Κεφάλαιο XI
No one even knows how hard life was
I don't even think about it now because
I've finally found you
8 Σεπτεμβρίου 1942
Η νεαρή Μόνικα Χέμινγκς νόμιζε πως ζούσε ένα όνειρο. Κάθε βράδυ που έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί, έτρεμε πως όταν τα ανοίξει θα βρισκόταν ξανά στο παιδικό της δωμάτιο, στην γειτονιά που είχε μεγαλώσει και σχεδόν την έπιαναν τα κλάματα. Μα όχι. Όλα όσα ζούσε ήταν τόσο αληθινά και όμορφα, όπως τα φανταζόταν από μικρό κορίτσι. Μέσα σε έναν χρόνο είχε γνωρίσει την λάμψη του Χόλυγουντ και ήδη είχε κάνει τα πρώτα της εξώφυλλα σε εφηβικά περιοδικά που και η ίδια διάβαζε όσο ήταν άσημη. Πλέον εκείνη θα γινόταν το πρότυπο κάποιου άλλου νεαρού κοριτσιού, που θα ξεφύλλιζε περιοδικά ξαπλωμένη στην καμάρα της και θα γέμιζε το μαξιλάρι της αργότερα με όνειρα.
Η Έλσα Μοντγκόμερι που είχε αναλάβει την εκπαίδευση της είχε εκπλαγεί με το ταλέντο αλλά και με την ταχύτητα με την οποία το κορίτσι μάθαινε, λες και προετοιμαζόταν χρόνια πριν. Όμως έτσι ήταν. Όσο πήγαινε σχολείο και μετέπειτα, η Μόνικα δημιουργούσε δικά της σκηνικά στο μυαλό της και σκεφτόταν πώς θα αντιδρούσε στο κάθε ένα, έπαιζε με τις εκφράσεις και το βλέμμα της στον καθρέφτη του δωματίου της, δοκίμαζε διαφορετικές τονικότητες όταν τραγουδούσε για να ζεστάνει την φωνή της και ακόμα οργάνωνε και μικρές παραστάσεις για τις φίλες της όταν μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι. Ήταν λες και είχε δημιουργήσει μόνη της μια δική της σχολή για ηθοποιούς και η ίδια δίδασκε τον εαυτό της, παρακολουθώντας ταυτόχρονα και τις μεγάλες ηθοποιούς στο σινεμά σχεδόν κάθε Σάββατο.
Η μεγαλύτερη ηθοποιός είχε καταλήξει πως ήταν ένα γοητευτικό και πανέμορφο κορίτσι, με διαπεραστική ματιά και πάρα το νεαρό της ηλικίας της, τα βιώματά της φαίνονταν μέσα από αυτά, καθηλώνοντας με τα γκρό- πλαν που συνήθως της έκαναν. Μα η ομορφιά της ήταν ασύγκριτη κυρίως όταν έκλαιγε. Τα μάτια της αποκτούσαν ένα στρογγυλό σχήμα, κάνοντας τα να φαίνονται μεγαλύτερα απ' ότι ήταν, και οι γωνίες του προσώπου της γίνονταν πιο βαθιές, τα χείλη της πιο σαρκώδη και η φωνή της πιο αγνή και απαλή. Η Έλσα δεν είχε ξανά δει τέτοιο πράγμα ξανά σε ηθοποιό και ήταν πολλά χρόνια στο χώρο. Αυτό το κορίτσι είχε όλα όσα πάλευε χρόνια να αποκτήσει μια καταξιωμένη ηθοποιός και ένιωθε περήφανη λες και ήταν δικό της παιδί. Μα πράγματι έτσι την ένιωθε.
