ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35: Προδοσία
Όταν η Ειρήνη επέστρεψε σπίτι εκείνη τη νύχτα, η ώρα είχε πάει τέσσερις. Ο Δίας την άφησε λίγο πιο κάτω και την αποχαιρέτισε μ' ένα τελευταίο φιλί και μια υπόσχεση ότι θα της γράφει όποτε μπορούσε από τα μέρη που θα βρισκόταν.
Για κακή της τύχη, ο Αχμέτ είχε ξυπνήσει, δεν τη βρήκε δίπλα του και ανησύχησε, όμως σύντομα η ανησυχία έγινε θυμός. Έμεινε να την περιμένει στο σαλόνι.
"Καλώς...τη γυναίκα μου." της είπε ειρωνικά. "Πού ήσουν νυχτιάτικα;" Εκείνη πάγωσε μόλις τον είδε να την πλησιάζει μες στο σκοτάδι.
"Ε... Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πήγα μία βόλτα." Είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Ο Αχμέτ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα και το λευκό φόρεμα που της έφτανε ως το γόνατο τσαλακωμένο.
Την πλησίασε κι άλλο...και τότε πλέον βεβαιώθηκε!
"Ψέματα λες!" της φώναξε. "Μυρίζεις αντρική κολόνια!"
"Αχμέτ, δεν είναι αυτό που..."
"Αυτό που νομίζω είναι! Και μάλιστα ξέρω με ποιον! Με το φρικιό!"
"Αχμέτ δεν σου επιτρέπω!" Ο Αχμέτ σήκωσε το χέρι του και τη χαστούκισε, κάνοντας το αυτί της να βουίζει.
"Πουτάνα, πας να βγεις και από πάνω;!" φώναξε ακόμα πιο δυνατά.
"Ναι λοιπόν! Το παραδέχομαι! Ήμουν με τον Δία!" φώναξε και εκείνη νευριασμένη. "Αυτόν αγαπάω! Εσένα δεν πρόκειται να σε αγαπήσω ποτέ, ειδικά μετά από αυτό! Ο Δίας ποτέ δεν θα με χτυπούσε!" Και πήγε να απομακρυνθεί, όμως ο Αχμέτ της έπιασε τον καρπό και τον κράτησε σφιχτά.
"Που νομίζεις ότι πας;" της είπε με μίσος στη φωνή.
"Θέλω να χωρίσουμε. Θα πω σε όλους ότι με χτύπησες!"
Ο Αχμέτ έβαλε τα γέλια, κρατώντας ακόμα τον καρπό της τόσο σφιχτά, που η Ειρήνη ένιωθε ότι θα σπάσει. Ήταν ανατριχιαστικό το γέλιο του, στα όρια της τρέλας.
"Νομίζεις ότι θα καταφέρεις τίποτα; Εσύ με έφτασες σε αυτό το σημείο. Έτσι και πω σε όλους ότι με κεράτωσες, θα σημαίνει ατίμωση για μένα και για όλη μου την οικογένεια, και ο πατέρας μου δεν τα σηκώνει αυτά. Μπορεί να σας σφάξει όλους και να μην τον πειράξει κανένας. Ούτε η αστυνομία, ούτε το κράτος μπορεί να κάνει τίποτα. Τόσο ισχυρός είναι." Ο φόβος είχε φωλιάσει για τα καλά στην καρδιά της Ειρήνης και τώρα είχε ζωγραφιστεί και στα μάτια της. Θυμόταν το άγριο πρόσωπο του Μοχάμεντ και πώς κουβαλούσε παντού μαζί του τη χαντζάρα του...
"Αλλά δεν θα το ήθελα αυτό, Ειρήνη." συνέχισε, με ανησυχητικά ήρεμη φωνή, ο Αχμέτ. "Και γι' αυτό, δεν θα πω τίποτα. Όμως δεν μπορώ να σε αφήσω και ατιμώρητη..."
"Τι εννοείς;" ψέλλισε η Ειρήνη.
"Δεν με σεβάστηκες, οπότε ούτε κι εγώ θα σεβαστώ τα όνειρά σου. Δεν θα σε αφήσω να σπουδάσεις. Αν θες να δουλέψεις, θα σε βάλω στα γραφεία της εταιρείας στην Αθήνα." Ο φόβος της μετατράπηκε πάλι σε θυμό.
"Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό!"
