν το ήσυχο και σκοτεινό νυχτερινό τοπίο.
"Σωτηρία..." ξεκίνησε ο Αντώνης. "Δεν ξέρω πώς να στο πω αλλά... Είσαι τα πάντα για μένα. Δεν μου φτάνει πια αυτό που έχουμε, θέλω πολλά παραπάνω. Θέλω να γίνεις η ζωή μου." Η Σωτηρία είχε μείνει άφωνη. Ο Αντώνης της κράτησε τα χέρια, την κοίταξε στα μάτια κι έπειτα γονάτισε.
"Το ξέρω ότι ήταν λάθος όλο αυτό, αλλά δεν μετανιώνω λεπτό για ό,τι έγινε. Ήρθες στη ζωή μου και της έδωσες νόημα. Θέλω να ζήσω μαζί σου για πάντα, Σωτηρία." Είδε ένα δάκρυ να κυλάει στο πρόσωπο της.
"Δεν γίνεται αυτό, Αντώνη."
"Σε παρακαλώ. Θα παλέψω για εμάς. Θα το εξηγήσω με τον τρόπο μου στον Μοχάμεντ. Σωτηρία..." την κοίταξε στα μάτια πιο έντονα. "Σε παρακαλώ. Έλα μαζί μου πίσω στην Ελλάδα και γίνε η γυναίκα μου, να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια." Η Σωτηρία τράβηξε απότομα τα χέρια της απ' τα δικά του και πήγε να σταθεί στη γωνία του μπαλκονιού, ενώ τα κοσμήματα της κροτάλιζαν σε κάθε της κίνηση.
"Δεν καταλαβαίνεις... Δεν πρόκειται να σε αφήσει να με πάρεις μαζί σου. Είναι πολύ εγωιστής, μας βλέπει όλες σαν κτήμα του και δεν θα ανεχτεί μια τέτοια προσβολή."
"Δεν με νοιάζει. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει." Ο Αντώνης πλησίασε και την κοίταξε πάλι στα μάτια. "Σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ τόσο πολύ και θέλω να σε βγάλω από εδώ μέσα και να σε σώσω από τη χρυσή σου φυλακή. Το ξέρω ότι θα είναι δύσκολο, μα..."
"Είμαι έγκυος." τον διέκοψε η Σωτηρία και η αποκάλυψη αυτή τον σοκάρισε.
"Τι...;"
"Αυτό που άκουσες. Περιμένω το παιδί σου. Βλέπεις, τα πράγματα τώρα είναι ακόμα πιο δύσκολα."
"Αγάπη μου... Αυτό είναι υπέροχο." είπε εκείνος και έβαλε το χέρι του τρυφερά στην κοιλιά της.
"Αυτό θα είναι ακόμα μεγαλύτερη προσβολή."
"Όχι, δεν είναι ανάγκη να το μάθει. Θα του πω απλά ότι σε αγάπησα και ότι θέλω να σε πάρω μαζί μου. Μου έχει ιδιαίτερη αδυναμία, μπορεί και να μη θυμώσει. Πες μου όμως, εσύ με αγαπάς; Εσύ θες να έρθεις μαζί μου στη Ελλάδα, να γίνεις η γυναίκα μου και να μεγαλώσουμε μαζί το παιδί μας;" Η Σωτηρία στράφηκε, τον αγκάλιασε και του είπε:
"Φυσικά και σ' αγαπώ κι εγώ. Και θέλω πολύ να έρθω μαζί σου." Και έδωσαν ένα φιλί γεμάτο ελπίδα και υποσχέσεις.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Αντώνης βρήκε τον Μοχάμεντ και του ανακοίνωσε την απόφαση του:
"Αγαπημένε μου φίλε και άρχοντα." ξεκίνησε να του λέει. "Σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να γίνει αυτό, ειλικρινά, όμως δεν μπορούσα να το ελέγξω. Εκείνη η νύχτα που πέρασα με τη Σωτηρία μου έμεινε αξέχαστη και ήθελα τόσο να την επαναλάβω, που πήγα κρυφά κι άλλες φορές στο δωμάτιο της, παραβαίνοντας έτσι τους κανόνες του παλατιού."
"Πώς τόλμησες..." γρύλισε ο Μοχάμεντ.
