One

Μάζεψε τα ματωμένα πανιά και τα πήγε γρήγορα στο υπόγειο να τα κάψει όπως την είχε διατάξει ο κύρης της.
Για την κυρά της δεν ήξερε τίποτα,μα όλα μέσα στο δωμάτιο έδειχναν πως και τούτη η γέννα   ήταν δύσκολη.

"Κάνε Παναγιά μου να είναι καλά η κυρά μου. Είναι τόσο νέα, δωσ' της δυναμη".

Προσευχόταν από το πρωί για εκείνη απ' όταν άρχισε η γέννα. Ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα και εκείνη ακόμα δεν είχε καταφέρει να γεννήσει το δεύτερο παιδί της.
Οι φωνές τις είχαν στοιχειώσει το σπίτι κι η γυναίκα δεν άντεχε άλλο να ακούει τις απελπισμένες κραυγές της.

Έριξε τα πανιά στη φωτιά να καούν και έπειτα ανέβηκε να δει τι κάνει ο μικρός που σήμερα είχε στερηθεί τη φροντίδα και την προσοχή όλων.

Άνοιξε σιγανά την πόρτα και με την άκρη του ματιού της τον είδε καθισμένο στο πάτωμα να παίζει με το ξύλινο αυτοκινητάκι του δώρο του πατέρα του όταν έπιασε λιμάνι πριν μία εβδομάδα μετά από έξι μήνες που έλειπε στις δυτικές Ινδίες όπου ήταν καπετάνιος σε εμπορικό πλοίο .

Είχε μία ξεγνοιασιά στο γλυκό του προσωπάκι και δεν θέλησε να του τη στερήσει. Έκλεισε απαλά  την πόρτα και πήγε πάλι στο δωμάτιο της κυράς της να δει πως πάνε εκεί τα πράγματα.
Λίγο πριν φτάσει, το κλάμα μωρού ήχησε δυνατό βγάζοντας την απ' την απελπισία της,μα αυτό δεν θα κράταγε για πολύ.

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα και από μέσα βγήκε ο κύρης της αλαφιασμένος με την απελπισία στο βλέμμα του και τα μάτια του δύο καταραχτες με δάκρυα που έτρεχαν ασταμάτητα.
Έψαχνε κάπου για να κρατηθεί τα πόδια του δεν τον βαστούσαν ενώ έτρεμε ολόκληρος.

"Αφέντη  μου,τι είναι,τι συμβαίνει? Είστε καλά?",το βλέμμα του άδειο. Την κοιτούσε μα δεν την έβλεπε. Μετά άπλωσε τα χέρια και σε μία κίνηση απόλυτης απελπισίας έπεσε πάνω της, αγκαλιάζοντας την και σφίγγοντας τη πάνω του άρχισε να κλαίει γοερά.

"Έφυγε, Φελίσια. Την έχασα, την έχασα για πάντα".

Τα μάτια της Φελίσια άνοιξαν διάπλατα στο άκουσμα του νέου.
Η κυρά της δεν τα είχε καταφέρει αυτή τη φορά. Ήταν νεκρή.

Ο γιατρός βγήκε απ' το δωμάτιο ψάχνοντας τον. Τα χέρια του ήταν ακόμα βουτηγμένα στο αίμα της κυρά της και στο πρόσωπό του φαινόταν η κούραση μα και η λύπη του για ότι είχε συμβεί.

"Τζον,πρέπει να φανείς δυνατός. Για τα παιδιά σου. Έλα να δεις το γιο σου Τζον".

Το ύφος του κύρη της άλλαξε. Ξαφνικά έδειχνε θυμωμένος,τα χείλη του είχαν γίνει μία λεπτή γραμμή ενώ τα μάτια του έδειχναν άδεια από συναισθήματα.

"Δεν το θέλω αυτό το παιδί. Πάρτο μακριά να μην το βλέπω",φώναξε στο γιατρό και έφυγε κατεβαίνοντας σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες.

"Το παιδί γιατρέ μου,είναι καλά?",ρώτησε η Φελίσια νιώθοντας συμπόνια για το αθώο μικρό πλασματάκι που ήταν το μόνο που δεν έφταιγε σε τίποτα για να δεχτεί τέτοια απόρριψη.

Ο γιατρός  κούνησε άτονα το κεφάλι του αρνητικά.

"Δεν ξέρω αμα θα ζήσει Φελίσια μα κι αν τα καταφέρει τελικά​ φοβάμαι πως δεν θα καταφέρει να περπατήσει ποτέ στη ζωή του".

