ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56: Ευτυχία
2019
Όντως δεν βιάστηκαν να παντρευτούν. Πρώτα το ανακοίνωσαν στα παιδιά τους, τα οποία πέταξαν από χαρά. Μετά στον πατέρα και την αδελφή της Ειρήνης, οι οποίοι έμειναν έκπληκτοι αλλά με την καλή έννοια! Το ίδιο και οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι τους: ο Μπίλι, ο Στέφανος με τη Μελίνα, η Νίνα και ο Δημήτρης οι οποίοι εδώ και τρία χρόνια ήταν ζευγάρι... Όλοι χάρηκαν πάρα πολύ για αυτούς. Και ώσπου να γίνουν οι αρραβώνες και όλα αυτά, πέρασαν οι μήνες και μπήκε ο Ιούνιος του 2019.
Παντρεύτηκαν στη γραφική εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου στην Καμάριζα. Εκεί είχε παντρευτεί και παλιότερα η μητέρα του Δία με τον Αλεξόπουλο, όμως αυτό δεν τους ένοιαζε. Ο γάμος ήταν ωραιότερος απ' ότι τον είχαν φανταστεί. Η Ειρήνη έλαμπε ολόκληρη, σε αντίθεση με τον πρώτο γάμο της πριν πολλά χρόνια. Επέλεξε ένα κατάλευκο νυφικό με φαρδιά φούστα, ροζ κορδέλες και δύο μέτρα ουρά, την οποία κρατούσαν η Σώτη, ο Μίλτος και άλλα δύο παρανυφάκια. Κουμπάροι ήταν φυσικά η Νίνα με τον Δημήτρη.
Η ανιψιά τους η Άννα, δεκαπέντε χρονών, με μια άλλη κοπέλα μοίρασαν τις μπομπονιέρες και το ρύζι στον κόσμο που έβγαινε απ' την εκκλησία, και μόλις βγήκε το ζευγάρι τους έλουσαν κυριολεκτικά με αυτό και εκείνοι το διασκέδασαν γελώντας. Για μια στιγμή μόνο, η Ειρήνη θυμήθηκε πόσο πιο δυστυχισμένη ήταν στον πρώτο γάμο της και ο Δίας έκανε και αυτός την ίδια σκέψη.
Γιατί δεν αρνήθηκε; Γιατί δεν είπε όχι; σκεφτόταν τότε.
Τώρα όμως τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία. Τους φαινόταν πως ανήκαν σε άλλη ζωή. Τώρα το μόνο που σκέφτονταν ήταν πόσο ευτυχισμένοι ήταν και έκαναν όνειρα για το μέλλον. Ο Αντώνης είχε συγκινηθεί πάρα πολύ βλέποντας πως η κόρη του είχε βρει την πραγματική ευτυχία και ήξερε πως και η Σωτηρία το ίδιο θα ένιωθε αν έβλεπε από κάπου. Όπως και ο Σπύρος. Η Κάτια έκανε τις ίδιες σκέψεις και με το ζόρι κρατιόταν να μη δακρύσει.
Στην αίθουσα εκδηλώσεων μετά το γάμο, όλα ήταν πολύ εντυπωσιακά. Τα "Ανοιχτά Βιβλία" άνοιξαν το πρόγραμμα και μ' ένα δυναμικό τραγούδι τους ο Δίας και η Ειρήνη έκαναν την είσοδο τους ενώ σπίθες πετάγονταν δεξιά και αριστερά. Τα πρόσωπα τους έλαμπαν από ευτυχία καθώς τάιζαν ο ένας στον άλλον τη γαμήλια τούρτα και έπιναν σταυρωτά κρασί. Ο χορός των νεόνυμφων ήταν το ίδιο ρομαντικός και άφησε εποχή. Χόρεψαν στους ρυθμούς μιας ροκ μπαλάντας των Ανοιχτών Βιβλίων, ένα τραγούδι που ο ίδιος ο Δίας είχε γράψει ειδικά για την ημέρα. Η Ειρήνη δεν το είχε ξανακούσει. Της το κρατούσε για έκπληξη. Τα λόγια έλεγαν πόσο πολύ την αγαπούσε και ότι θα έκανε τα πάντα για εκείνη... Στην αρχή ο ρυθμός ήταν αργός και στριφογυρνούσαν σιγά- σιγά ενώ κοιτάζονταν στα μάτια, ενώ στο τέλος το κομμάτι ξεσπούσε σε ένα παθιασμένο δυναμικό σόλο του κιθαρίστα. Ο Δίας έπιασε την Ειρήνη απ΄ τη μέση, τη σήκωσε στον αέρα και έκαναν γρήγορα έτσι μερικές στροφές γελώντας. Έπειτα την άφησε απαλά κάτω και τη φίλησε, ενώ όλοι χειροκρότησαν συγκινημένοι καθώς το κομμάτι έφτανε στο τέλος του. Στη συνέχεια, ο νεαρός τραγουδιστής, ο Χάρης, έβγαλε λόγο λέγοντας πόσο πολύ τους είχε βοηθήσει ο μάνατζερ τους, πόσα είχε κάνει για αυτούς και τον ευχαρίστησε εκ μέρους και των πέντε μελών του συγκροτήματος. Τέλος, ευχήθηκε στο ζευγάρι να ζήσουν για πάντα μαζί και να κάνουν ο ένας τον άλλον κάθε μέρα ευτυχισμένο.
