ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32: Κατάθλιψη

Μετά από μια κουραστική ημέρα στη δουλειά, η Ειρήνη γύρισε επιτέλους σπίτι. Από όλη αυτή τη βαρετή ρουτίνα που είχε καταντήσει η ζωή της, η δουλειά της ήταν το μόνο που την έκανε να ξεφεύγει, γιατί τους φίλους της δεν τους έβλεπε πλέον τόσο συχνά. Είχε τα πάντα, ότι ζητούσε ο Αχμέτ θα της το έδινε. Ντυνόταν πάντα με τις ακριβότερες μάρκες, στις δημόσιες εμφανίσεις ήταν πάντα άψογη και όλοι στο Σούνιο και στο Λαύριο την ήξεραν και τη σέβονταν. Το Αμπντουλάχ ήταν ένα πολύ γνωστό όνομα, καθώς η επιχείρηση με τα εργοστάσια πολλών ειδικοτήτων την οποία είχε αναλάβει ο Αχμέτ  πήγαινε πολύ καλά.

Η Ειρήνη είχε βαρεθεί να έχει τα πάντα. Συχνά νοσταλγούσε τις στιγμές που ζούσε στο παλιό, μικρό σπίτι, τις ευτυχισμένες μέρες με την οικογένεια της πριν πεθάνει ο Σπύρος...την παλιά της παρέα... Τώρα που τα είχε όλα ένιωθε πιο μόνη από ποτέ και αυτό δεν άλλαζε. Σίγουρα θα της έδινε λίγη χαρά ένα παιδί, όμως ο Αχμέτ της έλεγε συνεχώς πως δεν ήταν έτοιμοι να γίνουν γονείς. 

Τον Δία είχε πάρα πολύ καιρό να τον δει. Έκανε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα με τους Σπάνιους Δράκους και έλειπε εδώ και τρεις μήνες. Είχε αλλάξει πολύ. Έβαφε τα μάτια του με μαύρη σκιά και μολύβι και την τελευταία φορά που τον είδε είχε κάνει μπλε ανταύγειες στα μαλλιά του και ένα τατουάζ με κεραυνό στον καρπό του, σύμβολο του αρχαίου θεού Δία που είχε το όνομα του.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν που γύρισε από τη δουλειά της, την πήρε τηλέφωνο ο Στέφανος.

"Έλα Στέφανε. Πώς πάει; Πώς ήταν το πάρτι χθες;" τον ρώτησε, χαρούμενη που άκουγε τη φωνή του.

"Πολύ καλά." απάντησε εκείνος. "Όμως...έγινε κάτι και πρέπει να στο πω."

"Τι έγινε;" ανησύχησε η Ειρήνη. Άκουσε τον Στέφανο να ξεφυσάει.

"Δεν λέγονται αυτά απ' το τηλέφωνο. Έχεις λίγο χρόνο να έρθω από εκεί;"

"Ναι, φυσικά. Ο Αχμέτ δεν έχει γυρίσει ακόμα. Θα σε περιμένω." είπε η Ειρήνη και η ανησυχία της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο.

Σε λίγη ώρα έφτασε. Τον υποδέχτηκε και κάθισαν στο σαλόνι.

"Σε ακούω."

"Ειρήνη, έγινε κάτι...με την Κάτια. Πώς να στο πω..." Η Ειρήνη τρομοκρατήθηκε.

"Έπαθε τίποτα η αδελφή μου;!" αναφώνησε.

"Όχι, απλά... Δεν έπαθε τίποτα, ηρέμησε. Δεν ξέρω αν στο είπε, αλλά χθες ήρθε μόνη της στο πάρτι των γενεθλίων μου. Την πρόσεξα όσο μπορούσα για να μην ξεφύγει, στο ορκίζομαι, όμως..."

"Στέφανε, μου τα μασάς βλέπω. Κάτι σοβαρό έγινε, είμαι σίγουρη. Λέγε."

"Η Κάτια μου ρίχτηκε."

"Τι έκανε λέει;!"

Η Ειρήνη φυσικά θυμόταν τον έρωτα της Κάτιας για τον Στέφανο, όμως δεν περίμενε να φτάσει τόσο μακριά. Πίστευε πως ήταν απλά ένας αθώος παιδικός έρωτας.

"Αυτό που άκουσες. Μη μου θυμώσεις, αλλά..."

"Τι κάνατε;!" αναφώνησε με πολλή αγωνία η Ειρήνη.

"Φιληθήκαμε και πήγε να γίνει και κάτι παραπάνω, όμως το σταμάτησα."

