ΝΥΧΤΑ
-Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις RodPavlidou και Adiamondia αλλά και στην alexaioanna η οποία με ανάγκασε να ανεβάσω νωρίτερα~
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ!!!!
Η Μήρα και η Ηβ κατέβηκαν γρήγορα τις σκάλες χωρίς να περιμένουν το ασανσέρ.
Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, τις περίμεναν οι συνάδελφοί τους. Μπροστά στεκόταν η Στέφανι, ντυμένη σοφιστικέ και δωρικά, σαν κοκέτα δικηγόρος, όπως έλεγε και η Άσλυ θέλοντας να την πειράξει.
Δίπλα στην υπαρχηγό τους, η Γκρέις, η οποία ως συνήθως επέλεξε ρούχα που θα της προσέφεραν ευλυγισία· ήταν πάντα έτοιμη για όλα.
Πίσω από τις δυό τους, στέκονταν η Άσλυ, ντυμένη και βαμμένη φανερά βιαστικά, προφανώς θα βοηθούσε κάποια άλλη.
Η Ντημήτερ όμως, δεν φαινόταν πουθενά.
"Πού είναι η Αρχηγός;" Αναρωτήθηκε η Ηβ.
"Αποφάσισε να μείνει στο κρησφύγετο," απάντησε η Στέφανι επίπεδα και άχρωμα.
"Δεν είχε λέει χρόνο ούτε και όρεξη να βγει έξω," συμπλήρωσε η Άσλυ.
"Έλεος πια κι αυτή η κοπέλα," αναστέναξε η Μήρα. "Θα γεράσει μέσα σε εκείνο το υπόγειο σβήνοντας και γράφοντας."
Όλες οι υπόλοιπες έγνεψαν καταφατικά.
"Αφήστε τα τώρα αυτά, μη χαλάτε τη διάθεσή σας," έσπασε τη σιωπή η Γκρέις. "Έχουμε μια ολόκληρη νύχτα μπροστά μας."
Και χωρίς να πουν τίποτα άλλο, με ένα νέο χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη, καβάλησαν τις μηχανές τους όλο χάρη και ξεκίνησαν για το κέντρο της πόλης.
Πίσω στο καταφύγιο, η Ντημήτερ είχε μείνει ώρες σκυμμένη πάνω από ένα τραπέζι, σχεδιάζοντας μια νέα φόρμα για σφαίρες.
Έλεγχε τη σύνδεση των γραναζίων για πολλοστή φορά, ενώ συνεχώς κοιτούσε το ρολόι του τοίχου για να σιγουρευτεί ότι ήταν μέσα στο χρονικά περιθώρια. Ίσα ίσα της έφτανε ο χρόνος να ολοκληρώσει όλες της τις εργασίες.
Μισή ώρα μετά, είχε τελειώσει με τις φόρμες και συνέχιζε στη βελτίωση των κινητήρων της νέας της μηχανής αφού την προηγούμενη την είχε κομματιάσει η Ηβ, μετά από δική της διαταγή, πριν από λιγότερες από δέκα ώρες.
Χασμουρήθηκε. Σηκώθηκε πάνω και παράτησε ό,τι έκανε. Σκέφτηκε πόσο καιρό είχε να χασμουρηθεί· αλλά και πόσο καιρό να κοιμηθεί κανονικά. Κοίταξε φευγαλέα τα αυτοκόλλητα καφεΐνης στο δεξί της χέρι. Σε μια έξαρση ενέργειας, ξεκόλλησε και τα τέσσερα χαρτάκια με την κούπα του καφέ ζωγραφισμένη πάνω τους και βγήκε γρήγορα από το καταφύγιο, κατευθυνόμενη πάνω, στο σπίτι της. Ήταν καιρός η αρχηγός να κοιμηθεί και η αληθινή Ντημήτερ να βγει έξω. Όσο το δυνατόν πιο έξω...
*********************
"Είπαμε δεν θα πιεις άλλο," επέμεινε ο Ξαβιέ. "Σε πειράζει."
"Έχει δίκιο ο ταξιτζής," συμφώνησε με ένα πείραγμα ο Χαλ.
"Σκάσε ρε," σφύριξαν μαζί ο Ξαβιέ και ο Γκραντ- το αντικείμενο της συζήτησης.