"Σε παρακαλώ, άσε με να σου εξηγήσω πρώτα και μετά με κρίνεις και με καταδικάζεις αν θες. Αυτό ήταν το μόνο παράπτωμα που έκανα και μπορείς να με τιμωρήσεις αν θέλεις. Όμως, την αγαπάω τη Σωτηρία, Μοχάμεντ. Θέλω να την πάρω μαζί μου και να την κάνω γυναίκα μου. Δεν ήθελα να την ερωτευθώ, όμως συνέβη. Και ζητώ ταπεινά τη συγχώρεση σου. Μπορώ αν θες, να την ανταλλάξω με όλους μου τους θησαυρούς που πήρα από την πυραμίδα, γιατί εκείνη είναι ο πολυτιμότερος θησαυρός μου." Ο Μοχάμεντ τρέμοντας από θυμό τον πλησίασε απειλητικά και έβγαλε τη χαντζάρα του απ' το ζωνάρι. Ο Αντώνης έπεσε στα γόνατα, παρακαλώντας για ένα τελευταίο θαύμα να αλλάξει γνώμη... Και ξαφνικά, ο Μοχάμεντ φάνηκε να ηρεμεί και να το σκέφτεται.
"Χμ... Η αλήθεια είναι ότι έχω πολλές γυναίκες και η Σωτηρία δεν μου είναι πλέoν χρήσιμη." είπε. "Απ' την άλλη, οι θησαυροί που μου προσφέρεις ως αντάλλαγμα είναι σπάνιοι. Δέχομαι λοιπόν." Η καρδιά του Αντώνη αναθάρρησε, όμως ο Μοχάμεντ είχε κι άλλα να πει: "Δυστυχώς όμως, δεν μπορείς να συνεχίσεις να δουλεύεις στο εργοστάσιο μου. Αυτή θα είναι και η τιμωρία σου. Και τέλος, υπάρχει ένας ακόμη όρος αν θέλεις να σας αφήσω να φύγετε και να μην σας ξαναενοχλήσω, αλλά να έχετε και τη βοήθεια μου όποτε χρειαστείτε στο μέλλον."
"Ποιος είναι αυτός άρχοντα μου;"
"Εγώ κι εσύ θα πάμε κάπου απόψε το βράδυ. Συνάντησε με στις δώδεκα ακριβώς, στον προθάλαμο της δυτικής πτέρυγας. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα. Πρέπει να καταστρώσω ένα σχέδιο."
Ο Αντώνης έφυγε, χαρούμενος αλλά και με άγχος συγχρόνως. Τι ήταν αυτό που ο Μοχάμεντ ήθελε να κάνουν απόψε το βράδυ μαζί; Σίγουρα δεν θα ήταν καλό. Ό,τι και να ήταν, θα άξιζε τον κόπο σίγουρα, γιατί μετά επιτέλους εκείνος και η Σωτηρία θα ήταν ελεύθεροι από εκείνον τον τύραννο. Πήγε, τη βρήκε και της είπε τα ευχάριστα. Εκείνη πανηγύρισε ορμώντας στην αγκαλιά του. Όμως στη συνέχεια, το βλέμμα της σκοτείνιασε.
"Τι συμβαίνει;" τη ρώτησε.
"Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό. Σίγουρα ο Μοχάμεντ κάτι σχεδιάζει για να σε παγιδεύσει. Δεν μπορεί να μας αφήσει έτσι εύκολα να φύγουμε."
"Μα σου εξήγησα ήδη. Μου πήρε τα πάντα. Χωρίς μια δουλειά και την περιουσία απ' τους θησαυρούς, θα είμαστε απένταροι. Έχω βέβαια κάποια χρήματα στην άκρη, ίσα για να χτίσουμε ένα σπίτι, ίσως μας βοηθήσουν και οι γονείς μου και μετά βλέπουμε."
"Αντώνη..." η Σωτηρία αναστέναξε.
"Δεν ξέρω. Απλά πρόσεχε απόψε το βράδυ. Είμαι σίγουρη ότι σχεδιάζει κάτι πολύ ύπουλο και θα σε μπλέξει κι εσένα."
"Θα προσέχω, μην ανησυχείς. Ξεκίνα να ετοιμάζεις τα πράγματα σου. Θα πάω στο Κάιρο να βρω εισιτήρια." Της έδωσε ένα φιλί και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Το βράδυ έφτασε. Ο Αντώνης ήταν πολύ τυχερός. Βρήκε δύο εισιτήρια για Αθήνα για την επόμενη μέρα το πρωί, αν και ήταν στην οικονομική θέση και με την πιο φθηνή αεροπορική εταιρεία που δεν ήταν και η πιο αξιόπιστη. Όσο πιο γρήγορα έφευγαν όμως, τόσο το καλύτερο. Μόνο μια τελευταία πράξη τους χώριζε πλέoν απ' την ελευθερία τους.
Συνάντησε τον Μοχάμεντ εκεί όπου είχαν δώσει ραντεβού.
"Άργησες." του είπε εκείνος.
