ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30: Μόνο Φίλοι
Άνοιξε τα μάτια της. Οι σκηνές από την προηγούμενη μέρα και νύχτα επανήλθαν στο μυαλό της μία- μία. Έπρεπε να το πάρει απόφαση: τώρα πια ήταν παντρεμένη. Ήταν μια άλλη, η Ειρήνη Αμπντουλάχ, σύζυγος του Αχμέτ κι έπρεπε να φερθεί έτσι. Άλλωστε από μικρή δεν το ήξερε ότι θα γίνει αυτό; Τι πήγε λοιπόν και αγάπησε τον Δία; Θα τον ξεχνούσε και με τον καιρό μπορεί να αγαπούσε τον άντρα της.
Γύρισε από την άλλη. Ο Αχμέτ ακόμα κοιμόταν. Σηκώθηκε, φόρεσε μια ρόμπα και πήγε στο μπάνιο. Έκανε ένα γρήγορο, αναζωογονητικό ντους και συνήλθε. Έπειτα άνοιξε την πόρτα του χολ και βγήκε στο μεγάλο δωμάτιο όπου την προηγούμενη νύχτα είχε γίνει ο γάμος. Εκεί, μια κοπέλα που φορούσε ποδιά μάζευε την ακαταστασία που είχε μείνει από τη γιορτή.
"Καλημέρα." είπε χαμογελώντας στην Ειρήνη μόλις την είδε. "Είμαι η Ευγενία, η καθαρίστρια σας και θα έρχομαι κάθε μέρα να κάνω όλες τις δουλειές σας."
"Καλημέρα, Ευγενία." της είπε και η Ειρήνη. "Σε προσέλαβαν οι γονείς του Αχμέτ;"
"Μάλιστα, του κυρίου Αμπντουλάχ. Και εσείς είστε η κυρία Αμπντουλάχ, έτσι;"
"Φυσικά, η Ειρήνη. Ποια άλλη θα μπορούσα να είμαι; Αφού μόλις χθες παντρευτήκαμε." αστειεύτηκε για να ξεγελάσει πιο πολύ τον εαυτό της.
Η Ευγενία χαχάνισε χαριτωμένα.
"Συγνώμη. Απέκτησα θάρρος από την πρώτη μέρα." είπε και σοβαρεύτηκε απότομα.
"Δεν πειράζει, γέλα με την ψυχή σου. Δεν είμαι καμιά από εκείνες τις ψωνισμένες πλούσιες να σε παρεξηγήσω." της είπε και η κοπέλα γέλασε πάλι. Έπειτα η Ειρήνη κατευθύνθηκε προς το ψυγείο.
"Θα φας μαζί μας πρωινό;" τη ρώτησε.
"Ω, όχι, ευχαριστώ. Δεν είναι σωστό και επιπλέον, έχω φάει σπίτι μου." απάντησε εκείνη.
Η Ειρήνη βρήκε όλα τα υλικά που χρειαζόταν για να φτιάξει τηγανίτες ανοίγοντας το ψυγείο και ψάχνοντας στα ντουλάπια. Μέσα σε ένα από αυτό βρήκε κι ένα τηγάνι και ξεκίνησε. Καθώς έφτιαχνε τις τηγανίτες, μπήκε ο Αχμέτ. Την καλημέρισε, συστήθηκε κι εκείνος με την Ευγενία και πλησίασε τη γυναίκα του.
"Τι καλό φτιάχνεις;" τη ρώτησε.
"Τηγανίτες. Μου είχε μάθει η μητέρα μου."
"Α, ωραία. Θέλεις βοήθεια;"
"Αν μπορείς, απλά φτιάξε μας καφέ." του είπε η Ειρήνη, που πέθαινε για μια κούπα καφέ αυτή τη στιγμή.
"Εντάξει." της είπε ο Αχμέτ.
Λίγα λεπτά μετά, οι τηγανίτες και οι καφέδες είχαν σερβιριστεί στο τραπέζι. Κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Ο Αχμέτ έφαγε μια πιρουνιά και είπε:
"Μμμ... Καταπληκτικές! Συγχαρητήρια."
"Ευχαριστώ." Η Ειρήνη έφαγε κι εκείνη και παραδέχτηκε πως όντως τις είχε πετύχει.