"Πάλι καλά. Και μετά;" Ο Στέφανος αναστέναξε.

"Έπρεπε να γίνω σκληρός μαζί της χωρίς να το θέλω, για να την κάνω να καταλάβει πως δεν μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ μας. Νομίζω ότι την πλήγωσα. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσει τώρα."

"Αχ, Στέφανε, έπρεπε να στο είχα πει." είπε η Ειρήνη βαστώντας το κεφάλι της.

"Ποιο πράγμα;"

"Η Κάτια ήταν πάντα ερωτευμένη μαζί σου. Στο έδειξε με τον λάθος τρόπο όμως. Μου έλεγε συνεχώς πως περίμενε να μεγαλώσει για να σου πει πως σ' αγαπάει και να την πάρεις στα σοβαρά, γιατί εσύ την έβλεπες σαν παιδί. Κι είχε δίκιο."

Ο Στέφανος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Κάτια, η μικρούλα Κάτια, η ίδια την οποία είχε σώσει όταν έπεσε απ' τη μπασκέτα στο Δημοτικό, ήταν πάντα ερωτευμένη μαζί του; Έτσι εξηγούνταν οι ζωγραφιές που του έφτιαχνε, η επιμονή της να βγαίνει μαζί του και με την παρέα του και γενικά να διεκδικεί συνεχώς το ενδιαφέρον του. Πόσο ανόητος ήταν, που δεν το είχε καταλάβει και εκμεταλλεύτηκε έτσι τα αισθήματα της... Έπρεπε να τη σταματήσει πριν καν τον φιλήσει.

"Τι έχεις να πεις, Στέφανε;" διέκοψε τις σκέψεις του η Ειρήνη. Τον κοιτούσε με τα μπλε της μάτια και η αγωνία της για την αδελφή της δεν μπορούσε να κρυφτεί.

"Δεν ξέρω τι να πω. Σε παρακαλώ, μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις σαν αδελφή της που είσαι. Πώς μπορώ να το χειριστώ;"

"Ένα θα σε ρωτήσω. Εσύ νιώθεις έστω και λίγο τίποτα ερωτικό ύστερα από αυτό που έγινε χθες; Την αλήθεια πες μου."

Ο Στέφανος το σκέφτηκε λίγο και της απάντησε:

"Όχι. Εξακολουθώ να τη βλέπω σαν αδελφή μου, όπως κι εσένα. Πάντα θα την αγαπώ, φιλικά και αδελφικά μόνο και θα την προστατεύω. Όμως δεν μπορώ να της προσφέρω κάτι παραπάνω. Χθες ήταν...μια άλλη Κάτια. Σαν να μην ήταν ο εαυτός της. Δεν έβλεπα την Κάτια τη στιγμή που μου ρίχτηκε." Έκανε μια παύση και ξεφύσησε. "Από την άλλη όμως δεν θέλω να την πληγώσω κι άλλο." Η Ειρήνη απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής:

"Τότε, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην το συνεχίσεις. Κι αν εκείνη επιμένει, μείνε μακριά της. Θα πονέσει για λίγο καιρό, αλλά μετά θα της περάσει. Πρόκειται για την αδελφή μου και την ξέρω πολύ καλά. Μπορεί να μην το δείχνει όμως είναι πολύ ευαίσθητη, ειδικά τώρα που βρίσκεται στην εφηβεία. Και έτσι και την καταστρέψεις, θα διακοπεί και η δικιά μας φιλία." Απ' τον αυστηρό της τόνο, κατάλαβε ότι η Ειρήνη δεν αστειευόταν.

"Σωστά. Έχεις δίκιο." παραδέχτηκε ο Στέφανος. "Απ' το να σας χάσω και τις δύο, καλύτερα έτσι. Υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναγίνει τίποτα."

Σε λίγο γύρισε και ο Αχμέτ. Χαιρέτησε τη γυναίκα του και τον φίλο της και πήγε μέσα να αλλάξει. Η Ειρήνη πήγε στην κουζίνα να σερβίρει. Η Ευγενία είχε μαγειρέψει κιόλας, πράγμα που έκανε πολύ συχνά όταν έλειπαν και οι δύο κύριοι της. Σήμερα είχε φτιάξει κρέας με πατάτες στο φούρνο. Κάθισαν οι τρεις τους να φάνε.

"Όλα καλά, Στέφανε;" ρώτησε ο Αχμέτ.

"Ναι, μια χαρά." απάντησε εκείνος. Η Ειρήνη παρατήρησε ότι δεν είχε αγγίξει καν το φαγητό του.