Μετά από το τρίτο ποτήρι ουίσκι, η όρασή του τελευταίου είχε αρχίσει να χειροτερεύει επικίνδυνα. Για αυτό και ο Ξαβιέ τον μάλωνε.
«Τι έχω πάθει ρε γαμώτο;» ψιθύρισε, πιο πολύ στον εαυτό του.
"Αυτά περνάει κάνεις, αν έχει τους μεγάλους αδερφούς στο σπίτι," συμπέρανε ο Νταγκ. "Σε κάτι τέτοιες στιγμές χαίρομαι που είμαι μοναχοπαίδι."
"Κι εγώ, φίλε· κι εγώ," συμφώνησε ο Νηλ δίπλα του και ένευσε καταφατικά.
Ξαφνικά, το τραγούδι στο μπαρ άλλαξε. Έγινε πολύ πιο γρήγορο και το μπάσο ήταν έτοιμο να ανατιναχτεί. Ο ρυθμός χτυπούσε σαν τρελός και τα κορίτσια της παρέας δεν μπορούσαν παρά να αρχίζουν να ψιλοχορεύουν, χωρίς να θέλουν να προσβάλουν τους φίλους και συναδέλφους τους.
"Τι έγινε καλέ; Μόνες μας θα χορεύουμε;" Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε η Κάρα για να την ακούσουν και οι πέντε αρσενικοί της παρέας.
"Έχει δίκιο, ελάτε κι εσείς," πρόσθεσε η Έλενα με ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο.
"Ποιος αρνείται σε μια τέτοια πρόσκληση;» απόρησε ο Nηλ και αφού ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ουίσκι του, το άφησε στον πάγκο του μπαρ και πλησίασε την Κάρα με ένα τεράστιο χαμόγελο- ίσως το μεγαλύτερο που είχε ποτέ κατορθώσει.
"Να σας πω κάτι, συμφωνώ με τον Νηλ," ούρλιαξε με τη σειρά του ο Χαλ και μέσα σε ένα λεπτό είχε βρεθεί πίσω από την Έλενα, η οποία γύρισε να τον κοιτάξει ελπίζοντας πως θα ήταν ο Νταγκ, μα σχεδόν απογοητεύτηκε όταν είδε τον νεαρό Υπαστυνόμο Β'. Γρήγορα, όμως, άλλαξε γνώμη και συνέχισε να χορεύει με τον Χαλ χωρίς να την ενδιαφέρει πλέον. Δεν το έκανε τόσο συχνά αυτό και απόψε ήταν μοναδική βραδιά.
"Προβλέπω ότι ο Νηλ θα τα φτύσει σε λίγο," παρατήρησε ο Ξαβιέ με ένα χαζό χαμόγελο.
"Έτσι φαίνεται," συμφώνησε ο Νταγκ, ρουφώντας την μπίρα του χωρίς να νοιάζεται και πολύ για ποιό πράγμα μιλούσε ο συνάδελφος του.
"Δείχνεις αλλού· συμβαίνει κάτι;" Ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον ο Ξαβιέ.
"Απλά βαριέμαι," απάντησε ξερά ο Νταγκ. "Μάλλον θα βγω για λίγο έξω, να πάρω καθαρό αέρα" αποκρίθηκε αργότερα και χωρίς να περιμένει απάντηση είπε στον Γκραντ να προσέχει τα πράγματά του- το κινητό, το πορτοφόλι και τα κλειδιά της μηχανής του- και βγήκε έξω από το μπαρ, στον δρόμο με το μισοσκόταδο.
Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευαν μεσάνυχτα, ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν έξω. Δεν περίμενε κάτι διαφορετικό μιας και ήταν βράδυ Τρίτης. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά κι ένα υπέροχο μισοφέγγαρο έλαμπε στον έναστρο ουρανό, τυπική νύχτα καλοκαιριού.
