ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Καινούργια Αρχή
1991
Λαύριο: μια ήσυχη, παραθαλάσσια πόλη στα νοτιοανατολικά προάστια της Αττικής. Πολλές οικογένειες μετακόμιζαν εκεί για να ηρεμήσουν και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Μια τέτοια οικογένεια ήταν και εκείνη της Ειρήνης: η οικογένεια Φωτίου. Ο Αντώνης Φωτίου, ο άντρας της οικογένειας, ήταν ο λόγος που μετακόμισαν εκεί.
Δούλευε σ' ένα εργοστάσιο, το οποίο είχε τα γραφεία του στον Πειραιά. Ο Αντώνης εργαζόταν εδώ και χρόνια στα γραφεία ως γραμματέας, στα 38 του χρόνια όμως, πήρε προαγωγή και τον έστειλαν ως επόπτη στο εργοστάσιο της εταιρείας, στο Λαύριο. Η γυναίκα του, η Σωτηρία, ήταν 48 χρονών, δέκα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερη του.
Ο γάμος τους είχε γίνει καθαρά από αγάπη, παρόλο που δεν σκέφτηκαν ότι και οι δυο τους ήταν πάμφτωχοι και θα τα έβγαζαν πέρα δύσκολα. Εκείνη ήταν άνεργη, καθώς ήταν νοικοκυρά παλαιών αρχών και προτιμούσε να φροντίζει το σπίτι και τα τρία παιδιά τους. Τα δύο μεγαλύτερα, η Ειρήνη και ο Σπύρος, ήταν δίδυμα, έντεκα χρονών και θα πήγαιναν Πέμπτη Δημοτικού.
Το μικρότερο μέλος της οικογένειας ήταν η Κάτια, είχε μόλις κλείσει τα έξι της χρόνια και θα πήγαινε Πρώτη Δημοτικού. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου, γιατί προτιμούσε να ζωγραφίζει. Και η αλήθεια ήταν πως είχε μεγάλο ταλέντο σε αυτό, σε σχέση με άλλα παιδάκια της ηλικίας της. Όμως δεν ήθελε με τίποτα τα γράμματα και αυτό θα δυσκόλευε τους καινούργιους δασκάλους της και την ίδια.
"Δεν θέλω να πάω!" γκρίνιαζε, την πρώτη μέρα που εκείνη και τα αδέρφια της θα πήγαιναν στο 3ο Δημοτικό σχολείο Λαυρίου.
"Μα θα σου αρέσει." της είπε ο πατέρας της. "Είναι πολύ ωραίο σχολείο, με φοίνικες, γρασίδι, παιδική χαρά..."
Η Ειρήνη και ο Σπύρος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Όταν άκουσαν πως το σχολείο τους ήταν τόσο μεγάλο, σχεδόν δεν το πίστεψαν, καθώς είχαν συνηθίσει που όλα τα σχολεία του Πειραιά ήταν πολύ μικρά και έμοιαζαν με φυλακές. Τελικά, οι γονείς κατάφεραν να πείσουν την Κάτια και η μικρή με δάκρυα στα μάτια μπήκε στο αυτοκίνητο του Αντώνη.
Η Σωτηρία κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησαν. Όλα τα μέλη της οικογένειας έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Ήταν όλοι κατάξανθοι, εκτός απ' τη Σωτηρία, που ήταν φυσική καστανή αλλά συνέχεια τα έβαφε. Αυτή την εποχή, τα είχε βάψει ένα πολύ ανοιχτό καστανό χρώμα με ξανθιές ανταύγειες. Τα δίδυμα έμοιαζαν πιο πολύ στον πατέρα τους, με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια. Η Κάτια είχε κάστανα μάτια και έμοιαζε πιο πολύ στη μητέρα της.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω απ' το σχολείο. Η Σωτηρία και τα παιδιά βγήκαν έξω.
