ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27: Ραντεβού
1999
Η σχολική χρονιά πέρασε και ο Ιούνιος έφτασε χωρίς να το καταλάβει κανένας. Πέρασαν όλα πάρα πολύ γρήγορα και ειδικά για την Ειρήνη και τον Δία: Χριστούγεννα, Πάσχα, γιορτές- γενέθλια...και έφτασε το καλοκαίρι που οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Απ' την παρέα θα άλλαζαν πολλά τώρα που τελείωναν το σχολείο. Ο Στέφανος δεν χρειάστηκε να δώσει Πανελλήνιες. Εκείνη την εποχή είχε ιδρυθεί στο Λαύριο μια καινούργια ποδοσφαιρική ομάδα, οι Τρελάρες και από Σεπτέμβρη θα ξεκινούσε να παίζει σε αυτούς, αρχικά ως αναπληρωματικός βέβαια.
Ο Δίας έδωσε Πανελλαδικές, αλλά δεν πέρασε πουθενά. Δεν τον ένοιαζε καθόλου. Έτσι και αλλιώς, δεν είχε ιδέα τι δουλειά θα ήθελε να κάνει. Το μόνο που του άρεσε και ήξερε να κάνει καλά ήταν να παίζει κιθάρα, και έπαιζε πραγματικά πολύ όμορφα. Η Ειρήνη δεν έδωσε για το γνωστό λόγο. Μιλούσαν και με τη Μελίνα στο τηλέφωνο μερικές φορές. Απ' ότι τους είχε πει, πέρασε στη σχολή Δημοσιογραφίας, που ήταν η τρίτη της επιλογή. Παράλληλα είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες για να εκδώσει το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο "Χαμένοι Έρωτες". Απ' ότι φαινόταν λοιπόν, όλοι βάδιζαν προς τα όνειρά τους, εκτός από τον Δία και την Ειρήνη. Αυτοί το μόνο όνειρο που είχαν τώρα ήταν κάτι άπιαστο: να μπορούσαν να είναι μαζί.
Είμαστε λίγες ημέρες πριν το γάμο. Οι Αμπντουλάχ είχαν εγκατασταθεί σε ένα σπίτι εκεί κοντά και βοηθούσαν στις προετοιμασίες, οι οποίες ήταν τόσες πολλές και τόσο κουραστικές, που η Ειρήνη ξεχνιόταν απ' την κούραση. Όταν πήγε να διαλέξει νυφικό με τη μητέρα της, τη μέλλουσα πεθερά της και την αδελφή της, η αλήθεια ήταν πως της άρεσε αυτή η διαδικασία. Προσπαθούσε να φαντάζεται πως παντρεύεται τον Δία, αφού δεν θα γινόταν ποτέ στ' αλήθεια τουλάχιστον να γινόταν στη φαντασία της. Όμως η κυρά- Ελένη την προσγείωσε απότομα στη σκληρή πραγματικότητα:
"Αχ, χρυσό μου, αυτό σου πάει τέλεια! Ο Αχμέτ θα τρελαθεί." της είπε, όταν δοκίμασε ένα μακρύ νυφικό. Είχε πολύ φαρδιά φούστα και στενό κορσέ επάνω.
"Πώς σας φαίνεται;" ρώτησε τη μητέρα της και την αδελφή της.
Η θλίψη είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της και η Κάτια ήταν η μόνη που το πρόσεξε αυτό.
"Εμένα δεν μου αρέσει." είπε.
"Κανένα απ' όλα όσα δοκίμασε η αδελφή σου μέχρι τώρα δεν σου άρεσε. Ήθελα να ήξερα γιατί ήρθες μαζί μας." τη μάλωσε η Σωτηρία.
"Για συμπαράσταση."
"Κάτια!"
"Δεν πειράζει. Μην τσακώνεστε. Θα πάρω αυτό." είπε η Ειρήνη.
"Εσένα σου αρέσει; Ή το παίρνεις για να ξεμπερδεύουμε;" τη ρώτησε η μητέρα της.
"Μη σε νοιάζει για την τιμή, γλυκιά μου. Θα το πληρώσω εγώ." της είπε η Ελένη.
"Ευχαριστώ. Θα το πάρω. Είναι το πιο ωραίο." είπε.
Το αγόρασαν και μετά πήγαν να δουν για κουφέτα και στολισμούς.
