ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34: Αποχαιρετισμός

Η Σωτηρία και ο Αντώνης δεν ήθελαν όπως ήταν φυσικό να πάνε στον "ανόητο γάμο αυτής της γυναίκας", όπως είπαν. Άφησαν όμως την Ειρήνη και τον Αχμέτ να πάρουν την Κάτια μαζί τους. Η Κάτια κατά βάθος δεν ήθελε. Ήξερε πως θα συναντούσε τον Στέφανο και πάλι μετά από καιρό και ότι εκείνος σίγουρα θα συνοδευόταν απ' τη Δέσποινα. Όμως οι γονείς της την πίεσαν να πάει γιατί απ' ότι της είπαν θα της έκανε καλό και θα ξεχνιόταν λίγο. Πώς να ξεχαστεί όμως, αφού η αιτία της κατάθλιψης της θα βρισκόταν εκεί; Και ειδικά τώρα που είχε αρχίσει να τον ξεπερνάει, φοβόταν πολύ μην ξεκινήσει πάλι από το μηδέν.

Ο Αχμέτ και η Ειρήνη ντύθηκαν κι εκείνοι με τα καινούργια επίσημα ρούχα τους.

"Δεν βγάζεις αυτό το καπέλο;" του είπε η Ειρήνη, μόλις είδε ότι το ανόητο αιγυπτιακό καπελάκι βρισκόταν πάλι στο κεφάλι του ως συνήθως.

"Τι;! Γιατί, τι έχει;" απόρησε εκείνος. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του ζητούσε να το βγάλει.

"Ε, να μωρέ... Είναι παράταιρο με το υπόλοιπο ντύσιμο. Θα σε κοροϊδεύουν."

"Ποιοι να με κοροϊδεύουν;! Το φρικιό, ο φίλος σου ο Δίας και οι φίλοι του;! Δεκάρα δεν δίνω!"

"Σου απαγορεύω να μιλάς έτσι για τον Δία! Είναι φίλος μου, πάει και τελείωσε. Τίποτα παραπάνω. Δεν πρέπει να ζηλεύεις."

"Καλά..."

Φυσικά και δεν ήταν τόσο εύκολο να σταματήσει να ζηλεύει τον Δία, ειδικά μετά από όσα άκουσε πριν από λίγες μέρες στο δρόμο κοντά στο σπίτι τους. Αλλά δεν ήθελε να συνεχίσει τη διαφωνία τους και να χαλάσει πάλι η διάθεση της Ειρήνης.

"Τέλος πάντων, το καπέλο δεν το βγάζω επειδή είναι το γούρι μου."

"Ας είναι. Πάμε, πρέπει να πάρουμε και την Κάτια."

Πέρασαν από το σπίτι των γονιών της και πήραν την αδελφή της, η οποία ήταν λίγο κακόκεφη παρόλο που έλαμπε με το ροζ μακρύ φόρεμα της. Ο γάμος γινόταν στον Άγιο Νεκτάριο, στην Καμάριζα, σε μια γραφική εκκλησία πάνω στο βουνό και ανάμεσα στα δέντρα. Είχαν μαζευτεί αρκετοί λαμπεροί επώνυμοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές.

"Είδες; Τώρα δεν είναι φρικιά." είπε ειρωνικά η Ειρήνη στον Αχμέτ, δείχνοντας τον Δία και το συγκρότημα του, οι οποίοι ήταν όλοι ντυμένοι επίσημα και περιποιημένοι. Ο Δίας πλησίασε και τους σύστησε τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος, ενώ η Κάτια κοιτούσε τριγύρω, ψάχνοντας άθελα της τον Στέφανο. Και τον είδε μόνο του, ντυμένο με άσπρο σακάκι και μαύρο πουκάμισο και παντελόνι. Τη χαιρέτησε από μακριά και πλησίασε την παρέα. Έπιασε κι εκείνος συζήτηση με όλους, ενώ στην Κάτια μιλούσε τελείως φιλικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ τους. Στο μεταξύ η Δέσποινα δεν φαινόταν πουθενά.