"Θα έρθω να σε πάρω σε λίγο." Της είπε ο Αντώνης και έφυγε. Η Ειρήνη και ο Σπύρος είχαν παρακολουθήσει κάποια μαθήματα τις πρώτες μέρες στο παλιό τους σχολείο, πριν μετακομίσουν. Η Κάτια, όμως, δεν πήγε τις πρώτες μέρες λόγω ενός προβλήματος που υπήρξε στις διαδικασίες μεταγραφής της.
Το κουδούνι για την προσευχή δεν είχε χτυπήσει ακόμα.
"Ελάτε, παιδιά, ακολουθήστε με." είπε η Σωτηρία, πιάνοντας την Κάτια από το χέρι. Πήγαν στο γραφείο της διευθύντριας και εκείνη τους οδήγησε στους δασκάλους των παιδιών. Μετά, αφού μίλησε στον δάσκαλο της Κάτιας και του είπε πως είχε χάσει τα πρώτα μαθήματα, εκείνος την διαβεβαίωσε πως δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Όλοι οι μαθητές πήραν θέση για την προσευχή, στοιχισμένοι ανά τάξη.
Η Ειρήνη και ο Σπύρος πήραν θέση πίσω- πίσω εκεί που βρισκόταν η Πέμπτη. Η διευθύντρια, οι δάσκαλοι και κάποιοι γονείς στέκονταν μπροστά από τους μαθητές, δίπλα στην Ελληνική σημαία. Ένα κορίτσι από την Έκτη πήγε να πει την προσευχή. Ο Σπύρος και η Ειρήνη κοιτούσαν γύρω τους και πίσω τους το μεγάλο προαύλιο.
"Πώπω, θα χαθούμε εδώ μέσα." ψιθύρισε ο Σπύρος.
"Λες να κάνουμε κανέναν φίλο;" ρώτησε η Ειρήνη.
"Μπα...Δεν νομίζω. Αλλά δεν πειράζει αυτό, γιατί θα έχουμε ο ένας τον άλλο."
Η προσευχή τελείωσε και όλοι οι μαθητές άρχισαν να βαδίζουν προς τις τάξεις τους. Μία γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά πλησίασε τα δύο αδέλφια και τους είπε:
"Είστε ο Σπύρος και η Ειρήνη, σωστά;" Ήταν χαμογελαστή και φαινόταν πολύ καλή.
"Ναι." απάντησαν και οι δυο μαζί. Η δασκάλα χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά.
"Είμαι η δασκάλα σας, η κυρία Λίνα. Ελάτε, πάμε στην τάξη. Καλώς ήρθατε στο σχολείο μας, Ειρήνη και Σπύρο."
Κάποια παιδιά τους κοιτούσαν περίεργα, όμως εκείνοι δεν έδωσαν σημασία και ακολούθησαν την κυρία Λίνα στο υπόστεγο του προαυλίου, ανέβηκαν από κάτι σκάλες στον επάνω όροφο και έφτασαν στην τάξη τους, κάπου στο τέλος του μπαλκονιού. Μπήκαν μέσα. Οι περισσότεροι μαθητές είχαν καθίσει στα θρανία τους.
"Για να δούμε πού θα καθίσετε...Α! Το θρανίο πίσω απ' τον Δία είναι άδειο, πηγαίνετε εκεί." είπε η δασκάλα τους, δείχνοντας ένα αγόρι με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, που καθόταν στην πρώτη λωρίδα, προτελευταίο θρανίο.
Πήγαν και κάθισαν πίσω του, στο τελευταίο θρανίο. Ο Δίας γύρισε και τους κοίταξε.
"Γεια σας. Με λένε Δια. Είστε οι καινούργιοι μαθητές;"
"Ναι. Εγώ είμαι η Ειρήνη και αυτός ο δίδυμος αδελφός μου, ο Σπύρος. Χθες μετακομίσαμε εδώ."
"Χάρηκα. Μοιάζετε πάρα πολύ."
"Πως να μη μοιάζουμε, καλέ; Αφού δίδυμοι είμαστε." Είπε ο Σπύρος και γέλασαν.
"Καλημέρα, παιδιά!" Τους διέκοψε η γλυκιά φωνή της κυρίας Λίνας.