"Θα είσαι σαν πριγκίπισσα." της έλεγε συνεχώς η Σωτηρία συγκινημένη. Ο γάμος απ' ότι της εξήγησαν, θα ήταν πολιτικός, επειδή ανήκαν και οι δυο σε διαφορετικές θρησκείες. Δεν θα γινόταν στο δημαρχείο, αλλά στο μεγάλο σπίτι στο Σούνιο, που ήταν πλέον έτοιμο. Ο αντιδήμαρχος θα πήγαινε εκεί και θα τους πάντρευε. Μετά θα ακολουθούσε δεξίωση επιτόπου στο σπίτι.
Πάλι καλά που δεν είναι με ανάγκασαν να γίνω μουσουλμάνα. σκεφτόταν η Ειρήνη. Όλες αυτές τις μέρες, η Ειρήνη δεν είχε δει ούτε τον Αχμέτ, ούτε τους φίλους της. Που να βρει χρόνο για αυτούς...
Η Κάτια ήταν η μόνη της συντροφιά και παρηγοριά. Μια μέρα, κάθονταν στο δωμάτιο της και συζητούσαν. Η Κάτια δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για αυτό που είχε γίνει τότε με τον Μοχάμεντ, και σχεδόν το είχε διαγράψει σαν να μην έγινε.
"Ειρήνη, ο Στέφανος έχει κοπέλα;" ρώτησε κάποια στιγμή.
"Α, μην αρχίζεις πάλι τα ίδια. Είπαμε, είναι λίγο μεγάλος για σένα. Και ναι, Κάτια, έχει κοπέλα. Την ξεπέρασε τη Μελίνα και χωρίς τη βοήθεια σου."
"Κρίμα..." μουρμούρισε η Κάτια.
Εκείνη την ώρα χτύπησε την πόρτα η Σωτηρία και μπήκε.
"Ειρήνη, ήρθε κάποιος να σε δει." της είπε. Νομίζοντας πως θα ήταν ο Δίας, ή έστω ο Στέφανος σηκώθηκε και πήγε σχεδόν τρέχοντας στο σαλόνι. Απογοητεύτηκε μόλις είδε τον Αχμέτ.
"Α, εσύ είσαι;" Φορούσε πάλι εκείνο το ανόητο καπέλο.
"Καλημέρα, Ειρήνη." της είπε εύθυμα εκείνος.
"Καλημέρα."
"Θέλεις να πάμε να σε κεράσω έναν καφέ; Αν συμφωνεί και η μητέρα σου, βέβαια."
"Ω, μα και βέβαια συμφωνώ! Να πάτε!" αναφώνησε κατευθείαν η Σωτηρία. "Αλλά να τη φέρεις πίσω το μεσημέρι για να φάμε, επειδή το απόγευμα έχουμε πρόβα νυφικού. Άντε, κόρη μου. Πήγαινε να ετοιμαστείς." της είπε και την έσπρωξε ελαφρά προς τα μέσα.
"Θα σε περιμένω." της είπε ο Αχμέτ και κάθισε στον καναπέ.
Η Ειρήνη χωρίς να πει τίποτα μπήκε στο δωμάτιο της και άρχισε να ντύνεται, ενώ η Κάτια ζωγράφιζε σιωπηλή.
"Φεύγω." της είπε όταν ήταν έτοιμη.
"Ναι. Να πω καλά να περάσεις;" είπε ειρωνικά εκείνη. Δεν της απάντησε. Μόλις επέστρεψε στο σαλόνι, ο Αχμέτ σηκώθηκε αμέσως και της πρόσφερε ένα λευκό τριαντάφυλλο.
"Ευχαριστώ. Όμως προτιμώ τα κόκκινα." του είπε. Είναι ρομαντικός κατά βάθος. σκέφτηκε.
"Εντάξει, κόκκινο τριαντάφυλλο την επόμενη φορά. Πάμε;" και την έπιασε αγκαζέ.
"Άντε, πάμε. Γεια σου μαμά." Απάντησε.
"Γεια σας, κυρία Σωτηρία." Είπε ο Αχμέτ κι έφυγαν.
Μπήκαν στο ολοκαίνουριο αυτοκίνητο του και ξεκίνησαν. Η Ειρήνη δεν μιλούσε, μόνο κοιτούσε το τριαντάφυλλο και το έκανε κύκλους ανάμεσα στα χέρια της.
"Ειρήνη, θέλω να αρχίσεις να με εμπιστεύεσαι. Τι θα γίνει; Σε τρεις μέρες παντρευόμαστε. Έτσι θα είμαστε, σαν ξένοι;" Τη ρώτησε κάποια στιγμή ο Αχμέτ.
