Κεφάλαιο XIV

It hurts to love you, but I still love you

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Κρίστιαν χαλάρωσε παρά σφίχτηκε. Ήξερε πως ο πόλεμος δε θα τελείωσε σύντομα, μόλις είχε ανάψει μάλιστα για τα καλά και επίσης γνώριζε πως ένα μεγάλο ποσοστό των στρατιωτών δε γύριζαν ποτέ σπίτια τους. Στις προοπτικές αυτές χαμογέλασε στη Μόνικα σαν να ήταν ένα αθώο παιδί που πίστευε σε παραμύθια και ένευσε καταφατικά. Για εκείνον δεν είχε νόημα να την πιέσει. Αργά ή γρήγορα θα έπεφτε σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά του και γι' αυτό ήταν βέβαιος.

Αυτή η σκέψη τον έκανε να χαμογελάσει αυτάρεσκα μόλις πέρασε στο πολυτελές σαλόνι του μετά την έξοδο που είχαν. Ακόμη φυσικά τον ενοχλούσε η απόρριψη και μέσα του έβραζε όση ώρα η Μόνικα καθόταν δίπλα του σφιγμένη και απέφευγε το βλέμμα του, όμως έπρεπε να δείχνει αδιάφορος και χαλαρός, όχι μόνο μπροστά σε εκείνη αλλά και σε όλο το συνεργείο, αν και αυτό ήταν δύσκολο με ένα άλλο, ανεπιθύμητο γυναικείο βλέμμα να τον παρακολουθεί, αυτό της Έλσας Μοντγκόμερι. Όμως ήξερε πως κανένας δεν μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο έτσι και έβαζε κάτι στο νου του. Αισθανόταν αήττητος.

«Βλέπω χαμογελάς. Έχεις μάθει να ξεπερνάς εύκολα την απόρριψη. Καλό αυτό.» Το χαμόγελο του Κρίστιαν έσβησε από τα χείλη του και ξεφύσησε μόλις άκουσε τη βαθιά φωνή της ερωμένης του, της Ντόλι και αντίκρισε το κόκκινο κεφάλι με τις πυκνές μπούκλες στο μπαλκόνι να διαγράφεται στο μαύρο φόντο της νύχτας. Δεν ήταν το πρώτο βράδυ που ο Κρίστιαν δεν είχε επιλέξει να τον συνοδέψει σε μια έξοδό του, τελευταία το έκανε όλο και πιο συχνά κι εκείνη έμενε μόνη της στη βεράντα κλαίγοντας, πίνοντας και καπνίζοντας.
Η κατάσταση αυτή την εξόργιζε κι ακόμη περισσότερο που δε μπορούσε να κάνει η ίδια κάτι. Έβλεπε πόσο λαχταρούσε ο Κρίστιαν τη μικρή, όπως δεν είχε λαχταρίσει καμία άλλη.
Για ένα χρόνο που ήταν μαζί με τον Κρίστιαν, η σχέση τους φαινόταν να πηγαίνει σοβαρά, μέχρι που εμφανίστηκε η Μόνικα, το κορίτσι με τα θλιμμένα μάτια, όπως την έλεγε ο Κρίστιαν συνεχώς. Στη πραγματικότητα, βαθιά μέσα της δε μισούσε εκείνη, αλλά τον ίδιο τον Κρίστιαν, που της είχε τάξει να την παντρευτεί, όμως όλα του λόγια πια έμοιαζαν με κούφιες υποσχέσεις.

«Είναι αργά. Έπρεπε να κοιμάσαι.» Απάντησε αδιάφορα ο Κρίστιαν, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του, μένοντας σε μια ασφαλή απόσταση. Η Ντόλι γύρισε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε άγρια με τα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια της να λάμπουν, σφίγγοντας το σαγόνι της, κάνοντας τα ζυγωματικά της να φαίνονται ακόμα πιο έντονα.