Όταν επέστρεψαν στο νυφικό τραπέζι, ο Αντώνης έκλαιγε και η Ειρήνη τον αγκάλιασε για να τον παρηγορήσει.
"Μην κλαις, μπαμπάκα. Μην κλαις. Πέρασαν όλα, τέλειωσαν. Έχω συγχωρέσει εσένα και τη μαμά." είπε κι έπειτα του έδωσε ένα χαρτομάντιλο.
"Σε καταδικάσαμε τόσα χρόνια, Ειρήνη. Ειδικά εγώ δεν αξίζω τη συγχώρεση σου." είπε ο Αντώνης σκουπίζοντας τα μάτια του.
"Την αξίζεις." του απάντησε. "Άλλωστε, ίσως έπρεπε να περάσω και από αυτά τα στάδια για να ωριμάσω και να καταλάβω τι σημαίνει ευτυχία."
"Από εδώ και μπρος θέλω να σε βλέπω να γελάς, κοριτσάκι μου. Είμαι σίγουρος ότι και η μαμά, και ο Σπύρος αυτό θα θέλουν." Πλησίασε και ο Δίας και έκανε κι εκείνος μια αγκαλιά τον Αντώνη.
"Δεν έχω μίσος τώρα πια για εσάς." του είπε μόνο, γιατί κατάλαβε τι είδους συζήτηση είχε με την Ειρήνη.
"Σε ευχαριστώ, αγόρι μου. Θέλω να την κάνεις ευτυχισμένη."
"Εννοείται αυτό."
Ύστερα άρχισαν οι χοροί, από νησιώτικα μέχρι χασαποσέρβικα. Ο Δίας χόρεψε λίγο με την Ειρήνη, την Κάτια και πολλούς άλλους συγγενείς, σύντομα όμως έφυγε απ' την πίστα και πλησίασε τον Μπίλι. Είχε ζητήσει να του μιλήσει και τώρα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία που όλοι ήταν απασχολημένοι με τον χορό. Ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους, και απ' τη στιγμή που έμαθε πως ήταν αδελφός του δεν άλλαξαν και πολλά. Σήμερα όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, υπήρξαν κάποιες στιγμές που αναρωτιόταν αν έπρεπε να του είχε πει την αλήθεια. Ο Μπίλι του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει και βγήκαν απ' την αίθουσα.
"Σε ακούω." του είπε ο Δίας.
"Για πόσο ακόμα θα προσποιείσαι, Δία; Πότε σκόπευες να μου το πεις;" Ο Δίας τα έχασε. Ώστε ήξερε;
"Είμαστε αδέλφια." συνέχισε ο Μπίλι. "Το ήξερες εδώ και χρόνια και το έκρυβες."
"Πώς το έμαθες;"
"Μου το είπε η Ειρήνη στο νοσοκομείο, σε εμένα και στην Κάτια, τότε που της αποκάλυψες ποιος έκανε την επίθεση στη βίλα και της είπες όλη την αλήθεια. Αλλά αποφασίσαμε να μην σου πούμε τίποτα. Και ο...πατέρας μας μου είπε πως ήρθε και σε βρήκε στην Ιταλία πριν από ένα χρόνο περίπου, αλλά εσύ μόνο με τις κλοτσιές δεν τον έδιωξες."
"Αυτό είναι αλήθεια." παραδέχτηκε ο Δίας. "Δεν θέλω καμία σχέση μαζί του και δεν πρόκειται να τον συγχωρέσω ποτέ. Εσύ όμως δεν φταις σε τίποτα. Μπορώ να σε θεωρώ αδελφό μου. Αυτόν όμως πατέρα μου, ποτέ."
Ο Μπίλι έμεινε για λίγο σιωπηλός, έπειτα συνέχισε:
"Τότε με παρακάλεσε να προσπαθήσω εγώ να σε πείσω να τον συγχωρέσεις. Αλλά δεν συμφώνησα. Ήταν επιλογή σου, είπα."
