ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Αλκοολικός

1992

Ένας χρόνος πέρασε από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η Ειρήνη είχε ηρεμήσει κάπως και ο κολλητός της ο Δίας την είχε βοηθήσει πολύ σε αυτό. Η Κάτια είχε αρχίσει να ζωγραφίζει πολύ τραγικές σκηνές απ' όσα είχε ζήσει. Η Σωτηρία ανησύχησε και την πήγε σε μια παιδοψυχολόγο.

«Μην ανησυχείτε, κυρία Φωτίου.» Της είπε, αφού συζήτησε και ζωγράφισε λίγο με τη μικρή. «Είναι παιδί ακόμα και επειδή δεν κατάφερε να εκφραστεί όπως εσείς οι υπόλοιποι, εκφράζεται έτσι, μέσω της ζωγραφικής.»

Ο Αντώνης, απ' την άλλη μεριά, δεν έδινε δεκάρα για τις ζωγραφιές της Κάτιας. Είχε καταντήσει στ' αλήθεια αλκοολικός. Κάθε βράδυ έφευγε και γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος. Η Σωτηρία τον σιχαινόταν επειδή μύριζε οινόπνευμα και έτσι κλείδωνε την κρεβατοκάμαρα και τον άφηνε να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού.

Μερικές φορές μάλιστα δεν γυρνούσε καθόλου. Το πρωί πήγαινε στη δουλειά του ξενυχτισμένος και ζαλισμένος. Παρά τους δυνατούς καφέδες που έπινε εκεί, δεν έλεγε να συνέλθει. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και κόντευαν να τον διώξουν. Το σπίτι στο οποίο έμεναν είχε ξαναχτιστεί και επέστρεψαν εκεί, για να είναι τα κορίτσια πιο κοντά στο σχολείο τους.

Το θέμα του γάμου της Ειρήνης δεν είχε συζητηθεί εδώ και πολύ καιρό. Η Ειρήνη ήθελε να ξέρει αν όντως ίσχυε ακόμα ή αν οι γονείς της θα ήταν πιο ελαστικοί λόγω του τραγικού γεγονότος. Μια μέρα, πλησίασε τη μητέρα της καθώς έβλεπε τηλεόραση και κάθισε δίπλα της στον καναπέ.

«Μαμά, μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» Τη ρώτησε.

«Ναι, παιδί μου. Πες μου.» Είπε η μητέρα της χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια της από την τηλεόραση.

«Εμ... Δεν ξέρω πώς να στο πω».

Η Σωτηρία γύρισε επιτέλους και την κοίταξε.

«Τι είναι, Ειρήνη;»

«Ε... Να, τώρα που... Τώρα που περνάει κρίση η οικογένειά μας με αυτό που έγινε, ισχύει ακόμα ο γάμος μου με αυτόν τον... Πώς τον λένε;»

«Τον Αχμέτ. Φυσικά και ισχύει. Είπαμε πως ακυρώθηκε η συμφωνία; Άλλωστε, τώρα με τα έξοδα τους έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ».

« Έλεγα μήπως...»

«Ειρήνη, κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ. Σε έξι χρόνια θα γίνει ο γάμος, από τώρα σε απασχολεί; Πού ξέρεις; Μπορεί να τα έχουμε ξεπεράσει αυτά τα προβλήματα μέχρι τότε. Αλλά και να μην τα έχουμε ξεπεράσει, γάμος είναι όσο να' ναι. Θα μας δώσει λίγη χαρά».

Και λεφτά. Σκέφτηκε ειρωνικά η Ειρήνη, αλλά δεν το ξεστόμισε. Δεν ήθελε να στενοχωρήσει κι άλλο τη μητέρα της. Το ίδιο βράδυ τους άκουσε πάλι να τσακώνονται και πήγε στην πόρτα του δωματίου της να κρυφακούσει.

«Σε παρακαλώ, Αντώνη, μην πας να πιεις απόψε», έλεγε η μητέρα της κλαίγοντας. «Καν' το για την ψυχή του Σπύρου μας».

«Τον Σπύρο να τον αφήσεις στην ησυχία του!» φώναξε ο Αντώνης. «Μια χαρά είναι εκεί που είναι! Δεν υποφέρει όπως εμείς! Όπως εγώ, που άφησα εκείνο το ηλίθιο ψητό στο φούρνο!»

«Αντώνη! Τα ποτά και τα ξενύχτια δεν θα τον φέρουν πίσω!»

«Σκάσε, γυναίκα!»

Εκείνη τη στιγμή το κλάμα της Σωτηρίας δυνάμωσε.

«Γιατί μου μιλάς έτσι;»

«Εγώ φταίω για όλα, Σωτηρία. Εγώ τον σκότωσα. Και αυτή είναι η τιμωρία μου!» Και χωρίς να κοιτάξει πίσω, κοπάνησε με δύναμη την πόρτα κι έφυγε.

«ΑΝΤΩΝΗ!» φώναξε για μια ακόμα φορά η Σωτηρία κι έπειτα σωριάστηκε στον καναπέ συνεχίζοντας να κλαίει.

Η Ειρήνη δεν βρήκε το κουράγιο να πάει να την παρηγορήσει κι έτσι επέστρεψε στο κρεβάτι της και κουκουλώθηκε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top