ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31: Κάτια
2000
Ένας χρόνος πέρασε και πολλά είχαν αλλάξει στις ζωές όλων. Η Ειρήνη τα πήγαινε πολύ καλά στη δουλειά που της είχε βρει ο Αχμέτ ως βοηθός νοσοκόμας. Η νοσοκόμα την οποία βοηθούσε, η Νίνα, ήταν πολύ καλή κοπέλα και έγιναν αμέσως φίλες. Είχε μείνει έκπληκτη όταν της είπε ότι ήταν παντρεμένη από τόσο μικρή. Όμως η Ειρήνη της είπε την ιστορία της και κατάλαβε πως είχαν τα πράγματα. Όσο για τον Δία, τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία και έκτοτε έλειπε σε συναυλίες με το συγκρότημα, τους Σπάνιους Δράκους όπως λέγονταν. Τις ελάχιστες φορές που βγήκαν με την Ειρήνη μίλησαν μόνο φιλικά και δεν έκαναν απολύτως τίποτα.
Η Κάτια ήταν δεκαπέντε χρονών και περνούσε πολύ δύσκολη εφηβεία. Ήταν συνεχώς αντιδραστική και έκανε πάντα το αντίθετο από αυτό που της έλεγαν οι γονείς της. Είχε πάρει ένα καβαλέτο και ζωγράφιζε με μανία ασυνάρτητες πινελιές, σχεδόν σαν να τις πετούσε επάνω στον καμβά για να ξεσπάσει όποτε είχε νεύρα. Στην αρχή δεν ήξερε τι ήταν αυτό που της έφταιγε και την έκανε να αισθάνεται έτσι, μια μέρα όμως κάθισε και σκέφτηκε...και κατάλαβε.
Αυτό που κρατούσε μέσα της τόσο καιρό και νόμιζε πως είχε ξεχάσει επανήλθε τώρα ξανά για να τη στοιχειώσει. Τουλάχιστον, κάποτε είχε την αδελφή της, έναν άνθρωπο να στηριχτεί και να της μιλήσει για όσα την προβλημάτιζαν, αν και δεν τολμούσε να της πει για τον πεθερό της. Είχε μια παρέα όμως, κάποιον που την καταλάβαινε. Τώρα όμως, που η Ειρήνη είχε φύγει από το σπίτι, ένιωθε πιο μόνη από ποτέ. Τις σπάνιες φορές που την έβλεπε πλέον, ήταν συνήθως με συνοδεία του Αχμέτ και μιλούσαν ελάχιστα. Είχαν απομακρυνθεί σαν αδελφές, και οι λιγοστές φίλες που είχε κάνει στο σχολείο δεν ήταν και οι καλύτερες... Ήταν από εκείνα τα κορίτσια που τα έβλεπες και δεν έμοιαζαν καθόλου δεκαπέντε χρονών. Πολύ πιο "προχωρημένες" από την ίδια, βάφονταν, ντύνονταν προκλητικά και συνεχώς "συμβούλευαν" την Κάτια ότι έπρεπε να χάσει την παρθενιά της αν θέλει τα αγόρια να την πάρουν στα σοβαρά. Όμως η Κάτια αγχωνόταν για αυτό. Κάθε φορά που άκουγε για σεξ, της ερχόταν στο μυαλό ο Μοχάμεντ και αυτό που πήγε να της κάνει. Μόνο ένας θα μπορούσε να την αγγίξει, μόνο έναν εμπιστευόταν.
Πρόσφατα είχε αλλάξει λουκ. Έκοψε τα ξανθά μαλλιά της κοντά, παρόλο που η μητέρα της λάτρευε τα μακριά. Οι φίλες της της είπαν ότι της πήγαιναν πολύ έτσι. Πήγε κι έκανε και τατουάζ για να πάει κόντρα στους γονείς της, εκείνους τους ανθρώπους που ποτέ δεν την καταλάβαιναν. Ήταν ένας σκορπιός, το ζώδιο της, τον οποίο ζωγράφισε η ίδια και έδωσε στον καλλιτέχνη να αντιγράψει το σχέδιο πάνω στη δεξιά της γάμπα. Φαινόταν πλέον γυναίκα. Τώρα ήταν έτοιμη να κάνει την κίνηση της και να μιλήσει στον Στέφανο. Τον τελευταίο καιρό είχε μπει για τα καλά στην παρέα του και προσπαθούσε συνεχώς να κερδίζει το ενδιαφέρον του. Οι Τρελάρες, η ομάδα στην οποία έπαιζε ως βασικός σέντερ- φορ, είχαν καταφέρει να ανέβουν με επιτυχία στην Ά Εθνική και πολλοί έλεγαν ότι φέτος θα έπαιρναν το πρώτο τους κύπελλο ή πρωτάθλημα.