Η ταινία σχεδόν βρισκόταν στο τέλος της. Ακόμη ένας μήνας γυρισμάτων, ύστερα μοντάζ και επεξεργασία και μετά η αποθέωση στις οθόνες. Για την Μόνικα όσο ήταν ένας απλός θεατής, ποτέ δεν περίμενε πώς επρόκειτο για μια τόσο μεγάλη διαδικασία τόσο το γύρισμα όσο και ο κύκλος του φιλμ μέχρι να είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει. Θυμόταν κάθε στιγμή από την πρώτη μέρα γυρισμάτων, ήταν αγχωμένη και νευρική, όμως χάρις τα ενθαρρυντικά λόγια του Κρίστιαν χαλάρωσε και έγινε ένα με τον φακό. Αυτό που της είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η όλη διαδικασία του γυρίσματος που εξίσου την ηρεμούσε να τα παρακολουθεί. Πρώτα ο ηχολήπτης, έγραφε τους φυσικούς ήχους ενός χώρου, τα τακούνια που χτυπούν στο ξύλινο πάτωμα, τα μαχαιροπίρουνα που σέρνονται στο πορσελάνινο πιάτο, τα πουλιά που κελαηδούν, ο ήχος του αναπτήρα όταν ανάβει, τα πάντα! Ύστερα έμπαιναν οι ηθοποιοί, στην αρχή για να γυρίσουν ένα γενικό πλάνο που το ονόμαζαν μάστερσοτ και μόλις τελείωνε η σκηνή, την επαναλάμβαναν με κοντινά πλάνα αυτή τη φορά, πρώτα του ενός ηθοποιού, μετά του άλλου, ίδια και απαράλλαχτα με το γενικό πλάνο, τηρώντας τα ρακόρ.
Η Μόνικα αυτά και άλλα πολλά έλεγε γεμάτη ενθουσιασμό στη μητέρα της στο τηλέφωνο, η οποία άκουγε περήφανη την κόρη της, προσπαθώντας να κρύψει το κλάμα της από το ηχόχρωμα της φωνής της για να μην αναστατώσει το παιδί της. Ήταν διπλά χαρούμενη για εκείνη, όμως πάνω απ' όλα της έλειπε το κοριτσάκι της. Μάλιστα τις πρώτες μέρες μπερδευόταν και έβγαζε δύο πιάτα το βράδυ. Καθόταν μόνη, στο τραπέζι, ξεκινούσε να μιλά, μα όταν δεν έπαιρνε απόκριση σήκωνε το βλέμμα και ανακάλυπτε πως ήταν μόνη. Τότε γελούσε με την αφηρημάδα της και ποτέ δεν έκλαψε στιγμή. Και μόνο όμως που άκουγε τον ήχο της φωνής της από το τηλέφωνο της ήταν αρκετό και δεν της πήγαινε καρδιά να της ζητήσει να γυρίσει πίσω και μόνο που το παιδί της ήταν καλά στην υγεία του δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο. Στα δέκα εφτά χρόνια ζωής της κόρης της ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που την άκουγε ευτυχισμένη πραγματικά και δεν σκόπευε να της καταστρέψει την νέα της λαμπερή ζωή με τη μιζέρια της.
Μάλιστα αγόρασε το περιοδικό με το πρώτο εξώφυλλο και μόλις το αντίκρισε χαμογέλασε πλατιά και στα μάτια της συσσωρεύτηκαν δάκρυα. Καθόταν και το κοιτούσε για ώρες, χαζεύοντας την ομορφιά του μοναδικού της σπλάχνου και αμέσως ένιωσε τύψεις που είχε προσπαθήσει να της επιβληθεί.
«Αυτή είναι η κόρη μου.» Είχε πει όλο καμάρι στην περιπτέρου, μα εκείνη το ήξερε, όλοι ήξεραν την Μόνικα στη γειτονιά. Εν τέλει δεν πλήρωσε το περιοδικό. Αλίμονο να πλήρωνε για να διαβάσει τη συνέντευξη της κόρης της. Ξαφνικά όλοι είχαν αρχίσει να κάνουν δώρα στην Άρια τα οποία τίμια δεν δεχόταν. Πρόβλημα εξάλλου οικονομικό φρόντιζε να μην προκύψει ποτέ και πλέον ένιωθε τουλάχιστον υποχρεωμένη στο παιδί της που δεν πλήρωνε εκείνη τα προς το ζην της, αλλά της έστελνε εκείνη χρήματα.