Η Φελίσια έκλεισε το στόμα με την παλάμη της. Πόσο άδικα είχε φερθεί η μοίρα σε αυτή την ψυχή.
Δεν ήξεραν αν θα ζήσει κι αν τα κατάφερνε τελικά, θα ήταν ανάπηρο και τη μητέρα του δεν θα τη γνώριζε ποτέ.

Μπήκε στο δωμάτιο χωρίς δεύτερη σκέψη και πήγε κατευθείαν στο μικρό κρεβατάκι δίπλα απ' της κυράς της, που μόλις το είχε ακουμπήσει η γυναίκα που βοήθησε το γιατρό στη γέννα.
Έσκυψε από πάνω και τράβηξε απαλά το σεντόνι. Το θέαμα του μωρού ήταν τρομακτικό.
Το μόνο που ξεχώριζε  ήταν τα κόκαλα του και το ζαρωμένο δέρμα που τα τύλιγε.
Τα ποδαράκια του ήταν ακόμα πιο αδύνατα απ' το υπόλοιπο σώμα ενώ έδειχναν κοντά και στραβά.
Και χωρίς να ήταν κάποιος γιατρός,με την πρώτη ματιά καταλάβαινε πως αυτό το μωρό δεν θα περπατούσε ποτέ θαύμα θα ήταν αν θα ζούσε κιόλας.

Άπλωσε τα χέρια της και το πήρε στην αγκαλιά της. Κοίταξε το αδύνατο μα καθόλου άσχημο πρόσωπο του.
Ένιωσε λύπη για αυτό το αθώο πλασματακι. Η μητέρα του ήταν νεκρή κι ο πατέρας του λίγα λεπτά νωρίτερα το είχε αρνηθεί.

"Δεν θα αφήσω τίποτα και κανέναν να σε στεναχωρήσει. Εσύ δεν φταις σε τίποτα",είπε η γυναίκα καθώς το έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά της φιλώντας το κεφαλάκι του.

Η μαία που τη γνώριζε καλά πήρε το θάρρος και την πλησίασε.

"Πρέπει να ταϊστεί Φελίσια. Αν δεν φάει να δυναμώσει δεν θα αντέξει για πολύ. Είναι τόσο μικρό και  καχεκτικό. Ίσως εσύ. Θέλω να πω έχεις γεννήσει πρόσφατα και...".

"Μην λες τίποτα. Φυσικά και θα τον ταΐσω και θα τον φροντίσω ως να σταθεί στα πόδια του",είπε η Φελίσια χωρίς δισταγμό. Κι ο δικός της πόνος ήταν μεγάλος κι εκείνη πριν ενάμιση μήνα έφερε στον κόσμο ένα παιδί αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να το κρατήσει στη ζωή. Θα κάνε σκοπό της ζωής της να κρατήσει ζωντανό το παιδί της καημενης της κυράς της και θα το έκανε απ' τα βάθη της καρδιάς της.

"Λυπάμαι Φελίσια αλλά στα πόδια του δεν θα σταθεί ποτέ".

Η Φελίσια γύρισε και κοίταξε την κυρά της. Έδειχνε τόσο ήρεμη που  θα νόμιζε κανείς πως κοιμόταν μετά από μία δύσκολη γέννα. Μα εκείνη δεν κοιμόταν ήταν νεκρή. Η ψυχή της γαλήνεψε και αυτό φαινόταν στο πρόσωπό της.
Άφησε το μωρό πίσω στην κούνια του και έπειτα διέταξε μία απ' τις υπηρέτριες να  το μεταφέρουν στο δωμάτιο της.
Θα το φρόντιζε ακόμα κι αν ερχόταν σε σύγκρουση με τον αφέντη της.

Η κυρά της κηδεύτηκε σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης με τον αφέντη να δείχνει τελείως χαμένος χωρίς εκείνη πλέον στο πλευρό του.
Στο ένα του χέρι κρατούσε σφιχτά το μεγαλύτερο γιο του και μαζί αποχαιρέτησαν τη γυναίκα της ζωής τους.

Το άλλο παιδί δεν θέλησε να τον δει μα δεν έφερε και αντίρρηση που το πήρε η Φελίσια υπό την επίβλεψη της.
Μάλιστα χωρίς να θέλει να φανεί πως το έκανε εκείνος,την απάλλαξε από τις πολλές δουλειές της ώστε να έχει περισσότερο χρόνο να αφιερώνει στο παιδί.
Εκείνη ήξερε πως ήταν διαταγή του αφέντη της. Τον γνώριζε καλά τόσα χρόνια που ήταν στη δούλεψή του και ήξερε πως ήταν πολλά,αλλά κακός δεν υπήρξε ποτέ.
Ήθελε το χρόνο του,ως να απαλύνει ο πόνος που του τρωγε τα σωθικά. Την αγαπούσε τη γυναίκα του όσο τίποτα στον κόσμο και ο χαμός της τον είχε κομματιάσει.