Σε κάθε αγώνα, ο Στέφανος έπαιζε πολύ καλά και συχνά έβαζε γκολ. Και τώρα που είχε αρχίσει να γίνεται διάσημος, είχε όποια κοπέλα ήθελε. Η Κάτια είχε βαρεθεί να τον βλέπει συνεχώς με διαφορετική όταν έβγαιναν με την παρέα. Έπρεπε να κερδίσει το μονοπώλιο του, αλλά πως; Δεν της δινόταν ποτέ η ευκαιρία, γιατί πάντα αυτός ήταν με κάποια άλλη. Και όταν επιτέλους αυτή η ευκαιρία της δόθηκε, δεν την εκμεταλλεύτηκε καθόλου σωστά, όταν έκανε αυτό που τη συμβούλευσαν οι φίλες της.
Τον τελευταίο καιρό ο Στέφανος είχε σχέση με μια κοπέλα. Δέσποινα την έλεγαν. Ήταν αρκετά όμορφη και πολλοί πίστευαν ότι ήταν "η μοναδική." Ωστόσο δεν κατάφερε να παρευρεθεί στο πάρτι του αγαπημένου της για τα γενέθλια του, γιατί ξαφνικά αρρώστησε με πυρετό και ήταν πολύ αργά για να το ακυρώσει ο Στέφανος. Όλοι οι φίλοι του περίμεναν πως και πως αυτό το πάρτι, καθώς ήταν το πρώτο στο νέο του σπίτι όπου είχε μετακομίσει πρόσφατα μόνος του. Η Ειρήνη επίσης δεν μπόρεσε να πάει. Δούλευε την επόμενη μέρα και έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς.
Η Κάτια δεν θα το έχανε με τίποτα, ό,τι και αν γινόταν. Ντύθηκε λίγο περισσότερο προκλητικά απ' όσο θα έπρεπε, βάφτηκε κι έφτιαξε στα μαλλιά της μια φράντζα που κάλυπτε το μισό πρόσωπο της. Ήταν έτοιμη να φύγει, όταν ξαφνικά την είδε η μάνα της.
"Που πας έτσι;" τη ρώτησε αγριεμένη.
"Στο πάρτι του Στέφανου." απάντησε με φυσικότητα εκείνη.
"Ντυμένη έτσι, λες και είσαι καμιά του δρόμου;!" φώναξε η Σωτηρία.
"Τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο."
"Ναι, ε; Και τι θα πιστέψουν οι άλλοι για σένα, δεν το σκέφτεσαι;!"
"Όχι."
Εκείνη την ώρα μπήκε στο σαλόνι και ο Αντώνης.
"Καλά, δεν ντρέπεσαι;! Πώς θα βγεις έτσι έξω;!" της φώναξε.
"Όχου, παρατήστε με, μωρέ! Ό,τι γουστάρω θα κάνω! Δεν φτάνει που μου στερήσατε την αδελφή μου, την πουλήσατε σε εκείνους τους Αιγύπτιους χωρίς να υπολογίσετε τα συναισθήματα της, αφήστε τουλάχιστον εμένα να ζήσω όπως θέλω!" τους φώναξε η Κάτια με όλη της τη δύναμη και βγήκε έξω τρέχοντας χτυπώντας την πόρτα πίσω της.
"Κάτια, έλα εδώ τώρα!" της φώναξε η Σωτηρία.
Δεν την πρόλαβαν.
"Είναι μάταιο." είπε παραιτημένος ο Αντώνης.
"Τι θα κάνουμε μ' αυτήν;" αναρωτήθηκε η Σωτηρία. "Συνέχεια έτσι αντιδράει. Και οι ζωγραφιές της...όσο πάνε και αυξάνονται. Μια ολόκληρη αποθήκη έχουμε γεμίσει. Και να πεις ότι κάνει τίποτα όμορφο... Μουντζούρες κάνει."
