Twelve
Παρίσι 1824,
Ο Ντάρσυ είχε εγκλιματιστεί αρκετά καλά στο Παρίσι. Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι που είχε φροντίσει να του βρει ο πατέρας του μέσο ενός καλού του φίλου εκεί.
Η μετακίνηση του δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, το σπίτι είχε φτιαχτεί με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να κινηθεί μόνος του χωρίς τη βοήθεια κάποιου.
Ακόμη και το δωμάτιο του ήταν στο ισόγειο και όχι σε άλλον όροφο ως ηθιστε.
Ήταν ήδη εννέα μήνες εκεί και είχε καταφέρει να κερδίσει τη συμπάθεια του Σεμπάστιαν Λέτο,ενός άλλου σπουδαστή που είχε έρθει από την Αμερική.
Έπαιρνε κι εκείνος μαθήματα μουσικής και φιλοσοφίας όπως ο Ντάρσυ και έτσι είχαν πολλά κοινά να συζητούν.
"Σεμπάστιαν,πως και τόσο πρωινός σήμερα? Μην μου πεις πως δεν ξενυχτησες χθες βράδυ?",ο Σεμπάστιαν ήταν ένας νέος που του άρεσε να ζει τη ζωή του στα άκρα. Στη Γαλλία ζούσε τον τελευταίο ενα χρονο και ήδη το όνομα του είχε γίνει γνωστό σχεδόν σε όλες τις λέσχες της πόλης.
"Λοιπόν,αγαπητέ μου φίλε έχω ευχάριστα νέα. Μόλις έμαθα πως έφτασε στην πόλη το πιο γνωστό σόου χορού με τα πιο καυτά κορίτσια και θα μείνει για τουλάχιστον μία εβδομάδα".
"Α!Μπα και από που μας ήρθαν αυτά τα καυτά κορίτσια είπαμε?"
"Από παντού. Από όπου τραβάει η ψυχή σου. Η μαντάμ που είναι υπεύθυνη για το σόου είναι Γαλλίδα,τα κορίτσια της είναι από κάθε γωνιά της γης. Και...Δεν μένουν μόνο στο χορό",έκλεισε το μάτι στο Ντάρσυ με ύφος κάνοντάς τον να γελάσει.
"Θα κάτσεις για πρωινό να μας σερβίρουν και μου λες όλες τις λεπτομέρειες στην τραπεζαρία",ο Σεμπάστιαν κούνησε το κεφάλι και προχώρησε στο χώρο της τραπεζαρίας με τον Ντάρσυ να τον ακολουθεί.
Το ότι η μαντάμ που είχε έρθει στην πόλη ήταν γαλλίδα έκανε το Ντάρσυ να θυμηθεί την πατρίδα και τις όμορφες στιγμες που είχε ζήσει στο σπίτι της μαντάμ Κλαρίς. Με ένα από τα κορίτσια της είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός, είχε γίνει άντρας.
Η προοπτική η μαντάμ Κλαρίς να είναι η ίδια γυναίκα και πως θα είχε την ευκαιρία να συναντήσει την Μάτα ξανά,έκαναν το Ντάρσυ χαρούμενο ενώ η σκέψη της μικρής ξύπνησαν ευχάριστες αναμνήσεις στο κορμί του.
"Και γιατί όχι. Θα ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα απ' το διάβασμα",ο Σεμπάστιαν χαμογέλασε συνεχίζοντας να πέρνει το πρωινό του ενώ ο Ντάρσυ έφερε στη μνήμη του τις ατέλειωτες συζητήσεις του με τη Μάτα κι ευχήθηκε να μπορούσε σήμερα το βράδυ να τη συναντήσει.
_
Απ' το μυαλό του είχε διαγράψει την Έιμι και την τελευταία τους συνάντηση. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αυτό ήταν το σωστό, πως δεν ένιωθε τίποτα για εκείνη και πως τώρα που είχε παντρευτεί τον Έντουαρντ ως δια μαγείας θα την έσβηνε κι απ' την καρδιά του καθώς κι εκείνη θα εκανε το ίδιο.
Η επιστολή όμως που είχε λάβει κάποιους μήνες πριν από τον Έντουαρντ που του έλεγε πως είχε παντρευτεί την Έιμι και πως τελικά ήταν η πιο σοφή κίνηση που είχε κάνει τα τελευταία χρόνια,τον έβγαλαν από τη αναπαυτική θέση που είχε βάλει τον εαυτό του.
Ο Έντουαρντ του έγραφε για το πόσο ωραία ήταν η τελετή και πως η Έιμι ήταν η πιο όμορφη νύφη που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Πως του είχε λείψει η παρουσία του στο γάμο και πως ήλπιζε να τον δουν σύντομα. Το είχε κάνει λοιπόν. Η Έιμι είχε παντρευτεί τον Έντουαρντ.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο Ντάρσυ ήπιε τόσο που σχεδόν έπεσε αναίσθητος έως το βράδυ που ήρθε ο Σεμπάστιαν να τον πάρει.
