ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36: Αλ Ζαχάρα

Η ημέρα της αναχώρησης τους για Αίγυπτο είχε φτάσει και η Ειρήνη δεν ήταν καθόλου χαρούμενη. Η προηγούμενη, επεισοδιακή νύχτα δεν της έκανε καθόλου καλό. Πρώτα είδε τον Στέφανο να φιλιέται με την Κάτια, προσπαθώντας για ακόμα μια φορά να την εκμεταλλευτεί και αθετώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στην ίδια, και μάλιστα να το κάνει αυτό μέσα στο ίδιο της το σπίτι! Και το κυριότερο, η μικρή της αδελφή τώρα τη μισούσε. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν καταδικασμένη να περάσει τους υπόλοιπους δύο μήνες του καλοκαιριού στην Αίγυπτο με εκείνους τους ανθρώπους και ειδικά με τον Μοχάμεντ τον οποίο φοβόταν τόσο πολύ για κάποιο λόγο. 

Ο Αχμέτ ήταν ακόμα ψυχρός μαζί της. Κοιμήθηκαν βέβαια μαζί το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν επιχείρησε καν να την αγγίξει. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο, όταν μπήκαν στο αεροπλάνο και όταν στη συνέχεια απογειώθηκαν, αντάλλαξαν ελάχιστες κουβέντες μεταξύ τους. Κάποια στιγμή εκείνος την πληροφόρησε για το Αλ Ζαχάρα, το χωριό στο οποίο είχε μεγαλώσει, το οποίο βρισκόταν λίγες ώρες μακριά από το Κάιρο:

"Είναι σχεδόν δύο ώρες ταξίδι με το αμάξι που θα νοικιάσουμε. Κοίτα να φέρεσαι κόσμια, γιατί όπως ήδη σου έχω πει ο πατέρας μου θεωρείται ο άρχοντας του Αλ Ζαχάρα ως ο πιο πλούσιος που είναι. Και θα πρέπει να ντύνεσαι σεμνά. Η μητέρα μου αγόρασε μερικά κατάλληλα ρούχα στο νούμερο σου."

"Δηλαδή άδικα πήρα τόσα τζιν και σορτς μαζί μου." παραπονέθηκε η Ειρήνη.

"Αυτά μπορείς να τα φοράς μέσα στο σπίτι, αλλά και πάλι σεμνά. Μην εμφανιστείς με κανένα κοντό σορτσάκι μπροστά στον πατέρα μου...και πάντα σουτιέν μέσα από τις μπλούζες. Ειδικά έξω όμως, όλες οι γυναίκες του χωριού ντύνονται έτσι όπως θα σου δείξει η μητέρα μου να ντύνεσαι και πρέπει να τις κάνεις να σε σέβονται."

"Ωχ, Θεέ μου..." έκανε η Ειρήνη, φράση η οποία έμεινε ασχολίαστη από τον Αχμέτ.

Σε λίγη ώρα το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Καΐρου και αποβιβάστηκαν. Έκανε τρομερή ζέστη. Αφού πήραν τις βαλίτσες τους, ήπιαν ένα καφέ σε μια καντίνα για να ξεκουραστούν και μετά πήγαν να νοικιάσουν αυτοκίνητο. Ο Αχμέτ συνεννοήθηκε στα αραβικά με τον υπάλληλο και διάλεξε ένα άσπρο σαραβαλάκι. Ξεκίνησαν το μικρό ταξίδι τους. Πέρασαν στην αρχή πολυσύχναστους δρόμους και στη συνέχεια τα σπίτια άρχισαν να αραιώνουν.

Μετά τη θέση τους πήραν απέραντα χωράφια με φοίνικες και άλλα εξωτικά φυτά.

"Αυτοί είναι φοίνικες! Όχι σαν του Λαυρίου." σχολίασε ο Αχμέτ.

"Πόση ώρα έχουμε ακόμα;" ρώτησε η Ειρήνη, που ο καυτός αέρας που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα της έκοβε την αναπνοή.

"Άλλη μια ώρα περίπου. Είμαστε στα μισά. Τώρα θα βγούμε από τα δάση, θα διασχίσουμε τμήμα της ερήμου και αφού κάνουμε τον κύκλο ενός βουνού θα φτάσουμε."

Σε λίγο βγήκαν όντως στην άμμο, όπου δεν φαινόταν τίποτα άλλο τριγύρω εκτός από κίτρινη άμμο και ένα ξερό βουνό μπροστά τους.