"Άσε τις ζωγραφιές, ρε γυναίκα. Αυτό είναι το λιγότερο. Το θέμα είναι ότι περνάει δύσκολη εφηβεία και φοβάμαι μην μπλέξει πουθενά."
"Και εγώ αυτό φοβάμαι. Θα βάλω την Ειρήνη να τη συμβουλεύσει. Μόνο αυτήν ακούει."
Και καθώς οι γονείς της συζητούσαν και αγωνιούσαν για εκείνη, η Κάτια προχωρούσε προς το σπίτι του Στέφανου, που ήταν αρκετά κοντά. Είχαν καταφθάσει ήδη πολλοί καλεσμένοι οι οποίοι διασκέδαζαν έπιναν και χόρευαν. Ήταν αρκετοί φίλοι του και συμπαίκτες των Τρελάρων. Μια από τους τελευταίους που κατέφθασαν ήταν η Κάτια. Της άνοιξε ο ίδιος.
"Γεια σου Στέφανε. Χρόνια πολλά." του είπε και τον φίλησε στα δυο του μάγουλα.
"Κάτια; Δεν θα ερχόσουν με την Ειρήνη;" τη ρώτησε εκείνος, έκπληκτος που την είδε μόνη της.
"Ναι, θα ερχόμουν, αλλά δεν θα έρθει η αδελφή μου. Δουλεύει νωρίς αύριο." του απάντησε.
"Α... ΟΚ, δεν πειράζει... Έλα μέσα."
Η Κάτια πέρασε κοιτάζοντας τον στα μάτια, περπατώντας άψογα πάνω στα ψηλά τακούνια της, έχοντας συνηθίσει να τα φοράει στα κλαμπ που πήγαινε με τις φίλες της. Γενικά, όσο περνούσε ο καιρός και έκανε παρέα μαζί τους, τους έμοιαζε όλο και περισσότερο και "κολλούσε" στην παρέα τους. Ο Στέφανος τη σύστησε στους συμπαίκτες του και σε μερικούς ακόμα φίλους του και τέλος πήγαν να μιλήσουν στον Μιχάλη και την υπόλοιπη παρέα. Ο Μιχάλης είχε πρόσφατα παντρευτεί με τη Ντίνα, όμως σήμερα είχε έρθει μόνος του.
"Ω...! Να και η μικρή μας καλλιτέχνης. Τι ομορφιές είναι αυτές..." της είπε.
"Δεν είμαι μικρή." απάντησε άγρια εκείνη.
"Καλά, καλά. Μη φωνάζεις. Άλλαξες πολύ πάντως. Σου πάει το μαλλί έτσι."
"Ευχαριστώ." απάντησε η Κάτια. Ακολούθησε χορός και ποτό από όλα τα μέλη της παρέας.
Ο Στέφανος παρατήρησε ότι η Κάτια έπινε πολύ. Είχε περάσει μόλις μία ώρα και είχε κατεβάσει μόνη της δύο ποτήρια ουίσκι με κόκα κόλα και ήταν στο τρίτο. Έπρεπε να τη συγκρατήσει, γιατί ήταν ανήλικη και τώρα ήταν υπεύθυνος που είχε έρθει μόνη της. Πήγε και της πήρε το ποτήρι και της είπε:
"Κάτια, σταμάτα να πίνεις. Έχω ευθύνη, δεν το καταλαβαίνεις;"
"Ωχ... Σταμάτα να κάνεις κι εσύ σαν τον κηδεμόνα μου. Μια χαρά είμαι, αντέχω." του είπε κι έπειτα άρπαξε τα χέρια του. "Έλα να χορέψουμε..." Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να χορέψει λίγο μαζί της, μήπως και ξεχαστεί λιγάκι απ' το ποτό. Την οδήγησε στον χώρο που είχαν φτιάξει για πίστα και άρχισαν να κινούνται ρυθμικά στο γρήγορο κομμάτι που έπαιζε.
Καθώς χόρευαν, δεν μπορούσε να μην προσέξει τις αλλαγές που είχαν γίνει στο σώμα της τα τελευταία χρόνια: τις εφηβικές καμπύλες της που είχαν γίνει γυναικείες, το στητό της στήθος που μεγάλο μέρος του ήταν ακάλυπτο, τους γοφούς της, τα καλοσχηματισμένα πόδια της. Και τα μάτια της είχαν μια γοητεία που τον μαγνήτιζε... Τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια και μπορούσε να του ζητήσει οτιδήποτε... Χανόταν στο βαθύ σοκολατί χρώμα τους.