«Δε κοιμάμαι πια.» Έκανε σιγανά, εκπέμποντας μια επικινδυνότητα, ανοίγοντας το βήμα της για να περάσει στο σαλόνι. Πια στεκόταν απέναντι του, κοιτώντας τον στα ίσα. «Περιμένω να γυρίσεις, έτσι ώστε αν φέρεις καμία μαζί σου που της τάζεις να την κάνεις ηθοποιό να είμαι εγώ εδώ να της ανοίξω τα μάτια.» Συνέχισε, διατηρώντας τον τόνο της φωνής της ακόμη σταθερό. Ο Κρίστιαν θέλοντας να αποφύγει ένα ακόμα ξέσπασμα για να μη χαλάσει και τη διάθεση του, της γύρισε τη πλάτη, χαλαρώνοντας τη γραβάτα του, έχοντας σκοπό να κάνει ένα ντουζ πριν πέσει για ύπνο. Όμως η Ντόλι αυτή τη φορά δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο, ο πανικός πως μπορεί να τον έχανε σε συνδυασμό με το αλκοόλ, της χάρισαν το θάρρος που χρειαζόταν για να μιλήσει. «Μια φορά δεν ήμουν εδώ και μια πρόλαβε και γκρεμίστηκε από τη ταράτσα.» Η φωνή της στο τέλος της φράσης έσπασε καθώς ο τόνος της ανέβηκε, φτάνοντας στα όρια της. Όπως ακριβώς και ο Κρίστιαν, που πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, με μια δρασκελιά είχε ορμήσει κατά πάνω της με σκοπό να τη χτυπήσει.

«Σκάσε μωρή!» Φώναξε αγριεμένα επάνω στο πρόσωπό της και τα συνήθως πονηρά του μάτια, πλέον ήταν ικανά να λυγίσουν και σίδερο. Η Ντόλι πρόλαβε να πιάσει το χέρι του και το έσφιξε με τα δικά της, φέρνοντας το στο μάγουλό της. Είχε συνηθίσει πια αυτή του τη συμπεριφορά, όμως ένιωθε εξαρτημένη από εκείνον κι ένιωθε πως αν έφευγε θα έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της. Αυτή της η εξάρτηση και ο φόβος της μοναξιάς της, ξεγελούσαν το μυαλό και τα συναισθήματά της. Νόμιζε πως τον αγαπούσε και πράγματι, τον πρώτο καιρό της σχέσης τους που ο Κρίστιαν δεν είχε εκδηλώσει τον βίαιο χαρακτήρα του και την φρόντιζε, αυτό το συναίσθημα είχε βάση. Μέχρι που τη χτύπησε για πρώτη φορά σε έναν άγριο καυγά που είχαν, όταν ανακάλυψε τι πραγματικά έκανε ο Κρίστιαν. Είχε πάρει την απόφαση να φύγει. Όμως μόλις έφτασε με τη βαλίτσα της στην πόρτα, κάτι την κρατούσε καθηλωμένη στο ίδιο σαλόνι, εμποδίζοντας την να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση προς τα μπροστά, αλλά μόνο προς τα πίσω.

«Δικός μου είσαι. Το ακούς; Δε θα με αφήσεις.» Έκανε ξεψυχισμένα με μάτια σφαλιστά, για να εμποδίσει στα δάκρυα να κυλήσουν. Ο Κρίστιαν αποτραβήχτηκε απότομα, σπρώχνοντας την κοπέλα στο πάτωμα κι εκείνη έπεσε στην παχιά μοκέτα με τα γόνατα, προλαβαίνοντας να στηριχτεί στα χέρια της για να μη χτυπήσει. Τότε ήταν που γλίστρησαν τα πρώτα δάκρυα από τα μάτια της. Δεν άντεχε τη συμπεριφορά αυτή κι όμως, κάτι την κρατούσε, μια ελπίδα αδύναμη πως μια μέρα θα ξυπνούσε και ο Κρίστιαν δεν θα την πονούσε πια, αλλά θα την αγκάλιαζε όπως πρώτα.
Ο σκηνοθέτης κοίταξε υποτιμητικά την κοκκινομάλλα που έκλαιγε στο πάτωμα σιωπηλά και έστρωσε το μανίκι του δεξιού του χεριού που είχε σφίξει η Ντόλι για να γλιτώσει το χτύπημα.

«Πέσε για ύπνο. Αύριο θέλω μια χάρη από τον αδερφό σου οπότε θα πρέπει να ξυπνήσεις νωρίς για να του τηλεφωνήσεις.» Τη διέταξε ο Κρίστιαν, κοιτώντας τον εαυτό του στον βιδωμένο καθρέφτη στον απέναντι τοίχο, πάνω από το μπαρ με το αλκοόλ, στρώνοντας το γιακά του πουκαμίσου του κι ας μην έβγαινε ξανά από το σπίτι. Η γυναίκα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με δακρυσμένα μάτια, έκπληκτη. «Έχω ένα σχέδιο και θα χρειαστώ τη βοήθειά του ξανά.» Συνέχισε ο Κρίστιαν δίχως να δίνει σημασία στη πεσμένη κοπέλα. «Είναι τέλειο το σχέδιό μου. Κανένας δεν πρόκειται να μου σταθεί εμπόδιο.» Μονολόγησε, επιμένοντας να χαζεύει το είδωλό του στον καθρέφτη με το χρυσό περίγραμμα.