"Ναι, καλά του είπες. Και απορώ πως δεν τσακώθηκες μαζί του, όχι μόνο για όλα αυτά που έμαθες, αλλά και επειδή σου έκρυψε τον αδελφό σου τόσα χρόνια."
"Έχεις δίκιο." είπε ο Μπίλι. "Όμως εγώ άκουσα τη συνέχεια, ενώ εσύ δεν τον άφησες να σου εξηγήσει."
"Τι να μου εξηγήσει, ρε;! Παράτησε τη μάνα μου με ένα μωρό στην κοιλιά και ούτε καν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μένα, αυτή είναι η αλήθεια!"
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε στον προθάλαμο της αίθουσας η Ειρήνη. Τώρα που τους έβλεπε μαζί, δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει τις ομοιότητες, τα μαύρα λαμπερά μαλλιά, τα εκφραστικά μάτια, γαλανά του ενός, γκρίζα του άλλου... Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν αδέλφια. Δύο αδέλφια που είχαν παντρευτεί με δύο αδελφές. Βέβαια κανείς δεν το ήξερε, το είχαν κρατήσει κρυφό τόσα χρόνια. Διέκρινε την ένταση στο βλέμμα τους όταν γύρισαν και την κοίταξαν.
"Τι λέτε εδώ; Δεν θέλω τσακωμούς στο γάμο μας, Δία. Γι' αυτό προσπαθήστε να ηρεμήσετε." Η Κάτια την είχε ακολουθήσει και μπήκε κι εκείνη.
"Τι γίνεται εδώ;" ρώτησε αλλά δεν πήρε απάντηση από κανέναν.
"Δεν τσακωνόμαστε, Ειρήνη. Απλά προσπαθώ να εξηγήσω κάτι στον Δία και δεν με αφήνει!" φώναξε ο Μπίλι.
"Μη φωνάζεις." του είπε, όμως ο γαμπρός της συνέχισε αγνοώντας την:
"Δία, πρέπει να πάψεις να προσποιείσαι κάτι που δεν είσαι! Δεν είσαι ο Λιόπουλος, είσαι ένας Μπιλμπάο!" Η Κάτια είχε ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα και πλησίασαν και κάποιοι άλλοι που παρατήρησαν την ένταση ανάμεσα στους δύο άντρες.
"Γιατί είπες και σε αυτόν την αλήθεια, Ειρήνη;" τη ρώτησε ο Δίας.
"Καλά έκανε." είπε ο Μπίλι. "Αν δεν το μάθαινα από εκείνη, θα μου το έλεγε ο πατέρας μας αργά ή γρήγορα. Συγνώμη, Ειρήνη. Δεν ήθελα να σας προκαλέσω αναστάτωση σε μια τέτοια ημέρα. Όμως ήταν η ευκαιρία μας να μιλήσουμε. Ο πατέρας μας είναι ένα ράκος." Οι καλεσμένοι που δεν είχαν ιδέα για αυτά άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους:
"Τι εννοεί;"
"Είναι αδέλφια;"
"Ναι!" απάντησε δυνατά ο Μπίλι διακόπτοντας τους ψιθύρους. "Το λέω εδώ ενώπιον όλων. Ο πατέρας μας είχε κάνει ένα λάθος όταν ήταν νέος και φοβήθηκε ότι θα κατέστρεφε το γάμο του. Μέχρι και η ίδια η μητέρα μου το έμαθε πριν από λίγο καιρό, θύμωσε στην αρχή και παραλίγο να χωρίσουν, όμως τελικά δεν άφησαν ένα λάθος του παρελθόντος να καταστρέψει όλα αυτά τα χρόνια που έζησαν μαζί. Εσύ γιατί δεν κάθεσαι να ακούσεις, Δία;"
"Δεν θέλω!" φώναξε εκείνος.
Η Ειρήνη πήγε δίπλα του και εκείνος την αγκάλιασε. Τώρα καταλάβαινε τι ήθελε να του πει με τη φράση φοβάμαι μήπως το παρελθόν συνεχίσει να μας κυνηγάει. Να που τελικά βγήκε σωστή. Έπρεπε όμως να τελειώνουν μια και καλή με αυτό.
"Άφησε τον να σου εξηγήσει, αγάπη μου." του είπε.
"Τι ήταν αυτό που ήθελες να μου πεις για τον...πατέρα μας, Μπίλι;" ρώτησε, τονίζοντας ειρωνικά τη λέξη πατέρας μας.
