ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29: Ο Γάμος

Η μέρα του γάμου: Σάββατο, 12 Ιουνίου 1999. Η μέρα που η ζωή της Ειρήνης θα άλλαζε για πάντα. Δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν υπήρχε διέξοδος. Ήταν όλοι, ή σχεδόν όλοι, πολύ χαρούμενοι. Η Κάτια από το πρωί που σηκώθηκε ήταν γεμάτη νεύρα και αντιδρούσε σε όλα. Η Ειρήνη προσπαθούσε να φανεί χαρούμενη και άνετη σαν όλους τους άλλους, πιο πολύ για να την καθησυχάσει. Ήξερε πως η αδελφή της περνούσε δύσκολη εφηβεία και τώρα θα την αποχωριζόταν κιόλας, και γι' αυτό της έλεγε συνεχώς ότι θα πήγαινε να τη βλέπει όσο πιο συχνά μπορούσε. Μάταια όμως. Η Κάτια δεν έλεγε να ηρεμήσει.

Λίγες ώρες πριν το γάμο, εισέβαλαν στο σπίτι ένα σωρό άτομα, η μακιγιέρ, η κομμώτρια, φίλες της Ειρήνης για να τη ντύσουν καθώς και κάτι μακρινές ξαδέρφες της, τις οποίες δεν θυμόταν καν ότι υπήρχαν. Όλα ήταν άψογα. Η Σωτηρία, ντυμένη με το κομψότατο μπλε ταγέρ της, έδινε οδηγίες σε όλους για να είναι τα πάντα στην εντέλεια. Η Κάτια πήγε κι εκείνη για να βοηθήσει τη νύφη να ντυθεί. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και ήταν σαν να της έλεγε:

Τώρα, βρε χαζή, πήγαινε μέσα και πες τους πως θες να παντρευτείς τον Δία και όχι τον Αχμέτ. Η αλήθεια είναι πως η Ειρήνη το είχε σκεφτεί μέσα στη μέρα πολλές φορές αυτό, όμως δεν τολμούσε να το κάνει.

Η ώρα της αναχώρησης έφτασε. Στο σαλόνι, ο Αντώνης περίμενε την κόρη του. Φορούσε κι εκείνος μπλε κοστούμι, να είναι ασορτί με τη Σωτηρία. Η Ειρήνη βγήκε απ' το δωμάτιο, ντυμένη με το κατάλευκο νυφικό της και ένα μακρύ πέπλο στα μαλλιά. Για μια στιγμή, της φάνηκε ότι ο πατέρας της της χαμογέλασε για να την καθησυχάσει, να της πει ότι ούτε εκείνος συμφωνούσε με την καταδίκη της που υπογραφόταν εκείνη τη στιγμή.

Μα πως ήταν δυνατόν, αφού κι αυτός είχε συμβάλλει το ίδιο με τη Σωτηρία για να γίνει ο γάμος. Και αυτός την πουλούσε. Δεν τους μισούσε όμως. Δεν μπορούσε να τους μισήσει. Ήταν οι γονείς της. Μόνο τον εαυτό της μισούσε που δεν μπορούσε να ξεσηκωθεί. Που φοβόταν να πει σε όλους ποιον αγαπούσε πραγματικά.

"Πάμε." της είπε ο Αντώνης και αφού τον έπιασε αγκαζέ βγήκαν έξω. Ακολούθησαν η μητέρα της και η Κάτια. Μόλις πέρασαν το κατώφλι της πόρτας, οι φίλοι και οι συγγενείς της νύφης της πέταξαν ρύζι και ροδοπέταλα.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο του Αντώνη, ο οποίος οδηγούσε. Στη θέση του συνοδηγού κάθισε η Σωτηρία και πίσω, δίπλα στην Ειρήνη, η Κάτια, η οποία την κοίταξε λυπημένη και της κράτησε το χέρι. Τους είχαν πληροφορήσει ότι ο γαμπρός βρισκόταν ήδη στο σπίτι με τους συγγενείς του και περίμεναν. Έκαναν μερικές βόλτες στο Λαύριο, ενώ μια συνοδεία με αυτοκίνητα από πίσω, οι συγγενείς της νύφης, τους συνόδευαν.