"Καλημέρα, κυρία!" Φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί.
"Λοιπόν, πριν ξεκινήσουμε το μάθημα, θα ήθελα να καλωσορίσουμε δύο νέους μαθητές. Σηκωθείτε πάνω, σας παρακαλώ. Ελάτε, παιδιά, μη ντρέπεστε."
"Σε εσάς το λέει." Είπε ο Δίας.
Η Ειρήνη κι ο Σπύρος σηκώθηκαν και στάθηκαν μπροστά από τον πίνακα.
"Θα ήθελα να συστηθείτε με τους συμμαθητές σας." Είπε η κυρία Λίνα. "Ειρήνη, θες να μιλήσεις εσύ και για τους δύο σας και να μας πεις λίγα λόγια για εσάς;"
"Μάλιστα, κυρία." Είπε η Ειρήνη κι άρχισε να μιλάει: " Με λένε Ειρήνη Φωτίου και από εδώ ο δίδυμος αδελφός μου, ο Σπύρος. Είμαστε έντεκα χρόνων και μόλις μετακομίσαμε στο Λαύριο με τους γονείς μας και την αδελφή μας, την Κάτια, που είναι έξι χρόνων και πηγαίνει στην πρώτη."
"Μπράβο, Ειρήνη. Σ' ευχαριστούμε. Και τώρα, παιδιά, πείτε κι εσείς ένας- ένας τα ονόματα σας στους καινούργιους σας συμμαθητές."
Τα παιδιά άρχισαν με τη σειρά να λένε τα ονόματα τους, όμως η Ειρήνη και ο Σπύρος λίγα συγκράτησαν, όπως για παράδειγμα του Δία που είχαν ήδη γνωριστεί, και της Μελίνας, ενός κοριτσιού που καθόταν επίσης μόνη της. Έπειτα τους άφησε να καθίσουν και ξεκίνησαν το μάθημα. Στο διάλειμμα, ο Δίας τους πρότεινε να πάνε να τους ξεναγήσει στο σχολείο. Τα δύο αδέλφια συμφώνησαν.
"Ναι αμέ, πάμε." Είπε η Ειρήνη και βγήκαν απ' την αίθουσα.
"Εδώ είναι το Ε2." Είπε ο Δίας δείχνοντας τη διπλανή τους αίθουσα. Συνέχισαν να περπατάνε κατά μήκος του μπαλκονιού από εκεί που είχαν έρθει.
"Αυτές είναι οι αίθουσες της Έκτης." Κατέβηκαν κάτω, δίπλα σε κάτι άλλες αίθουσες. "Εδώ είναι η Πρώτη και η Δευτέρα. Η Τρίτη και η Τέταρτη είναι πέρα, στα προκάτ."
"Τι είναι τα προκάτ;" Ζήτησε να μάθει ο Σπύρος.
"Είναι κάτι σαν σπιτάκια. Θα πάμε μετά να σας τα δείξω. Ελάτε, πάμε να συνεχίσουμε."
Τον ακολούθησαν μέσα στον προθάλαμο όπου είχαν μπει όταν έφτασαν.
"Από εδώ μέσα είναι τα γραφεία των δασκάλων και έξω το μπροστινό προαύλιο." Βγήκαν πάλι στο πίσω προαύλιο που ήταν και το πιο μεγάλο.
"Απέναντι βλέπετε τις κούνιες και δίπλα το γήπεδο μπάσκετ. Και τώρα πάμε πέρα." Συνέχισαν το δρόμο τους.
"Έχετε πολύ πράσινο εδώ." είπε η Ειρήνη. "Εμείς, στον Πειραιά, δεν είχαμε τόσο. Τα σχολεία εκεί μοιάζουν με φυλακές." Ο Σπύρος συμφώνησε:
"Ναι, όντως. Το δικό σας είναι πολύ ωραίο σχολείο."
"Τώρα είναι και δικό σας σχολείο." είπε ο Δίας και συνέχισε την ξενάγηση. "Εδώ είναι το γυμναστήριο. Μόνο το χειμώνα κάνουμε γυμναστική εδώ, που κάνει κρύο. Το καλοκαίρι κάνουμε στο μπασκετάκι."
