Κεφάλαιο V

When the world was at war before
We just kept dancing

10 Δεκεμβρίου 1941

Ο γάμος είχε επισπευτεί με την επιθυμία του ίδιου του Ντίλαν και οι δύο οικογένειες δεν μπορούσαν πάρα να συμφωνήσουν στην επιθυμία του μελλοντικού αεροπόρου. Το ζευγάρι νυμφεύθηκε στις 6 Δεκεμβρίου, μια μέρα πριν ο Ντίλαν φύγει για το μέτωπο που τον είχαν καλέσει. Στον γάμο βρίσκονταν οι συγγενείς, όπως και οι φίλες της Μόνικα από το σχολείο και οι συναγωνιστές του Ντίλαν.

Το βράδυ του γάμου το ζευγάρι το πέρασε στο σπίτι του Ντίλαν και εκεί εκτός από τον έρωτα που της έκανε της εκμυστηρεύτηκε κάτι προσωπικό του.

«Γλυκιά μου αγάπη, άκουσε με...» Της είχε πει ενώ την είχε στην αγκαλιά του. Εκείνη ακούμπησε το όμορφο κεφάλι της επάνω στο στέρνο του και τον κοίταξε πίσω από τις μακριές βλεφαρίδες της. «Όπως ξέρεις αύριο θα σε αφήσω. Επειδή δεν ξέρω αν θα ξανά γυρίσω...» Έκανε μια παύση γιατί στο άκουσμα αυτής της εκδοχής η Μόνικα ανακάθισε και έκλεισε τα μάτια της για να εμποδίσει στα δάκρυα να δραπετεύσουν. Ο Ντίλαν τύλιξε το χέρι του γύρω από την πλάτη της και χάιδεψε το απαλό της δέρμα που μύριζε γιασεμί. «Σου έχω αφήσει όλη μου την χρηματική περιουσία.» Είπε αυτό που ήθελε κατ' ευθείαν ακουμπώντας το κεφάλι του στον ώμο της και εκείνη παραλίγο να τον χτυπούσε αν δεν πρόσεχε από το ξαφνικό τίναγμα της πλάτης της.

Αυτό που της είχε πει ήταν αλήθεια γιατί είχε ένα κακό προαίσθημα για την επόμενη μέρα που ξημέρωνε. Δεν ήθελε να αφήσει την αγαπημένη του έτσι, δίχως να εκπληρώσει τα όνειρα της. Στην αδερφή του είχε αφήσει το σπίτι που του είχε γράψει ο πατέρας του και μερικά δολάρια, όμως είχε ήδη στήσει τη ζωή της η Ρέιτσελ και είχε δύο υγιέστατους γιους και έναν σπουδαίο άντρα. Η Μόνικα πέρα από τον μικρό μισθό της μητέρας της δεν είχε τίποτα.

«Τι έκανες λέει;» Ρώτησε με μάτια ορθάνοιχτα από την τρέλα που είχε κάνει ο αγαπημένος της. «Η αδερφή σου δεν με συμπαθεί ήδη, θες να με μισήσει;» Συνέχισε ανήσυχη η Μόνικα και σκέπασε τη γύμνια της με το λευκό σεντόνι. «Αγάπη μου, εσένα θέλω. Όχι τα λεφτά σου.» Είπε κοιτώντας τον στα μάτια και ο Ντίλαν χάιδεψε το μάγουλο της τρυφερά.

«Αγνόησε την αδερφή μου. Άκουσε με Μον...» Στο άκουσμα του χαϊδευτικού που της είχε χαρίσει, η κοπέλα έκλεισε τα μάτια και πίεσε το μάγουλο της στην παλάμη του. «Θέλω να φύγεις από εδώ και να γίνεις ευτυχισμένη, με ή χωρίς εμένα.» Είπε ο Ντίλαν τα συγκινητικά του λογικά και στο μάγουλο της κοπέλας του έτρεξε ένα μαύρο δάκρυ από τα έντονα βαμμένα βλέφαρα της, το οποίο σκούπισε με τον αντίχειρα του.

«Σε ποιον θα στηριχτώ αν σε χάσω;» Είπε ξεψυχισμένα το κορίτσι και ο αγαπημένος της την φίλησε τρυφερά στα χείλη.

«Έχεις και θα έχεις ακόμα την στήριξη της μητέρας σου. Ίσως είναι λίγο αυστηρή όμως ξέρεις πόσο σε λατρεύει.» Είπε και σκούπισε και τα υπόλοιπα δάκρυα της. «Και έχεις πλέον το όνομα μου, δεν θα σε αφήσω...» Είπε με ένα γαλήνιο χαμόγελο και στοργικά την ανέβασε επάνω του.

«Σε αγαπώ...» Ψιθύρισε η κοπέλα επάνω στα χείλη του αγαπημένου της πριν κάνουν ξανά έρωτα.

Αυτά τα θυμόταν η Μόνικα καθώς πήγαινε στο σπίτι της Ρέιτσελ για να τη ρωτήσει αν είχαν νέα από τον Ντίλαν. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και κανένα νέο δεν είχαν από τον νεαρό, όπως και άλλες οικογένειες στην περιοχή. Η Μόνικα προσπαθούσε να σκέφτεται αισιόδοξα, πως εξαιτίας της έκρηξης είχαν καταστραφεί οι ενδοεπικοινωνίες και γι' αυτό δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν. Όμως κάτι βαθιά μέσα της έλεγε πως δεν θα έβλεπε ξανά τον αγαπημένο της. Αφηρημένα καλημέριζε όποιον τύχαινε να πετύχει στον δρόμο, καθώς γνώριζε σχεδόν όλη τη γειτονιά.