"Κόρναρε λίγο. Έτσι κάνει ο κόσμος σε όλους τους γάμους. Σε κηδεία πάμε;" είπε η Σωτηρία στον Αντώνη και εκείνος άρχισε να κορνάρει χαρούμενα, ενώ τα υπόλοιπα αυτοκίνητα έκαναν το  ίδιο. Το πρόσωπο της Ειρήνης παρέμεινε ανέκφραστο σε όλη τη διαδρομή, ενώ όταν επιτέλους έφτασαν στο σπίτι στο Σούνιο ένα μεγάλο βάρος πλάκωσε την καρδιά της, καθώς είδε τον Δία ανάμεσα στους ανθρώπους που περίμεναν απ' έξω.

Ο Δίας είχε φτάσει λίγο πιο πριν με τη μητέρα του και την καινούργια της κατάκτηση, έναν ποδοσφαιριστή, τον Κυριάκο Αλεξόπουλο. Το γκρι στολισμένο αυτοκίνητο σταμάτησε. Η Ειρήνη και οι δικοί της βγήκαν έξω, συνοδευόμενοι από ένα πλήθος χειροκροτημάτων, εκτός από τον Δία ο οποίος απλά την κοιτούσε ακίνητος. Φορούσε μαύρο κοστούμι, μαύρο πουκάμισο, όλα μαύρα σαν να πενθούσε. Η αλήθεια είναι ότι η Ειρήνη πρώτη φορά τον έβλεπε με κοστούμι. Η μητέρα του ήταν πανέμορφη και λαμπερή ως συνήθως. Φορούσε ένα μαύρο, μακρύ φόρεμα με γυαλιστερά στρας που έλαμπαν σε κάθε της κίνηση, με αποκαλυπτικό ντεκολτέ και ένα σκίσιμο απ' τον αστράγαλο μέχρι το πάνω μέρος του μηρού της. Ήταν και ο Στέφανος εκεί με τους γονείς του και αυτό της έδωσε λίγη παρηγοριά.

Και φυσικά, μπροστά από την πόρτα στεκόταν ο Αχμέτ, με λευκό κοστούμι και την ανθοδέσμη στο χέρι. Όλως παραδόξως, ήταν η πρώτη φορά που δεν φορούσε το ηλίθιο καπέλο του. Η Ειρήνη, συνοδευόμενη από τον Αντώνη, πλησίασε. Κρατούσε σφιχτά το μπράτσο του, λες και ήταν σανίδα σωτηρίας. Δεν ήταν όμως, γιατί αυτός ο άνθρωπος, ο ίδιος της ο πατέρας, ήταν που την παρέδωσε στο γαμπρό και στο σκοτεινό, αβέβαιο μέλλον της.

"Είσαι πανέμορφη." της είπε ο Αχμέτ και της έδωσε την ανθοδέσμη.

Μπήκαν όλοι στο σπίτι, όπου ο αντιδήμαρχος είχε ήδη πάρει θέση μπροστά από ένα τραπέζι όπου είχαν τοποθετήσει κάτι χαρτιά. Η διαδικασία ξεκίνησε με ένα λόγο του αντιδημάρχου τον οποίο η Ειρήνη δεν πρόσεξε.  Η Κάτια έψαχνε συνεχώς τριγύρω να βρει τους Μπιλμπάο (και τον Μπίλι), όμως απ' ότι φαινόταν δεν είχαν έρθει. Και ύστερα έφτασε η κρίσιμη στιγμή που όλοι περίμεναν:

"Αχμέτ." είπε ο ιερέας. "Δέχεσαι την Ειρήνη ως παντοτινή σύζυγο σου; Να την αγαπάς και να την προστατεύεις, στα καλά και στα δύσκολα, μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος;"

"Δέχομαι." απάντησε ο Αχμέτ κατευθείαν.

