ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Άσχημο Προαίσθημα

Η Ειρήνη πάντα αισθανόταν πολύ άτυχη. Πάντα ξυπνούσε και ήξερε απ' το πρωί αν η μέρα της θα ήταν άσχημη ή όχι. Και συνήθως, όταν είχε κακό προαίσθημα, πάντα κάτι θα τύχαινε. Αυτό που την ενοχλούσε πιο πολύ ήταν ότι το ένστικτο της την προειδοποιούσε μόνο για τα ατυχή γεγονότα, ποτέ για τα ουδέτερα ή τα καλά.

Έτσι λοιπόν, ένα πρωινό ξύπνησε και αισθανόταν πολύ περίεργα.

«Σήμερα δεν είναι τυχερή μέρα για μένα.» Είπε στον Σπύρο, που είχε σηκωθεί και φορούσε τις παντόφλες του. «Τίποτα καλό δεν θα συμβεί.»

«Ωχ.» Έκανε ο Σπύρος. «Λες να γράψουμε χάλια στο διαγώνισμα των μαθηματικών ;»

« Όχι, δηλαδή... Δεν ξέρω. Μπορεί να γίνει και αυτό. Όμως έχω προαίσθημα για κάτι πολύ χειρότερο. Αλλά μην το πεις στον μπαμπά. Δεν θέλω να ανησυχήσει.»

«Εννοείται. Μην ξεχνάς ότι επιστρέφει η μαμά από την Αίγυπτο το βράδυ.»

Η Σωτηρία είχε πάει μόνη της αυτή τη φορά, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από τους Αμπντουλάχ, για να τους συναντήσει και να δείξει στον Αχμέτ μερικές καινούργιες φωτογραφίες της Ειρήνης.

« Έλα, σήκω τώρα. Πάμε για πρωινό.» Της είπε ο αδελφός της. Έξω, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, αλλά δεν έκανε πολύ κρύο.

Έτσι κι αλλιώς ήταν ακόμα αρχές Οκτώβρη. Έφαγαν όλοι μαζί και μετά τα παιδιά έφυγαν για το σχολείο. Η πρώτη ώρα πέρασε μελαγχολικά, χωρίς όμως να γίνει τίποτα. Τη δεύτερη ώρα έγραψαν μαθηματικά. Στο δεύτερο διάλειμμα, η παρέα πήγε και κάθισε στις κερκίδες του γηπέδου μπάσκετ.

«Λοιπόν, πώς γράψατε ;» Ρώτησε ο Στέφανος.

«Εγώ χάλια. Με δυσκόλεψαν οι διαιρέσεις.» απάντησε ο Σπύρος. «Εσύ;»

«Κι εγώ δεν έγραψα πολύ καλά. Μας έβαλε δύσκολα. Εσύ, Δία; Σίγουρα θα έγραψες τέλεια.»

«Εντάξει, όχι και τέλεια. Καλά θα έλεγα. Εσύ, Μελίνα, πώς έγραψες;»

«Μέτρια.»

Μόνο η Ειρήνη δεν είχε απαντήσει ακόμα και αυτό τους έκανε εντύπωση, γιατί συνήθως έμπαινε μόνη της στην κουβέντα, χωρίς να τη ρωτήσουν.

«Και εσύ καλά θα έγραψες.» Της είπε ο Στέφανος. «Αφού στα έλεγε ο Δίας, σας είδα.»

«Ναι, καλά έγραψα.» Απάντησε, τελείως στον κόσμο της.

«Τότε τι έγινε; Απ' την πρώτη ώρα είσαι κάπως.» Είπε ο Δίας.

«Παιδιά, κάτι κακό θα συμβεί σήμερα. Έχω ένα προαίσθημα.»

«Αφού έγινε ήδη.» Είπε ο Στέφανος. «Το ότι δεν γράψαμε καλά.»

« Όχι, όχι... Θα γίνει κάτι πολύ χειρότερο.»

«Το τέλος του κόσμου.» Αστειεύτηκε ο Στέφανος.

«Δεν κάνω πλάκα, Στέφανε. Κάποιος θα πάθει κάτι.»

« Έλα τώρα. Τίποτα δεν θα γίνει. Να δεις που το βράδυ θα πέσεις για ύπνο και τίποτα δεν θα έχει συμβεί. Είμαι Σαββατογεννημένος, πάντα βγαίνουν αυτά που λέω.» Την καθησύχασε ο Δίας, ή τουλάχιστον προσπάθησε.