Το μοναδικό άτομο που αρνιόταν να της μιλήσει ήταν η αδερφή του Ντίλαν, μα δεν την πείραζε. Χαιρόταν που το κοριτσάκι της ήταν ευτυχισμένο και δεν μαράζωνε όπως εκείνη.
Τη σημερινή φθινοπωρινή νύχτα η Μόνικα είχε αποφασίσει να την περάσει ήρεμα. Ήταν Πέμπτη και μόλις είχε επιστρέψει από το στούντιο με το αυτοκίνητο του Κρίστιαν, ο οποίος ήταν υπερβολικά περιποιητικός με την νέα του σταρ. Αν μη τι άλλο, η νεαρή Χέμινγκς εκτός από τα χρήματα και τη φήμη που θα του έφερνε ήταν και ένα πολύ ευχάριστο, νόστιμο κορίτσι. Μερικές φορές είχαν βγει είτε οι δύο τους για ποτό, προκαλώντας τη ζήλια της ερωμένης του, είτε με τη συνοδεία άλλων μελών της παραγωγής. Ο Κρίστιαν είχε καλές σχέσεις με όλους του συνεργάτες του και δεν έβλεπε κανέναν ούτε ανώτερο ούτε κατώτερο, ήταν σωστός κύριος και πάνω απ' όλα σωστός επιχειρηματίας. Η μεγάλη του αδυναμία όμως ήταν φανερά η νεαρή ηθοποιός. Είχε μαγευτεί από την θλιμμένη ομορφιά της, όπως την αποκαλούσε εκείνος και η αθωότητα της τον εξίταρε, σκεφτόταν πώς θα την κρατούσε κοντά του, να την κάνει δική του, μα εκείνη φαινόταν να τον βλέπει μόνο ως τον σκηνοθέτη της κάτι που εκείνος σκόπευε να αλλάξει σύντομα.
Αν και ήταν κατάκοπη από τη κούραση, ανέβηκε με μικρά πηδηματάκια τα σκαλιά που οδηγούσαν στο διάδρομο με την παχιά κόκκινη μοκέτα απλωμένη στο μήκος του. Από μέσα της μουρμούριζε έναν σκοπό, φροντίζοντας να κάνει την άφιξη της αισθητή. Πια είχε τα χρήματα και μπορούσε να φύγει από αυτό το σπίτι, να μείνει σε μια μονοκατοικία, όμως σκεφτόταν πώς περίμενε την μητέρα της να έρθει στη πόλη των Αγγέλων ώστε να επιλέξουν μαζί το σπίτι των ονείρων τους και εξάλλου είχε βολευτεί στο ευρύχωρο και φωτεινό δωμάτιο της.
Έφτασε έξω από την πόρτα της και έβγαλε τα κλειδιά της από τη μικρή τσάντα της για να ανοίξει το διαμέρισμα της. Τότε πίσω από την πλάτη της άκουσε την απέναντι πόρτα να ανοίγει και ένα μικρό, πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Με τα κλειδιά ακόμη ανά χείρας έκανε αναστροφή και αντίκρισε στο κατώφλι του απέναντι διαμερίσματος τον νεαρό γείτονα της, τον Ματ, ο οποίος είχε ένα χαμόγελο όμοιο με το δικό της, στηρίζοντας τον κορμό του στα παραπετάσματα της πόρτας και παρατηρώντας την με προσοχή.
«Πηγαίνατε κάπου δεσποινίς;» Έκανε ο νεαρός παιχνιδιάρικα, κοιτώντας την με αδημονία και η Μόνικα έκανε ένα βήμα πιο κοντά του.
«Για την ακρίβεια μόλις επέστρεψα.» Απάντησε κομψά και ανασήκωσε το κεφάλι της. «Εσείς φεύγετε;» Ρώτησε το κορίτσι με υποτιθέμενο ενδιαφέρον. Ο Ματ συγκράτησε το γέλιο του και έκανε κι εκείνος ένα βήμα πιο έξω από το δωμάτιο του.
«Όχι, απλώς σας άκουσα και αναρωτήθηκα μήπως θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μου ένα μπουκάλι κρασί.» Αποκρίθηκε ο Ματ και η Μόνικα ανασήκωσε το ένα της φρύδι προκλητικά.
