ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12: Γυμνάσιο

1993

Η Ειρήνη είχε τρομερό άγχος καθώς πλησίαζε στο καινούργιο της σχολείο. Είχε σηκωθεί από νωρίς, ετοιμάστηκε, ετοίμασε και την Κάτια, που πήγαινε πλέον Τρίτη Δημοτικού και την πήγε με τα πόδια σχολείο, καθώς ο πατέρας τους βρισκόταν στον ψυχολόγο και η μητέρα τους είχε δουλειές. Άφησε λοιπόν την Κάτια στο 3ο και συνέχισε τον δρόμο της για το Γυμνάσιο. Αφού πέρασε το μικρό πευκοδάσος, έστριψε και βρέθηκε απ' έξω. Είδε δεκάδες μεγαλύτερους μαθητές να πηγαινοέρχονται, να μπαινοβγαίνουν από τις ανοιχτές πύλες, κάποιοι να καταφθάνουν με τους γονείς τους και άλλοι μόνοι τους.

Στο βάθος, στον προθάλαμο πίσω απ' τις πύλες, διέκρινε την παρέα της: τον Στέφανο και τον Δία.

'Δόξα το Θεό.' Σκέφτηκε και προχώρησε προς το μέρος τους.

«Ειρήνη! Επιτέλους, ήρθες», της είπε ο Δίας.

«Εμένα περιμένατε εδώ;»

«Φυσικά. Τώρα που ήρθες λοιπόν, θ' αρχίσουμε να τριγυρνάμε στο καινούργιο μας σχολείο», είπε ο Στέφανος. Και άρχισαν να κάνουν βόλτες και να συζητούν μεταξύ τους ή με άλλους παλιούς συμμαθητές τους που συναντούσαν.

Μετά χτύπησε το κουδούνι για τον αγιασμό. Πήγαν στο μεγάλο προαύλιο. Στο βάθος φαινόταν το μικρότερο προαύλιο του Λυκείου.

«Εδώ τα παιδιά της πρώτης!» φώναξε ένας καθηγητής. Είχαν σχηματίσει τρεις σειρές, μία για κάθε τάξη, όχι όμως ανά τετράδες όπως στο Δημοτικό αλλά όπως να' ναι. Καθώς γινόταν η λειτουργία, η Ειρήνη παρατήρησε ότι στη γραμμή της Δευτέρας, κάποια παιδιά κορόιδευαν ή πείραζαν ο ένας τον άλλον.

Μετά ο γυμνασιάρχης έβγαλε λόγο.

«Αγαπητοί μαθητές και καθηγητές. Μια νέα σχολική χρονιά ξεκινάει για όλους μας. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος, που φέτος όπως και κάθε χρόνο έχουμε νέους μαθητές, οι οποίοι ήρθαν από το Δημοτικό. Έχουμε όμως και τελειόφοιτους, που του χρόνου αναχωρούν για το Λύκειο. Όπως και να έχει, πάντως, εύχομαι σε όλους καλή επιτυχία και καλή σταδιοδρομία. Η Δευτέρα και η Τρίτη μπορείτε να περάσετε στις τάξεις σας για να περιμένετε να σας μοιράσουν τα βιβλία. Η Πρώτη να περιμένετε εδώ για να σας χωρίσουμε σε τμήματα».

Η Δευτέρα και η Τρίτη έφυγαν, ενώ τα πρωτάκια περίμεναν με μεγάλη αγωνία. Τα τρία τμήματα χωρίστηκαν ως εξής: το Α1 περιλάμβανε επίθετα από το Α έως το Ι. Εκεί δεν πήγε κανένας απ' την παρέα, πήγαν όμως αρκετοί απ' τους παλιούς συμμαθητές τους και από τα άλλα δύο Δημοτικά. Όπως και στο Α2. Όμως εκεί έβαλαν και τον Δία.

«Λιόπουλος!» φώναξε ο διευθυντής. Ο Δίας είπε στους φίλους του:

«Δεν πειράζει, θα βρισκόμαστε στα διαλείμματα» και απομακρύνθηκε.