"Ντάρσυ τι έγινε εδώ μέσα? Κι εσυ, βρωμάς αλκοόλ φίλε",ηταν ακόμη στο κρεβάτι όπου τον είχε πάρει ο ύπνος,, τον έπιασε απ' τις μασχαλες και τον οδήγησε στο μπάνιο όπου τον έβαλε στη μπανιέρα. Έπειτα φώναξε έναν υπηρέτη να τον βοηθήσει να πλυθεί και να ντυθεί, ενώ εκείνος επέστρεψε στο σαλόνι περιμένοντας τον υπομονετικά.
Βρισκόταν στο δεύτερο ποτήρι κονιάκ όταν ο Ντάρσυ μπήκε στο σαλόνι καθαρός και καλοντυμένος.
"Έτοιμος, φεύγουμε?",σίγουρα δεν είχε τα πρωινά κέφια φαινόταν καθαρά πως κάτι τον απασχολούσε.
"Όλα καλά? Τι συνέβει?",ο Σεμπάστιαν φόρεσε το παλτό του και τον ακολούθησε προς την έξοδο.
"Άλλη φορά Σεμπάστιαν,τώρα πάμε να διασκεδάσουμε",απάντησε και βγήκε απ' το σπίτι. Η άμαξα τους περίμενε απ'έξω. Ο οδηγός με τον Σεμπάστιαν τον βοήθησαν να κάτσει και ξεκίνησαν προς το σπίτι που θα φιλοξενούσε για μία εβδομάδα τη μαντάμ με τα κορίτσια της.
Το ότι δεν τον γνώριζε κανείς έκαναν πολλούς να αναρωτιούνται τι κάνει σε ένα τέτοιο μέρος ένας άντρας καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Ο Σεμπάστιαν είχε τον τρόπο του όμως να τους βάζει στη θέση τους κάθε φορά που είτε με ένα βλέμμα είτε με κάποιο σχόλιο έφερναν το φίλο του σε δύσκολη θέση.
Ο Ντάρσυ απλα είχε συνηθίσει και δεν έδινε σημασία,με ένα ποτό στο χέρι και ένα πούρο στο άλλο είχε κάτσει σε μία γωνία με τον Σεμπάστιαν και περίμεναν όπως και οι υπόλοιποι την εμφάνιση των κοριτσιών.
Η μαντάμ Κλαρίς έκανε θριαμβευτική είσοδο μέσα στο δαντελωτό μπορντό της φόρεμα και φωνάζοντας τα κορίτσια της άρχισαν να κινούνται στο χώρο γνωρίζοντας τους νέους πελάτες.
"Ντάρσυ Μάξγουελ,όλα τα περίμενα εκτός αυτού",φώναξε σαν είδε το νεαρό να κάθεται σε μία γωνιά παρατηρώντας από μακριά τα κορίτσια.
Τον πλησίασε και τον φίλησε στα μάγουλα αφήνωντας πάνω το κατακόκκινο κραγιόν της.
"Μαντάμ Κλαρίς, η παρουσία σας με έφερε πιο κοντά στην πατρίδα",απάντησε εκείνος ανταποδίδοντας το φιλί.
Ο Σεμπάστιαν τον κοιτούσε με θαυμασμό όπως και οι υπόλοιποι θαμώνες που μετάνιωσαν για καθε προηγούμενη κακεντρέχεια είς βάρος του.
"Η Μάτα?",ηταν το μόνο που τον ενδιέφερε από αυτή την κατά την άλλα βαρετή συγκέντρωση αντρών σε ένα...σπίτι.
"Ω! Χρυσέ μου δεν τα έμαθες? Η Μάτα εγκατέλειψε το επάγγελμα. Ζει στο Παρίσι εδώ και έξι μήνες",του έκλεισε το μάτι σαν να ήθελε να του πει κι άλλα και προχώρησε προς έναν μοναχικό διάδρομο με τον Ντάρσυ να την ακολουθεί.
"Είναι καλά?",τη ρώτησε όταν βρέθηκαν οι δύο τους.
"Ω! Ντάρσυ, ανησυχείς αληθινά για εκείνη. Είναι πολύ καλά. Ας πούμε πως ποτέ δεν έκανε για αυτήν τη δουλειά. Ήταν...Πολύ ρομαντική,κι ο ρομαντισμός δεν εχει θέση στο χώρο μας. Έβγαλε όμως καλά χρήματα κι έτσι μπόρεσε να ανοίξει ένα ατελιέ. Ράβει φορέματα και πίστεψέ με χρυσέ μου είναι πολύ καλή σε αυτό.