«Μόνο το κρασί θα μοιραστούμε;» Ρώτησε αισθησιακά και τράβηξε το δερμάτινο γάντι της αργά αρχικά από το δείκτη, ύστερα τον μέσο, τον παράμεσο και τέλος από το μικρό της δάχτυλο. Ο Ματ χαμογέλασε σαγηνευτικά και έφτασε κοντά της σε απόσταση αναπνοής. Η καρδία της χτυπούσε γοργά στο στήθος της, μα η έκφραση του προσώπου της δεν φανέρωνε ούτε στο ελάχιστο την αναστάτωση που ένιωθε.
«Για αρχή ίσως κάτι άλλο.» Έκανε και τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την μέση της, την τράβηξε στο εσωτερικό του δωματίου, με το γάργαρο γέλιο της να ηχεί στον κενό διάδρομο και τέλος ο ήχος της πόρτας που έκλεισε πίσω τους με δύναμη.
Μετά από τον τρυφερό και έντονο έρωτα που έκαναν, κάθονταν αγκαλιά, ενώ μια πλάκα με τζαζ μουσική έπαιζε από το γραμμόφωνο. Ο Ματ μόλις είχε ανοίξει το μπουκάλι με το κρασί και είχε σερβίρει σε δύο ποτήρια που είχε δανειστεί από τη κουζίνα. Και για τους δύο νεαρούς αυτό ήταν ένα ιδανικό βράδυ. Από τη στιγμή που είχαν μοιραστεί το κοινό τους πάθος την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, κοιμόντουσαν μαζί κάθε νύχτα. Η Μόνικα ένιωθε για πρώτη φορά ολοκληρωμένη στην αγκαλιά του νέου αγαπημένου της και επιτέλους είχε όσα ονειρευόταν πάντοτε.Και ο Ματ όμως, ένιωθε πώς το κορίτσι αυτό, τον έκανε καλύτερο άνθρωπο, με την ευγένεια και την χαρμόσυνη διάθεση της. Οι περιστασιακές ερωμένες του δεν τον γέμιζαν τόσο πολύ και πότε δεν είχε αισθανθεί να του κόβονται τα γόνατα με ένα μόνο βλέμμα. Στη Μόνικα μπορούσε να μιλά για ώρες ολόκληρες, να της εμπιστευτεί τα μυστικά του και να είναι ο εαυτός του μαζί της. Ένιωθε αυτόν τον έρωτα τον άνευ όρων, που πάντα αναζητούσε. Είχαν βρει ο ένας τον άλλον.
Η νεαρή ηθοποιός είχε γείρει το κεφάλι της στην ασφάλεια του στέρνου του Ματ, παίρνοντας θερμότητα από το σφιχτό κράτημα του κι ήταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος, μα η απαλή του φωνή την έκανε να ανοίξει αργά τα μελιά της μάτια.
«Μόνικα Χέμινγκς: Ένα αστέρι γεννιέται στη μέση του πολέμου.» Διάβασε ο Ματ τον τίτλο του άρθρου στο περιοδικό και έσκυψε το κεφάλι για να συναντήσει το βλέμμα της με ένα γλυκό χαμόγελο. «Πολύ ελπιδοφόρο.» Σχολίασε και η Μόνικα του χαμογέλασε πλατιά, αγνοώντας τη νύστα της.
«Μπορείς να κλείσεις το φως και να με αγκαλιάσεις; Νυστάζω.» Γκρίνιαξε τρυφερά η κοπέλα και χώθηκε στην ασφαλή αγκαλιά του.
Τότε η έκφραση του Ματ σοβάρεψε, και αποτράβηξε ανήσυχος το βλέμμα του από το δικό της. Η Μόνικα πρόσεξε τη δυσφορία του και μόνο μιας τα βαριά της βλέφαρα από την κούραση άνοιξαν διάπλατα. Ο νεαρός συγγραφέας ανασήκωσε τον κορμό του από το μαξιλάρι σιωπηλός, κρατώντας το γυμνό σώμα της Μόνικα στα χέρια του.