Προχώρησαν λίγο ακόμα. Πέρασαν μια μικρή αυλή με βρυσούλες, ανέβηκαν μερικά πέτρινα σκαλιά και βρέθηκαν επιτέλους στα προκάτ. Ήταν έξι αίθουσες στη σειρά με κάγκελα στα παράθυρα, μπροστά από έναν μικρό κήπο με γρασίδι.
"Ωραία είναι εδώ." είπε η Ειρήνη.
"Ναι, όντως." συμφώνησε ο Δίας. "Πέρυσι εδώ μας είχαν και συνέχεια παίζαμε κυνηγητό. Οι άλλοι δηλαδή. Εγώ δεν έπαιζα."
"Γιατί;" ρώτησε ο Σπύρος.
"Γιατί δεν έχω φίλους." απάντησε και άλλαξε θέμα: "Πάμε να σας δείξω και τη λιμνούλα και μετά να γυρίσουμε, γιατί θα χτυπήσει κουδούνι."
Λίγο πιο πέρα απ' τα προκάτ, τους έδειξε τη λιμνούλα. Γύρω της υπήρχε χορτάρι και εκεί, τα κάγκελα του σχολείου έκαναν γωνία. Μέχρι εκεί έφτανε το σχολείο τους. Γύρισαν από άλλο δρόμο και ο Δίας τους έδειξε επίσης το θεατράκι. Απ' ότι τους είπε, στο τέλος της χρονιάς γίνονταν διάφορες παραστάσεις εκεί. Μετά χτύπησε το κουδούνι και γύρισαν στην αίθουσα, όπου το δεύτερο μάθημα ξεκίνησε.
Στα επόμενα διαλείμματα, ο Δίας τους έδειξε το μπροστινό προαύλιο, καθώς και διάφορα κρυφά περάσματα σε σημεία απ' όπου μπορούσες άνετα να παρακολουθείς τους δασκάλους. Τα αδέλφια είχαν ενθουσιαστεί με το νέο τους σχολείο.
"Δεν πρόκειται να βαρεθούμε ποτέ εδώ." είπε ο Σπύρος στο τέλος, όταν είχαν σχολάσει και πήγαιναν προς την έξοδο. Ο Δίας ήταν μαζί τους.
"Εμάς θα έρθει να μας πάρει ο μπαμπάς μας." του είπε η Ειρήνη. "Εσένα;"
"Η μητέρα μου θα στείλει τον σοφέρ." είπε. "Όπου να' ναι θα έρθει."
"Σοφέρ;" απόρησε ο Σπύρος.
"Ναι...Οδηγός, πώς το λένε; Ο προσωπικός οδηγός της μητέρας μου."
"Εμ...Εντάξει." είπε η Ειρήνη.
Κατέβηκαν τα σκαλιά δίπλα από τις τάξεις της Πρώτης.
"Θα περιμένουμε την αδελφή μας." είπε ο Σπύρος.
"Εντάξει." είπε ο Δίας. "Θα τα πούμε αύριο τότε." Και έφυγε. Τα δυο αδέλφια πήγαν έξω από την τάξη της Κάτιας. Εκείνη βγήκε χαμογελαστή.
"Κοιτάξτε τι ζωγράφισα." τους είπε δείχνοντας μια ζωγραφιά με καμάρι.
"Απίστευτο..." είπε η Ειρήνη.
Είχε ζωγραφίσει με ωραία, ζωντανά χρώματα μια γοργόνα τόσο όμορφη, που κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι την είχε κάνει παιδάκι Πρώτης Δημοτικού.
"Πότε τη ζωγράφισες;" τη ρώτησε ο Σπύρος.
"Την τελευταία ώρα, ο κύριος Παναγιώτης μας άφησε να ζωγραφίσουμε και εγώ έκανα αυτό. Μου είπε μπράβο."