«Παιδιά, την  ξέρω καλά την αδελφή μου.» Είπε ο Σπύρος. «Τα προαισθήματα της συνήθως βγαίνουν αληθινά.»

«Τα κακά προαισθήματα.» Τον διόρθωσε η Ειρήνη.

«Θα πάθει κάποιος από εμάς τους πέντε κάτι ;» Ρώτησε ο Στέφανος.

«Δεν μπορώ να ξέρω. Για να δούμε... Εμείς, η παρέα, είμαστε όλοι εδώ, η Μελίνα είναι μαζί όποτε δεν πρόκειται να την πειράξουν... Ω Θεέ μου! Η Κάτια!» Φώναξε και πετάχτηκε όρθια.

Η Κάτια είχε σκαρφαλώσει στη μια απ' τις δυο μπασκέτες και κρεμόταν απ' το στεφάνι. Μπορεί να μην ήταν πολύ ψηλά, αλλά για το ύψος της ήταν πολύ επικίνδυνο να πέσει και να χτυπήσει. Από κάτω, μερικοί συμμαθητές της την ενθάρρυναν να κρατηθεί όσο μπορούσε περισσότερο. Η Ειρήνη έτρεξε αμέσως με τους φίλους της να την ακολουθούν.

«Κάτια! Κατέβα αμέσως από εκεί!» Της φώναξε.

« Όχι ακόμα.» Απάντησε η μικρή. «Κοντεύω να σπάσω το ρεκόρ.»

«Κάτια, κατέβα αμέσως είπα! Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνεις!»

«Δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω!»

«Κάτια, η αδελφή μας έχει κακό προαίσθημα γι' αυτό κατέβα.»

Τα λόγια του Σπύρου την έκαναν να αλλάξει γνώμη για αυτό που έκανε. Κοίταξε κάτω και είπε:

«Δεν μπορώ. Φοβάμαι.»

«Πέσε και θα σε πιάσω.» Είπε ο Στέφανος και πήγε κάτω απ' τη μπασκέτα, κάνοντας αγκαλιά τα χέρια του. Η Κάτια κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Να κατέβει όπως ανέβηκε, σκαρφαλώνοντας, δεν μπορούσε, οπότε... Αφέθηκε να πέσει, κλείνοντας τα μάτια της.

Η Ειρήνη έβγαλε μια κραυγή αγωνίας και... Την ίδια στιγμή η αδελφή της είχε προσγειωθεί στην αγκαλιά του Στέφανου. Τα παιδάκια της Πρώτης άρχισαν να χειροκροτούν.

«Ευχαριστώ, Στέφανε.» Είπε η Κάτια καθώς την άφηνε κάτω. «Είσαι πολύ δυνατός.»

«Παρακαλώ.» Απάντησε και στράφηκε στην Ειρήνη: «Είδες; Αυτό που φοβόσουν να γίνει, έγινε, όμως η αδελφή σου δεν έπαθε τίποτα. Νικήσαμε τη μοίρα!» Φώναξε και η παρέα άρχισε μεταξύ της τους πανηγυρισμούς.

Όμως η Ειρήνη είχε ακόμα εκείνο το προαίσθημα, δεν το ξανάπε όμως σε κανέναν. Αρκετά τους είχε ανησυχήσει νωρίτερα. Σχόλασαν. Πήγαν όλοι μαζί να πάρουν την Κάτια απ' τις τάξεις της Πρώτης.

«Στέφανε, σου έφτιαξα μια ζωγραφιά.» Είπε εκείνη καθώς έβγαινε απ' την τάξη της και του την έδωσε. Ο Στέφανος κοιτούσε τη ζωγραφιά έκπληκτος.

«Για να δω...» Είπε η Ειρήνη και πήγε μαζί με τους άλλους να δουν.

«Απίστευτο...» Έκανε ο Δίας.

Είχε χωρίσει το χαρτί στη μέση. Στην αριστερή μεριά είχε ζωγραφίσει την ίδια να πέφτει από τη μπασκέτα και στη δεξιά τον Στέφανο να την πιάνει. Η σκηνή ήταν τόσο ζωντανή, που έμοιαζε σχεδόν με φωτογραφία του γεγονότος που είχε γίνει.

«Καλέ, εσύ έχεις ταλέντο.» Της είπε ο Στέφανος.

«Ευχαριστώ.»

Άφησαν τον Δία στο πάρκινγκ και οι υπόλοιποι γύρισαν στα σπίτια τους. Ο Αντώνης είχε γυρίσει από τη δουλειά και έβλεπε τηλεόραση.

«Τι ώρα θα γυρίσει η μαμά;» Ρώτησε η Ειρήνη ανήσυχη.