"Πίσω απ' το βουνό είναι το Αλ Ζαχάρα. Αν κάποιος ταξιδιώτης έρχεται από την άλλη μεριά, φαίνεται σαν όαση μέσα στην έρημο." της εξήγησε ο Αχμέτ, που το κλίμα της πατρίδας του τον έκανε ολοένα και πιο ήρεμο. Άραγε αυτό θα βοηθούσε να τη συγχωρέσει;

Η ζέστη όσο πήγαινε και χειροτέρευε και το αυτοκίνητο δεν είχε κλιματισμό. Τον Αχμέτ δεν φαινόταν να τον ενοχλεί, όντας μαθημένος σε τέτοιο κλίμα. Η Ειρήνη, απ' την άλλη, έκανε συνεχώς προσπάθειες να αναπνεύσει κανονικά από τον καυτό αέρα της ερήμου. Ο Αχμέτ είχε βάλει στο ραδιόφωνο έναν Αιγυπτιακό σταθμό με αραβικά τραγούδια και τραγουδούσε ανέμελος. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο κεφάτο.

Έφτασαν στο βουνό και μετά από μερικές στροφές, φάνηκε από ψηλά το χωριό- όαση Αλ Ζαχάρα. Έμοιαζε με μικρό παράδεισο μέσα στην κόλαση. Στη μέση, ένα ποτάμι το χώριζε στα δύο. Από τη μια μεριά ήταν χτισμένα διάσπαρτα μικρά σπιτάκια, μια κατασκήνωση και μια αγορά.

Η άλλη όχθη του ποταμιού φαινόταν πολύ πιο πλούσια, με σπίτια μεγάλα σαν ανάκτορα και μικρά δάση με φοίνικες. Παντού υπήρχαν επίσης πολλές λιμνούλες και στο βάθος μπορούσε να διακρίνει δυο πυραμίδες και μια σφήκα. Η μία πυραμίδα, πιο μεγάλη από την άλλη, έμοιαζε να αγγίζει τον ουρανό.

"Αληθινός παράδεισος, ε;" της είπε ο Αχμέτ, σαν να διάβασε τις σκέψεις της. Γύρισε να τον κοιτάξει και είδε έναν άντρα τελείως διαφορετικό, ευτυχισμένο και ξέγνοιαστο.

Αυτό την έκανε να χαλαρώσει κάπως. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και χαμογέλασε.

Καιρός να ξεχάσω επιτέλους τον Δία. είπε από μέσα της. Η σκέψη του είναι εκείνη που με κάνει δυστυχισμένη, όχι ο Αχμέτ. Ο Αχμέτ είναι ο άντρας μου τώρα και μ' αγαπάει στ' αλήθεια, διαφορετικά δεν θα τον ένοιαζε να με μαρτυρήσει στους γονείς του...Κι εγώ τον πρόδωσα. Πρόδωσα την αγάπη του και την εμπιστοσύνη που μου είχε, ενώ αυτός το μόνο που θέλει είναι να με κάνει ευτυχισμένη και προσπαθεί για αυτό. Θα προσπαθήσω κι εγώ και στο τέλος θα τον αγαπήσω, λοιπόν.

"Τι θα έλεγες..." του πρότεινε διστακτικά. "...να κάνουμε μια νέα αρχή εδώ;"

"Θα έλεγα..." έκανε πως το σκέφτεται εκείνος. "...ότι συμφωνώ μαζί σου. Όμως οι αποφάσεις μου δεν αλλάζουν, Ειρήνη. Όταν γυρίσουμε πίσω..."

"Ναι, ξέρω, Αχμέτ." τον διέκοψε εκείνη. "Και δεν με πειράζει. Φτάνει να ξεχάσουμε ό,τι έγινε και να προχωρήσουμε μπροστά."

Το πατρικό του Αχμέτ ήταν σωστό παλάτι. Βρισκόταν στο πιο απομονωμένο σημείο του Αλ Ζαχάρα και ήταν χτισμένο ανάμεσα σε ψηλούς φοίνικες, που πρόσφεραν σκιά και δροσιά τις μέρες που ο ήλιος έκαιγε. Τώρα όμως δεν είχε ήλιο, καθώς είχε σχεδόν βραδιάσει. Μπήκαν σε μια πλακόστρωτη αυλή, όπου οι γονείς του Αχμέτ τους υποδέχτηκαν κατευθείαν με χαρά.

"Παιδιά μου! Πόσο καιρό έχουμε να σας δούμε!" αναφώνησε η Ελένη και τους αγκάλιασε και τους δύο.

Ο Μοχάμεντ ακολούθησε, έκανε το ίδιο κι έπειτα φώναξε έναν υπηρέτη και του είπε κάτι στα αραβικά. Εκείνος πήρε τις βαλίτσες τους και κατευθύνθηκε προς μια μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε σ΄ ένα μεγαλόπρεπο χτίσμα.

"Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε λίγο και μετά θα δειπνήσουμε όλοι μαζί." τους είπε ο Μοχάμεντ.

"Έλα." είπε ο Αχμέτ στην Ειρήνη ακουμπώντας απαλά την πλάτη της.

"Μην ντρέπεσαι, κόρη μου. Το σπίτι μας είναι και δικό σου τώρα. Θα σου φέρω κάτι άνετο να φορέσεις." της είπε η Ελένη.

