ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37: Άδεια

Οι μέρες στην Αίγυπτο κυλούσαν ήρεμα και νωχελικά. Όλα τα γεγονότα φαίνονταν τόσο ίδια μεταξύ τους, που η Ειρήνη έχασε το μέτρημα των ημερών. Απίστευτα ήρεμη, σαν μαγεμένη ή υπνωτισμένη, έκανε ό,τι της έλεγαν και δεν αντιδρούσε. Ντυνόταν με άνετα ρούχα, κυρίως φαρδιές πουκαμίσες, μακριές φούστες και καφτάνια. Ο Αχμέτ και ο πατέρας του έλειπαν σχεδόν κάθε μέρα στο Κάιρο, στα γραφεία διοίκησης των επιχειρήσεων και στα εργοστάσια. Είχαν πολλές δουλειές.

Η Ειρήνη και η Ελένη ασχολούνταν με την επίβλεψη του νοικοκυριού και κάποιων χωραφιών που είχαν έξω από το Αλ Ζαχάρα. Εκεί ο ήλιος έκαιγε πολύ και όλες οι γυναίκες κάλυπταν με καπέλα και βρεγμένα μαντίλια τα κεφάλια τους για να προστατευθούν από τις βλαβερές του αχτίνες. Η Ειρήνη βοηθούσε πάρα πολύ και ας υπέφερε απ' τη ζέστη. Οι κάτοικοι του χωριού την έμαθαν και τη χαιρετούσαν όπου κι αν πήγαινε, γνωρίζοντας πλέον ποια ήταν. Όταν δεν υπήρχε πολλή δουλειά, ο Αχμέτ έπαιρνε ρεπό για να περάσει χρόνο μαζί της. Έκαναν βόλτες στην αγορά του χωριού, όταν είχε καύσωνα δροσίζονταν στο ποτάμι ή σε κάποια λίμνη και όλες τους οι νύχτες ήταν το ίδιο αισθησιακές.

Σχεδόν δεν το πίστεψε όταν της είπε ο Αχμέτ ότι είχε φτάσει ο Σεπτέμβριος και έπρεπε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ώστε το παραμύθι στο οποίο ζούσε είχε τέλος; Ένιωθε σαν να είχαν περάσει χρόνια, ενώ ήταν μόνο δύο μήνες και κάτι μέρες. Την ημέρα της αναχώρησης φόρεσε και πάλι τα κανονικά της ρούχα, τα οποία της φαίνονταν απίστευτα στενά. Στο δρόμο για το Κάιρο δεν μίλησε καθόλου. Προσπαθούσε να συνέλθει από τη μαγεία που είχε ζήσει σε αυτό το αιγυπτιακό χωριό.

Ήταν στο αεροπλάνο για την πατρίδα, όταν ξαφνικά άρχισε να αναρωτιέται: ήταν άραγε ένα καλό όνειρο αυτό που είχε ζήσει, ή μήπως εφιάλτης; Πώς μπορούσε να εξηγήσει την αφύσικη ηρεμία που ένιωθε εκεί και την πρωτόγνωρη έλξη για τον Αχμέτ, για τον άντρα που μόνο απέχθεια αισθανόταν όποτε την άγγιζε; Υπήρχαν δύο εκδοχές: ή το τοπίο από μόνο του είχε κάποιο είδος μαγείας, ή ο Αχμέτ την πήγε επίτηδες εκεί για να την υπνωτίσει και να ξεχάσει τον Δία.

Ναι, ίσως η μάνα του της έκανε μάγια, ή της έριχναν τίποτα στο φαγητό της. Δεν ήθελε να ξέρει. Ένιωσε ναυτία.

"Είσαι καλά, γυναίκα μου;" τη ρώτησε ο Αχμέτ, βλέποντας πως είχε ασπρίσει.

"Όχι. Νομίζω πως θέλω να κάνω εμετό." του είπε. Εκείνος της έδωσε ένα σακουλάκι.

"Μα...έχουμε ήρεμο ταξίδι και όταν ερχόμασταν, δεν σε πείραξε το αεροπλάνο. Εκτός και αν είναι κάτι άλλο."

"Λες...;" είπε, φέρνοντας στο μυαλό της την προοπτική ενός παιδιού.

Θα μπορούσε όντως να ήταν έγκυος, αν λάβαινε υπόψιν της και την καθυστέρηση που είχε... Άραγε όμως, τελικά αυτό θα την έσωζε ή θα έμπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα; Ήθελε να γίνει μητέρα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, όμως ήταν στ' αλήθεια έτοιμη; Τώρα συνειδητοποιούσε πόσο δύσκολα θα ήταν τα πράγματα αν έκανε παιδί μαζί του, ειδικά αν δεν ξεκαθάριζε πρώτα τι ακριβώς αισθανόταν.

