Ten

Η είδηση της αναχώρησης του Ντάρσυ έκανε την Έιμι να αρρωστήσει βαριά.
Οι γιατροί που την εξέτασαν δεν μπορούσαν να δώσουν μία ονομασία σε αυτό που της συνέβαινε,όμως το κορίτσι εξακολουθούσε να έχει υψηλό πυρετό και να νιώθει αδυναμία.
Οι γονείς της είχαν απελπιστει και ως τελευταία λύση ακολούθησαν τη συμβουλή ενός εκ των πολλών γιατρών που την είχαν εξετάσει.
Ο συγκεκριμένος πρότεινε πως θα ήταν καλύτερα αν άλλαζε για λίγο καιρό, περιβάλλον. Ίσως λίγες μέρες στην εξοχή της έκαναν καλό.
Το εξοχικό των Μάξγουελ στο Μπαθ ήταν ότι έπρεπε για να αναρρώσει και να αλλάξει παραστάσεις.
Αυτό που δεν γνώριζε η Έιμι όταν δέχτηκε να επισκεφτεί το Μπαθ για λίγες μέρες,ήταν πως εδώ και μία εβδομάδα ο Ντάρσυ βρισκόταν εκεί για σχεδόν τους ίδιους λόγους.
Το εξοχικό στο Μπαθ ήταν το ησυχαστήριο του. Έτσι για ακόμη μία φορά είχε αποσυρθεί τις τελευταίες μέρες εκεί, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για την αρρώστια της Έιμι, για να ξεκουραστεί πριν φύγει για τη Γαλλία.

Ήταν στο δωμάτιό του όταν μπήκε η Φελίσια που τον είχε συνοδεύσει ως εκεί. Έδειχνε κάπως αναστατωμένη και ανήσυχη.

"Τι συμβαίνει Φελίσια?"

"Δεν ξέρω πως να το πω αυτό παλικάρι μου,μα πριν λίγο έφτασε ο Έντουαρντ με την δεσποινίς Έιμι".

Τσιτώθηκε πάνω στην καρέκλα του και εκνευρισμένος γύρισε προς τη γυναίκα.

"Τι εννοείς Φελίσια? Ο Έντουαρντ γνωρίζει πως βρίσκομαι εδώ και θέλω την ησυχία μου. Γιατί την έφερε εδώ?".

"Παλικάρι μου η Έιμι,δεν είναι καλά. Έχει πυρετό εδώ και μέρες χωρίς να γνωρίζουν οι γιατροί τι έχει. Πρότειναν να έρθει λίγες μέρες στην εξοχή, γι'αυτό υποθέτω την έφεραν εδώ".

Το ύφος του άλλαξε. Η Έιμι δεν ήταν καλά? Τι είχε? Ήταν σοβαρό? Ερωτήματα έρχονταν ένα ένα στο μυαλό του μα έμεναν αναπάντητα.

Εσειρε την καρέκλα του ως έξω και βρέθηκε γρήγορα στο μεγάλο σαλόνι όπου ο Έντουαρντ και η Έιμι μόλις είχαν μπεί. Ένας υπηρέτης ανέβαζε ένα μπαούλο με τα πράγματα της στην είσοδο και περίμενε τις οδηγίες του κυρίου για το που να το πάει.
Εκείνη εμφανώς καταβεβλημένη απ' το ταξίδι είχε κάτσει κοντά στο αναμμένο τζάκι τυλιγμένη με μία μάλλινη εσάρπα παρ' ότι έξω ήταν ένας ζεστός ανοιξιάτικος καιρός.
Ήταν χλωμή και αδυνατισμένη και δεν έμοιαζε σε τίποτα εκείνη την εκθαμβωτική νεαρή που ήξερε ως τώρα.

"Έντουαρντ, Έιμι?".

Και μόνο στο άκουσμα της φωνής του ένιωσε την καρδιά της να πεταριζει τόσο έντονα που φοβήθηκε πως θα βγει από το στήθος της.

"Ντάρσυ,συγνώμη που δεν ειδοποίησα, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Η Έιμι είναι άρρωστη κι ο γιατρός συνέστησε λίγες μέρες στην εξοχή".

Τον κοιτούσε σαν υπνοτισμενη ενώ τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί και προσπαθούσε μάταια να τα κρατήσει. Πόση ευτυχία της έφερε η παρουσία του και μόνο. Γέμισε η ψυχή της ζεστασιά απ' τη θέρμη που έβγαζε η ύπαρξη του και μόνο κοντά της.

"Έιμι...",την πλησίασε και για πρώτη φορά μετά από πολύ  καιρό την κοίταξε όπως τότε. Έπιασε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του φιλώντας το τρυφερά, "πώς  είσαι?",τη ρώτησε καθώς τα μπλε μάτια του την κοιτούσαν με  αληθινό ενδιαφέρον.