Και τότε έφτασε η στιγμή που και η ίδια έπρεπε να συμφωνήσει στην αιώνια καταδίκη της.

"Ειρήνη. Δέχεσαι τον Αχμέτ ως παντοτινό σύζυγο σου;" Ο χρόνος φάνηκε να πάγωσε. Η Ειρήνη στράφηκε προς το κοινό. Η μητέρα της έκλαιγε από συγκίνηση, σίγουρη πως θα άκουγε το ναι, ενώ όλοι οι υπόλοιποι περίμεναν με αγωνία. Το βλέμμα της εστίασε στον Δία. Είχε παγώσει και την κοιτούσε σαν να της έλεγε:

Παράτα τον. Παράτα αυτόν τον ηλίθιο γάμο και έλα μαζί μου. 

Αν ήταν ταινία, σίγουρα θα είχε αίσιο τέλος, σαν εκείνη που η ίδια η μητέρα του Δία είχε παίξει. Η Μαρία Λιοπούλου, στο ρόλο της Λόλας, είχε αναγκαστεί να παντρευτεί κάποιον από οικονομικό συμφέρον, για τον ίδιο περίπου λόγο που παντρευόταν και η Ειρήνη. Η Λόλα ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας με τον μέλλοντα σύζυγο της, όταν ερωτήθηκε όμως αν τον ήθελε, εκείνη στράφηκε προς τον άντρα που αγαπούσε πραγματικά. Πέταξε την ανθοδέσμη και έφυγε τρέχοντας μαζί του.

Για μερικά δευτερόλεπτα, η Ειρήνη σκέφτηκε να κάνει το ίδιο. Δεν μπόρεσε όμως. Δεν τόλμησε να τα καταστρέψει όλα για να σώσει την αγάπη της.

"Δέχομαι." γύρισε και είπε δακρυσμένη. Η Σωτηρία άφησε να της ξεφύγει ένα επιφώνημα ανακούφισης, όπως και πολλοί άλλοι. Η Μαρία αγκάλιασε παρηγορητικά τον γιο της.

"Με τη συναίνεση και των δύο, σας ονομάζω συζύγους." είπε ο αντιδήμαρχος και η διαδικασία συνεχίστηκε με την υπογραφή των χαρτιών από το ζεύγος και τους μάρτυρες, που ήταν δύο θείοι του Αχμέτ, άγνωστοι στην Ειρήνη.

Η Ειρήνη προσπαθούσε πλέον να μη σκέφτεται, να μην αισθάνεται καθώς έβαζε την υπογραφή της, τελείως μηχανικά, αφού άλλοι ανάγκαζαν το χέρι της. Και όταν επιτέλους τελείωσε, δεν ένιωσε ανακούφιση ούτε λυτρωμό. Ο Αχμέτ την άρπαξε και τη φίλησε και όλοι χειροκρότησαν. Ένιωσε ένα κενό στην ψυχή της, και όταν επιτέλους την άφησε, γύρισε και είδε τον Δία να την κοιτάζει απογοητευμένος. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να πάει κοντά του, όμως την περικύκλωσαν αμέσως οι γονείς του Αχμέτ και οι δικοί της για να τους προετοιμάσουν για την κοπή της γαμήλιας τούρτας.

Ο αντιδήμαρχος μάζεψε τα χαρτιά του και ακολούθησε αμέσως δεξίωση επιτόπου, στο σαλόνι. Έκοψαν την τούρτα και στρώθηκε μπουφές με φαγητό και ποτό. Κάποια στιγμή, η Ειρήνη κατάφερε να ξεφύγει απ' τον Αχμέτ και πλησίασε τους φίλους της: τον Στέφανο, τον Μιχάλη, τη Ντίνα και τη Στέλλα.