"Μπράβο; Αξίζεις πολλά περισσότερα από ένα απλό μπράβο, αδελφούλα." είπε η Ειρήνη. "Πάμε τώρα. Ο μπαμπάς θα περιμένει."
Βγήκαν έξω. Ο πατέρας τους περίμενε στο μπροστινό προαύλιο.
"Πως πήγε;" Ρώτησε. "Σας άρεσε το καινούργιο σας σχολείο;"
"Ναι!" Είπαν ενθουσιασμένα τα παιδιά όλα μαζί.
"Κοίτα τι ζωγράφισα." Είπε η Κάτια και του έδειξε τη γοργόνα. Ο Αντώνης την κοίταξε σκεφτικός.
"Είναι...τρομακτικά υπέροχο." Μουρμούρισε και η Ειρήνη αναρωτήθηκε γιατί είχε σοκαριστεί τόσο. "Ελάτε τώρα, πάμε σπίτι."
Βγήκαν απ' το σχολείο, πέρασαν το πεζοδρόμιο με τα κάγκελα και βρέθηκαν σε μια αλάνα με φοίνικες γύρω της, που είχε μετατραπεί σε πάρκινγκ. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι, ένα μικρό και ταπεινό σπιτάκι στον Κυπριανό, μια συνοικία λίγο έξω απ' το κέντρο του Λαυρίου. Δεν ήταν πολύ μακριά απ' το σχολείο και έτσι τα παιδιά θα πήγαιναν και μόνα τους όταν μάθαιναν το δρόμο.
Μπήκαν στο κεντρικό δωμάτιο, που ήταν σαλόνι, κουζίνα και τραπεζαρία μαζί. Η Σωτηρία είχε ήδη σερβίρει το φαγητό και τους περίμενε.
"Μαμά, κοίτα τι ζωγράφισα." Είπε η Κάτια ενθουσιασμένη. Η Σωτηρία είδε τη ζωγραφιά και γούρλωσε τα μάτια της.
"Εεε...Μπράβο, Κάτια μου... Πολύ ωραία." Είπε ξεροκαταπίνοντας. "Καθίστε τώρα να φάμε."
Κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε τα μακαρόνια με το κρέας.
"Λοιπόν, πως πήγε η πρώτη μέρα στο σχολείο;" Ρώτησε η Σωτηρία.
"Πολύ ωραία." Είπε η Ειρήνη.
"Κάναμε και έναν καινούριο φίλο, τον Δία." Είπε ο Σπύρος. "Μας έδειξε όλο το σχολείο. Είναι πολύ ωραίο και πολύ μεγάλο. Έχει και λίμνη."
"Δίας; Παράξενο όνομα." Σχολίασε η Κάτια.
"Όχι και παράξενο." Είπε ο Αντώνης. "Ο Δίας ήταν ο αρχηγός των θεών του Ολύμπου. Όμως εσύ αυτά θα τα μάθεις αργότερα."
Όταν τελείωσαν το φαγητό, η Σωτηρία κοίταξε τον άντρα της και είπε στα παιδιά:
"Ο πατέρας σας κι εγώ αποφασίσαμε να πάμε ένα ταξίδι στην Αίγυπτο." Η Ειρήνη απόρησε:
"Στην Αίγυπτο; Πως κι έτσι;"
"Μπορώ να έρθω κι εγώ;" Είπε η Κάτια.
"Όχι." Απάντησε ο Αντώνης. "Εσείς έχετε σχολείο και πρέπει να μείνετε εδώ. Θα φωνάξουμε μια γυναίκα να σας προσέχει. Θέλω να είστε καλά παιδιά, εντάξει;"
Τα παιδιά συμφώνησαν. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάνουν αλλιώς. Σε μια εβδομάδα θα έφευγαν. Η Ειρήνη αναρωτιόταν για ποιο λόγο θα πήγαιναν στην Αίγυπτο. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχαν χρήματα για ένα τέτοιο ταξίδι. Ένα όμως δεν ήξερε: πως αυτό το ταξίδι ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για όλη την οικογένεια και κυρίως πως αφορούσε εκείνη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top