"Λίγο μετά τη γέννηση σου, ο πατέρας μας μετάνιωσε που εγκατέλειψε έτσι τη μητέρα σου και αποφάσισε να της στείλει κρυφά κάποια χρήματα. Έμενε ακόμα με τους γονείς της τότε και το γράμμα με την επιταγή έπεσε στα χέρια του πατέρα της, του παππού σου. Εκείνος τα επέστρεψε πίσω, λέγοντας του να μην ξαναενοχλήσει την κόρη του και πως δεν είχε ανάγκη τα χρήματα του. Είχαν αρκετή οικονομική άνεση και θα τη βοηθούσαν εκείνοι. Η μητέρα σου δεν το έμαθε ποτέ αυτό. Θα συνέχιζε να τη βοηθάει, αν δεν τον είχε ταπεινώσει έτσι ο παππούς σου."
Ο Δίας επεξεργάστηκε λίγο όσα του είπε κι έπειτα απάντησε:
"Δεν είχε ανάγκη τα χρήματα η μάνα μου. Λίγη στοργή ήθελε μόνο. Κι εγώ ήθελα έναν πατέρα. Τώρα είναι πια πολύ αργά." Και απομακρύνθηκε βιαστικά κάνοντας χώρο ανάμεσα απ' τον κόσμο. Η Ειρήνη τον ακολούθησε.
"Δία!" άκουσαν τον Μπίλι πίσω τους. Ο Δίας στράφηκε σε αυτόν.
"Ο πατέρας μας είναι χάλια ψυχολογικά. Το μόνο που θέλει είναι να τον συγχωρέσεις και να γνωρίσει τον εγγονό του."
"Αυτό δεν πρόκειται να γίνει." συνέχισε ανένδοτος ο Δίας. "Δεν μπορώ να τον συγχωρέσω. Δεν μπορώ να ξεχάσω έτσι απλά πώς καταστράφηκε η μάνα μου επειδή δεν είχε κανέναν να τη στηρίξει, και στο τέλος έμπλεξε με έναν μαλάκα απλά και μόνο για να αναπληρώσει το κενό που ένιωθε."
"Ήταν δικές της επιλογές αυτές, όμως." είπε ο Μπίλι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, ο Δίας του είπε:
"Μπορούμε να μην ξαναμιλήσουμε για αυτό το θέμα απόψε; Είναι ο γάμος μου και θέλω απλά να περάσουμε καλά. Ή το κάνεις επίτηδες επειδή είχα καταστρέψει και το δικό σας γάμο τότε με τον καυγά μου με τον Αχμέτ;"
"Τι είναι αυτά που λες;! Που τα θυμήθηκες αυτά τώρα;" Δεν του απάντησε. Πήρε την Ειρήνη και την οδήγησε στην πίστα να συνεχίσουν τους χορούς.
Όταν ο γάμος τελείωσε, ο Δίας και η Ειρήνη είχαν ξεχάσει το περιστατικό αυτό. Πήγαν στο σπίτι όπου έμενε παλιά η Ειρήνη με τον Αχμέτ στο Σούνιο. Ο Αχμέτ το άφησε αποκλειστικά σε αυτήν, ενώ ο ίδιος πήρε το ρετιρέ στην Αθήνα.
Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν μόνοι τους. Η Σώτη και ο Μίλτος πήγαν να φιλοξενηθούν στο σπίτι της Κάτιας. Νύσταξαν πάρα πολύ από ένα σημείο κι έπειτα και τους πήραν σχεδόν κοιμισμένους στο αυτοκίνητο του Μπίλι.
Ο Δίας έδιωξε κάθε σκέψη απ' το μυαλό του και τη φίλησε καθώς πάλευε να ξεκουμπώσει συγχρόνως το νυφικό της.
"Να πάρει." είπε κάποια στιγμή. "Είναι το πιο δύσκολο ρούχο που έχω ξεκουμπώσει ποτέ μου." Η Ειρήνη γέλασε.
"Και έχεις ξεκουμπώσει πάρα πολλά, ε;"
"Σαν τα δικά σου όμως κανένα. Γύρνα." της είπε. Η Ειρήνη έστρεψε την πλάτη της προς αυτόν και ο Δίας βλέποντας πλέον τα περίεργα κουμπιά τα ξεκούμπωσε αργά ένα ένα, αγγίζοντας με τα χείλη του το δέρμα της και κατεβαίνοντας προς τα κάτω. Έπειτα άφησε το νυφικό να πέσει σχηματίζοντας μια λευκή λίμνη γύρω από τα πόδια της. Γύρισε πάλι και τον κοίταξε στα μάτια.
"Με θέλεις;" τον ρώτησε, πλησιάζοντας το πρόσωπο της στο δικό του.
"Σε θέλω. Τώρα και για πάντα." της απάντησε.
Αυτή η νύχτα, η πρώτη νύχτα του γάμου τους, ήταν μια από τις ωραιότερες της ζωής τους. Σήμαινε όχι μόνο την αιώνια ένωση τους, αλλά επίσης το κλείσιμο του παρελθόντος και την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top