"Α, γιατί σε βλέπω κάπως προβληματισμένο." είπε ο Αχμέτ.

"Ο Στέφανος είχε κάποια προσωπικά θέματα και ήρθε για να τα συζητήσει μαζί μου." εξήγησε η Ειρήνη.

"Ακριβώς. Αλλά τώρα βρήκαμε τη λύση." συμφώνησε ο Στέφανος.

Ο Αχμέτ είχε υποπτευθεί ότι κάποιος από τους φίλους της Ειρήνης ήταν ο πρώτος της έρωτας, όμως μπορεί και να έκανε λάθος. Ποιος να ήταν άραγε; Ο Στέφανος, με τον οποίο έκανε πολλή παρέα, αν και τώρα τελευταία είχαν απομακρυνθεί; Ή μήπως ο Δίας, που εξαφανιζόταν για μήνες και όταν ερχόταν, ήταν λίγο ψυχρός και απόμακρος; Έπρεπε να το εξετάσει, όμως τώρα άλλο τον βασάνιζε: η γυναίκα του δεν έδειχνε ευτυχισμένη και όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να την κάνει. Του έλεγε συνεχώς πως ήθελε ένα παιδί, όμως πώς θα μπορούσαν να γίνουν γονείς αν εκείνη δεν δενόταν περισσότερο μαζί του; Σίγουρα θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Όχι, έπρεπε να την κάνει να τον αγαπήσει πρώτα.

Όταν έφυγε ο Στέφανος αποφάσισε να της μιλήσει.

"Τι σε βασανίζει, αγάπη μου;" τη ρώτησε.

"Τίποτα." απάντησε αδιάφορα η Ειρήνη.

"Δεν σε πιστεύω. Τον τελευταίο καιρό σε βλέπω κάπως και από την ημέρα που παντρευτήκαμε, δεν φαίνεσαι καθόλου ευτυχισμένη. Σου δίνω τα πάντα, κι όμως κάτι σου λείπει. Πες μου τι είναι κι εγώ θα δω τι μπορώ να κάνω. Εκτός απ' το παιδί, φυσικά. Σου εξήγησα τους λόγους για τους οποίους δεν θέλω να κάνουμε ακόμα. Τι άλλο μπορώ να κάνω για να είσαι χαρούμενη;"

Ήταν πάρα πολλά τα πράγματα τα οποία της έλειπαν. Πρώτο και κύριο η ελευθερία της. Έβλεπε μεν τους φίλους της έστω και λίγο και πήγαινε συχνά να επισκεφθεί τους δικούς της, όμως δεν μπορούσε να έχει τον Δία, όχι μόνο όπως τον είχε πριν παντρευτεί, αλλά ούτε καν σαν φίλο της. Ήξερε γιατί είχε επιλέξει να συμμετάσχει στο συγκρότημα. Για να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά της. Θα μπορούσε όμως, έστω και λίγο να βαδίσει προς το όνειρο της να γίνει γιατρός. Ας έλεγαν οι δικοί της ό,τι ήθελαν. Ο Αχμέτ ίσως την καταλάβαινε.

"Θέλω να σπουδάσω." του είπε χωρίς δεύτερη σκέψη.

"Να σπουδάσεις;" ρώτησε εκείνος έκπληκτος.

"Ναι. Ήθελα πάντα να γίνω γιατρός, όμως οι γονείς μου με προόριζαν μόνο για γάμο και οικογένεια. Για τίποτα άλλο."

"Άσε με να το σκεφτώ λίγες μέρες." της είπε.

"Αλήθεια; Θα το σκεφτείς;"

"Φυσικά. Σου υποσχέθηκα απ' την αρχή ότι θα κάνω τα πάντα για να είσαι ευτυχισμένη. Μόνο που είναι δύσκολη απόφαση. Σκέψου πως θα πρέπει να μετακομίσουμε στην Αθήνα για να είσαι πιο κοντά στη σχολή."

Η Ειρήνη δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ο Αχμέτ πήρε στα σοβαρά την επιθυμία της, το όνειρο της. Δεν ήταν τόσο χάλια τελικά η ζωή της μαζί του... Ένα παιδί βέβαια εξακολουθούσε να το θέλει, όμως ήταν μικρή ακόμα και είχε καιρό για αυτό. Λίγες μέρες μετά λοιπόν, ο Αχμέτ της ανακοίνωσε την απόφαση του:

"Τον Σεπτέμβρη μετακομίζουμε στην Αθήνα και ξεκινάς τις σπουδές σου σε όποια σχολή θέλεις."

"Μιλάς σοβαρά;" είπε γεμάτη χαρά η Ειρήνη.