«Πρέπει να σου πω κάτι.» Έκανε ο Ματ δίχως να την κοιτά και το κορίτσι ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται από την αγωνία όση ώρα ο νεαρός πλάι της καθόταν σιωπηλός, διαλέγοντας με προσοχή τα επόμενα λόγια του για να μην την ταράξει. «Ξέρεις πρέπει να φύγω.» Δήλωσε και η Μόνικα έσμιξε τα φρύδια της με περιέργεια.
«Να πας που;» Ρώτησε βιαστικά και ο Ματ έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Γύρισε ξανά και βύθισε το θλιμμένο, σκούρο βλέμμα του στο δικό της. Πήρε τα ιδρωμένα χέρια της στα δικά του και τα έσφιξε δυνατά, προετοιμάζοντας και τον ίδιο του τον εαυτό για όσα θα τις έλεγε στη συνέχεια. Αλήθεια δεν γνώριζε ακόμα και ο ίδιος γιατί είχε πάρει την απόφαση αυτή. Ως καλλιτέχνης ήταν κατά του πολέμου, αλλά διαβάζοντας και ακούγοντας όσα γίνονται στην Ευρώπη, οργή τον πλημμύριζε για τόσους αθώους στρατιώτες που πέθαιναν καθημερινά στο πεδίο της μάχης. Την απόφαση την είχε πάρει όταν είχε ακούσει τυχαία έναν απόσπασμα από λόγο του στο ραδιόφωνο. Ένιωσε μόλις τελείωσε πως ήθελε να χειροκροτήσει, αυτό το σατανικό μυαλό που τον είχε παρασύρει τόσο εύκολα με την δυνατή φωνή και την μάνητα που εξέπεμπε. Σκέφτηκε πως ήταν τόσο απλό να παρασυρθεί ένας άνθρωπος, ακόμα και ένας μορφωμένος άνθρωπος. Ως αντίδραση είχε κάνει αυτή την επιλογή, δίχως να έχει σκεφτεί πολύ συνετά τις συνέπειες.
«Ξέρω πως έχεις περάσει δύσκολα με τον χαμό του πρώην άντρα σου που πέθανε στο μέτωπο.» Έκανε μια εισαγωγή. Η καρδία της Μόνικα χτυπούσε τόσο γρήγορα που νόμιζε πως μπορούσε και ο Ματ να την ακούσει. Το μυαλό της πήγε στο κακό, μα το πρόσωπο της έμεινε ατάραχο, τα μάτια της καθηλωμένα στα δικά του. Τον άφησε να συνεχίσει. «Και ίσως αντιδράσεις σε αυτό που θα σου πω, όμως νοιάζομαι για εσένα και-» Η Μόνικα δεν άντεχε να ακούει άλλο. Τράβηξε τα χέρια της από τα δικά του και γύρισε τον κορμό της στο πλάι. Έκλεισε τα μάτια για να συγκρατήσει τα δάκρυα της, όμως μάταια.
«Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό.» Ψέλλισε αδύναμα και με τα χέρια της έκρυψε το όμορφο πρόσωπο της. Του Ματ σπάραζε η καρδιά του να την βλέπει σε τέτοια κατάσταση. Μόλις την είχε βρει εξάλλου δεν άντεχε να την χάσει τόσο νωρίς. Ήξερε πολύ καλά πως το μέλλον του από τη στιγμή που θα φορούσε τη στολή ήταν αβέβαιο. Αν μπορούσε δεν θα της το έλεγε ο ίδιος. Απλώς θα την άφηνε να κοιμηθεί και θα της έγραφε κάτι στο μαξιλάρι δίπλα της, όμως δεν του πήγαινε καρδιά να την αποχαιρετήσει από ένα άψυχο χαρτί και να μην είναι εκεί να την καθησυχάσει ο ίδιος, στην ζεστή αγκαλιά του.