Όταν γύρισαν στην Ελλάδα, όλα της φαίνονταν τόσο αλλιώτικα... Σαν να επέστρεψε σε μια πραγματικότητα από την οποία είχε φύγει χρόνια πριν. Της έλειπαν όλοι και όλα. Η οικογένεια της, οι φίλοι της, το Λαύριο, το σπίτι της... Όλα αυτά θα αργούσε πολύ να τα ξαναδεί. Γιατί πήγαν κατευθείαν στο σπίτι τους στην Αθήνα, σε ένα μεγάλο ρετιρέ κοντά στα γραφεία της εταιρείας. Η θέα ήταν απίστευτη. Φαινόταν όλη σχεδόν η Αθήνα, η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός. 

Σε λίγες μέρες και ενώ είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται στο νέο τους σπίτι και στην καινούργια τους ζωή, η Ειρήνη έπιασε δουλειά στα γραφεία της εταιρείας σε μια αξιότιμη θέση. Είχε δικό της γραφείο, άνετο και μεγάλο και πολλά άτομα πρόθυμα να τη βοηθήσουν να μάθει τη δουλειά καλύτερα. Άλλαξαν τα πάντα από τότε, μέχρι και ο τρόπος ζωής τους. Πήγαιναν σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις παντού. Ήταν αξιοσέβαστοι και το όνομα Αμπντουλάχ είχε γίνει αρκετά γνωστό.

Η Ειρήνη είχε μεταμορφωθεί σε κομψή σικάτη κυρία. Αγόραζε συνεχώς ακριβά ρούχα και κοσμήματα που ποτέ πριν δεν θα τολμούσε να φορέσει, βαφόταν με επώνυμα καλλυντικά και έκανε σπατάλες σε κομμωτήρια, σαλόνια ομορφιάς και σπα. Σε λίγους μήνες, είχε σχεδόν ξεχάσει ποια είναι. Αυτό ήθελε να πετύχει απ' την αρχή. Να χάσει τον εαυτό της, την απλή Ειρήνη Φωτίου και το παρελθόν της, μαζί και τον Δία, να ζήσει την απατηλή ευτυχία που προσφέρουν τα πλούτη και οι φίλοι εκείνοι που είναι γεμάτοι ομορφιά και λεφτά, αλλά άδειοι σε μυαλό και ψυχή.

Μόνο αν γινόταν σαν αυτούς θα ήταν ευτυχισμένη πλέον. Ήταν μόλις είκοσι χρονών κι όμως ένιωθε πάνω από τριάντα. Μόνο όταν πήγαιναν επισκέψεις στο Λαύριο ξανάνιωνε, μόνο τότε χαιρόταν που έβλεπε τους παλιούς κι αληθινούς της φίλους. Όμως θυμόταν και όσα είχε ζήσει εκεί, νοσταλγούσε το παρελθόν πριν το γάμο της και η θλίψη ζωγραφιζόταν στα μάτια της. Τότε θυμόταν τον Δία. Γιατί δεν της έγραφε άραγε, όπως της είχε υποσχεθεί; Γιατί τόσον καιρό που έλειπε δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της;

Κάθε φορά που πήγαιναν στο σπίτι τους στο Σούνιο, ρωτούσε την Ευγενία αν είχε έρθει κάποιο γράμμα ή τηλεφώνημα από Αμερική, όμως εκείνη αρνιόταν. Σίγουρα ο Δίας την είχε ξεχάσει. Σίγουρα θα είχε γνωρίσει τόσες πολλές κοπέλες, ώσπου σιγά- σιγά την ξεπέρασε, και ας της είχε πει το αντίθετο εκείνη τη νύχτα στην παραλία. Άλλωστε τώρα ήταν ένας ροκ σταρ, είχε πολύ σημαντικότερα πράγματα να κάνει. Ήταν σίγουρη πως η ζωή του ήταν γεμάτη με ξέφρενα πάρτι και γυναίκες. Ήλπιζε μόνο να μην είχε κυλήσει και στα ναρκωτικά. Κατά καιρούς διάβαζε σε περιοδικά για διάφορες κατακτήσεις του. Όλες τους πανέμορφες, έστω και με πλαστική ομορφιά, όλες μοντέλα, τραγουδίστριες ή ηθοποιοί. 

Όμως τώρα η Ειρήνη είχε αδειάσει από συναισθήματα. Τώρα πια ήταν δυνατή και σκληρή. Δεν υπέφερε όπως παλιά. Και αυτό την είχε βοηθήσει να μην κλάψει ή πέσει σε κατάθλιψη τόσον καιρό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top