Σύντομα κατέφθασε η νύφη με τη λιμουζίνα της και ο γάμος ξεκίνησε.  Μετά την τελετή, μεταφέρθηκαν όλοι στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων που είχαν νοικιάσει. Το ζευγάρι έφτασε τελευταίο και μετά τον πρώτο χορό, οι Σπάνιοι Δράκοι άρχισαν να παίζουν τα πιο γνωστά κομμάτια τους. Στο μεταξύ ο Δίας δεν φαινόταν να χαίρεται ούτε να είναι περήφανος με τη μητέρα του. Έπαιζε μηχανικά κι έκανε τη δεύτερη φωνή όσο καλύτερα μπορούσε. Μόνο όταν είπαν ένα τραγούδι, εκείνο που μιλούσε για μια χαμένη αγάπη και την ερωτική απογοήτευση, συνόδευσε με πάθος τον τραγουδιστή ενώ κοιτούσε συνέχεια προς το μέρος της Ειρήνης, η οποία καθόταν μαζί με τον Αχμέτ, την Κάτια και τον Στέφανο στο ίδιο τραπέζι. Ο Αχμέτ δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται αυτά τα βλέμματα. Η Ειρήνη μαγεύτηκε από τη μελαγχολική ροκ μελωδία του κομματιού και μετέφρασε όσο καταλάβαινε τους στοίχους οι οποίοι ήταν στ' Αγγλικά:

Έσπασες την καρδιά μου σε χίλια κομμάτια την ημέρα που επέλεξες αυτόν... Ήταν δυνατόν ο Δίας να είχε γράψει το τραγούδι για την ίδια;

"Ωραίος γάμος πάντως, δεν νομίζετε;" είπε ο Στέφανος όταν εκείνο το τραγούδι τελείωσε.

"Ναι. Ήταν πολύ πρωτότυπο να βάλουν ροκ μπάντα να παίξει." είπε η Ειρήνη και όλοι συμφώνησαν, εκτός από τον Αχμέτ.

Είπαν μερικά ακόμα τραγούδια και ύστερα ο τραγουδιστής τους, ο Τάσος, έβγαλε ένα σύντομο λόγο προς τιμήν της Μαρίας Λιοπούλου και για το πόσο είχε βοηθήσει το συγκρότημα να φτάσει εκεί που ήταν σήμερα. Τέλος, ευχήθηκε στο νιόπαντρο ζευγάρι κάθε ευτυχία και ότι ελπίζει να κάνουν ο ένας τον άλλον χαρούμενο. Και αφού όλοι τους χειροκρότησαν, η σκηνή άδειασε και πλέον το πρόγραμμα της βραδιάς ανέλαβε ο DJ. O Δίας κάθισε απρόθυμα στο τραπέζι των νεόνυμφων, ψυχρός και ολοφάνερα κακόκεφος.

"Γιατί είναι έτσι αυτός;" ρώτησε ο Αχμέτ την Ειρήνη.

"Γιατί δεν συμφωνούσε μ΄ αυτόν το γάμο." είπε εκείνη. "Έχει μια μικρή κόντρα με τον Αλεξόπουλο."

"Αυτό, ή μήπως επειδή θέλει να σε πλησιάσει ιδιαιτέρως και δεν μπορεί, επειδή είμαι συνέχεια μαζί σου;" της είπε.

"Αχμέτ, για τελευταία φορά. Κόψε τη ζήλια." Η λογομαχία τους συνεχίστηκε για πολύ ακόμα, κάνοντας την Κάτια και τον Στέφανο να δυσανασχετήσουν.

"Πάμε μια βόλτα έξω;" της πρότεινε.

Η Κάτια δέχτηκε και βγήκαν έξω, στον κήπο του εστιατορίου.

"Επιτέλους, λίγος φρέσκος αέρας." είπε ο Στέφανος παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή.

"Ναι." συμφώνησε η Κάτια. "Και γλιτώσαμε και απ' τον τσακωμό τους. Τον άκουσες, τον ηλίθιο; Της κάνει τη ζωή δύσκολη."

"Εδώ που τα λέμε, δεν έχει άδικο που ζηλεύει τον Δία."

"Τι εννοείς; Ότι υπάρχει ακόμα κάτι ανάμεσα σ' εκείνον και την αδελφή μου;"

"Ακριβώς. Πάντα θα υπάρχει. Κάθε φορά που θα επιστρέφει ο Δίας τα ίδια θα γίνονται."

"Αγαπιούνται ακόμα έτσι;" ρώτησε η Κάτια και ο Στέφανος συμφώνησε απογοητευμένος.