"Λυπάμαι. Έτσι είναι το δίκαιο. Και από αύριο ξεκινάμε τις προετοιμασίες για να πάμε στην Αίγυπτο. Θα μείνουμε εκεί όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι και όταν επιστρέψουμε θα μετακομίσουμε στην Αθήνα και θα κανονίσω για τη θέση σου."
"Μα..." πήγε να πει.
"Σιωπή! Δεν ανέχομαι άλλη κουβέντα από σένα! Γι' αυτό θα πέσουμε για ύπνο, θα κάνουμε πως δεν συνέβη αυτό και αύριο θα πάω να βγάλω τα εισιτήρια." Και εξακολουθώντας να της κρατάει το χέρι, την οδήγησε βιαστικά σε έναν από τους δύο ξενώνες. "Θα κοιμόμαστε χωριστά μέχρι να σταματήσω να σε σιχαίνομαι." της είπε και την έσπρωξε μέσα.
Μόλις η Ειρήνη άκουσε το κλείδωμα της πόρτας απ' έξω, έπεσε στο κρεβάτι και ξέσπασε σε ένα κλάμα σιωπηλό, αφήνοντας ποταμούς δακρύων να τρέξουν στο πρόσωπο της. Ήξερε ότι ο Αχμέτ πληγώθηκε και αντέδρασε έτσι. Είχε χάσει την εμπιστοσύνη και το σεβασμό του. Αλλά κυρίως είχε χάσει τον Δία για πάντα. Γιατί μετά από όλα αυτά, κάθε ελπίδα που είχε να τον ξαναδεί εξανεμίστηκε.
Kάποια στιγμή, προς τα ξημερώματα, κατάφερε να κοιμηθεί. Την ξύπνησε η απαλή φωνή της Ευγενίας, η οποία απόρησε που τη βρήκε να κοιμάται στον ξενώνα. Ο Αχμέτ της είχε ξεκλειδώσει την πόρτα πριν φύγει για τη δουλειά.
"Κυρία, δεν θα σηκωθείτε; Δώδεκα πήγε η ώρα." της είπε. Η Ειρήνη ανασηκώθηκε στο κρεβάτι με δυσκολία.
"Είσαστε καλά;" τη ρώτησε ανήσυχη η καμαριέρα.
"Ναι, καλά είμαι τώρα. Είχα μια μικρή αδιαθεσία χθες." της απάντησε, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ένιωθε καθόλου καλύτερα από το προηγούμενο βράδυ.
Όταν έφυγε η Ευγενία, η μοναξιά έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Με βαριά καρδιά πήρε τηλέφωνο το κέντρο υγείας και τους ανακοίνωσε ότι θα δηλώσει παραίτηση. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν το έκανε τώρα, θα την ανάγκαζε ο Αχμέτ. Η φίλη της η Νίνα το έμαθε και την πήρε λίγο αργότερα για να μάθει το λόγο για τον οποίο έφευγε νωρίτερα.
"Έγιναν πολλά. Ο Αχμέτ πήρε κάποιες αποφάσεις και δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση." της είπε η Ειρήνη, που ένιωσε κάπως καλύτερα που άκουγε μια φιλική φωνή.
"Κοίτα, αν δεν θέλεις να μου τα πεις δεν υπάρχει πρόβλημα." είπε η φίλη της.
"Όχι, σε θεωρώ κολλητή μου και πρέπει να στα πω."
"Ωραία. Θα μπορέσεις να πάμε για καφέ το απόγευμα, όταν σχολάσω;"
"Δεν ξέρω αν θα μ' αφήσει ο Αχμέτ. Είναι ακόμα πολύ θυμωμένος."
"Θα σε αφήσει. Θα έρθω να σε πάρω με το αυτοκίνητο και θα του μιλήσω εγώ. Μην αγχώνεσαι για τίποτα."
Η Ειρήνη συμφώνησε. Έτσι, το μεσημέρι έφαγε με τον Αχμέτ, ο οποίος ήταν ψυχρός και το μόνο που της είπε ήταν ότι έβγαλε δυο εισιτήρια για Κάιρο την ερχόμενη εβδομάδα. Δεν ανέφερε τα χθεσινοβραδινά. Το απόγευμα ήρθε η Νίνα με το αμάξι της και μίλησε ιδιαιτέρως με τον Αχμέτ. Του είπε ότι ήθελε να βγουν για ένα καφέ με την Ειρήνη, για να την αποχαιρετίσει που θα έφευγε γιατί δεν ήξερε αν θα προλάβαινε τις υπόλοιπες μέρες λόγω φόρτου εργασίας.
