ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: Επιστροφή στο Σχολείο
Λίγες μέρες μετά, η οικογένεια Φωτίου, τέσσερις πλέον, έτρωγαν πρωινό με την οικογένεια Σαββίδη, αυτούς τους ανθρώπους που τόσο πολύ τους βοηθούσαν να στέκονται στα πόδια τους...
«Μαμά, δεν θα ξανάρθει ο Σπύρος;» Ρώτησε η Κάτια, που δεν είχε καταλάβει καλά το νόημα του θανάτου.
« Όχι, αγάπη μου, δεν θα ξανάρθει.» Απάντησε η Σωτηρία όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Οι άλλοι ήταν σιωπηλοί.
«Πέθανε;»
«Ναι, γλυκιά μου. Πέθανε.»
Η Σωτηρία δάκρυσε.
«Δηλαδή τώρα πού πήγε; Στον ουρανό; Ε, μαμά;» Η μητέρα της δεν απαντούσε. Η Κάτια στράφηκε επίμονα στον πατέρα της:
«Μπαμπά; Στον ουρανό είναι τώρα ο Σπύρος;»
«Ναι, Κάτια! Στον ουρανό είναι! Πόσες φορές θα το πούμε;!» Φώναξε ο Αντώνης, τρομάζοντας τους όλους.
Η μικρή έβαλε αμέσως τα κλάματα και η Τόνια προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Ο Αντώνης σηκώθηκε και έφυγε βιαστικά, χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Η Ειρήνη τους κοιτούσε αμίλητη.
«Ελάτε, παιδιά. Θα σας πάω εγώ στο σχολείο.» Είπε η Τόνια και τα τρία παιδιά σηκώθηκαν.
Η Κάτια κλαψούριζε σε όλο το δρόμο, ενώ η Ειρήνη εξακολουθούσε να μένει σιωπηλή. Πρώτη φορά είδε τον πατέρα της να ξεσπάει έτσι.
«Πώς νιώθεις που επιστρέφεις στο σχολείο;» Τη ρώτησε ο Στέφανος όταν έφτασαν. Δεν βρήκε τίποτα άλλο να της πει.
«Περίεργα. Σαν να ξυπνάω από ένα όνειρο. Πώς είναι όταν συνέρχεσαι από μια αρρώστια και επιστρέφεις στην καθημερινότητά σου; Μόνο που τώρα...» Άφησε τη φράση της μετέωρη.
'Μόνο που τώρα δεν υπάρχει ο Σπύρος.' Ήθελε να πει. Όμως δεν το είπε και ο Στέφανος δεν την πίεσε. Κατάλαβε όμως. Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο πάρκινγκ και βγήκαν έξω.
«Θα έρθω να σας πάρω όταν σχολάσετε.» Είπε η Τόνια και έφυγε. Είχαν ήδη αργήσει στο μάθημα. Αφού άφησαν την Κάτια στην τάξη της πήγαν στη δική τους.
Μόλις μπήκαν μέσα, η κυρία Λίνα σταμάτησε να παραδίδει το μάθημα. Δεν τους μάλωσε, δεν θύμωσε επειδή άργησαν.
«Ελάτε. Καθίστε.» Είπε μόνο. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα στην Ειρήνη, άλλα με οίκτο και άλλα με συμπόνια. Αγνοώντας τα βλέμματα των συμμαθητών της, με σκυμμένο το κεφάλι, πήγε και κάθισε δίπλα στον Δία.
«Γεια.» Του είπε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Γεια σου Ειρήνη. Μου έλειψες.» είπε εκείνος και της έδωσε ένα ζεστό, παρηγορητικό χαμόγελο.
Στο μεταξύ η κυρία Λίνα είχε συνεχίσει να παραδίδει. Έκαναν ένα ποίημα σχετικά με τη ζωή και το θάνατο.
Ακούγοντας τους στίχους και φέρνοντας στο μυαλό της την απώλεια του Σπύρου και τον τρόπο που την παρηγόρησε ο Δίας μ' εκείνο το απλό, ζεστό χαμόγελο που όμως έλεγε πολλά, η Ειρήνη δεν άντεξε και δεν συγκράτησε τους καινούργιους ποταμούς δακρύων.