Φυσικά οι πελάτισσες της δεν γνωρίζουν την προηγούμενη δουλειά της. Όλες αυτές οι περήφανες κλωσσες δεν θα επέλεγαν ποτέ ως μοδίστρα τους μία πρώην,πόρνη",είπε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας ολόγυρα της.
"Μπορώ να έχω τη διεύθυνση της? Θα ήθελα να τη δω",εκείνος ποτέ δεν την είδε σαν πόρνη. Η σχέση τους ήταν ιδιαίτερη και δεν στηριζόταν μόνο στο σεξ. Ακόμα κι ο έρωτας που έκαναν οι δύο τους ήταν τρυφερός. Φυσικά ο Ντάρσυ ποτέ δεν κατάλαβε πως η Μάτα τον είχε ερωτευτεί παράφορα και πως ένας απ τους λόγους που έφυγε απ' την Αγγλία ήταν για να μείνει μακριά του.
"Θα στη φέρω σε ένα λεπτό,μόνο Ντάρσυ,μην μάθει κανείς τίποτα για το παρελθόν της,σε παρακαλώ",η μαντάμ Κλαρίς ενδιαφερόταν πάντα για τα κορίτσια της. Με τη Μάτα όμως είχαν ιδιαίτερη σχέση καθώς και οι δύο Γαλλίδες είχαν κοινές αναμνήσεις από τον τόπο που της γέννησε.
Ο Σεμπάστιαν εκείνο το βράδυ ξάπλωσε με δυο διαφορετικά κορίτσια τρελαμενος απ' την ομορφιά και τη διαφορετικότητα της καθεμιάς.
Ο Ντάρσυ συνέχισε να απολαμβάνει το ποτό και τον καπνό του ,καθώς κανένα κορίτσι δεν ήταν ξεχωριστό,κανένα κορίτσι δεν ήταν η Μάτα.
Φεύγοντας η μαντάμ Κλαρίς του άφησε στο χέρι ένα χαρτί με τη διεύθυνση του σπιτιού και του ατελιέ της Μάτα. Τον χαιρέτησε και του ευχήθηκε καλή αντάμωση πίσω στην Αγγλία.
Το μυαλό του τώρα απασχολούσε εκείνη και η συνάντηση μαζί της,κι έτσι ξέχασε για λίγο το γάμο του Έντουαρντ με την Έιμι.
Ήθελε να ζήσει,έπρεπε να ζήσει κι εκείνος μακριά απ την ανάμνηση της να του τρελενει το μυαλό .
Κοιμήθηκε ήσυχα εκείνο το βράδυ και το πρωί αφού πήρε το πρωινό του έφυγε να συναντήσει τη Μάτα. Ανυπομονούσε τόσο πολύ να τη δει που η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα σαν νεαρού ερωτευμένου παιδιού. Μα ήξερε πως δεν ήταν έρωτας αυτό που ένιωθε για εκείνη. Ήταν αυτή η μοναδική φιλία που μπορεί να συναντήσει κανείς μονάχα μία φορά στη ζωή του.
Το καμπανάκι της εισόδου χτύπησε στο κατάστημα καθώς ο Ντάρσυ με τη βοήθεια ενος υπηρέτη του μπήκε μέσα.
Μια νεαρή κοπέλα πήγε προς το μέρος του και ευγενικά του είπε πως το κατάστημα εξυπηρετούσε μονάχα κυρίες κάνοντας τον να γελάσει δυνατά.
Το γέλιο του έφτασε μέχρι το χώρο του ραφτηριου και ως τα αυτιά της Μάτα. Το γνώριζε αυτό το γέλιο,το ήξερε καλά.
Πετάχτηκε έξω κοιτάζοντας την πόρτα όταν τον αντίκρυσε εκεί στην άκρη να προσπαθεί να εξηγήσει στη νεαρή κοπέλα πως γνώριζε καλά που είχε μπεί και πως έψαχνε κάποια κυρία.
"Ντάρσυ",φώναξε εμφανώς συγκινημένη απ' την παρουσία του. Οι κύριες που βρίσκονταν εκεί κοιτούσαν με ενδιαφέρον το νεαρό άντρα μα και την ίδια και αναρωτιούνταν ποια ήταν η μεταξύ τους σχέση.
"Κυρία μου,",είπε εκείνος χαμηλώνοντας όσο μπορούσε τον κορμό του πάνω στην καρέκλα του,σε μία υπόκλιση.
"Ντάρσυ καλέ μου",έτρεξε κατά πάνω του χωρίς να σκεφτεί τα κουτσομπολιά και τις συνέπειες και τον αγκάλιασε γονατίζοντας μπροστά του.