"Και θα είσαστε σίγουρα οι δυο σας;" τη ρώτησε.
"Σου δίνω το λόγο μου. Μόνο για ένα καφέ και θα στη φέρω πίσω." του είπε. Ο Αχμέτ τελικά δέχτηκε. Έτσι κι αλλιώς, ο Δίας σίγουρα θα είχε φύγει, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπάει μαζί του.
Πήγαν σε μια καφετέρια κάτω απ' τον Ναό του Ποσειδώνα. Στα πόδια τους απλωνόταν το Αιγαίο και ο ναός δέσποζε επιβλητικός από πάνω τους.
"Είναι λίγο ακριβά βέβαια, αλλά δεν πειράζει." είπε η Νίνα, ρίχνοντας μια ματιά στις τιμές του καταλόγου.
"Μη διανοηθείς να πληρώσεις. Εγώ είμαι η πλούσια εδώ." αστειεύτηκε η Ειρήνη. Είχε ήδη αρχίσει να ξεχνιέται.
"Καλά, θα δούμε." είπε γελώντας η Νίνα.
Αφού τα κρύα ροφήματα που παρήγγειλαν έφτασαν, η Νίνα αποφάσισε να παροτρύνει την Ειρήνη να της μιλήσει:
"Φιλενάδα, χάλια φαίνεσαι. Τι σου συμβαίνει;" Η φίλη της αναστέναξε μελαγχολικά και της εξιστόρησε όλα τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, από την ξαφνική εμφάνιση του Δία στο σπίτι της και τις στιγμές γεμάτες πάθος που έζησαν στην παραλία μέχρι τον τσακωμό της με τον Αχμέτ και τις αποφάσεις που πήρε. "Δεν το πιστεύω... Και τον είχα για τόσο ήρεμο άνθρωπο τον Αχμέτ..." σχολίασε στο τέλος η κολλητή της.
"Τρελάθηκε όταν έμαθε πως προδόθηκε."
"Αυτός δεν ήταν λόγος να σε χτυπήσει, ούτε να αρχίσει τις απειλές!"
"Σσστ, πιο σιγά. Ζει στη σκιά του πατέρα του. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο μπορεί να είναι αυτό."
"Τίποτα δεν τον δικαιολογεί. Ούτε τον πατέρα του." σχολίασε πιο χαμηλόφωνα η Νίνα. Έπεσε μια σιωπή για λίγο.
"Ορκίσου να μην πεις τίποτα και σε κανέναν." την παρακάλεσε η Ειρήνη μετά από λίγο.
"Εννοείται πως δεν θα πω. Το θέμα είναι εσύ τι θα κάνεις, Ειρήνη. Θα μείνεις για πάντα με έναν τέτοιο άνθρωπο;"
"Δεν μπορώ να ξεφύγω."
"Ναι, αλλά θα ζήσεις έτσι καταπιεσμένη; Θα φύγεις μαζί του, δεν θα σπουδάσεις και δεν θα ξαναδείς ποτέ τον Δία; Πώς θα αντέξεις έτσι;" τη ρώτησε η Νίνα στενοχωρημένη.
Η Ειρήνη αναστέναξε.
"Δεν ξέρω αλήθεια. Για τις σπουδές ίσως αλλάξει γνώμη. Και ίσως στην Αθήνα που θα πάμε και θα ξεκινήσουμε μια νέα ζωή, το θέμα του Δία να ξεχαστεί και να μη με καταπιέζει τόσο. Έτσι κι αλλιώς, η Αθήνα είναι τεράστια και αποκλείεται να τον συναντήσω εκεί."
"Ναι, όμως η οικογένεια σου είναι στο Λαύριο. Δεν μπορεί να στους στερήσει και αυτούς."
"Δεν νομίζω. Θα ερχόμαστε στις γιορτές."
"Και εννοείται πως θα παίρνεις κι εμένα τηλέφωνο να βρισκόμαστε, ε;"
"Φυσικά."
Μέσα στην εβδομάδα που ακολούθησε, η Ειρήνη περνούσε πολύ καιρό με την οικογένεια της και τους φίλους της, καθώς θα έκανε καιρό να τους ξαναδεί. Και την προηγούμενη μέρα της αναχώρησης τους για Αίγυπτο, όλη η παρέα πήγε σπίτι της για να την αποχαιρετήσουν. Παράγγειλαν πίτσες κι έπαιξαν επιτραπέζια. Ο Αχμέτ συμμετείχε και αυτός, παρόλο που ήταν λίγο αγχωμένος για το επερχόμενο ταξίδι τους.