«Ειρήνη;» Είπε ανήσυχος ο Δίας. Η δασκάλα είδε κι εκείνη την μαθήτρια της που έκλαιγε και σταμάτησε πάλι.
Όλοι γύρισαν πάλι προς το μέρος της. Ο Δίας έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και της το έδωσε.
«Θες να βγεις λίγο έξω, να πας να πιεις λίγο νερό, να ηρεμήσεις;» Τη ρώτησε η κυρία Λίνα.
«Ναι.» Απάντησε η Ειρήνη σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Κυρία, να πάω μαζί της;»
«Ναι, ναι. Φυσικά, Δία. Έτσι κι αλλιώς θα χτυπήσει κουδούνι σε λίγο. Καθίστε κάτω. Δεν θα προχωρήσουμε άλλο σήμερα.»
Φόρεσαν τις ζακέτες τους και βγήκαν έξω. Κατέβηκαν στο προαύλιο, πέρασαν το μπασκετάκι και βρέθηκαν στις βρύσες. Εκεί η Ειρήνη ήπιε λίγο νερό, έπλυνε το πρόσωπό της και ηρέμησε.
« Έλα να καθίσουμε.» Της είπε ο Δίας και την οδήγησε στις κερκίδες. Κάθισαν χωρίς να μιλάνε για λίγο και τότε η Ειρήνη συνειδητοποίησε πως είχε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Στον Στέφανο δεν κατάφερε να ανοιχτεί τόσες μέρες, γιατί ο Σπύρος ήταν κολλητός του και πονούσε το ίδιο με εκείνη που τον έχασε, αλλά δεν ήθελε να το δείξει για να παρηγορήσει εκείνη αλλά, κυρίως, τον εαυτό του.
«Μακάρι να είχα πεθάνει κι εγώ.» είπε.
« Έλα σώπα. Μη λες τέτοια πράγματα.»
« Ήταν τρομερό, Δία. Νιώθω ένα κενό μέσα μου. Σαν να έχω πεθάνει κι εγώ, αλήθεια σου λέω. Μόνο που εγώ έζησα. Εγώ ήμουν αυτή που έμεινε πίσω, για να νιώσει τον πόνο μαζί με τους άλλους.»
Ακούγοντάς την να μιλάει, ο Δίας παρατήρησε πως η φίλη του ωρίμασε απότομα. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Μιλούσε λες και ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Μετά από λίγο χτύπησε το κουδούνι. Τα παιδιά άρχισαν να βγαίνουν, ανύποπτα για το τι συνέβαινε μέσα της, ανέμελα όπως ήταν και εκείνη μέχρι πριν μερικές ημέρες. Τότε είδαν τον Στέφανο και τη Μελίνα να πλησιάζουν. Τα μάτια του Στέφανου ήταν κόκκινα και η Ειρήνη θυμήθηκε πως βγαίνοντας απ' την τάξη, τον είχε δει πεσμένο πάνω στο θρανίο, δεν κατάλαβε κανείς όμως ότι έκλαιγε. Ή κάποιοι το κατάλαβαν αλλά δε θέλησαν να τον ενοχλήσουν.
«Γεια.» Τους είπε και κάθισε.
«Λυπάμαι πολύ.» Είπε η Μελίνα δακρυσμένη και αφού αγκάλιασε την Ειρήνη, κάθισε κι εκείνη.
Η παρέα δεν μιλούσε. Τώρα πια είχαν μείνει τέσσερις. Ο Σπύρος έλειπε σε όλους. Η ζωντάνια του κι η ενεργητικότητα του... Στο βάθος του προαυλίου, η Ειρήνη διέκρινε την αδελφή της να παίζει με τις φίλες της.
Τι τυχερή που είναι... σκεφτόταν. Είναι πολύ μικρή για να καταλάβει το μέγεθος της απώλειας και να νιώσει τον πόνο... ίσως νομίζει κιόλας ότι ο Σπύρος θα ξαναγυρίσει, ότι θα κατέβει κάποια στιγμή από τον ουρανό σαν τους αγγέλους. Όμως είναι καλύτερα έτσι, να πιστεύει σε κάτι ψεύτικο για να μην πονάει. Δεν έκλαιγε για τον Σπύρο πριν. Έκλαιγε γιατί της φώναξε ο μπαμπάς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top