"Σίγουρα θα μαγειρεύεις κι άλλα φαγητά τόσο ωραία." της είπε. Συνέχισαν να τρώνε, να συζητούν και να γνωρίζονται καλύτερα, χωρίς να πουν τίποτα για την προηγούμενη νύχτα.
Οι πρώτες μέρες του γάμου τους κυλούσαν με τον ίδιο ρυθμό. Περνούσαν καλά βέβαια. Έβγαιναν μαζί, την πήγαινε σε πανάκριβα εστιατόρια ή έτρωγαν στα σπίτια των γονιών τους. Δεν την περιόριζε ούτε την πίεζε, αντιθέτως την άφηνε να βγαίνει και με τους φίλους της. Επανασυνδέθηκε με όλους, εκτός από τον Δία, ο οποίος είχε εξαφανιστεί και κανείς δεν είχε νέα του. Ο Στέφανος ήταν πλέον ο κολλητός της και εκείνος που την επισκεπτόταν πιο συχνά.
Κάπως έτσι πέρασαν οι μήνες και έφτασε ο Σεπτέμβρης. Ο Αχμέτ είχε γίνει κάπως πιο προσεκτικός μαζί της στο κρεβάτι, όμως εξακολουθούσε να μην μπορεί να την ικανοποιήσει. Οι γονείς του επέστρεψαν στην Αίγυπτο και εκείνος ανέλαβε τα γραφεία της επιχείρησης στην Αθήνα. Ξεκινούσε νωρίς κάθε πρωί και πήγαινε, εκτός απ' τα Σαββατοκύριακα. Κάποιες φορές έπαιρνε και την Ειρήνη μαζί του. Όποτε δεν την έπαιρνε, εκείνη καθόταν σπίτι και βοηθούσε την Ευγενία στις δουλειές, πήγαινε για ψώνια ή βρισκόταν με τους φίλους και την οικογένεια της. Μία από αυτές τις μέρες ήταν που έλαβε ένα τηλεφώνημα.
Τύχαινε να είναι μόνη της στο σπίτι. Η Ευγενία είχε μόλις τελειώσει τις δουλειές της κι έφυγε. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο.
"Παρακαλώ;"
"Γεια σου, Ειρήνη."
"Δία;" είπε εκείνη. "Τι κάνεις;" Δεν είχε μιλήσει μαζί του ούτε τον είχε δει από την ημέρα του γάμου της και είχε αποδεχτεί πλέον πως χάθηκε εντελώς απ' τη ζωή της.
"Καλά είμαι. Εσύ;"
"Καλά. Προσαρμόζομαι..."
"Δηλαδή θα επιζήσεις;" αστειεύτηκε και η Ειρήνη γέλασε για πρώτη φορά από τότε που παντρεύτηκε.
"Ναι, έτσι νομίζω."
"Κοίτα, Ειρήνη. Το ξανασκέφτηκα. Νομίζω πως θα μας κάνει καλό να αρχίσουμε να βγαίνουμε σαν φίλοι όποτε μπορούμε. Είχες δίκιο, είναι κρίμα να χάσουμε εντελώς ο ένας τον άλλον. Έχουμε ζήσει πολλά μαζί και δεν θέλω να τα πετάξω έτσι απλά. Τι λες;"
Η Ειρήνη το σκέφτηκε πολύ. Σίγουρα θα ένιωθε πολύ καλύτερα αν άρχιζε να τον ξαναβλέπει. Το πρόβλημα ήταν αν θα κατάφερνε όντως να τον βλέπει φιλικά.
"Εντάξει." είπε τελικά. "Τώρα δεν έχω τίποτα να κάνω. Θέλεις να πάμε για καφέ να πούμε τα νέα μας;"
"Ναι, φυσικά. Και έχω καινούργια νέα να σου πω. Θα ετοιμαστώ και θα έρθω από εκεί να σε πάρω. Με δικό μου αυτοκίνητο. Όχι με σοφέρ." είπε ο Δίας.
"Αλήθεια; Έβγαλες δίπλωμα; Χαίρομαι πάρα πολύ. Λοιπόν, θα σε περιμένω. Τα λέμε."