"Δεν είναι και τόσο εύκολο." Του απάντησε εκείνη. "Αυτή η ιδέα με αγχώνει. Τι θα γίνει στο μέλλον; Θα είμαστε ευτυχισμένοι;"
"Θα είμαστε." Απάντησε εκείνος με βεβαιότητα. "Απλώς πρέπει να γνωριστούμε λίγο καλύτερα. Για αυτό σκέφτηκα να βγούμε σήμερα."
Δεν καταλαβαίνει! Σκέφτηκε αγανακτισμένη η Ειρήνη. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι εγώ αγαπώ άλλον; Θεέ μου, πως θα του το πω; Όχι, καλύτερα να μην το μάθει. Στο μεταξύ είχαν φτάσει στο λιμάνι του Λαυρίου, όχι εκεί που ήταν τα καράβια αλλά στο άλλο λιμάνι όπου έδεναν τα κότερα και τις βάρκες. Ο Αχμέτ πάρκαρε και κατέβηκαν. Πήγαν σε μια καφετέρια, κάθισαν και παρήγγειλαν.
"Λοιπόν;" Της είπε ο Αχμέτ, παροτρύνοντας την να ανοίξει ένα θέμα συζήτησης.
"Λοιπόν, ας γνωριστούμε, αφού ο γάμος είναι κάτι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε." Είπε η Ειρήνη και γέλασε νευρικά καθώς το πρόσωπο του Αχμέτ παρέμεινε ανέκφραστο.
"Συγγνώμη. Πλάκα ήταν. Ένα αστείο. Έλα λοιπόν, γέλα. Αστείο... Γελάμε..." Ο Αχμέτ φαινόταν να μην καταλαβαίνει. "Ξέχνα το." Του είπε. Δεν έχει ίχνος από χιούμορ!
"Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;" Τον ρώτησε λίγο μετά για να σπάσει την αμηχανία.
"Το μπλε. Εσένα;"
"Το ροζ. Αγαπημένη μουσική;"
"Αιγυπτιακή και ανατολίτικα. Εσένα;"
"Ροκ και μέταλ."
"Περίεργο..." Είπε απορημένος. "Πως κι έτσι;"
"Μου έμεινε απ' το γυμνάσιο, που ήμουν φρικιό. Με σηκωμένα μαλλιά και σκισμένα τζιν..."
Και τον Δία... συνέχισε από μέσα της. Ο Αχμέτ δεν αντιλήφθηκε τη μελαγχολία στη φωνή της.
"Μάλιστα. Πάντως δεν έχω δει φωτογραφίες σου από εκείνη την εποχή." είπε.
"Λογικό είναι. Οι γονείς μου ντρέπονταν για εμένα έτσι όπως ήμουν." είπε η Ειρήνη.
"Εγώ ποτέ δεν πρόκειται να ντραπώ για σένα." Εκείνη την ώρα έφτασαν οι καφέδες τους.
"Αχμέτ... Νιώθω πως οι γονείς μου με πουλάνε." είπε κάποια στιγμή. Πως μου ήρθε και το είπα αυτό; σκέφτηκε.
"Όχι, αγάπη μου. Μην το λες αυτό."
"Έτσι το βλέπω. Για σκέψου το... Θα πάρουν λεφτά απ' το γάμο μας."
"Δεν είναι έτσι, Ειρήνη. Δες το σαν μια βοήθεια προς την οικογένεια σου, που τώρα πλέον θα είναι και δική μας οικογένεια. Είναι η φιλοσοφία του Αλ Ζαχάρα. Επιπλέον, θα είσαι ασφαλής μαζί μου και δεν θα στερηθείς τίποτα ποτέ ξανά."
Γύρισαν σπίτι λίγο μετά, ενώ είχε μεσημεριάσει. Ο Αχμέτ σταμάτησε το αυτοκίνητο έξω απ' το σπίτι της και την κοίταξε.
"Θα κάτσεις να φας μαζί μας;" του πρότεινε η Ειρήνη, πιο πολύ από ευγένεια.
"Όχι, ευχαριστώ. Με περιμένουν σπίτι. Αν και θα το ήθελα πολύ." της είπε. "Λοιπόν, Ειρήνη, τώρα θα τα ξαναπούμε στο γάμο μας." Έσκυψε και την αποχαιρέτησε μ' ένα απαλό φιλί στα χείλη. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, όταν όμως απομάκρυνε τα χείλη του και την κοίταξε στα μάτια, ένιωσε τρομερή αμηχανία.
"Αυτό ήταν μια αρχή." της είπε, για να την κάνει να νιώσει πιο άνετα.
"Ναι." συμφώνησε εκείνη. "Τα λέμε, γεια."
"Γεια σου, Ειρήνη. Ανυπομονώ να γίνεις γυναίκα μου."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top