Κάποια στιγμή, σε κάποιο διάλειμμα που έκαναν, ο Στέφανος πήγε στην τουαλέτα. Η Κάτια σκέφτηκε πως ήταν η μοναδική της ευκαιρία να τον πλησιάσει. Όχι ότι επρόκειτο να συνεχιστεί αυτό που είχαν ζήσει... Είχε πάψει να ελπίζει πια. Όμως όφειλαν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Σηκώθηκε, λοιπόν και πήγε να τον περιμένει στο χολ. Όταν εκείνος βγήκε, η Κάτια πέρασε κατευθείαν στην επίθεση:
"Αφήσαμε μια συζήτηση στη μέση, νομίζω." του είπε.
"Δεν νομίζω πως έχει νόημα να τη συνεχίσουμε..." αμύνθηκε αυτός.
"Για μένα έχει, Στέφανε. Γιατί χωρίσατε με τη Δέσποινα; Εγώ έφταιξα;"
Ο Στέφανος το πήρε απόφαση πως δεν θα της ξέφευγε απόψε.
"Όχι, δεν έφταιγες εσύ. Απλώς, δεν ήμουν έτοιμος για να σοβαρέψει η κατάσταση. Και όταν η Δέσποινα άρχισε να βλέπει τη σχέση μας πιο σοβαρά, εγώ ένιωσα να πιέζομαι." δήλωσε παραιτημένος. "Δεν ξέρω αν κατάλαβες."
"Φυσικά και κατάλαβα. Δεν είμαι ούτε μικρή ούτε χαζή." του απάντησε η Κάτια.
"Ναι, για το μικρή το έμαθα πλέον ότι δεν είσαι." είπε ο Στέφανος μεταξύ σοβαρού και ειρωνείας. "Κοίτα, Κάτια. Δεν ήθελα να σε πληγώσω..."
"Να με πληγώσεις. Ποιος σου είπε πως πληγώθηκα; Θα αστειεύεσαι, φυσικά."
"Γιατί δεν παραδέχεσαι τα αισθήματα σου; Η Ειρήνη μου είπε πως είσαι ερωτευμένη μαζί μου από μικρή."
Η Κάτια κοκκίνισε μέχρι τις άκρες των αυτιών της.
"Α, ώστε έτσι σου είπε, ε; Την ανόητη..."
"Καταλαβαίνεις, πιστεύω, το λόγο για τον οποίο δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Τους λόγους μάλλον."
"Επειδή είμαι ανήλικη και με βλέπεις σαν τη μικρή σου αδελφή. Εντάξει Στεφανάκο, το μάθαμε το ποίημα." του είπε με θράσος η Κάτια.
"Όχι, δεν είναι μόνο αυτό."
"Αλλά, τι άλλο;" Ο Στέφανος πήρε μια βαθιά ανάσα και τέλος το παραδέχτηκε:
"Η Μελίνα. Αυτή είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορώ να ξανακάνω σοβαρή σχέση." Η Κάτια έμεινε έκπληκτη. Δεν το είχε σκεφτεί αυτό.
"Μα...νόμιζα πως την είχες ξεπεράσει." είπε.
"Έτσι λέω σε όλους. Και για αυτό κάνω τόσες πολλές σχέσεις οι οποίες δεν κρατάνε. Όταν βλέπω πως σοβαρεύουν τα πράγματα φεύγω. Όλες αυτές οι κοπέλες δεν σήμαιναν τίποτα για μένα. Ούτε καν η Δέσποινα." Έκανε μια παύση και συνέχισε: "Όμως η Μελίνα ποτέ δεν με αγάπησε στ' αλήθεια. Πάντα αγαπούσε και πάντα θα αγαπάει τον Δία."
"Άρα ξέρεις πως είναι." σχολίασε η Κάτια.
"Τι πράγμα;"
"Ξέρεις πώς είναι να αγαπάς κάποιον του οποίου η καρδιά ανήκει σε κάποιον άλλον."
"Ναι, Κάτια. Ξέρω πως αισθάνεσαι. Γι' αυτό δεν θέλω να σε πληγώσω όπως πλήγωσε η Μελίνα εμένα."