«Μην χάσω κι εσένα. Σε παρακαλώ.» Έκανε η κοπέλα και δίχως να κάνει δεύτερες σκέψεις ο Ματ την τράβηξε στη αγκαλιά του. Η Μόνικα ένιωσε πως είχε ξανά ζήσει αυτή τη σκηνή. Εκείνη γυμνή στο κρεβάτι να κλαίει, ενάντια σε ένα αντρικό, νεανικό, αγαπημένο στέρνο που δεν ήξερε αν θα αγκάλιαζε ξανά. Μόνο που αυτή τη φορά τα συναισθήματα ήταν πιο έντονα γιατί γνώριζε τις συνέπειες του καταστροφικού πολέμου. Όσο κι αν ήθελε να το αποτινάξει από πάνω της δεν γινόταν, ο πόλεμος της είχε κλέψει έναν αγαπημένο και δεν άντεχε να χάσει κι άλλον.
Βύθισε τα νύχια της στη σάρκα του άντρα για να βεβαιωθεί πώς δεν θα της φύγει, πως αυτή η μικρή απεγνωσμένη κίνηση θα τον κρατήσει κοντά της. Της άρεσε πολύ ο Ματ και την έκανε να αισθάνεται όμορφα, οικεία. Το άρωμα του την ακολουθούσε παντού πλέον και το χαμόγελο του γαλήνευε την ψυχή της. Αν τον έχανε θα έχανε και το τελευταίο κομμάτι αγνότητας που είχε μέσα της.
«Μόνικα άκουσε με.» Η δυνατή φωνή του Ματ την έβγαλε από τις μαύρες σκέψεις της και εκείνη έκανε όπως της είχε υποδείξει. Έπνιξε τα αναφιλητά της και έμεινε με το κεφάλι της ενάντια στο στέρνο του, να ακούει τον χτύπο της καρδιάς του, να νιώθει το ζωντανό του σώμα. «Δε θα χαθώ. Θα γυρίσω πίσω σε εσένα. Ο, τι κι αν γίνει.» Στα καστανά μάτια του έκαιγε η φλόγα για ζωή και το απαλό χάδι στα μαλλιά της, την έκαναν να ηρεμήσει. «Εσύ κορίτσι μου θα με περιμένεις.» Είπε όλο ελπίδα ο νεαρός και ένωσε τα χείλη τους σε ένα παθιασμένο φιλί. Η Μόνικα έλιωσε στην αγκαλιά του και έγειρε το κεφάλι της πίσω ώστε να έχει ο νεαρός καλύτερη πρόσβαση στα χείλη της.
«Θα σε περιμένω. Στο υπόσχομαι.» Ψιθύρισε επάνω στα χείλη του και τον κοίταξε στα μάτια. Η ελπίδα ήταν το μοναδική της όπλο πλέον. Ο Ματ δεν θα την εγκατέλειπε, βαθιά μέσα της το ήξερε καλά, θα γύριζε σε εκείνη με το τέλος του πολέμου, όταν πια θα επικρατούσε ειρήνη και θα έσμιγαν ξανά. «Επίτρεψε μου να σε αποχαιρετήσω καταλλήλως στρατιώτη.» Είπε αισθησιακά, κοιτώντας τον με τα μεγάλα, δακρυσμένα της μάτια. Ο νεαρός σάστισε με την απότομη αλλαγή της συνήθως γλυκιάς ερωμένης του, όμως δεν έφερε αντίρρηση. Δεν μπορούσε να της αντισταθεί ούτε στο ελάχιστο και αν πάλευε στη συγκεκριμένη μάχη θα έχανε. Την έκανε δική του, για ακόμη μια φορά μέσα στο ίδιο βράδυ και η Μόνικα ευχαριστήθηκε τα χάδια του, λαχταρώντας με ανυπομονησία αυτά που θα ακολουθούσαν μόλις γύριζε κοντά της.
Καλησπέρα σας! Εύχομαι όλοι να είστε καλά! Νέα δράματα όπως βλέπετε και είμαστε ακόμα σχετικά στην αρχή! Να σας ενημερώσω πως για λόγους τεχνικούς, το επόμενο κεφάλαιο θα είναι ξανά από τη μεριά της Μόνικα! Περιμένω τα σχόλια σας όπως κάθε φορά! Σας φιλώ!
Βίκυ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top