«Εγώ σίγουρα θα είμαι στο τρία», είπε η Ειρήνη στον Στέφανο.

«Ναι. Εγώ τουλάχιστον μπορεί να είμαι και με τον Δία», απάντησε ο Στέφανος, που λεγόταν  Σαββίδης στο επίθετο.

Όμως τα επίθετα του Α2 τελείωσαν και τότε ο γυμνασιάρχης είπε:

«Και όσοι έμειναν θα είναι στο Α3». Τα τρία τμήματα ακολούθησαν τους υπεύθυνους καθηγητές τους για να τους οδηγήσουν στις τάξεις τους. Οι αίθουσες της Πρώτης βρίσκονταν σ' ένα προαύλιο πίσω απ' την Δευτέρα και τα γραφεία των καθηγητών, σε κάτι προκάτ που θύμιζαν πολύ εκείνα του Δημοτικού.

Το Α3 μπήκε στην τάξη του, η οποία ήταν πολύ φωτεινή και δροσερή. Η Ειρήνη κι ο Στέφανος κάθισαν σ' ένα θρανίο δίπλα στο παράθυρο με τα κάγκελα. Η υπεύθυνη καθηγήτρια τους, μια γυναίκα με έντονο βάψιμο, λερωμένα ρούχα και μαύρα σγουρά μαλλιά, κάθισε στην έδρα και άρχισε να τους μιλάει.

«Γεια σας παιδιά. Ονομάζομαι Κατερίνα Κουτή και μαζί θα κάνουμε τα φιλολογικά μαθήματα, δηλαδή Γλώσσα, Αρχαία και Λογοτεχνία» και άρχισε να τους εξηγεί πάνω- κάτω τι περιλάμβανε το κάθε μάθημα. Μιλούσε με χωριάτικη προφορά και κάποια παιδιά την κορόιδευαν μεταξύ τους.

«Σαν μάγισσα δεν είναι;» είπε ο Στέφανος στην Ειρήνη και εκείνη συμφώνησε και γέλασαν.

Μετά είδαν έξω απ' το παράθυρο το Α2 να κατευθύνεται προς το γυμναστήριο για να πάρουν βιβλία. Είδαν και τον Δία ανάμεσά τους και χαιρετήθηκαν. Μετά από έναν βαρετό μονόλογο της κυρίας Κουτή, ήρθε ο υπεύθυνος του Α2.
Τους έδωσε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας και είπε:

«Τώρα θα πάμε να πάρετε τα βιβλία σας και μετά μπορείτε να φύγετε». Όλοι σηκώθηκαν και πήγαν μαζί με τη 'μάγισσα' στο μεγάλο προαύλιο και έπειτα στο γυμναστήριο. Τα βιβλία βρίσκονταν σε σειρά ανά στοίβες και ο καθένας που περνούσε έπαιρνε από ένα.

Η Ειρήνη απώθησε κουρασμένη τη βαριά στοίβα με τα βιβλία της σ' ένα θρανίο εκεί κοντά. Ο Στέφανος τα έβαζε ήδη στην τσάντα του, καθώς τα μετρούσε.

«Είκοσι βιβλία», της είπε τέλος.

«Είκοσι ; Αν είναι δυνατόν. Θα τα χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά;»

«Δεν ξέρω. Αύριο πάντως έχουμε Γλώσσα, Μαθηματικά, Γεωγραφία και Ιστορία. Τέσσερις διαφορετικοί καθηγητές».

«Τόσοι καθηγητές; Μα πώς θα μας θυμούνται;»

«Ξέρω γω...; Ο μπαμπάς μου είπε πως θα μας φωνάζουν με τα επίθετα μας».

Η Ειρήνη έβαλε κι εκείνη τα βιβλία στην τσάντα της και τη φορτώθηκε στους ώμους.

«Πώπω, ασήκωτη είναι», είπε.