Μια αίσθηση ειρήνης τον πλημμύρισε ξαφνικά και τον έκανε να νιώσει γαλήνια και όμορφα. Μύρισε τη μυρωδιά της πόλης. Άσφαλτος, βενζίνη, αλκοόλ από το μπαρ, μια απαλή μυρωδιά καμένου, πιθανότατα από τη λάμπα του δρόμου η οποία έμοιαζε να είχε μισοκαεί. Κοίταξε γύρω του. Ησυχία. Ηρεμία. Γαλήνη. Ειρήνη. Τίποτα δε σάλλευε, ούτε καν τα φύλλα των δέντρων στο βραδινό αεράκι. Χαμογέλασε μαλακά. Τι όμορφη που ήταν η ησυχία. Έπρεπε όμως τώρα να επιστρέψει μέσα, στη φασαρία, στην ένταση· εκεί όπου είχε μάθει να ζει εξαιτίας της δουλειάς του.
Κι ενώ ήταν έτοιμος να ξαναμπεί, άκουσε φωνές από μακρυά να ταράζουν την ησυχία. Γυναίκες φωνές. Γυναικεία παρέα, υπέθεσε. Τι να γύρευαν εδώ; Αποφάσισε να μείνει άλλο λίγο έξω, να τις παρατηρήσει.
Μέσα στο μπαρ, η Έλενα είχε ήδη χορέψει τέσσερα τραγούδια με τον Χαλ και δεν άντεχε άλλο. Ζήτησε συγγνώμη και επέστρεψε στο μπαρ ενώ η Κάρα έμοιαζε να μην θέλει να σταματήσει να χορεύει με τον Νηλ.
"Πού είναι ο Νταγκ;" Ρώτησε κοιτώντας τριγύρω προσπαθώντας να τον βρει.
"Βγήκε για λίγο έξω," εξήγησε ο Ξαβιέ, του οποίου τα μάτια δεν άφηναν ποτέ τον Γκραντ, φοβούμενος μην ξεφύγει από τον έλεγχο μέσα στη ζάλη του.
Η Έλενα, σχεδόν τρέχοντας, κατευθύνθηκε στην έξοδο του μαγαζιού, αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με τον νέο Υπαστυνόμο Α' του τμήματος τους.
*******************
Η Ντημήτερ ντύθηκε με ό,τι πιο βραδινό βρήκε στη ντουλάπα της, ενώ παράλληλα αναρωτιόταν από πότε είχε να αγοράσει καινούρια ρούχα.
"Μάλλον έχω αφιερωθεί υπερβολικά στη δουλειά μου," μονολόγησε. "Καιρός να κοιτάξω και την υπόλοιπη ζωή μου."
Φόρεσε ένα μαύρο, προκλητικά κοντό φόρεμα που επιδείκνυε όλο το μάκρος των ποδιών της και μαύρα ψηλοτάκουνα παπούτσια, τα οποία την έκαναν να ξεπερνάει το ένα μέτρο και ενενήντα εκατοστά, Χαμογέλασε στον εαυτό της στον καθρέφτη.
Έπειτα πήρε την μαύρη της τσάντα και βγήκε από το διαμέρισμά της, φροντίζοντας να το κλειδώσει δύο φορές. Πήρε ταξί, δεν είχε όρεξη να οδηγήσει.
'Απόψε είναι η δική μου νύχτα',
σκέφτηκε και η μια άκρη των απαλά βαμμένων της χειλιών ανασηκώθηκε ελάχιστα.
"Πού πάει η όμορφη κυρία;" Ρώτησε ο ταξιτζής.
"Στο κέντρο," απάντησε μονολεκτικά η δολοφόνος -που μόνο έτσι δεν θα την αποκαλούσε κάποιος αν την έβλεπε τώρα.
Μετά από μερική ώρα, κατέβηκε από το ταξί, πλήρωσε και ψιθύρισε καλό βράδυ στον οδηγό. Άρχισε να περπατάει στον δρόμο προτού αποφασίσει να μπει σε ένα μπαρ που της τράβηξε το ενδιαφέρον. Πού να ήξερε ότι εκεί θα γνώριζε ένα ζευγάρι μαύρα μάτια που θα άλλαζαν τη ζωή της μια και καλή...
***********************
Η Μήρα ήταν απορροφημένη σε μια από τις σπάνιες συζητήσεις που είχε με την υπαρχηγό τους, τη Στέφανι, που σχεδόν δεν πρόσεχε πού πατούσε. Απλά ακολουθούσε τη Γκρέις και την Ηβ που περπατούσαν μπροστά συζητώντας κι αυτές, ενώ από πίσω τους ακουγόταν η φωνή της Άσλυ, η οποία μιλούσε στο τηλέφωνο, πιθανότατα με τη μητέρα της.