Κι εκείνος πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και φίλησε τρυφερά τα μαλλιά της.
Το πηγαδάκι από τις άγνωστες μεταξύ τους κυρίες του καταστήματος δεν άργησε να γίνει.
Θέμα συζήτησης φυσικά η σχέση της νεαρής μοδίστρας με τον ανάπηρο άντρα.
Με το βλέμμα του έπιασε τα δικά τους έτοιμες πάντα να κατασπαράξουν οποιονδήποτε εναντιονονταν στα ηθικά τους πιστεύω. Φυσικά κάποιες από αυτές είχαν εραστές αλλά ότι γινόταν στα κρυφά έμενε εκεί.
"Αγαπημένη μου εξαδέλφη δεν θα με συστήσεις στις γοητευτικές κυρίες? Ελπίζω να μην ντρέπεσαι να πεις πως είμαστε συγγενείς λόγο της αναπηρίας μου",η Μάτα τον κοίταξε σαστισμένη μα όταν εκείνος της έκλεισε το μάτι και γύρισε να κοιτάξει πίσω της,η εικόνα των γυναικών έτοιμες να ρίξουν το δηλητήριο τους πάνω της την έβαλαν αμέσως στο νόημα.
"Ναι,φυσικά. Κυρίες μου από δω ο...ξάδερφος μου Ντάρσυ Μάξγουελ",είπε δειλά, γρήγορα όμως είδε πως το αθώο ψεματακι τους είχε πιάσει τόπο. Οι κύριες αμέσως χαλάρωσαν και όλο χαμόγελα έσπευσαν να συστηθούν στο νεαρό γοητευτικό άντρα που παρ ότι ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο,η ομορφιά του δεν της άφησε ανεπηρέαστες.
Αργότερα αποχώρησαν μαζί για το μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζε ακριβώς δίπλα από το ατελιέ της.
Μόλις μπήκαν μέσα και η πόρτα έκλεισε πίσω τους κρύβοντας τους απ' την κακία του έξω κόσμου,εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του αφήνοντας φιλιά παντού στο πρόσωπο του με κατάληξη τα χείλη του.
"Πώς,με βρήκες?",ρώτησε αφού έκατσαν οι δύο τους στο μικρό σαλόνι.
"Εδώ και ένα χρόνο περίπου ζω εδώ. Εχθές συνάντησα τη μαντάμ Κλαρίς. Εκείνη μου έδωσε τη διεύθυνση σου. Ελπίζω να έκανε καλά".
"Η μαντάμ Κλαρίς είναι εδώ? Δεν το γνώριζα. Κι εσύ ζεις εδώ? Ω! Ντάρσυ επιτέλους ένας φίλος",τα λόγια της μα και η φωνή της έκρυβαν μία θλίψη,μία πικρία που δεν πέρασαν απαρατήρητα από εκείνον.
"Είσαι λυπημένη Μάτα. Το βλέπω στα μάτια σου. Έχουν χάσει εκείνη τη λάμψη που είχαν πάντα".
Γύρισε το βλέμμα της προς το παράθυρο αποφεύγοντας το δικό του. Αναστεναξε βαριά.
"Περίμενα αλλιώς τη μετα της επιστροφής μου Ντάρσυ αυτό είναι όλο".
"Και τι συνέβη. Ποιος έκλεψε τη ανεμελιά σου?".
Γύρισε και τον κοίταξε. Η θλίψη της πέρασε σε εκείνον και τον χτύπησε σαν ρεύμα.
"Ήμουν ανόητη. Πίστευα πως οταν γύριζα, η οικογένεια μου θα με δεχόταν πίσω. Πώς θα τους είχα λείψει τόσο που θα μου συγχωρούσαν τα λάθη μου. Μα αυτό που συνέβη ήταν διαφορετικό. Ο πατέρας μου δεν ζει πια και η μητέρα μου ρίχνει ευθύνες, πως εξαιτίας μου έφυγε από τη ζωή. Πώς η θλίψη του για μένα τον αρρώστησε.
Με έδιωξε,μου είπε λόγια σκληρά. Δεν θέλει να με ξαναδεί ποτέ ξανά Ντάρσυ, ευχήθηκε χίλιες φορές να είχα πεθάνει εγώ και να ζούσε εκείνος. Χίλιες φορές Ντάρσυ,χίλιες φορές".
Ξέσπασε σε κλάματα κι εκείνος έσπευσε να την παρηγορήσει παίρνοντας τη αγκαλιά.
Μια κόρη πόρνη εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ατιμία για όλη την οικογένεια. Ο πατέρας της δεν άντεξε,όχι απ τη ντροπή του όπως πίστευε εκείνη αλλά από την απέραντη αγάπη που της είχε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top