ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Τύψεις
Οι μέρες περνούσαν. Στο σχολείο, η παρέα της Ειρήνης είχε ξεπεράσει την αρχική κατάθλιψη που επικρατούσε και έκαναν τα πάντα για να της φτιάξουν το κέφι ή έστω να την κάνουν να μην θυμάται. Μετά από ένα μήνα, η οικογένεια Φωτίου έφυγαν από το σπίτι της Τόνιας και του Ραφαήλ. Πήγαν να μείνουν προσωρινά στο σπίτι στο λόφο. Ήταν ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο μιας διώροφης κατοικίας και είχε θέα στη θάλασσα, στη Μακρόνησο, απ' την άλλη μεριά στα βουνά, φαινόταν σχεδόν όλο το Λαύριο.
Όμως αυτό δεν τους βοήθησε καθόλου να ξεπεράσουν το χαμό του Σπύρου. Αντίθετα, η Ειρήνη άκουγε κάθε νύχτα τους γονείς της να τσακώνονται. Αρχικά δεν ήξερε το λόγο, κάποια στιγμή όμως τον έμαθε. Μια νύχτα, άκουσε τον πατέρα της να ετοιμάζεται και πήγε κρυφά να δει. Ήταν έτοιμος να φύγει, όμως η μητέρα της τον πρόλαβε στο χολ.
«Πού πας;» Τον ρώτησε.
« Όπου γουστάρω.»
«Πας για να πιεις πάλι, ε;»
«Ναι λοιπόν, για να πιω πάω!»
«Δεν θα σ' αφήσω!» Φώναξε η Σωτηρία και έτρεξε μπροστά απ' την πόρτα, εμποδίζοντας του την έξοδο.
«Γυναίκα, κάνε στην άκρη!»
« Όχι! Δεν θα σ' αφήσω να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Σκέψου τις κόρες μας, Αντώνη.»
«Σωτηρία κάνε άκρη είπα!»
«Σσστ! Μη φωνάζεις. Θα τις ξυπνήσεις.»
«Ρε άντε παράτα μας ρε Σωτηρία!» Φώναξε ο Αντώνης.
Την τράβηξε βίαια από την πόρτα, την έσπρωξε και έφυγε βιαστικά. Η Ειρήνη, τρομοκρατημένη απ' όσα είχε ακούσει, κλείστηκε πάλι στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Κάτια. Η αδελφή της ευτυχώς δεν είχε ξυπνήσει από τη φασαρία. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, προσπαθώντας να κοιμηθεί, όμως δεν μπορούσε.
Ο μπαμπάς πίνει. Σκεφτόταν συνεχώς. Ο πατέρας μου καταστρέφει τον εαυτό του, γιατί θεωρεί πως εκείνος φταίει.
Την άλλη μέρα στο σχολείο είπε στον Δία για όσα άκουσε την προηγούμενη νύχτα, αφού είχαν πει στον Στέφανο και στη Μελίνα να τους αφήσουν λίγο μόνους και πήγαν να καθίσουν στο γρασίδι δίπλα στη λιμνούλα.
«Έτσι που λες. Ο πατέρας μου έχει αρχίσει να πίνει γιατί θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τον χαμό του Σπύρου. Εκείνη τη νύχτα, πριν γυρίσει η μαμά από την Αίγυπτο, έβαλε το ψητό στο φούρνο, το ξέχασε κι έπεσε για ύπνο. Ο φούρνος έκανε έκρηξη, γι' αυτό εξαπλώθηκε εύκολα η φωτιά.»
Ο Δίας την άκουγε σιωπηλός.
«Δεν νομίζω πως είναι λόγος αυτός να φταίει.» Είπε τελικά.
«Δεν το ήθελε, Δία. Το μόνο που ήθελε ήταν να μαγειρέψει για να είναι το φαΐ έτοιμο για την επόμενη μέρα και να μην έχει η μαμά να μαγειρέψει, επειδή θα ήταν κουρασμένη απ' το ταξίδι».
«Το ξέρω... Όμως χθες τι έγινε; Γύρισε στο σπίτι κάποια στιγμή;»
«Δεν ξέρω. Όταν κατάφερα να κοιμηθώ πάντως δεν είχε γυρίσει ακόμα. Και σήμερα το πρωί τα έκανα όλα εγώ: ξύπνησα την αδελφή μου, τη βοήθησα να ετοιμαστεί και ήρθαμε με τα πόδια σχολείο».
«Κατάλαβα».
«Δία... Πόσο θ' αντέξουν έτσι οι γονείς μου;»
Εκείνη τη στιγμή η Ειρήνη πήγε να δακρύσει. Όμως ο Δίας την αγκάλιασε και της είπε:
« Έλα, ηρέμησε. Με τον καιρό θα το ξεπεράσουν, θα δεις. Και ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου».
«Και θα είμαστε φίλοι για πάντα;»
«Φυσικά».
«Μου το υπόσχεσαι ;»
«Στο υπόσχομαι».
Ήθελε να τον ρωτήσει αν θα συνέχιζε να είναι φίλος της και μετά τον γάμο της, όμως δίστασε. Άλλωστε δεν ήξερε αν οι γονείς της θα επέμεναν ακόμα σε αυτόν το γάμο, μετά την οικογενειακή τραγωδία που τους βρήκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top