Η Ειρήνη δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να βρει τι να φορέσει. Τελικά, έβαλε ένα τζιν, μαύρες γόβες και μια κόκκινη ανάλαφρη μπλούζα. Όταν ντύθηκε, χτύπησε το κουδούνι και φυσικά ήταν ο Δίας. Είχε κουρέψει τα μαύρα μαλλιά του πολύ κοντά, όπως ήταν στο σχολείο.
"Γεια." Της είπε και της χαμογέλασε κάπως θλιμμένα.
"Γεια. Έλα, περνά μέσα. Θα βαφτώ λίγο και θα φύγουμε."
"ΟΚ." Ο Δίας πέρασε μέσα, την ακολούθησε στο μπάνιο και την παρακολουθούσε καθώς βαφόταν.
"Ο Αχμέτ;" Τη ρώτησε.
"Είναι στα γραφεία της οικογενειακής επιχείρησης, στην Αθήνα."
Όταν βάφτηκε, χτένισε και τα μαλλιά της κι έφυγαν με το αυτοκίνητο του.
"Θα κάνουμε ένα μικρό ταξίδι." Της είπε καθώς οδηγούσε. "Σε πειράζει; Έχεις χρόνο;" Η Ειρήνη χαμογέλασε και του απάντησε:
"Για εσένα πάντα θα έχω χρόνο. Που θα πάμε;"
"Στην Ανάβυσσο."
"Α, ωραία! Να ξεφύγουμε λίγο απ' τα συνηθισμένα." Η Ανάβυσσος δεν ήταν πολύ μακριά.
Έφτασαν και κάθισαν σε μια μικρή καφετέρια, σε μια πλατεία.
"Λοιπόν, τι νέα;" Τον ρώτησε η Ειρήνη.
"Μου ήρθε το χαρτί για να πάω φαντάρος. Για αυτό ήθελα να βρεθούμε πιο πολύ."
"Αλήθεια; Και που θα σε στείλουν;"
"Στην Αυλώνα κανονικά, όμως όταν ορκιστώ θα πρέπει να με μεταφέρουν σε κάποιο νησί. Όμως η μητέρα μου έχει κάποιους γνωστούς και θα τραβήξει τα μέσα για να μείνω Αθήνα."
"Μια χαρά. Και μετά το στρατό, τι σκοπεύεις να κάνεις;"
"Γνώρισα κάτι παιδιά που έχουν φτιάξει ένα ροκ συγκρότημα και παίζουν σε μπαρ και πάρτι. Ψάχνουν για έναν ακόμα κιθαρίστα και κάποιον να τους κάνει τα φωνητικά κι έτσι επέλεξαν εμένα και για τα δύο."
"Αλήθεια; Μπράβο. Θέλω πολύ να σας ακούσω κάποια μέρα." Είπε χαρούμενη η Ειρήνη.
"Έχουμε βγάλει κάποια τραγούδια για τον πρώτο μας δίσκο, όμως όταν γυρίσω απ' το στρατό θα ηχογραφήσουμε και τα υπόλοιπα. Η μητέρα μου μας βρήκε έναν καλό μάνατζερ και χρηματοδότησε για να αγοράσουμε στούντιο και όλα όσα χρειαζόμαστε."
"Όταν βγει ο δίσκος, θα είμαι η πρώτη που θα τον αγοράσει. Να είσαι σίγουρος. Και θέλω πολύ να σας ακούσω και από κοντά."
"Θα διοργανώσουμε και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα μόλις βγει ο δίσκος. Οπότε, καταλαβαίνεις ότι θα λείπω καιρό. Και αν γίνουμε πιο γνωστοί θα συνεχίσουμε την καριέρα μας στο εξωτερικό."
Ωστόσο δεν ακουγόταν αρκετά χαρούμενος. Φαινόταν βέβαια πως του άρεσε όλο αυτό και ακολουθούσε τα όνειρα του, όμως υπήρχε μια θλίψη στη φωνή του.
"Τα δικά σου νέα;" Τη ρώτησε. Η Ειρήνη χαμογέλασε με μελαγχολία.
"Όπως σου είπα και πριν, έχω αρχίσει να συνηθίζω. Ο Αχμέτ είναι καλός μαζί μου, με προσέχει και μου προσφέρει τα πάντα. Η σχεδόν τα πάντα..."