Η αδελφή της, όπως και η ίδια, ήταν δυστυχισμένη, επειδή δεν μπορούσε να είναι με αυτόν που πραγματικά αγαπούσε. Με τη μόνη διαφορά ότι και ο ίδιος ο Δίας την αγαπούσε, σε αντίθεση με τον Στέφανο.

"Λοιπόν, πως και δεν συνοδευόσουν απ' τη Δέσποινα στο γάμο;" άλλαξε θέμα.

"Χωρίσαμε." ήταν η απάντηση του.

"Τι;! Μα, ήσασταν τόσο ταιριαστό ζευγάρι..." σάστισε η Κάτια.

"Αυτό δεν το σκεφτόσουν τότε, στα γενέθλια μου!" της πέταξε ο Στέφανος και το μυαλό της γέμισε αμέσως από αναμνήσεις εκείνης της βραδιάς.

"Δηλαδή μου λες ότι εξαιτίας μου χωρίσατε;"

"Όχι Κάτια, δεν είπα κάτι τέτοιο."

Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο Δίας, τους πλησίασε και η συζήτηση τους έμεινε εκεί.

"Εδώ είστε; Και σας έψαχνα."

"Που να είμαστε, ρε Δία; Αφού η αδελφή μου κι ο Αχμέτ δεν κάνουν κι άλλη δουλειά από το να τρώγονται..." Η Κάτια έκλεισε αμέσως το στόμα της, γνωρίζοντας πως είχε πει βλακεία.

"Α. Ώστε...τρώγονται, ε;"

"Εντάξει ρε συ, είναι φυσιολογικό να τσακώνονται τα παντρεμένα ζευγάρια." πήγε να τον καλμάρει ο Στέφανος.

"Ναι, αλλά όχι μετά από ένα χρόνο γάμου. Μου είχε δώσει την εντύπωση πως είναι μια χαρά, αλλά στην πραγματικότητα είναι δυστυχισμένη μ' αυτόν. Ειδικά τώρα που ξέρει για εμένα, ζηλεύει πάρα πολύ."

"Ξέρει για σένα; Α... Έτσι εξηγείται..." συμπέρανε η Κάτια.

"Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό, φίλε μου." του είπε με θλίψη ο Στέφανος. "Κανείς μας δεν μπορεί." Ο Δίας έσκυψε το κεφάλι.

"Μου είπε πως δεν μ' αγαπάει. Δεν ξέρω καν αν με θέλει στη ζωή της."

"Όχι!" αναφώνησε η Κάτια. "Σου είπε ψέματα. Η Ειρήνη πάντα θα σε αγαπάει, Δία!" Ο Στέφανος τη σκούντησε και η Κάτια κατάλαβε ότι πάλι δεν έπρεπε να το πει αυτό. "Έστω και σαν φίλο της..." συμπλήρωσε μήπως σώσει την κατάσταση.

"Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις μακριά της για το καλό όλων." Και λέγοντας αυτά τα λόγια, ο Στέφανος κοίταξε λοξά προς το μέρος της Κάτιας. 

Είχε καταλάβει, όπως και ο Δίας, γιατί του είπε αυτά τα λόγια η Ειρήνη. Ήθελε να τον κρατήσει μακριά της για να μην πληγώνεται κανένας απ' τους δύο πλέον, γιατί ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από αυτό το γάμο. Και όντως αυτό έκανε. Όσο και αν υπέφερε, όσο και αν ήθελε σαν τρελός να της μιλήσει, δεν την πλησίασε καθόλου εκείνη τη νύχτα και γενικά τις ημέρες που ακολούθησαν είχε εξαφανιστεί. 

Η Ειρήνη απορούσε. Σε λίγες μέρες ο Δίας έφευγε με το συγκρότημα και θα γυρνούσε πάλι μετά από δύο χρόνια. Ήταν σίγουρη ότι θα ερχόταν να τη δει, έστω να την αποχαιρετίσει και το ήθελε όσο τίποτα άλλο, και ας ήθελε ένα κομμάτι του εαυτού της να τον ξεφορτωθεί για να μπορέσει επιτέλους να τον ξεχάσει. Όμως οι μέρες περνούσαν και ο Δίας δεν ερχόταν, έτσι η Ειρήνη σταμάτησε να ελπίζει πια. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι.