"Ω! Ντάρσυ,καλέ μου Ντάρσυ,πόσο καιρό έχω να σε δω?", ξέφυγαν τα λόγια απ' το στόμα της χωρίς να σκεφτεί πως δίπλα της στεκόταν ο Έντουαρντ. Εκείνος φυσικά και δεν έβαλε κάτι κακό με το νού του. Η παιδική τους φιλία δεν φανταζόταν ποτέ πως θα είχε εξελιχθεί σε κάτι πιο βαθύ για τους δύο τους. Άλλωστε είχε αρραβωνιαστεί εκείνον.

"Πώς είσαι Έιμι?", βλέποντας τη έτσι,δεν μπορούσε να κρατήσει θυμό ούτε και πείσμα. Ήθελε να είναι καλά. Μονάχα αυτό επιθυμούσε για εκείνη.

"Δεν είμαι καλά Ντάρσυ,μα...",ήθελε να του πει πως τώρα που τον έβλεπε,που τον είχε τόσο κοντά της ήταν ήδη καλύτερα μα δεν μπορούσε. Ο Έντουαρντ στεκόταν εκεί, κρεμόταν από τα χείλη της.

"Όλα θα πάνε καλά. Με συγχωρείτε πρέπει να πηγαίνω", είχε κανονίσει με κάποιον φίλο να παίξει σκάκι οπως έκανε   κάθε απόγευμα​.
Τα μάτια της σκοτείνιασαν και ένιωσε  πως δεν είχε οξυγόνο ξαφνικά.

"Πού  πας? Φεύγεις Ντάρσυ", σχεδόν το φώναξε. Η απελπισία στη φωνή της ήταν κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε απ' τον Έντουαρντ αυτή τη φορά.

"Θα έρθει κάποιος φίλος να παίξουμε σκακι όπως κάθε απόγευμα",πρόλαβε να πει κοιτάζοντας όμως τον Έντουαρντ και όχι εκείνη.

"Συνεχίζεται την παράδοση με τον Άντονι βλέπω. Ποιος κερδίζει?".

"Ίσως στο τρέξιμο να έχανα αλλά στο σκάκι δεν με φτάνει κανένας αδερφέ μου,εσύ το ξέρεις καλύτερα κι απ'τον Άντονι",του είπε περιπαιχτικά ο Ντάρσυ και ρίχνοντάς μία τελευταία ματιά στην Έιμι αποχώρησε.
Χωρίς να της πει τίποτα της είχε δώσει τις απαντήσεις που ζητούσε για να ηρεμήσει. Και τα είχε καταφέρει. Δεν θα έφευγε,απλά περίμενε κάποιον φίλο του. Θα έμενε εκεί.

Η Φελίσια ανέλαβε να φροντίσει το κορίτσι μιας και ο Έντουαρντ μπόρεσε να κάτσει μονάχα δύο μέρες. Απ' τη στιγμή που είχε αρραβωνιαστει, ο πατέρας του τον είχε βάλει για τα καλά στη δουλειά κάνοντας εκείνος πίσω σιγά σιγά.
Η Φελίσια όμως ήταν και θεία της οπότε ήταν σίγουρα σε καλά χέρια.
Διστακτικά είχε αρχίσει να βάζει κάτι στο στόμα της,ενώ ο πυρετός της είχε πέσει απ' την πρώτη κιόλας ημέρα της άφιξης της στο Μπαθ.

Η Φελίσια την κράτησε δυο μέρες στο δωμάτιο της ταΐζοντας  τη συνεχώς,ενώ όταν την τρίτη μέρα ήταν τελείως απυρετη και το χρώμα είχε επανέλθει στα μάγουλα της,της επέτρεψε να βγει στον κήπο να λιαστει. Ο καιρός ήταν υπέροχος,η άνοιξη υπήρχε παντού ολόγυρα.

Προχώρησε ανάμεσα από τα λουλούδια και το  μαρμάρινο φράχτη όταν τον είδε από μακριά να στέκει κοντά στις τριανταφυλλιές.
Με γρήγορα βήματα και την καρδιά της να χτυπά ανεξέλεγκτα τον πλησίασε. Καθάριζε τα ξερά φύλλα και μιλούσε στα λουλούδια με λόγια τρυφερά σαν να είχε απέναντί του μία όμορφη γυναίκα.

"Πάντα σου άρεσαν τα τριαντάφυλλα. Θυμάσαι πως τις περισσότερες φορές πηγαίναμε στο μικρό κήπο με τις τριανταφυλλιές?".

Δεν γύρισε να την κοιτάξει,μα η παρουσία της για κάποιο λόγο του έκανε καλό.

"Εκείνος ο κήπος ήταν της μητέρας μου. Εκείνη είχε φυτέψει κάθε λουλούδι του. Ίσως η αγάπη μου για τα τριαντάφυλλα να μην είναι τυχαία".