«Κατά τις δέκα το βράδυ είπαμε.» Απάντησε ο Αντώνης. Η Ειρήνη δεν του είπε τίποτα για το προαίσθημα της. Αρκετά ανησύχησε τα παιδιά, δεν ήθελε ν' ανησυχήσει και τον πατέρα της, ειδικά τώρα που η μητέρα τους επρόκειτο να ταξιδέψει με αεροπλάνο. Ο Αντώνης είχε παραγγείλει πίτσες και κάθισαν όλοι μαζί να φάνε, ενώ η Ειρήνη προσπαθούσε να δείχνει όσο ψύχραιμη μπορούσε.

Η μέρα πέρασε κανονικά. Έκαναν τα μαθήματά τους, το απόγευμα έπαιξαν λίγο και το βράδυ έφτασε. Η Σωτηρία βρισκόταν ήδη στο ταξίδι της επιστροφής. Έπεσαν για ύπνο.

«Ο Δίας είχε δίκιο.» Είπε ο Σπύρος. «Είδες που όντως πέσαμε για ύπνο και δεν έγινε τίποτα;»

«Ναι, δίκιο είχε.» Συμφώνησε η Ειρήνη. «Μπορεί να ήταν η ιδέα μου. Όμως η νύχτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.» Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Εννιά η ώρα.

«Καληνύχτα.» Είπε στον αδελφό της και κοιμήθηκαν.

Θα πρέπει να κοιμόταν σχεδόν δύο ώρες, όταν την ξύπνησε ο Σπύρος. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και ανέπνεε με δυσκολία, όπως και η ίδια. Στο δωμάτιο επικρατούσε μια αποπνικτική ζέστη και κάτω απ' την πόρτα έμπαιναν καπνοί.

«Τι συμβαίνει;!» Φώναξε και πετάχτηκε όρθια.

«Πιάσαμε φωτιά.» Απάντησε ο Σπύρος. « Έλα, πρέπει να βγούμε από δω.» Και πήγε ν' ανοίξει το παράθυρο, όμως δεν γινόταν τίποτα. «Κόλλησε απ' τη ζέστη.» Της είπε. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Πρέπει να βγούμε απ' το σαλόνι.»

Πήγε και άνοιξε την πόρτα. Φλόγες και καπνοί ξεπετάχτηκαν και κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν έντρομα.

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή.» Είπε ο Σπύρος.

«Τρελάθηκες;!» Φώναξε η Ειρήνη. «Μέσα απ' τη φωτιά ;! Θα καούμε ζωντανοί!»

«Καλύτερα να καώ προσπαθώντας να βγω, παρά να πεθάνω από ασφυξία κλεισμένος εδώ μέσα!»

Απ' την άλλη μεριά του σπιτιού άκουσαν τον πατέρα τους να φωνάζει:

«Σπύρο! Ειρήνη! Είστε καλά;!»

«Ναι, αλλά έχουμε παγιδευτεί!» Απάντησε ο Σπύρος.

«Κι εγώ! Δεν μπορώ ούτε να φτάσω το τηλέφωνο για να καλέσω την πυροσβεστική!»

«Η Κάτια;!» Ρώτησε η Ειρήνη.

«Εδώ είναι, μαζί μου!»

«Μπαμπά, φοβάμαι!» Άκουσαν την αδελφή τους να λέει κλαίγοντας.

Εκείνη την ώρα ακούστηκε η σειρήνα της πυροσβεστικής.

«Δόξα το Θεό! Κάποιος γείτονας κάλεσε την πυροσβεστική! Υπομονή, παιδιά!» Φώναξε ο Αντώνης. Πάνω απ' τα κεφάλια τους, ένα ξύλο του ταβανιού κάηκε και έπεσε. Τα παιδιά πρόλαβαν και το απέφυγαν, όμως η ατμόσφαιρα είχε γίνει τρομερά αποπνικτική.

Άρχισαν να βήχουν.

«Δεν θα προλάβουν να μας βγάλουν.» Είπε ο Σπύρος. «Πρέπει να περάσω, να πάω να τους πω πού είσαι εσύ και ο μπαμπάς με την Κάτια για να σας σώσουν.»

«Σπύρο, όχι!» Φώναξε η Ειρήνη, ενώ ο κόσμος γύρω της σκοτείνιασε. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν τον αδελφό της να πηδάει πάνω από το ξύλο και να χάνεται μέσα στις φλόγες. Και τότε έπεσε και δεν ένιωθε τίποτα πια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top