Ήταν μια ζεστή νύχτα στα τέλη του Ιουνίου. Ο Αχμέτ με την Ειρήνη είχαν πέσει για ύπνο, όμως η Ειρήνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η επόμενη μέρα ήταν η ημέρα αναχώρησης των Σπάνιων Δράκων, απ' ότι της είχε πει ο Στέφανος ο οποίος είχε μιλήσει με τον Δία. Κι όμως εκείνος δεν είχε φανεί. Δεν είχε πάρει ούτε καν ένα τηλέφωνο. Και καθώς τα σκεφτόταν αυτά, τον είδε μπροστά της, στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, και πετάχτηκε πάνω σαν να είδε φάντασμα. Σηκώθηκε, βγήκε στον κήπο και τον τράβηξε σε μια γωνία, μην τυχόν και ξυπνήσει ο Αχμέτ και τον δει.

"Είσαι τρελός; Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;"

"Αύριο φεύγω. Ήθελα να σε δω." της απάντησε απλά.

"Μία η ώρα τη νύχτα; Πας καλά;"

"Ειρήνη, εσύ κι εγώ θα πάμε μία βόλτα και δεν δέχομαι το όχι ως απάντηση. Γι' αυτό μπες μέσα και ντύσου ήσυχα, πριν ξυπνήσει ο αντρούλης σου και μας πάρει χαμπάρι."

"Δεν πάω πουθενά."

"Δεν σε ρώτησα αν θέλεις και δεν με νοιάζει κιόλας. Πήγαινε ντύσου τώρα."

"Και ποιος είσαι εσύ που θα με αναγκάσεις να έρθω μαζί σου;" του είπε νευριασμένη, από μέσα της όμως πανηγύριζε!

"Ειρήνη, δεν φεύγω αν δεν έρθεις μαζί μου. Θες να ξυπνήσει ο Αχμέτ και να με δει;"

"Καλά, καλά." συμφώνησε τελικά η Ειρήνη. "Μια μικρή βόλτα όμως, σύμφωνοι;"

"Εντάξει."

Η Ειρήνη ντύθηκε γρήγορα κι έφυγαν αθόρυβα. Της θύμιζε τη νύχτα πριν το γάμο της, τότε που το έσκασε πάλι με τον Δία και ενώθηκαν για τελευταία φορά. Μπήκαν στο αμάξι του και ο Δίας άρχισε να οδηγεί σκεπτικός και αμίλητος. Βγήκαν στην Παραλιακή λεωφόρο και τότε πάτησε γκάζι.

"Πού πάμε;" τον ρώτησε η Ειρήνη.

"Θα δεις." της απάντησε αινιγματικά και συνέχισε να οδηγεί, με κατεύθυνση προς νότια.

"Στον Ναό του Ποσειδώνα πάμε;" ρώτησε η Ειρήνη, όμως δεν πήρε απάντηση.

Μετά από λίγη ώρα, πέρασαν το ναό και άλλαξαν κατεύθυνση προς βόρεια, συνεχίζοντας πάντα παραλιακά, από την άλλη μεριά του Σουνίου.

"Δία, που στο καλό με πας; Μια κοντινή βόλτα είπαμε!" είπε αγανακτισμένη η Ειρήνη, όμως πάλι δεν πήρε απάντηση. Ο δρόμος ήταν άδειος και το μόνο που ακουγόταν ήταν η μηχανή του γρήγορου αυτοκινήτου του. Ο Δίας πάτησε ένα κουμπί, άνοιξε το ράδιο και το CD των Σπάνιων Δράκων άρχισε να παίζει.

Η Ειρήνη είχε αρχίσει να ανησυχεί, γιατί ο Δίας είχε βάλει τη μουσική τέρμα και πήγαινε όλο και πιο γρήγορα. Έστρεψε όμως την προσοχή της στα τραγούδια του συγκροτήματος και άρχισε να ξεχνιέται. Δεν μπορούσε να μην ξεχωρίσει τη φωνή του Δία στα φωνητικά και το παίξιμο του... Ώσπου συνειδητοποίησε ότι ο φίλος της είχε ξεπεράσει το όριο ταχύτητας. Χαμήλωσε το ραδιόφωνο για να ακουστεί και φώναξε:

"Δία, που στο διάολο πάμε;! Να μας σκοτώσεις, αυτό θες;!"

Όμως ο Δίας συνέχισε να οδηγεί ατάραχος και ασυγκίνητος απ' τις φωνές της.