"Πού θα πάμε;"
"Εκείνο το τσουλάκι, η γκόμενα του Μπιλμπάο, που μας το παίζει μυξοπαρθένα, ξέρεις πόσο θέλει να τον φάει κατά βάθος, ε;" Ο Αντώνης γούρλωσε τα μάτια σοκαρισμένος.
"Τι είναι αυτά που λες;"
"Εσύ κι εγώ θα πάμε στο δωμάτιο της απόψε. Έχω στείλει τον μπατζανάκη μου σε μια ψεύτικη δουλειά με έναν υπηρέτη μου και όπου να 'ναι θα φύγει." είπε με μάτια που γυάλιζαν και ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
"Μοχάμεντ, εγώ δεν..." Ο Μοχάμεντ όμως τον άρπαξε απ' το γιακά.
"Θέλεις να φύγεις αύριο σώος και ασφαλής με τη γυναικούλα σου ή όχι;" του είπε κοιτάζοντας τον τρελαμένος.
"Θέλω..." ψέλλισε με φόβο ο Αντώνης.
"Ωραία, τότε θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ. Έλα, πάμε. Ο Ρίκο θα έχει φύγει απ' το δωμάτιο." Ο Αντώνης τον ακολούθησε απρόθυμα. Αν ήταν να γλιτώσει μια και καλή από αυτόν τον άνθρωπο...
Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο, η κοπέλα ανασηκώθηκε καλύπτοντας με το σεντόνι το σώμα της.
"Τι θέλετε εδώ;" τους ρώτησε.
"Α, βλέπω είσαι ήδη έτοιμη." είπε ο Μοχάμεντ μόλις τράβηξε το σεντόνι από πάνω της αφήνοντας ακάλυπτο το γυμνό της κορμί. Η Μαρία μαζεύτηκε φοβισμένη.
"Μοχάμεντ, δεν θέλει. Πάμε να φύγουμε..." προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Αντώνης, αλλά μάταια.
"Θέλω όμως εγώ! Και ό,τι θέλω το παίρνω!" του φώναξε μπροστά στο πρόσωπο του, έπειτα πλησίασε πάλι τη Μαρία. Σήκωσε τη μακριά πουκαμίσα του και κατέβασε το παντελόνι του. Η κοπέλα προσπάθησε να σηκωθεί να φύγει.
"Κράτησε την!" φώναξε ο Μοχάμεντ και ο Αντώνης υπάκουσε. Όλα τα υπόλοιπα δεν ήθελε καν να τα θυμάται, διότι δεν ήταν άνθρωπος εκείνη τη νύχτα αλλά ζώο. Το μόνο που σκεφτόταν και του έδινε κουράγιο εκείνη την ώρα ήταν η Σωτηρία.
Η Μαρία σκεπάστηκε ξανά ντροπιασμένη ύστερα από όλα εκείνα τα εξευτελιστικά πράγματα που της έκαναν. Ποτέ πια δεν θα ήταν η ίδια.
"Έτσι και μιλήσετε σε κανέναν για αυτό..." είπε ο Μοχάμεντ καθώς ντυνόταν. Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά εξίσου ανατριχιαστική. "...Θα σας σφάξω και τους δύο. Έγινα κατανοητός;" Ο Αντώνης έγνεψε πρώτος. "Έγινα κατανοητός, μικρή;" ρώτησε τη Μαρία. Εκείνη με δάκρυα στα μάτια επίσης έγνεψε.
Τη στιγμή που έβγαιναν απ' το δωμάτιο, έπεσαν πάνω στον Ρίκο. Εκείνος τους κοίταξε και τους δυο σοκαρισμένος, έπειτα τη Μαρία στο κρεβάτι, και κατάλαβε.
"Συγνώμη, φίλε μου. Όμως, εφόσον δεν μου την έδωσες με τη θέληση σου την πρώτη βραδιά που σου τη ζήτησα, έπρεπε να γίνει έτσι. Οι οικογένειες πρέπει να μοιράζονται τα πάντα στο Αλ Ζαχάρα." Πολλά συναισθήματα πέρασαν από το πρόσωπο του σκηνοθέτη, οργή, μίσος, απογοήτευση. Κοιτούσε πότε τους δυο άντρες, πότε την ερωμένη του που δεν τολμούσε να αρθρώσει λέξη.
"Εξάλλου, και αυτή δεν είναι τόσο αθώα όσο σου έδειχνε. Το απόλαυσε όσο και εμείς." συμπλήρωσε ο Μοχάμεντ και στράφηκε να φύγει ακουμπώντας φιλικά τον ώμο του Ρίκο. Ο Αντώνης έφυγε κι αυτός με σκυμμένο το κεφάλι. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρει τη Σωτηρία, να χωθεί στην αγκαλιά της, στο πιο ασφαλές καταφύγιο. Και ύστερα θα έφευγαν και θα τα άφηναν όλα αυτά πίσω τους.