Ο καιρός περνούσε​ γρήγορα και το αγόρι δυνάμωνε κάθε μέρα και πιο πολύ. Η Φελίσια είχε κερδίσει το στοίχημα που είχε βάλει με  τον εαυτό της να το κρατήσει στη ζωή.
Ο κίνδυνος είχε περάσει και ο γιατρός που παρακολουθούσε την υγεία του και την εξέλιξη του ήταν απόλυτα ευχαριστημένος. Το μόνο που δεν θα άλλαζε ήταν η κινητική του κατάσταση. Επιβεβαιωμένα πλέον ο μικρός δεν θα κατάφερνε να περπατήσει ποτέ.

Η Φελίσια είχε φροντίσει ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας να γνωρίσει τον αδερφό του και συχνά δεχόταν επίσκεψη από εκείνον στο μικρό διαμέρισμα που της είχε παραχωρήσει ο αφέντης για να ζει με τον άντρα της.
Παιδί καθώς ήταν δεν καταλάβαινε την ιδιαιτερότητα του αδερφού του και είχε δεθεί μαζί του τόσο που πολλά βράδια γλιστρούσε απ το κρεβατάκι του και κρυφά μέσα στη νύχτα κατέβαινε στον κάτω όροφο και πήγαινε στο δωμάτιο της Φελίσια αποζητώντας λίγη συντροφιά που την έβρισκε στην αγκαλιά του μικρότερου αγοριού.
Οι δυο του είχαν γίνει αχώριστοι και ο αφέντης δεν θα μπορούσε να μην το προσέξει αυτό, όπως και το γεγονός ότι το μικρότερο παιδί έμοιαζε τόσο στη συγχωρεμένη την κυρά της που κάθε φορά που εκείνος το αντίκρυζε, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα και η καρδιά του ζεσταίνονταν απ' την παρουσία του και μόνο.
Το αγόρι ήταν ήδη δύο χρόνων και περνούσε την καθημερινότητα του πάνω στην αναπηρική καρέκλα που είχε φτιαχτεί ειδικά για εκείνο.
Ο Έντουαρντ,ο αδερφός του ήταν όλη μέρα μαζί του και αν και δεν καταλάβαινε γιατί καθόταν όλη μέρα σε μία καρέκλα, χωρίς να νοιάζεται καθόταν τις περισσότερες ώρες μαζί του εκτός από εκείνες που έπρεπε να κάνει το καθημερινό του μαθημα με το δάσκαλο του.

Η Φελίσια είχε αφήσει το αγόρι στο δωμάτιο με τα  παιχνίδια και γυρίζοντας να το πάρει άκουσε τη φωνή του αφέντη της.
Πλησίασε αθόρυβα και κοίταξε μέσα απ τη μισάνοιχτη πόρτα.
Ο αφέντης είχε πάρει το αγόρι στην αγκαλιά του χάιδευε τα μαλλιά του και του μιλούσε τρυφερά.

"Μοιάζεις τόσο σε εκείνη. Τόσο πολύ που κοιτάζοντας σε, για μία στιγμή,νομίζω πως βλέπω εκείνη.
Συγχώρεσε με παιδί μου που σε έδιωξα από κοντά μου,που έχασα τόσο πολύτιμο χρόνο μένοντας μακριά σου".

Η Φελίσια σκούπισε τα δάκρυά που είχαν κυλήσει απ' τα μάτια της και παίρνοντας μία βαθιά ανάσα μπήκε χωρίς να χτυπήσει στο δωμάτιο.
Εκείνος δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται και η παρουσία της δεν τον ενόχλησε καθόλου.

"Σε δύο βδομάδες από τώρα θα γίνει τριών. Δεν νομίζετε κύριε πως πρέπει επιτέλους να βαπτιστεί?",άρχισε να μαζεύει τα παιχνίδια από το πάτωμα χωρίς να τον κοιτά μα περίμενε με αγωνία την απάντησή του.

Εκείνος μόλις συνηδητοποίησε πως το αγόρι ήταν αβάπτιστο και αφού σηκώθηκε χωρίς να το αφήσει απ' την αγκαλιά του γύρισε και είπε στη γυναίκα.