Αυτό θέλει. είπε από μέσα της. Να σκοτωθούμε και οι δύο. Θέλει να τον ακολουθήσω στο θάνατο, απ' το να μ' έχει ο Αχμέτ και όχι αυτός. Μήπως όμως θέλω κι εγώ; Έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί. Έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη και περίμενε πότε θα συμβεί το μοιραίο, όμως το αυτοκίνητο σιγά- σιγά έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε σε μια μικρή αλάνα δίπλα στο δρόμο. Κοίταξε τον Δία τρέμοντας.

"Δεν θα με χάλαγε αν πεθαίναμε μαζί. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου." της είπε εκείνος.

"Είσαι πολύ μαλάκας!" του πέταξε η Ειρήνη και αυτός γέλασε.

"Κατέβα." της είπε και άνοιξε την πόρτα του.

Η Ειρήνη κατέβηκε διστακτικά, ενώ τα πόδια της έτρεμαν ακόμα. Η Πανσέληνος έλαμπε ψηλά στον ουρανό και σχημάτιζε ασημένιο μονοπάτι πάνω στη θάλασσα.

"Έλα εδώ," της είπε ο Δίας, πλησιάζοντας την άκρη του γκρεμού. Εκείνη υπάκουσε. Πήγε δίπλα του, εκείνος την αγκάλιασε και κοίταξαν μαζί το μαγευτικό τοπίο για μερικά δευτερόλεπτα. Από κάτω τους υπήρχε μια ερημική παραλία.

"Θα κατέβουμε κάτω." της είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Πήγε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου κι έβγαλε από μέσα την κιθάρα του και μία ψάθα.

"Έλα." της είπε και της έδωσε να κρατάει την ψάθα. Κατέβηκαν μαζί το απόκρημνο μονοπάτι ως την παραλία χωρίς να μιλάνε.

Ήταν θεοσκότεινα και το μόνο φως που είχαν ήταν εκείνο του φεγγαριού. Ο Δίας έστρωσε στην άμμο την ψάθα, κάθισε πάνω σε αυτήν οκλαδόν και άρχισε να κουρδίζει την κιθάρα του. Η Ειρήνη ήθελε να διαμαρτυρηθεί ότι βρισκόταν μακριά από το σπίτι της και έτσι και αργούσε να γυρίσει και ξυπνούσε ο Αχμέτ θα γινόταν χαμός. Όμως δεν μπόρεσε. Ήθελε να ζήσει αυτή τη μαγευτική βραδιά.

"Έτσι θα στέκεσαι όρθια;" τη ρώτησε ο Δίας. "Ή δεν θες να χαλάσεις το πανάκριβο φόρεμα σου;" Αντί για απάντηση, η Ειρήνη κάθισε απέναντι του και προσπάθησε να χαλαρώσει και να μη σκέφτεται τίποτα άλλο πέρα από αυτόν. "Έγραψα ένα τραγούδι για σένα." της είπε.

"Ναι, το άκουσα στο γάμο της μητέρας σου."

"Όχι, όχι αυτό. Αυτό μιλάει γενικά για αποτυχημένους έρωτες και καταδικασμένη αγάπη, απλώς ταίριαζε και σε εμάς. Αυτό που έγραψα είναι αποκλειστικά για εσένα, για αυτό που είχαμε και χάσαμε. Δεν προορίζεται για το συγκρότημα. Σ' έφερα εδώ απόψε για να το ακούσεις."

Η Ειρήνη αναρίγησε. Ο Δίας πήρε μια βαθιά εισπνοή και άρχισε να παίζει μια μελωδία μελαγχολική αλλά συγχρόνως δυναμική και να τραγουδάει.

"Σε κοίταξα, με κοίταξες

Σταμάτησε ο χρόνος

Επέλεξες αυτόν κι έμεινε ο καθένας μόνος

Θυμήθηκα όσα ζήσαμε

Τα όνειρα που κάναμε

Μα άλλοι μας τα έκλεψαν

Δεν φταίξαμε εμείς..." Και όσο πήγαινε δυνάμωνε η φωνή του.

Κι ύστερα έμπαινε το ρεφρέν, δυναμικό και παθιασμένο μα συνάμα μελαγχολικό:

"Χαμένα όνειρα μας κλέψανε ξανά

Όπως τα όνειρα που κάναμε παιδιά

Σ' ένα προαύλιο καθόμασταν μικροί

Όμως θα έρθει η στιγμή που θα είμαστε μαζί

Για μια ζωή...