Η νεαρή κοπέλα διασκέδαζε τρομερά και μόνο που άκουγε την πρασινομάτα κακοποιό να μιλάει για τον διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων και την αδικία.
Την ίδια νύχτα, η ίδια τους είχε αποκαλύψει ότι είχε πράγματι σπουδάσει δικηγόρος αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκε με το επάγγελμα, καθώς το έγκλημα και ο κίνδυνος την τραβούσαν περισσότερο. Από τα έξι της έκανε τοξοβολία. Το απλό και αθώο της χόμπι κατέληξε να γίνει ο τρόπος πάλης της. Ήταν η καλύτερη τοξοβόλος που είχε δει ποτέ της η Μήρα, με τρομερό στόχο και ακρίβεια και ήταν η πρώτη γυναίκα στην ομάδα που κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και τον σεβασμό της. Αν και όχι τόσο επιβλητική όσο η Ντημήτερ, απέπνεε έναν αέρα σιγουριάς και θάρρους που έμοιαζε να ελκύει τους πάντες.
Έτσι λοιπόν, η Μήρα είχε απορροφηθεί τόσο από τη συζήτηση τους και από τα λεγόμενά της που δεν πρόσεξε το ότι μπερδεύτηκε στα πόδια ενός αγνώστου και αμέσως έχασε την ισορροπία της με αποτέλεσμα να αρχίσει να πέφτει στο έδαφος σαν βράχος κομμένος από το βουνό.
Ευθύς, ένιωσε δύο μεγάλα, μυώδη χέρια να την αρπάζουν σφιχτά, αλλά όχι τόσο όσο να την πονέσουν, και να την συγκρατούν από βέβαια σύγκρουση με το πεζοδρόμιο και τραυματισμό.
"Είστε καλά;" Αναρωτήθηκε μια αντρική φωνή που ερχόταν από πάνω της.
'Μάλλον αυτός με έπιασε', υπέθεσε στο μυαλό της η Μήρα και διστακτικά σήκωσε το κεφάλι της να τον κοιτάξει αφού πρώτα έγνεψε στα κορίτσια, τα οποία είχαν σταματήσει για να δουν τι συνέβη, να συνεχίσουν την πορεία τους. Εκείνες υπάκουσαν σιωπηλά και με έναν απλό χαιρετισμό απομακρύνθηκαν.
Ύστερα η Μήρα γύρισε όλη της την προσοχή στον σωτήρα της. Η όψη μπροστά της την έκανε να θέλει να σωριαστεί κάτω ξανά. Δύο πανέμορφα γαλαζοπράσινα μάτια την κοιτούσαν με ανησυχία. Ένα υπέροχο πρόσωπο είχε σουφρώσει, πιθανόν αναρωτιόταν για την κατάστασή της. Και δύο εξαίσια χείλη είχαν μισανοίξει από το ενδιαφέρον για εκείνη μην έχοντας τι να πουν.
Χωρίς καν να το καταλάβει, η Μήρα κυριολεκτικά κρεμάστηκε πάνω του, τοποθετώντας και τα δύο της χέρια στη μέση του ενώ εκείνος αγκάλιασε το πρόσωπό της με τις τεράστιες παλάμες του.
"Είμαι καλά, σας ευχαριστώ," απάντησε αδύναμα η Μήρα και τα μάτια της δεν άφηναν ποτέ τα δικά του.
<><><><><><><><><><><><>
Η πόρτα του μπαρ άνοιξε και μια βιαστική Έλενα ξεχύθηκε, της οποίας η ορμή ανακόπηκε βίαια και τα βήματά της σταμάτησαν μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε μπροστά της. Ο Νταγκ είχε στα χέρια του μια άγνωστη και τα μάτια του έλαμπαν στην όψη της.