"Σοβαρότατα. Όμως θα πρέπει πρώτα να βρούμε ένα σπίτι και να το πούμε και στους δικούς σου. Ελπίζω να μη σε πειράζει που δεν θα τους βλέπεις συχνά, ε;"

"Ε, ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας... Θα ερχόμαστε στις γιορτές εξάλλου, έτσι δεν είναι;"

"Φυσικά. Ό,τι θέλει η γυναίκα μου. Αρκεί του χρόνου το καλοκαίρι να έρθεις μαζί μου στην Αίγυπτο για ένα μήνα." Η Ειρήνη απόρησε.

"Στην Αίγυπτο;"

"Ναι. Θα μείνουμε στο σπίτι των γονιών μου. Θα σου αρέσει, θα το δεις."

Η Ειρήνη συμφώνησε και την επόμενη μέρα ανακοίνωσαν το νέο στους γονείς της.

"Δηλαδή θα φύγετε;" απόρησε η Σωτηρία.

"Δεν μπορώ να πάω ενάντια στα όνειρα της κόρης σας. Επιπλέον, τα έξοδα δεν είναι πρόβλημα για εμένα."

"Έχεις δίκιο." συμφώνησε ο Αντώνης.

"Και δηλαδή εμείς δεν θα σας βλέπουμε τόσο συχνά;" ρώτησε η Κάτια με παράπονο.

"Θα ερχόμαστε στις γιορτές." προσπάθησε να την καθησυχάσει η αδελφή της, μάταια όμως.

Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, είχε χάσει τα πάντα. Έχασε τον Στέφανο, και την αμέσως επόμενη μέρα του πάρτι τσακώθηκε με τις φίλες της για αυτό το θέμα και εκείνες της είπαν ότι δεν ήθελαν να ξανακάνουν παρέα. Και τώρα η Ειρήνη, το μόνο άτομο που της έδινε λίγη παρηγοριά, ασχέτως αν είχαν απομακρυνθεί τον τελευταίο καιρό, τώρα θα έφευγε μακριά της. Η ζωή της πήγαινε χαμένη.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, η Κάτια ήταν συνεχώς αφηρημένη, με μόνο ενδιαφέρον να ζωγραφίζει αμίλητη ζοφερά τοπία. Το πινέλο και ο καμβάς ήταν οι μοναδικοί της φίλοι. Όταν δεν ζωγράφιζε, περιφερόταν άσκοπα στο σπίτι, σαν το φάντασμα, έτρωγε ελάχιστα και κοιμόταν πολύ. Οι γονείς της ανησυχούσαν και την πήγαν σε ψυχολόγο. Εκείνη δεν αντιστάθηκε ούτε διαμαρτυρήθηκε. Δεν την ενδιέφερε τίποτα έτσι κι αλλιώς. Η ψυχολόγος μίλησε λίγο μαζί της και διέγνωσε κατάθλιψη. Η Σωτηρία ανησύχησε ακόμα περισσότερο.

"Και τι μπορούμε να κάνουμε, γιατρέ;" ρώτησε.

"Θα αρχίσουμε ψυχοθεραπεία. Θα της γράψω κάποια χάπια που ανεβάζουν τη διάθεση. Μην ανησυχείτε, είναι απολύτως φυσικά και δεν δημιουργούν παρενέργειες. Και θα μου τη φέρνετε μια φορά την εβδομάδα να την παρακολουθώ. Και εννοείται ότι μπορείς ανά πάσα ώρα και στιγμή να με παίρνεις τηλέφωνο, Κάτια." Είπε η γιατρός και της έδωσε μια κάρτα με το τηλέφωνο της.

Φυσικά, δεν λύθηκαν όλα τα προβλήματα και οι ανησυχίες της Κάτιας με τη μία. Όμως της έκανε καλό η ψυχολόγος και η ζωγραφική. Το μόνο που δεν της είπε ποτέ ήταν εκείνο που είχε γίνει τότε με τον Μοχάμεντ. Ούτε σε εκείνη τόλμησε να το πει. Φοβόταν πολύ και ντρεπόταν. Της είπε όμως τα πάντα για τον Στέφανο και εκείνη τη βοήθησε σιγά- σιγά να ξεπεράσει όσα είχαν γίνει, αν και όχι να τα ξεχάσει εντελώς. Επιπλέον, με δική της συμβουλή άρχισε να πουλάει κάποιους απ' τους πίνακες της και το ταλέντο της άρχισε να αναγνωρίζεται. Όλα έδειχναν ότι θα πήγαιναν καλά.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top