"Εσύ και η Σωτηρία είστε ελεύθεροι να φύγετε." του είπε ο Μοχάμεντ μόλις απομακρύνθηκαν λίγο στο διάδρομο. "Και να ξέρεις, αν ποτέ χρειαστείς οποιαδήποτε βοήθεια, εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ και ας μην δουλεύεις πια για μένα."
Όταν χωρίστηκαν, ο Αντώνης πήγε τρέχοντας σχεδόν στο διαμέρισμα της Σωτηρίας, η οποία έφτιαχνε ακόμα τη βαλίτσα της. Τα περισσότερα ρούχα που φορούσε στο παλάτι ήταν ανάρμοστα για την Ελλάδα, έτσι όσα θα έπαιρνε μαζί της ήταν ελάχιστα. Σταμάτησε την τακτοποίηση και άνοιξε αμέσως την πόρτα στον Αντώνη.
"Αγάπη μου..." είπε εκείνος και την αγκάλιασε σφιχτά.
"Αντώνη... Τι συνέβη;" ρώτησε εκείνη βλέποντας κάτι πολύ σκοτεινό στο βλέμμα του.
"Έκανα κάτι τρομερό, Σωτηρία. Κανένας δεν πρέπει να το μάθει." Η Σωτηρία έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε.
"Τι έκανες;" ρώτησε με αγωνία.
"Θα με μισήσεις." της είπε.
"Δεν θα σε μισήσω, Αντώνη. Σ' αγαπώ. Πες μου και σου ορκίζομαι, ό,τι και αν είναι θα το αφήσουμε πίσω μας." Και της είπε. Και όντως δεν τον μίσησε, παρόλο που τα δάκρυα της έπεφταν βροχή καθώς τον άκουγε.
"Σε παρακαλώ, αγάπη μου... Συγχώρησε με. Με ανάγκασε να το κάνω. Και σου ορκίζομαι ότι σκεφτόμουν εσένα συνέχεια..." Η Σωτηρία τον αγκάλιασε ξανά.
"Ηρέμησε." του είπε. "Δεν έφταιγες εσύ. Ας φύγουμε και ας το ξεχάσουμε αυτό, εντάξει; Σαν να μη συνέβη ποτέ." Τον φίλησε και έκαναν έρωτα παράφορα, χωρίς να τη νοιάζει ότι είχε αγγίξει ξένο σώμα πριν.
Την επόμενη κιόλας μέρα, αποχαιρέτησαν τον Μοχάμεντ, την Ελένη και τον μικρούλη Αχμέτ και έφυγαν αφήνοντας πίσω το παραμυθένιο αυτό χωριό που όμως έκρυβε τόσα σκοτεινά μυστικά... Μια νέα ζωή τους περίμενε στην Ελλάδα, αν και δεν θα ήταν καθόλου εύκολη. Ήταν πάμφτωχοι.
Οι γονείς του Αντώνη δεν τους βοήθησαν καθόλου. Δεν ήθελαν τη "σκλάβα", όπως την είπαν, "που έχει πάει με τόσους, που είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερη σου" και άλλα παρόμοια του έλεγαν. Ήθελαν ο γιος τους να παντρευτεί μια μικρότερη, ένα "αγνό κορίτσι, να είναι από σπίτι και να γνωρίζουμε την οικογένεια της. Ενώ αυτή δεν έχει καν οικογένεια."
"Δεν με νοιάζει! Με τη Σωτηρία θα δημιουργήσουμε τη δική μας οικογένεια!" τους φώναξε μια μέρα ο Αντώνης.
"Τότε εμάς να μας ξεχάσεις!" του φώναξε ο πατέρας του.
"Θα σας ξεχάσω" τους διαβεβαίωσε. "Αλλά μην τολμήσετε να έρθετε να δείτε τα εγγόνια σας."
Έτσι, παντρεύτηκαν οι δυο τους σε μια μικρή εκκλησία, νοίκιασαν ένα σπίτι στον Πειραιά και σύντομα ο Αντώνης βρήκε δουλειά στα γραφεία μιας εταιρείας που είχε εργοστάσιο στο Λαύριο. Δεν έπαιρνε πολλά, αλλά τους έφταναν για τα απολύτως απαραίτητα, είχαν ο ένας τον άλλον και θα τα κατάφερναν. Λίγους μήνες μετά, η Σωτηρία έφερε στον κόσμο τα δίδυμα, την Ειρήνη και τον Σπύρο, και η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top