Ναι, ο Στέφανος το παραδεχόταν: η Κάτια δεν ήταν πια παιδί.
"Θέλω να σου πω κάτι." του είπε κάποια στιγμή στο αυτί. "Πάμε στο δωμάτιο σου;"
"Πάμε." απάντησε εκείνος, απορημένος για το τι ήθελε να του πει. Την έπιασε απ' το χέρι και την οδήγησε μέσα απ' τον στενό διάδρομο στο δωμάτιο του. Η Κάτια έκλεισε την πόρτα και τον κοίταξε με το πιο γοητευτικό βλέμμα που είχε.
"Σε θέλω, Στέφανε." του είπε.
Ο Στέφανος ξεροκατάπιε. Δεν ήξερε τι να πει. Σίγουρα μιλούσε το ποτό!
"Κάτια, έχεις πιει λίγο παραπάνω και..." προσπάθησε να αντισταθεί, μάταια όμως.
"Σσστ! Μη μιλάς. Δεν χρειάζεται." τον διέκοψε και κόλλησε πάνω του.
"Κάτια..."
"Δεν ήπια πολύ. Ξέρω τι μου γίνεται και θέλω να το θυμάμαι αυτό." του είπε και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Η Κάτια το περίμενε καιρό αυτό το φιλί. Ήθελε να είναι από εκείνον... Πόσο ωραία ένιωθε τώρα μέσα στην αγκαλιά του με τα χείλη τους να κινούνται μαζί... Εκείνος άνοιξε κι άλλο τα χείλη της και η γλώσσα του αναζήτησε τη δικιά της, οδηγώντας την με επιδέξιες κινήσεις σε έναν τρελό χορό. Πόσο τον ήθελε...
Ο Στέφανος είχε χάσει πλέον κάθε ελπίδα να αντισταθεί. Εξακολουθώντας να τη φιλάει όλο και πιο παθιασμένα, έσυρε τα χέρια του κάτω από την κοντή της φούστα. Η Κάτια ήταν βέβαιη πως ήθελε να είναι ο πρώτος της εδώ και τώρα. Έπεσε πίσω, στο κρεβάτι, τραβώντας τον από πάνω της χωρίς να χωριστούν τα στόματα τους λεπτό. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και ο Στέφανος θα τρελαινόταν.
Μα τι κάνω; σκέφτηκε. Αυτή είναι η μικρούλα Κάτια, η αδελφή της Ειρήνης που ξέρω από παιδί. Είναι μόλις δεκαπέντε χρονών. Και σηκώθηκε απότομα από πάνω της.
Η Κάτια έστρωσε τη φούστα της και τον κοίταξε αναψοκοκκινισμένη. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα.
"Γιατί σταμάτησες;" τον ρώτησε ξέπνοα.
"Θεέ μου... Τι πήγα να κάνω;" είπε απελπισμένος ο Στέφανος πιάνοντας το μέτωπο του.
"Τι; Νιώθεις ότι πρόδωσες την κοπέλα σου;" ρώτησε κάπως ειρωνικά η Κάτια.
"Αυτό δεν έπρεπε να γίνει." είπε εκείνος και άρχισε να βηματίζει πέρα- δώθε, προσπαθώντας ακόμα να συνέλθει.
"Σιγά καλέ, δεν κάναμε και σεξ."
"Να πάρει... Είσαι δεκαπέντε, Κάτια! Δεκαπέντε! Αν το συνεχίζαμε, αυτό θα γινόταν! Και ποιος ξέρει τι επιπτώσεις θα είχε μετά!" της φώναξε.
"Ώστε αυτό είναι το μόνο που φοβάσαι; Οι επιπτώσεις;" ρώτησε η Κάτια και πήγε πάλι προς το μέρος του.
Ο Στέφανος την έπιασε απ' τους ώμους με δύναμη.
"Θα έβρισκα το μπελά μου εξαιτίας σου." της είπε νευριασμένος.
"Μα δεν θα έλεγα τίποτα..."
"Γαμώτο! Δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι μόνο η ηλικία. Εντάξει, το παραδέχομαι ότι δεν είσαι πια παιδί, αν αυτό ήθελες να πετύχεις."