"Να ζήσετε." της ευχήθηκαν και ο Στέφανος της χαμογέλασε καθησυχαστικά χαϊδεύοντας ελαφρά το μπράτσο της.

"Είσαι καλά;" τη ρώτησε.

"Ναι." είπε εκείνη και χαμογέλασε βεβιασμένα. "Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθατε."

"Δεν μπορούσαμε να λείπουμε από το γάμο της φίλης μας." είπε ο Στέφανος.

"Σε περιμένουμε και στον δικό μας γάμο." της είπε ο Μιχάλης, ο οποίος είχε πρόσφατα αρραβωνιαστεί με τη Ντίνα.

Εκείνοι όμως αγαπιούνταν. Πόσο τους ζήλευε απλά και μόνο επειδή μπορούσαν να είναι μαζί... Και ας είχαν τόσες διαφορές. Ο Μιχάλης γενικά δεν έσκιζε από εμφάνιση, όμως είχε καλή καρδιά και χαρακτήρα. Η Ντίνα, απ' την άλλη μεριά, ήταν πανέμορφη και πολλά αγόρια στο σχολείο προσπαθούσαν να την κατακτήσουν. Όμως όταν ερωτεύτηκε τον Μιχάλη όλα άλλαξαν και από τότε δεν είχε μάτια για άλλον.

"Αλήθεια, πότε θα γίνει;" τους ρώτησε η Ειρήνη για το ευτυχές γεγονός.

"Του χρόνου, πρώτα ο Θεός." απάντησε η Ντίνα.

"Και στα δικά σας λοιπόν. Θα δούμε. Ελπίζω να καταφέρω να έρθω." είπε και εκείνη την ώρα διέκρινε τον Δία να στέκεται μόνος του σε μια γωνιά με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.

"Η Μελίνα δεν μπόρεσε να έρθει." είπε ο Στέφανος. "Δεν μου είπε το λόγο. Μάλλον θέλει να με αποφύγει."

"Ίσως." είπε η Ειρήνη. "Κρίμα πάντως. Αλλά εγώ δεν της κρατάω κακία. Με συγχωρείτε λίγο, πάω να μιλήσω στον Δία."

Τον πλησίασε. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο, είχε ήδη πιει το ποτό του και φαινόταν να σκέφτεται αν ήθελε να φύγει ή να μείνει.

"Πώς είσαι;" τον ρώτησε. "Δεν καταφέραμε να μιλήσουμε προηγουμένως."

"Δεν είχαμε τίποτα να πούμε έτσι κι αλλιώς." της απάντησε ο Δίας κοιτάζοντας την έντονα.

"Δηλαδή τι ήθελες; Να τα παρατήσω όλα, την οικογένεια μου, τον Αχμέτ και να το σκάσω μαζί σου σαν τη Λόλα;" τον ρώτησε κάπως εκνευρισμένη η Ειρήνη.

"Θες την αλήθεια; Ναι. Αυτό περίμενα. Κακό είναι που είχα μια τελευταία ελπίδα;"

"Μου υποσχέθηκες ότι θα παραμείνουμε φίλοι."

"Δεν μπορώ να σε δω πλέον φιλικά, Ειρήνη. Για αυτό καλύτερα να φύγω από τη ζωή σου."

"Όχι, Δία, σε παρακαλώ. Σε χρειάζομαι. Μην καταστρέψεις τη φιλία μας."

"Και με την αγάπη μας τι γίνεται; Ε; Δεν την υπολογίζεις αυτήν; Δεν αντέχω να σε βλέπω δίπλα του, να σε έχω τόσο κοντά και να ξέρω ότι ανήκεις σε αυτόν. Γι' αυτό θα κόψω κάθε επαφή μαζί σου. Καλύτερα να μη σε βλέπω καθόλου. Αντίο."