"Έχω ακούσει πως ήταν πολύ όμορφη γυναίκα η μητέρα σου και πως...της μοιάζεις πολύ",η Φελίσια πολλές φορές αναφερόταν στην κυρά της. Το πόσο όμορφη ήταν ,μία αληθινή καλλονή και το πόσο καλή ακόμη και με τον ποιο ασήμαντο άνθρωπο του αρχοντικού. Ένιωθε τυχερή που δούλευε εκεί μέσα,ένιωθε την κυρά της σαν φιλη πάρα σαν αφεντικό. Μα και ο κύρης της ήταν καλός. Εκείνη σαν γαλαντομα που ήταν πάντα, τον έκανε ακόμη καλύτερο.

Σήκωσε άτονα τους ώμους του, αδιαφορώντας για το κοπλιμεντο που μόλις είχε δεχτεί.
"Είσαι καλύτερα?",τη ρώτησε στο τέλος μα ακόμη χωρίς να της ρίξει ένα βλέμμα.

"Είμαι καλύτερα απ'την πρώτη  στιγμή που σε είδα",του είπε εκείνη κάνοντάς τον να γυρίσει να την προσέξει.

"Μη, Έιμι. Σταμάτα να χαρείς".

Δεν είχε σκοπό να σταματήσει,ήταν η τελευταία της ευκαιρία πριν τον χάσει για πάντα.
"Ήταν η μόνη λύση αυτός ο γάμος. Η μόνη λύση να βρίσκομαι κοντά σου. Μην φύγεις Ντάρσυ,μην φύγεις να χαρείς. Η απουσία σου θα αρρωστήσει την ψυχή μου ξανά κι αυτή τη φορά δεν ξέρω αν...Αν θα τα καταφέρω".

"Τι μου ζητάς Έιμι?",το βλέμμα του την έκαιγε,τα μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη του,τα ποθούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Τα χείλη της είχαν ακόμα τη γεύση εκείνου του μοναδικού παιδικού φιλιού,που του είχε δώσει λέγοντας του αντίο τότε. Ο Έντουαρντ δεν την είχε φιλήσει ακόμη. Κι αν το προσπαθούσε δεν θα τον άφηνε.

Γονάτισε εμπρός του χωρίς να το σκεφτεί, "σ' αγαπώ Ντάρσυ. Μόνο εσένα αγαπώ όλα αυτά τα χρόνια και όσο κι αν προσπαθήσεις να το αρνηθείς το βλέπω στα μάτια σου πως κι εσύ, νιώθεις το ίδιο για μένα. Μην το αρνηθείς".

Φυλάκισε το πρόσωπό της στα χέρια του, "τι κι αν είναι αλήθεια Έιμι, παντρεύεσαι τον αδερφό μου σε λιγότερο από δύο εβδομάδες. Εγώ θα φύγω στο Παρίσι κι εσύ θα συνεχίσεις τη ζωή σου με εκείνον".

"Μη φύγεις. Μακριά σου θα πεθαίνω κάθε μέρα...",ανασηκώθηκε και χωρίς δεύτερη σκέψη πέρασε τα χέρια της γύρω απ το λαιμό του αναγκάζοντας τον να έρθει πιο κοντά της, και σκύβοντας ακούμπησε με δύναμη τα χείλη της στα δικά του.
Πόση δύναμη είχε μέσα του που τώρα είχε χαθεί. Είχε παραδωθεί στο άγγιγμα και στο φιλί της ακόμα μία φορά. Μα αυτό το φιλί δεν έμοιαζε σε τίποτα εκείνο το άλλο πριν χρόνια. Αυτό, ένιωσε να του καίει τα χείλη και η θέρμη του  να φτάνει μέχρι τους βουβωνες του.
Πέρασε τα γεροδεμένα μπράτσα του γύρω απ τη μικροκαμωμένη μέση της και την τράβηξε ακόμα πιο σφιχτά πάνω του φυλακίζοντας τη ανάμεσα στα πόδια του.
Το φιλί τους βάθυνε ακόμα περισσότερο,καθώς οι γλώσσες τους μπλέχτηκαν μεταξύ τους σε ένα τρελό ερωτικό χορό.
Με την ανάσα βαριά να ανεβοκατεβαίνει στο στήθος του,κατάφερε να την σπρώξει από πάνω του,με πραγματική δύναμη ψυχής.

"Φύγε Έιμι,μείνε μακριά μου",γρίλισε μέσα απ' τα δόντια και σέρνοντας την καρέκλα του,την προσπέρασε και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μακριά της.
Εκείνη απ' την άλλη έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Την αγαπούσε το ίδιο και περισσότερο, όσο κι αν ήθελε να το κρύψει,το φιλί του τα έλεγε όλα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top