Η νεαρή αστυνομικός ένιωσε έναν κεραυνό να χτυπάει στην καρδιά της και να την κομματιάζει. Χωρίς να πει τίποτα και αρνούμενη να συνεχίσει να βλέπει αυτό το θέαμα που τόσο την πλήγωνε, έτρεξε πάλι μέσα στο μπαρ και στο σημείο του πάγκου όπου κάθονταν οι υπόλοιποι της παρέας. Κάθισε σε ένα από τα καθίσματα και δεν έβγαζε άχνα· μέχρι που ο Χαλ αποφάσισε να την πλησιάσει.
<><><><><><><><><><><><>
"Σας ευχαριστώ πολύ για τη διάσωση," ψιθύρισε η Μήρα.
"Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα," ψέλλισε ο Νταγκ.
"Είμαι η Μήρα," του είπε με ένα ζεστό χαμόγελο.
"Κι εγώ ο Νταγκ," αποκρίθηκε εκείνος.
"Πολύ χαριτωμένο όνομα," αποκρίθηκε εκείνη και το χαμόγελό της διευρύνθηκε.
"Όπως και το δικό σας," αποκρίθηκε ο Νταγκ με τη σειρά του.
"Δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε στον πληθυντικό," είπε επίπεδα η Μήρα.
"Όχι δεν υπάρχει," συμφώνησε ο Νταγκ και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της Μήρα. Ήταν μήνυμα. Από την Ηβ.
Πού είσαι; Έλα να μας βρεις στο τετράγωνο συντριβάνι, υπάρχει κάτι που πρέπει να συζητήσουμε.
Αμέσως, έκλεισε την οθόνη του κινητού και κοιταξε τον καστανόξανθο νέο με ένα λυπημένο βλέμμα.
"Δυστυχώς πρέπει να φύγω," είπε και έκανε να απομακρυνθεί, όμως ένιωσε το χέρι του να αρπάζει τον αγκώνα της σφιχτά και να μην την αφήνει να κάνει βήμα. Ανατρίχιασε στο άγγιγμά του.
"Πότε θα σε ξαναδώ;" Τον άκουσε να τη ρωτάει και δεν τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι της να τον αντικρίσει.
"Δεν νομίζω πως θα ήταν σωστό να με ξαναδείς," απάντησε και με μια κίνηση ξεγλίστρησε από τη λαβή του και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Ο Νταγκ απλά έμεινε να την κοιτάει. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβη. Του φάνηκε σαν όνειρο.
Αργά, ξαναμπήκε στο μπαρ για να βρει μια σιωπηλή παρέα να πίνει συνεχώς και να μιλάει ελάχιστα, βυθισμένοι ο καθένας στους προσωπικούς του δαίμονες και στοιχειά, ενώ όλοι γύρω τους λικνίζονταν στους ήχους της μουσικής του 'DJ'.
"Ποιά ήταν εκεί έξω;" Ρώτησε από ενδιαφέρον ο Νηλ.
"Τι σημασία έχει πλέον;" Αποκρίθηκε με μια νέα ερώτηση ο Νταγκ και παρήγγειλε διπλό ουίσκι.
Η Κάρα δίπλα του κουτουλούσε από το αλκοόλ και την νύστα, ο Χαλ έπινε μαζί με μια πληγωμένη Έλενα -ένας Θεός ξέρει από τι- και ο Ξαβιέ προσπαθούσε να πιεί το Περιέ του και να συγκρατήσει τον Γκραντ που παράλληλα είχε πιεί άλλα δύο ποτήρια ουίσκι.
"Τι νύχτα Θεέ μου," ομολόγησε χωρίς να περιμένει απάντηση από κανέναν...
*********************
2050 λέξεις!!! Δεν έχω ξαναγράψει ποτέ κάτι τόσο μεγάλο!!!!
Καλέ τι έγινε σε αυτό το κεφάλαιο... Τα πάντα.
Οι ερωτήσεις μου:
1)H Helena θα ξεπεράσει ποτέ τον Doug???
2)Η Mera και οι υπόλοιπες τι να σχεδιάζουν; Και τι να έχει να κάνει με αυτό η Demeter?
3)Ποια μαύρα μάτια πιστεύετε θα συναντήσει η Demeter και πώς ακριβώς θα επηρεαστεί;
Σας παρακαλώ πολύ αφήστε σχόλια και αν θέλετε ψηφίστε.
~Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top