Χαμένα όνειρα!

Χαμένα όνειρα...!" Σε εκείνο το σημείο το παίξιμο της κιθάρας δυνάμωνε κι άλλο. Και καθώς τραγουδούσε, όλες οι εικόνες απ' την παιδική και εφηβική τους ηλικία, όλα όσα ζήσανε μαζί επανέρχονταν στη μνήμη της.

Στο τέλος του τραγουδιού, η Ειρήνη τον κοίταξε με τα δακρυσμένα της μάτια κι εκείνος της είπε:

"Το ξέρω ότι μέσω του τραγουδιού μου αφήνω μια ελπίδα πως θα ξαναείμαστε μαζί, παρόλο που αυτό φαντάζει απίθανο. Όμως εγώ ποτέ δεν θα σταματήσω να ελπίζω, Ειρήνη. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία." Η Ειρήνη τότε έγειρε μπροστά και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Ο Δίας άφησε την κιθάρα στην άκρη, πήρε την Ειρήνη στην αγκαλιά του και άρχισε να τη φιλάει με πάθος και ένταση σαν να μην υπάρχει αύριο. Εκείνη του έβγαλε τη μπλούζα, τα χέρια της πλανήθηκαν στο στήθος του και για λίγο παρατήρησε το τατουάζ με το όνομα της και ένα καινούργιο που είχε κάνει, μια γυναικά δακρυσμένη σε μαύρο φόντο, όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία γιατί τώρα τα χέρια του πλανιόνταν στο δικό της σώμα και της ανέβαζαν το φόρεμα όλο και πιο πάνω, ώσπου το τράβηξε πάνω απ' τη μέση της και το έβγαλε τελείως.

Έκαναν έρωτα άγρια και παθιασμένα όπως δεν είχαν κάνει ποτέ, χαμένοι σε μια δική τους διάσταση όπου υπήρχαν μόνο οι δυο τους και η Πανσέληνος που το φως της τους έλουζε από εκεί ψηλά...

Αποκαμωμένη η Ειρήνη είχε γείρει στο στήθος του, ανήμπορη να σηκωθεί να φύγει τώρα πια. Εκείνος την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και της είπε:

"Ειρήνη, απλά θέλω να το ξέρεις. Όπου κι αν πάω, ότι κι αν κάνω, θα υποφέρω όσο κι εσύ. Αν όμως μου το ζητήσεις εδώ και τώρα, δεν θα φύγω αύριο." Η Ειρήνη ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε απορημένη. "Σοβαρά μιλάω, Ειρήνη." συνέχισε. "Πες μου να μείνω...και θα μείνω. Δεν σου ζητώ να παρατήσεις τον Αχμέτ και να το σκάσεις μαζί μου, ξέρω πως σου είναι αδύνατον. Όμως μπορούμε να έχουμε κι άλλες τέτοιες νύχτες, να φεύγουμε μαζί στα κλεφτά έστω και για λίγο." Η Ειρήνη όμως τον σώπασε βάζοντας το δάχτυλο της στα χείλη του.

"Το συγκρότημα σε χρειάζεται. Έχεις μια καριέρα τώρα και δεν μπορώ να στη στερήσω. Ξέρω πόσα σημαίνει για σένα."

"Εσύ σημαίνεις περισσότερα." της είπε και η Ειρήνη αναστέναξε.

"Όχι, Δία. Το καλύτερο και για τους δυο μας θα είναι να φύγεις. Για αυτό σου είπα εκείνο το ψέμα ότι δεν σ' αγαπώ, για να σε κρατήσω μακριά μου και να μην υποφέρουμε. Δεν ξέρεις πόσο πόνεσα όταν στο είπα..." Ο Δίας την κοίταξε στα μάτια και τελικά επανέλαβε τα λόγια της.

"Έχεις δίκιο. Το καλύτερο και για τους δυο μας θα είναι να φύγω. Όμως να ξέρεις, όπου κι αν είμαι δεν θα σταματήσω λεπτό να σε σκέφτομαι. Σ' αγαπώ, Ειρήνη. Σ' αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο."

"Κι εγώ σ' αγαπώ...και δεν θα το αρνηθώ ποτέ ξανά." είπε εκείνη και τον φίλησε πάλι.




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top