"Του είπες για εμένα;"
"Όχι. Του είπα ότι υπήρχε κάποιος πριν από αυτόν βέβαια. Έπρεπε να του το πω...ξέρεις. Την πρώτη νύχτα του γάμου μας."
"Και πως το πήρε;"
"Άσχημα." Είπε η Ειρήνη. Δεν ήθελε να συνεχίσει με λεπτομέρειες από εκείνη την απαίσια νύχτα.
Ο Δίας όμως επέμεινε:
"Τι εννοείς άσχημα; Σου έκανε κάτι κακό; Σε πλήγωσε;"
"Όχι, απλά... έγινε λίγο απότομος μαζί μου... Βέβαια έφταιγε και το γεγονός ότι δεν είχε πάει με άλλη γυναίκα πριν από εμένα και δεν είχε ιδέα τι να κάνει." Η έκφραση στο πρόσωπο του Δία σκλήρυνε κι άλλο.
"Έτσι και σε πληγώσει ποτέ θα τον σκοτώσω, να το ξέρεις."
"Όχι, Δία. Όλα είναι μια χαρά προς το παρόν. Αν και δεν νιώθω τίποτα. Δεν είναι όπως ήταν μαζί σου..." Είπε η Ειρήνη κι έπειτα άλλαξε θέμα συζήτησης.
Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα και δυστυχώς έπρεπε να φύγουν. Ο Δίας άφησε την Ειρήνη λίγο πιο πίσω από το σπίτι της, γιατί σίγουρα θα είχε γυρίσει ο Αχμέτ απ' τη δουλειά. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη και της είπε:
"Ειρήνη, πέρασα πολύ ωραία. Τώρα δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ, όμως...θέλω να προσέχεις. Εντάξει; Και να μου το πεις άμα σε πειράξει. Μου το υπόσχεσαι;" Η Ειρήνη τον κοίταξε στα μάτια.
"Στο υπόσχομαι." Του είπε. Πόσο θα ήθελε εκείνη τη στιγμή να τον φιλήσει...όμως δεν το έκανε. Ένα απλό φιλί τώρα και θα καταστρέφονταν πάλι όλα. Είχαν συμφωνήσει να παραμείνουν φίλοι.
"Αντίο, Ειρήνη." Της είπε. Έσκυψε, τη φίλησε στο μάγουλο και της άνοιξε την πόρτα. "Να προσέχεις." Είπε πάλι.
Όπως το περίμενε, ο Αχμέτ ήταν στο σαλόνι και την περίμενε.
"Που ήσουν;" Τη ρώτησε.
"Είχα βγει με την παρέα μου. Πήγαμε Ανάβυσσο, γι' αυτό άργησα λίγο. Θα βάλω αμέσως να φάμε."
"ΟΚ..." Άφησε την τσάντα της και άρχισε να ζεσταίνει το χθεσινό τους φαγητό. Κάθισαν να φάνε σιωπηλοί.
"Πήρα μια απόφαση, γυναίκα μου." Της είπε ξαφνικά.
"Τι, άντρα μου;"
"Θα σου βρω δουλειά. Ότι θέλεις. Πες μου τι σ' ενδιαφέρει και θα ξεκινήσω αμέσως να ψάχνω. Θες να σε βάλω στην εταιρεία;"
Η Ειρήνη το σκέφτηκε. Θα ήταν όντως μια καλή θέση στην εταιρεία, όμως δεν θα πήγαινε ευχάριστα εκεί. Ξάφνου θυμήθηκε το χαμένο όνειρο της να γίνει γιατρός. Αφού δεν μπορούσε να το πραγματοποιήσει, τουλάχιστον ας έκανε κάτι παρεμφερές.
"Θέλω να δουλέψω στο κέντρο υγείας." Του είπε τελικά. "Οτιδήποτε είναι διαθέσιμο." Ο Αχμέτ απόρησε, όμως είπε:
"Εντάξει. Θα το κοιτάξω."
Ακολούθησε άλλη μια βραδιά στο κρεβάτι, μια απ' τις συνηθισμένες βραδιές που η Ειρήνη δεν ένιωθε τίποτα.
*************
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top