"Δεν με φοβίζει εμένα αυτό, Στέφανε."
Η Κάτια τον πλησίασε. Άλλη μια ευκαιρία της είχε μόλις δοθεί, και αυτή τη φορά δεν θα έκανε το ίδιο λάθος! Θα τον πλησίαζε όπως μόνο εκείνη ήξερε, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί. Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του...Εκείνος δεν αντιστάθηκε.
"Σε παρακαλώ..." του είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια. "Ας προσπαθήσουμε κι όπου μας βγει. Δεν σου ζητάω κάτι σοβαρό, μόνο να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον." Ξαφνικά, τα πρόσωπα τους είχαν έρθει πολύ κοντά και αργά, τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα αργό και τρυφερό φιλί. Η καρδιά του Στέφανου χτυπούσε σαν τρελή, ενώ χιλιάδες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό του...
Όχι, δεν πρέπει, τι κάνεις Κάτια, γαμώτο; Υποσχέθηκα στην αδελφή σου να μη σε πληγώσω. Θα σας χάσω και τις δυο στο τέλος...
"Τι γίνεται εδώ;" τους διέκοψε μια φωνή και απομακρύνθηκαν απότομα ο ένας απ' τον άλλον.
"Ειρήνη...;" ψέλλισε ο Στέφανος γεμάτος ντροπή. Η Κάτια απλά κοιτούσε την αδελφή της, αγγίζοντας τα χείλη της πάνω στα οποία ακόμα ένιωθε το φιλί του...
"Μου υποσχέθηκες να μείνεις μακριά της!" φώναξε η Ειρήνη στον Στέφανο εκτός εαυτού. Εκείνος προσπάθησε να απαντήσει, να δικαιολογηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Η Κάτια κοίταξε την αδελφή της και έπειτα εκείνον και τότε κατάλαβε τι είχε συμβεί:
"Κάθισες και τα είπες όλα στην αδελφή μου, ρε γελοίε;!" είπε νευριασμένη στον Στέφανο.
"Κάτια, να σου εξηγήσω..." Η Κάτια τον αγνόησε.
"Κι εσύ..." στράφηκε στην Ειρήνη. "Ωραία αδελφή είσαι! Ήξερες πως ένιωθα και παρόλα αυτά τον ανάγκασες να μείνει μακριά μου;!"
"Το έκανα για το καλό σου..." Δεν την άκουσε.
"Χαίρομαι που θα φύγεις, Ειρήνη. Δεν θέλω να σε ξαναδώ. Ούτε εσένα!" είπε και στους δύο και πήγε βιαστικά στο σαλόνι. Οι υπόλοιποι είχαν ακούσει τις φωνές και σταμάτησαν για λίγο το επιτραπέζιο.
"Αχμέτ, μπορείς να με πας σπίτι, σε παρακαλώ;" ρώτησε η μικρή τον γαμπρό της. Η Ειρήνη την ακολούθησε.
"Κάτια, σε παρακαλώ. Κάτσε να σου εξηγήσω..."
"Δεν θέλω να μου εξηγήσεις τίποτα! Δεν περίμενα τέτοια προδοσία από εσένα! Νόμιζα ότι με στήριζες σε όλα! Ότι μπορούσα να σου εμπιστευτώ τα πάντα!" φώναξε η Κάτια και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν. "Δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις..."
Τα λόγια της αδελφής της την πλήγωσαν όσο τίποτα άλλο, όμως ήταν σίγουρη ότι κάποια στιγμή θα καταλάβαινε. Απλά χρειαζόταν το χρόνο της.
"Τι συνέβη, Ειρήνη;" ρώτησε ανίδεος ο Αχμέτ. Ο Στέφανος στεκόταν εκεί αμέτοχος. Είχε γίνει αυτό που φοβόταν τελικά: να χάσει την εμπιστοσύνη δυο πολύ καλών του φίλων και ειδικά της κολλητής του. Δεν ήξερε αν θα τον συγχωρούσε ποτέ.
"Αχμέτ, πάμε;" είπε ανυπόμονα η Κάτια και μάζεψε τα πράγματα της. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να χωθεί κάτω απ' τα σκεπάσματα και να μη σηκωθεί ποτέ... Ο Αχμέτ κοίταξε την Ειρήνη και εκείνη του ένευσε καταφατικά. Πήγε προς την πόρτα και η Κάτια τον ακολούθησε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά γεμάτη απογοήτευση στον Στέφανο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top