Ακολούθησαν τον υπηρέτη στον επάνω όροφο. Από μια μεγάλη βεράντα πέρασαν σε μια εσωτερική αυλή, με πολλά διάσπαρτα σαλονάκια. Ανέβηκαν μια άλλη σκάλα και βρέθηκαν σε μια μικρότερη αυλή σε σχήμα στοάς. Στο βάθος σταμάτησαν σε μια πόρτα. Ο υπηρέτης άνοιξε και μπήκαν σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι ήταν υπέρδιπλο, με χρυσές κουρτίνες που κρέμονταν από κρίκους στο ταβάνι, κόκκινα σκεπάσματα και πολλά μαξιλάρια.

Υπήρχε επίσης λουτρό και ένα εσωτερικό σαλονάκι. Ο υπηρέτης άφησε κάτω τις βαλίτσες κι έφυγε.

"Λοιπόν; Έχεις μείνει άφωνη βλέπω." είπε ο Αχμέτ.

"Ναι. Είναι πανέμορφα εδώ. Το σπίτι σου μοιάζει με παλάτι, σαν να βγήκε από το παραμύθι του Αλαντίν. Είναι τόσο...μαγευτικό." Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε από κάτω, όπου υπήρχε ένας κήπος. Ένιωθε απίστευτα χαλαρωμένη και ανάλαφρη, σαν να είχε περάσει σε άλλη διάσταση.

Το βράδυ απλώθηκε κρύο και σκοτεινό στο Αλ Ζαχάρα, όπως ήταν σχεδόν κάθε βράδυ. Η Ειρήνη φόρεσε τη μπεζ μακριά κελεμπία που της έδωσε η Ελένη. Αισθανόταν πολύ άνετα. Το δείπνο ήταν πλούσιο και νοστιμότατο, με γεύσεις πρωτόγνωρες για εκείνη. Η τραπεζαρία είχε ψηλό ταβάνι και εντυπωσιακή διακόσμηση. Έφαγαν συζητώντας τα νέα τους, τα οποία αφορούσαν κυρίως τις επιχειρήσεις και τα εργοστάσια σε Αθήνα και Κάιρο.

"Όταν γυρίσουμε, η Ειρήνη θα δουλέψει και εκείνη στα γραφεία της εταιρείας και θα μετακομίσουμε στην Αθήνα. Και τότε, θα μπορέσουμε να βάλουμε μπρος για ένα παιδί." ανακοίνωσε ο Αχμέτ. Η Ειρήνη χάρηκε απίστευτα που το άκουσε αυτό.

"Αχ, τέλεια!" ενθουσιάστηκε η Ελένη.

"Υπέροχα. Όσο για την αγορά του σπιτιού, θα το κανονίσω εγώ." είπε ο Μοχάμεντ.

Όταν τέλειωσαν το φαγητό όλοι αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους. Ο Αχμέτ και η Ειρήνη μπήκαν στο δικό τους, όπου μια υπηρέτρια είχε ήδη ανάψει κεριά. Όλα έμοιαζαν μαγικά κάτω απ' το φωτισμό τους. Και τα μάτια του, που κοιτούσαν μέσα στα δικά της, ακόμα περισσότερο, τόσο που η Ειρήνη ήθελε να του δοθεί όσο ποτέ άλλοτε. Πρώτη φορά που ένιωθε πόθο για τον άντρα της.

"Σε θέλω." του ψιθύρισε κι εκείνος τη φίλησε.

Εκείνη τη νύχτα, στο μεγάλο κρεβάτι, η αλήθεια έγινε ένα με το ψέμα και η φαντασία ενώθηκε με την πραγματικότητα. Δεν υπήρχε πλέον ο Δίας, δεν υπήρχε κανένας παρά μόνο το σώμα του Αχμέτ που την παρέσερνε σε έναν ερωτικό χορό που γινόταν όλο και πιο έντονος. Κι όταν αργότερα έφτασε η κορύφωση, δεν σκεφτόταν τίποτα πια. Δεν ήθελε να φύγει ποτέ από εκείνο το μέρος. Ακολούθησε η σειρά του Αχμέτ, ο οποίος τελείωσε μέσα της φωνάζοντας δυνατά.

Όταν τα κορμιά τους χωρίστηκαν, παρέμειναν ξαπλωμένοι χωρίς να μιλάνε. Φαινόταν απίστευτο και στους δύο. Ο Αχμέτ είχε επιτέλους γνωρίσει την πιο παθιασμένη και ερωτική πλευρά της Ειρήνης, η οποία μέχρι πρότινος δεν ήξερε καν ότι υπήρχε. Η Ειρήνη, απ' τη μεριά της, δεν είχε ιδέα ότι μπορούσε να ξανανιώσει έτσι μετά τον Δία.

Ύστερα ένιωσαν και οι δυο την κούραση να τους καταβάλλει και βυθίστηκαν σε έναν ύπνο βαθύ σαν λήθαργο.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top