Άνοιξε την πόρτα και έφυγε, ενώ η Ειρήνη παρέμεινε ακίνητη, βάζοντας τα δυνατά της να μην κλάψει και καταλάβει κανένας τίποτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μια δύναμη μέσα της την έσπρωξε να τον ακολουθήσει. Κοίταξε τριγύρω στην αίθουσα. Όλοι ήταν απασχολημένοι. Βγήκε τρέχοντας έξω, βαστώντας το νυφικό της.

"Δία! Στάσου!" του φώναξε. Εκείνος σταμάτησε και τον έφτασε.

"Τι άλλο θες;" τη ρώτησε.

"Δεν θέλω να σε χάσω."

"Με έχασες ήδη τη στιγμή που δέχτηκες να παντρευτείς αυτόν. Και όταν σε φίλησε...ήταν σαν να μου κάρφωσες ένα μαχαίρι στην καρδιά."

"Δεν είχα άλλη επιλογή." είπε η Ειρήνη και ένα δάκρυ κύλησε.

"Ούτε εγώ έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να σε ξεχάσω. Αντίο, Ειρήνη." και απομακρύνθηκε, ενώ η Ειρήνη έμεινε να τον κοιτάζει ώσπου χάθηκε στη στροφή. Σκούπισε προσεκτικά τα μάτια της, φόρεσε το ψεύτικο της χαμόγελο και επέστρεψε στη γαμήλια δεξίωση σαν να μη συνέβη τίποτα.

Με το που μπήκε ο Αχμέτ την πλησίασε κατευθείαν.

"Που ήσουνα, γλυκιά μου;" τη ρώτησε.

"Ε... Ο φίλος μου ο Δίας έφυγε γιατί δεν ένιωθε καλά και τον συνόδευσα." του απάντησε όσο πιο φυσικά μπορούσε.

"Τι είχε; Μήπως να τον πήγαινα στο γιατρό...;"

"Όχι, δεν είναι τίποτα. Δεν αντέχει τον πολύ κόσμο." Ήταν αλήθεια πως ο Δίας είχε μια μικρή αγοραφοβία από μικρός, όμως δεν το πάθαινε πάντα. Υπήρχαν μέρη που ένιωθε άνετα, όπως στη συναυλία των Σάπιων Μήλων όπου εκεί μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Και τώρα ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος που έφυγε. Και δεν είχε ιδέα αν θα τον ξαναδεί.

Όταν ο Αχμέτ απομακρύνθηκε, η Μαρία την πλησίασε ανήσυχη.

"Τι έγινε, χρυσό μου; Γιατί έφυγε τόσο ξαφνικά ο γιος μου;" τη ρώτησε. Της απάντησε με την ίδια δικαιολογία. Όμως εκείνη γνώριζε ήδη τα πάντα σχετικά με τη σχέση που είχαν και κατάλαβε τον πραγματικό λόγο.

"Κοίτα..." της είπε χαμηλόφωνα. "Καταλαβαίνω πως δεν είχες άλλη επιλογή. Ο Μοχάμεντ είναι..." κοίταξε προς το μέρος του και φάνηκε να ανατριχιάζει όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν.

"Τι πράγμα;" απόρησε η Ειρήνη.

"Έχω μάθει κάποια πράγματα... Είναι πολύ επικίνδυνος και απρόβλεπτος. Αν αρνιόσουν να παντρευτείς τον γιο του, θα το θεωρούσε ατίμωση προς την οικογένεια του και ποιος ξέρει τι μπορεί να έκανε." Η αλήθεια ήταν πως και η Ειρήνη τον φοβόταν αυτόν τον άνθρωπο. Κυκλοφορούσε παντού με τη χαντζάρα του και τον είχε πετύχει πολλές φορές να τη σφίγγει στο χέρι του όποτε αισθανόταν πίεση. Ίσως δεν δίσταζε να τη χρησιμοποιήσει κιόλας...

"Όμως ξέρω πόσα έχετε ζήσει με τον Δία, Ειρήνη μου. Ξέρω πόσα έχετε περάσει μαζί." συνέχισε  η Μαρία. "Αν θέλεις να συνεχίσεις να τον βλέπεις κρυφά, εγώ δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα και θα σας καλύπτω."