«Τι έχεις πάλι στο μυαλό σου; Δεν αντέχω άλλο Κρίστιαν, φοβάμαι.» Μίλησε η Ντόλι με φωνή βραχνή από το κλάμα, δίχως να βρίσκει τη δύναμη να σηκωθεί από το πάτωμα. Ο Κρίστιαν ακούγοντας τη φωνή της, στράφηκε προς το μέρος της ενοχλημένος και γονάτισε από πάνω της, στηρίζοντας τον πήχη του στο ένα του γόνατο, έχοντας την ανάμεσα στα πόδια του.

«Δεν νομίζω να ζήτησα τη γνώμη σου. Επίσης δεν πρόκειται να σταθείς ξανά εμπόδιο στα σχέδιά μου, αλλιώς δεν το έχω σε τίποτα να σε διώξω και δεν θα έχεις που να πας μετά.» Είπε σιγανά ο Κρίστιαν, με την ανάσα του να χτυπά το μάγουλο της καθώς γύρισε να τον κοιτάξει, επιφυλακτικά. «Το σχέδιο μου θα δουλέψει περίφημα.» Ήδη έκανε λες και το σχέδιο είχε μπει σε εφαρμογή και είχε πετύχει και με το παραπάνω. Η Ντόλι ξεροκατάπιε και κάθισε στον γοφό της, δίχως να απομακρύνει το πρόσωπό της από το δικό του, κοιτώντας τον στα μάτια σταθερά σαν δαρμένο ζώο που ζητούσε ένα χάδι.

«Δε θέλω να καταλήξεις στη φυλακή Κρίστιαν με όλες αυτές τις παρανομίες...» Αποκρίθηκε μονάχα, ακουμπώντας τρυφερά το χέρι της στο γόνατό του άντρα που αγαπούσε. «Δεν θα το άντεχα.» Ψέλλισε, έχοντας χάσει πια όλη της τη δύναμη, μαζί με την αξιοπρέπεια της, μα δεν την ένοιαζε αυτό όσο τον είχε κοντά της. Ο Κρίστιαν κάγχασε και σηκώθηκε ξανά όρθιος, έχοντας την ακόμη από κάτω του. Η κοπέλα τον ακολούθησε με το βλέμμα καθώς ορθωνόταν, περιμένοντας την επόμενή του κίνηση. Μπορεί να φοβόταν, όμως στο τέλος ήξερε πως θα έκανε ακριβώς όσα της έλεγε.

«Το πολύ- πολύ να είσαι κι εσύ στο ίδιο κελί.» Απάντησε μονάχα, ανασηκώνοντας τους ώμους του, χώνοντας τα χέρια του στις τσέπες του, αφήνοντας τη μόνη με τις ενοχές και τα δάκρυά της, πηγαίνοντας στο υπνοδωμάτιό του με τον αέρα του ανθρώπου που ξέρει πως με μια τηλεφωνική κλήση μπορούσε να ελέγξει τις ζωές όλων στην Καλιφόρνια.

Καλησπέρα αγαπημένοι μου! Πως είστε; Η αλήθεια είναι πως κι εγώ η ίδια εντυπωσιάζομαι από το πόσο γρήγορα ανέβασα κεφάλαιο σε αυτή την ιστορία, όμως είχα μπόλικο χρόνο και όρεξη, οπότε μαζί με τις υπόλοιπες ιστορίες έγραψα κι ένα μικρό κεφάλαιο εδώ!
Περίεργα μας τα λέει ο Κρίστιαν δε βρίσκετε; Και ποιος ξέρει πόσες άλλες παρανομίες έχει κάνει και πόσες είναι διατεθειμένος να κάνει ακόμα για να κερδίσει την Μόνικα. Φυσικά και θα μάθετε παρακάτω γιατί η ιστορία μόλις ξεκινάει! 
Περιμένω τα σχόλιά σας όπως κάθε φορά! Κι εμείς θα τα πούμε εδώ, σε κάποιο άλλο βιβλίο, ποιος ξέρει...

Χίλια Φιλιά!
Βίκυ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top