«Το ξέρω. Έλα πάμε, θα έχει έρθει ο πατέρας μου», της είπε ο Στέφανος και βγήκαν. Έξω απ' το σχολείο, ο Δίας τους περίμενε μαζί με τον σοφέρ και το αυτοκίνητο.

«Παιδιά, θέλετε να σας πάμε ;» ρώτησε τους φίλους του.

« Όχι. Εμένα ήρθε ο πατέρας μου. Τα λέμε αύριο, παιδιά», είπε ο Στέφανος και κατευθύνθηκε προς ένα γκρίζο αυτοκίνητο.

«Ειρήνη, εσύ θες να σε πάμε;» τη ρώτησε ο Δίας και έσπευσε να τη βοηθήσει με την τσάντα της.

«Ναι, όμως, πρέπει να περάσουμε απ' το 3ο να πάρουμε την αδελφή μου».

«Κανένα πρόβλημα. Στο δρόμο μας είναι».

Μπήκαν στο αυτοκίνητο, πήγαν να πάρουν την Κάτια και μετά άφησαν τα κορίτσια σπίτι τους.

«Καλό μεσημέρι κορίτσια. Ειρήνη, θα τα πούμε αύριο», είπε ο Δίας.

«Τα λέμε», είπε η Ειρήνη.

«Γεια σου Δία», τον χαιρέτησε και η Κάτια. Μπήκαν στο σπίτι. Το φαγητό είχε σχεδόν ετοιμαστεί. Οι δυο αδελφές άφησαν τις τσάντες τους με τα καινούργια βιβλία, έπλυναν τα χέρια τους και κάθισαν στο τραπέζι.

Εκείνη την ώρα, βγήκε ο πατέρας τους απ' την κρεβατοκάμαρα. Είχε ένα χαμένο, ονειροπόλο βλέμμα το οποίο οφειλόταν στα φάρμακα που έπαιρνε και στην έλλειψη αλκοόλ. Κάθισε στο τραπέζι με αργές κινήσεις, σαν ζόμπι και τότε η οικογένεια ξεκίνησε να τρώει.

«Πώς σου φάνηκε το Γυμνάσιο;» ρώτησε η Σωτηρία την Ειρήνη. 

«Καλό είναι. Γενικά είναι πιο χαλαρά τα πράγματα. Και τα μεγαλύτερα παιδιά δε μας πείραξαν ούτε μας κορόιδεψαν, όπως φοβόμασταν».

«Είσαι στο ίδιο τμήμα με κανέναν απ' τους φίλους σου;»

«Μόνο με τον Στέφανο. Ο Δίας πήγε στο Α2», απάντησε και αμέσως το μετάνιωσε γιατί η μητέρα της έδειξε να χαίρεται.

Όμως δεν το συνέχισε. Η Σωτηρία στράφηκε στην Κάτια:

«Εσύ, Κάτια μου; Πώς σου φάνηκε η Τρίτη;»

«Δεν μου άρεσε».

«Γιατί;»

«Γιατί η δασκάλα μας είπε ότι δεν θα ζωγραφίζουμε».

« Έλα τώρα... Είσαι μεγάλο κορίτσι πια. Για πάντα θα ζωγραφίζεις;»

«Ναι! Για πάντα! Θέλω να γίνω ζωγράφος!» φώναξε πεισματάρικα η μικρή.

«Ναι, καλά. Κι εγώ ήθελα να γίνω μπαλαρίνα στην ηλικία σου. Φάε το φαγητό σου τώρα».

Η Ειρήνη ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει, να ξεσηκωθεί.

Γιατί μας καταστρέφετε τα όνειρά μας;! Ήθελε να φωνάξει. Όμως δεν το έκανε. Αρκετά είχαν περάσει ήδη, δεν έπρεπε να αναστατώσει κι άλλο τους γονείς της. Όμως τη φιλία της με τον Δία, δεν θα επέτρεπε να τη διαλύσουν. Ούτε εκείνοι, ούτε κανένας άλλος. Τίποτα και κανένας.    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top