"Σας ευχαριστώ." της είπε η Ειρήνη με μια θλίψη στη φωνή της. "Όμως ο Δίας είπε ότι θέλει να φύγει για πάντα απ' τη ζωή μου. Και ίσως είναι καλύτερα έτσι."

"Όπως νομίζεις." απάντησε η όμορφη ηθοποιός.

Η δεξίωση τελείωσε αργά τη νύχτα και οι τελευταίοι καλεσμένοι, που ήταν οι οικογένειες των νεόνυμφων, αποχώρησαν συγκινημένοι εκτός από την Κάτια που είχε αρχίσει να νυστάζει εδώ και ώρα και γκρίνιαζε για να φύγουν από νωρίς. Έμειναν μόνοι. Η πιο κρίσιμη στιγμή, η στιγμή της αλήθειας, είχε φτάσει και η θλίψη της Ειρήνης μετατράπηκε τώρα σε άγχος και φόβο. Άγχος για το πώς θα του πει αυτό που έπρεπε και φόβο για το άγνωστο άγγιγμα ενός άντρα που δεν ήταν ο Δίας.

Ο Αχμέτ την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα που από εδώ και μπρος θα ήταν η δική τους. Τα φώτα ήταν σβηστά και την κοίταξε με πόθο μέσα στο μισοσκόταδο.

"Περίμενα όλη μου τη ζωή αυτή τη στιγμή." της είπε και την αγκάλιασε. Η Ειρήνη ξεροκατάπιε.

"Δεν πρέπει να φοβάσαι, Ειρήνη. Είσαι η γυναίκα μου." και τη φίλησε. Η Ειρήνη έτρεμε καθώς τα χέρια του τυλίγονταν γύρω της και όταν πήγαν πίσω για να της ξεκουμπώσει το νυφικό, τον σταμάτησε απότομα.

"Τι συμβαίνει;" απόρησε εκείνος.

"Έχω να σου εξομολογηθώ κάτι." του είπε, ελπίζοντας αυτός να μην είναι τόσο παλιών αρχών όσο οι γονείς της και να καταλάβει.

"Τι είναι, αγάπη μου;"

"Δεν..." δίσταζε να συνεχίσει.

"Τι δεν...Ειρήνη;"

Η Ειρήνη έβγαλε από μέσα της αυτό που τη βάραινε. Σκύβοντας το κεφάλι της, λες και είχε κάνει κάποια σοβαρή αμαρτία, ομολόγησε:

"Δεν είναι η πρώτη μου φορά." Ο Αχμέτ προσπάθησε να επεξεργαστεί αυτό που μόλις άκουσε.

"Εννοείς πως..." την άφησε απότομα από την αγκαλιά του και έπιασε το κεφάλι του. "Όχι, δεν είναι δυνατόν. Μου είπαν... Νόμιζα ότι μου έδωσαν παρθένα." είπε με ντροπή.

"Δεν είναι τόσο κακό. Δεν μπορείς να δεχτείς ότι υπήρχε κι άλλος πριν από εσένα; Άλλωστε μόνο ένας ήταν."

"Με κορόιδεψες. Κι εσύ και η οικογένεια σου." της είπε με αηδία.

"Η οικογένεια μου δεν ήξερε τίποτα. Το έκανα κρυφά απ' τους γονείς μου. Ήμουν δεκαεφτά, λογικό ήταν σε αυτή την ηλικία..."

"Όχι, για εσένα δεν ήταν λογικό, Ειρήνη." τη διέκοψε. "Και ξέρεις γιατί; Γιατί εγώ δεν έχω πάει με καμία."

Η Ειρήνη έμεινε έκπληκτη.