"Δεν ήθελα μόνο αυτό." είπε η Κάτια. Δεν κατάφερε να του πει τι ένιωθε στ' αλήθεια όμως.
"Ετοιμάσου. Θα σε πάω σπίτι σου. Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο."
Αυτά τα λόγια πλήγωσαν σαν μαχαίρι την καρδιά της. Πήγε να δακρύσει, ο εγωισμός της και το πείσμα της όμως δεν την άφησαν. Πήρε την τσάντα της απ' το σαλόνι και ξεκίνησαν για το σπίτι της με τα πόδια. Δεν της έριξε ούτε μια ματιά στο δρόμο, δεν της είπε ούτε μια κουβέντα. Αντιθέτως βημάτιζε γρήγορα και η Κάτια πίσω του τον ακολουθούσε περπατώντας με το ζόρι αυτή τη φορά με τα ψηλά της πέδιλα, τα οποία την είχαν πλέον κουράσει.
Αύριο θα μιλήσω στην Ειρήνη. σκέφτηκε ο Στέφανος. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.
"Καληνύχτα." της είπε μόνο όταν έφτασαν. Η Κάτια μπήκε μέσα βιαστικά για να μην προλάβει να δει τα δάκρυα της να τρέχουν. Ο Στέφανος επέστρεψε στο πάρτι και προσπαθούσε να φέρεται σαν να μη συνέβη τίποτα.
Η Κάτια έβγαλε τα παπούτσια της επιτέλους και κίνησε για το δωμάτιο της, που ήταν το παλιό δωμάτιο της Ειρήνης το οποίο πήρε εκείνη για να μη χρειάζεται να περνάει μέσα απ' την κρεβατοκάμαρα των γονιών της. H Σωτηρία ήταν ξύπνια και την περίμενε βλέποντας τηλεόραση.
"Μπα; Γύρισες;" της είπε. Δεν της απάντησε και συνέχισε προς την πόρτα.
"Κάτια, σου μιλάω." επέμεινε η Σωτηρία και σηκώθηκε προς το μέρος της. Η κόρη της την κοίταξε και τότε πρόσεξε πως ήταν δακρυσμένη.
"Κάτια μου; Τι έπαθες;" ρώτησε γεμάτη αγωνία και την πλησίασε. Τι να της απαντούσε τώρα; Ότι την έπεσε στον Στέφανο και έφαγε άκυρο; Ποιος ξέρει τι βρίσιμο θα της έριχνε πάλι...
"Κάτια, τι έπαθες; Σε πείραξε κανένας;" την ξαναρώτησε η Σωτηρία. Η Κάτια έσκυψε το κεφάλι, ενώ καινούργια δάκρυα άρχισαν να πέφτουν.
"Όχι, μαμά, απλά...δεν ξέρω τι έχω. Νιώθω απαίσια με τη συμπεριφορά μου και..." ξεκίνησε να λέει.
"Ω, έλα, δεν πειράζει, γλυκιά μου." είπε η μητέρα της και την αγκάλιασε. "Πήγαινε να κοιμηθείς και αύριο θα συζητήσουμε ήρεμα."
"Ναι, μανούλα. Καληνύχτα." Η Κάτια μπήκε στο δωμάτιο της, έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι με τα ρούχα και ξέσπασε σε λυγμούς βυθίζοντας το πρόσωπο της στο μαξιλάρι για να μην ακουστεί.
Είχε ζήσει την καλύτερη στιγμή της ζωής της με τον Στέφανο και αμέσως μετά εκείνος την απέρριψε με τον χειρότερο τρόπο. Της είπε με λίγα λόγια ότι δεν ήθελε να την ξαναδεί. Μα τι ιδέα ήταν κι αυτή, να ντυθεί έτσι και να του ριχτεί εν ψυχρώ; Τι ήθελε κι άκουσε τις φίλες της; Τώρα θα νόμιζε ότι ήταν σαν εκείνα τα τσουλιά που την έπεφταν στον καθένα και έτσι θα την έβλεπε πάντα. Τον πλησίασε με τον πιο λάθος τρόπο που θα μπορούσε. Και τώρα το μόνο που της έμενε να κάνει ήταν...να μείνει μακριά του.
Ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσει να πληγώνεται.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top