"Ειδοποίησε τον πάτερ και να ενημερωθούν οι συγγενείς σε μία εβδομάδα από τώρα θα γίνει η βάπτιση και θέλω να είναι όλοι εδώ. Θέλω όλοι να γνωρίσουν το γιο μου... Ντάρσυ",είπε κι η φωνή του έσπασε,ενώ αφήνοντας  βιαστικά το παιδί στην καρέκλα του βγήκε γρήγορα απ' το δωμάτιο ώστε να μην δει η Φελίσια τα δάκρυά που έτρεχαν απ' τα μάτια του.
Το αγόρι θα έπαιρνε το όνομα που είχε διαλέξει η μάνα του γι' εκείνο από όταν ακόμη είχε μάθει ότι ήταν έγκυος.
Η Φελίσια έσκυψε μπροστά στο αγόρι και παίρνοντας το γλυκό του πρόσωπο στα χέρια της το φίλησε απαλά.

"Όλα θα πάνε καλά από δω και μπρος. Κι εσύ θα έχεις τη ζωή που σου αξίζει,παιδί μου",παιδί της το ένιωθε η γυναίκα, αφού εκείνη με το γάλα της,τη φροντίδα και την προσοχή της το είχε κρατήσει στη ζωή. Το αγαπούσε σαν δικό της παιδί. Το λάτρευε και θα ήταν ασπίδα όλη της τη ζωή για να το προστατεύσει όποτε χρειαζόταν.

Η βάφτιση  του μικρού Ντάρσυ έγινε και από εκεί και έπειτα όλα έγιναν όπως έπρεπε να ήταν εξ αρχής.
Ένα μεγάλο δωμάτιο στον επάνω όροφο των αφεντάδων διαμορφώθηκε ειδικά για το αγόρι. Είχε άπλετο χώρο ώστε να μπορεί το αγόρι να κινηθεί με την αναπηρική καρέκλα του άνετα, χωρίς να χτυπά σε έπιπλα.
Πάντα υπήρχε κάποιος έξω απ' το δωμάτιο του,ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας,μη και χρειαζόταν κάτι.

Η Έιμι η μικρή ανιψιά της Φελίσια ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο αρχοντικό και έπαιζε με τα δύο αγόρια. Εκείνη κι ο Ντάρσυ είχαν γίνει αχώριστοι φίλοι αφού ήταν και η μόνη που δεν ξεχώριζε  την αναπηρία του.
Ο Έντουαρντ τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος απ' τον αδερφό του και οχτώ απ' τη Έιμι πολλές φορές προτιμούσε να παίζει με άλλα παιδιά μιας και το παιχνίδι με τον Ντάρσυ ήταν πάντα περιορισμένο .
Εκείνος όμως δεν νοιαζόταν ούτε και στεναχωριόταν αφού η Έιμι φρόντιζε πάντα με το σπιρτόζο χαρακτήρα της να τον διασκεδάζει και να τον κάνει να ξεχνά την ιδιαιτερότητα του.

Τα παιδιά μεγάλωναν με γρήγορους ρυθμούς,τα αγόρια έπαιρναν μαθήματα κι είχαν αρχίσει να αποκτούν μία καλή μόρφωση ενώ η Έιμι που είχε γίνει πλέον δώδεκα χρονών είχε έρθει η ώρα να τους αποχωριστεί.
Ο πατέρας της θα την έστελνε στην Αμερική σε ένα συγγενή που ήταν δικηγόρος και στεκόταν πολύ καλά οικονομικά. Εκεί  θα μπορούσε να διδαχθεί γραφή, ανάγνωση και άλλα που έκαναν κοπέλες μονάχα της υψηλής κοινωνίας και που οι φτωχή καταγωγή της δεν της επέτρεπε.

Χαιρέτησε τους δύο φίλους της μα για τον Ντάρσυ είχε κάτι περισσότερο. Τολμηρή και ατρόμητη καθώς ήταν έδωσε στο νεαρό ένα φιλί στο στόμα και πριν φύγει αφήνοντας τον άναυδο, του ψυθίρισε  στο αυτί τη λέξη "σ' αγαπώ".
Το ζεστό φιλί της όπως και την τελευταία της κουβέντα ο Ντάρσυ τα κλείδωσε στη μνήμη μα και στην καρδιά του.
Αν και ήταν πολύ μικροί οι δυο τους αυτό έμελε να είναι και για τους δύο το πρώτο τους φιλί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top