"Τι; Αλήθεια λες;"

"Ναι. Μου δόθηκαν πολλές ευκαιρίες, όμως πάντα αντιστεκόμουν γιατί περίμενα εσένα και αυτήν εδώ τη στιγμή! Την πρώτη νύχτα του γάμου μας. Κάναμε μια συμφωνία και εσύ την αθέτησες." Και γύρισε από την άλλη, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί. Η Ειρήνη περίμενε με αγωνία την αντίδραση του.

"Τι θα κάνεις τώρα; Θα με μαρτυρήσεις;" ρώτησε.

Άραγε ποιες θα ήταν οι συνέπειες, αν τη μαρτυρούσε; Σίγουρα οι γονείς του θα σταματούσαν να βοηθούν την οικογένεια της, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Ποιος ξέρει τι θα τους έκανε ο Μοχάμεντ αν δεν μπορούσε να αντέξει μια τέτοια "ταπείνωση". Ο Αχμέτ γύρισε πάλι προς το μέρος της.

"Όχι, δεν θα σε μαρτυρήσω, Ειρήνη. Γιατί σ' αγαπάω. Σε αγάπησα πριν σε γνωρίσω από κοντά, από τις φωτογραφίες, από τον τρόπο που σε περιέγραφαν οι γονείς σου... Σ' αγαπάω, Ειρήνη. Δεν με νοιάζει που δεν είσαι παρθένα. Απόψε θα γίνεις δική μου." Την άρπαξε και άρχισε να  τη γεμίζει με φιλιά, ενώ τα χέρια του με άγαρμπες κινήσεις την άγγιζαν παντού.

"Με πονάς..." προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, μάταια όμως.

"Σ' αγαπάω, Ειρήνη... Είσαι η γυναίκα μου. Θα γίνεις δικιά μου..." της έλεγε, μη μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τις ορμές του. Άρχισε να παλεύει να της βγάλει το νυφικό.

"Θα είσαι μόνο δική μου από εδώ και πέρα."

Όλα έγιναν βίαια, θαρρείς πως ήθελε να την τιμωρήσει. Το πανάκριβο νυφικό σκίστηκε στην άτσαλη προσπάθεια του να της το βγάλει, τα ρούχα του έγιναν ένα κουρέλι στο πάτωμα. Η Ειρήνη δεν πάλευε να αντισταθεί. Δεν είχε νόημα. Έτσι κι αλλιώς ο Αχμέτ είχε δίκιο, ήταν παντρεμένοι πλέον και έπρεπε να το κάνουν. Την έριξε στο κρεβάτι και μπήκε απότομα μέσα της, εκείνη ένιωσε έναν πόνο ο οποίος όμως μετά από μερικά λεπτά υποχώρησε. Έκλεισε τα μάτια της και προσπαθούσε να φανταστεί πως ήταν ο Δίας, όμως της ήταν αδύνατον έτσι όπως αυτός αγκομαχούσε από πάνω της και ο ιδρώτας του έσταζε. Ευτυχώς τελείωσε γρήγορα. Γύρισε ανάσκελα δίπλα της και χωρίς να της πει κουβέντα, πάσχιζε να ξαναβρεί την ανάσα του. Η Ειρήνη έμεινε ακίνητη να κοιτάει το ταβάνι χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Ό,τι και να σκεφτόταν αυτή τη στιγμή θα την πλήγωνε.

Η ανάσα του ολοένα και ηρεμούσε και λίγα λεπτά μετά, άκουσε το ροχαλητό του. Η Ειρήνη γύρισε στο πλάι από τη μεριά του παραθύρου. Ένα απαλό αεράκι ερχόταν απ' έξω και τη δρόσιζε. Άρχισαν να επανέρχονται στη μνήμη της σκηνές από την παιδική και εφηβική της ηλικία, στιγμές με την παρέα της, με τον Δία, στιγμές ελευθερίας και ξεγνοιασιάς οι οποίες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Έπειτα η κούραση την κατέλαβε και βυθίστηκε αργά σε έναν ύπνο βαρύ και χωρίς όνειρα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top