Στην πραγματικότητα ήθελε να τους αγνοήσει όλους και να τρέξει ως την πόρτα της Ρέιτσελ. Αυτές τις μέρες ο δρόμος που απείχε τρία στενά από το δικό της σπίτι της και τον έκανε κάθε μέρα φάνταζε πιο μακρύς. Επιτέλους έφτασε έξω από την πόρτα της Ρέιτσελ μα μόλις πήγε να χτυπήσει τη πόρτα, εκείνη άνοιξε.

Πρώτη φορά έβλεπε την αγέρωχη Ρέιτσελ τόσο σκυθρωπή. Το νεανικό πρόσωπο της έμοιαζε τώρα γερασμένο και τα λαμπερά μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα. Μόλις είδε το έντρομο κορίτσι στο κατώφλι, έσκυψε και την αγκάλιασε και με το ζόρι κράτησε ξανά τα δάκρυα της.

«Λυπάμαι...» Είπε με βραχνή φωνή από τους έντονους λυγμούς και τους θρήνους.

Η Μόνικα είχε κοκαλώσει στην αγκαλιά της συννυφάδας της και δεν μπορούσε με τίποτα να συλλάβει αυτό που είχε ακούσει. Το βλέμμα της θόλωσε από τα δάκρυα και τα αυτιά της άρχισαν να βουίζουν. Αισθάνθηκε το κεφάλι της βαρύ και ενώ ένας λυγμός ήταν έτοιμος να σκίσει τον λαιμό της, εκείνη σωριάστηκε στο κατώφλι της Ρέιτσελ.

Όταν συνήλθε βρισκόταν στο σαλόνι της Ρέιτσελ και δίπλα της βρισκόταν η μητέρα της ανήσυχη που με ένα βρεγμένο πανί ταμπόναρε το πρόσωπο της χλωμής κόρης της. Στην αρχή ένιωσε κάπως χαμένη, όμως αργότερα θυμήθηκε το περιστατικό στην πόρτα της Ρέιτσελ. Χωρίς να πει κουβέντα, έπεσε στην αγκαλιά της Άρια και ξέσπασε σε άγριους λυγμούς. Η Ρέιτσελ καθόταν διακριτικά λίγο πιο εκεί και έκλαιγε σιωπηλά, ενώ στο πλευρό της στεκόταν ο άντρας της έχοντας το χέρι του περασμένο στους ώμους του.

«Πέθανε μαμά... Πέθανε! Μου το είπε πως είχε ένα κακό προαίσθημα... Δεν έπρεπε να πάει!» Φώναζε μεταξύ των λυγμών της η κοπέλα και η Ρέιτσελ ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του συζύγου της, κλείνοντας τα μάτια στην τελευταία πρόταση της Μόνικα. Δεν έπρεπε να τον αφήσει να φύγει. Μα δεν άκουγε κανένα, ήταν περήφανος άντρας και το είχε πάρει απόφαση. Θα υπηρετούσε με κάθε κόστος. Και το έκανε.

Η Μόνικα σηκώθηκε απότομα όρθια και κοίταξε την θλιβερή ομήγυρη. Το βλέμμα της έπεσε στην Ρέιτσελ που έκλαιγε και εκείνη στο πλευρό του Λούι, του άντρα της. Τα δάκρυα έτρεχαν χωρίς σταματημό στα μάγουλα και των δύο. Ξαφνικά οργή την πλημμύρισε για την μεγαλύτερη γυναίκα. Δεν σκεφτόταν καθαρά, ο λογισμός της είχε θολώσει από την οδύνη.

«Ρέιτσελ!» Αναφώνησε άγρια το όνομα της γυναίκας για να της τραβήξει την προσοχή. «Θα έπρεπε να έχεις τύψεις γιατί εσύ σκότωσες τον Ντίλαν, εσύ και οι γονείς σας!» Είπε και από πίσω της σηκώθηκε απότομα η μητέρα της να εμποδίσει την κόρη να ξεστομίσει αλλά παράλογα πράγματα.

«Μόνικα! Τι είναι αυτά που λες;» Ρώτησε η μητέρα της για να τη συνετίσει, μα η θλίψη του κοριτσιού είχε μετατραπεί σε οργή.

«Εσείς τον αφήσατε να πάει να πολεμήσει. Αν τον εμποδίζατε, τώρα εγώ θα είχα τον άντρα μου κι εσύ τον αδερφό σου.» Συνέχισε η Μόνικα και επιτιθόταν όλο και περισσότερο στην άναυδη γυναίκα που την κοιτούσε καθιστή ακόμα. «Μα η μανία σου να μη με δεχτείς στην οικογένεια σας ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη σου για τον αδερφό σου.» Ξεστόμισε με μίσος την τελευταία της πρόταση και η μητέρα της την τραβούσε από το χέρι για να κάτσει. Ένιωθε ντροπιασμένη από τα λόγια της κόρης της σε μια οικογένεια που μόνο καλά τους είχαν προσφέρει.

«Πάψε Μόνικα!» Της φώναξε όμως έδειχνε αμετανόητη η κόρη της και περίμενε την απάντηση από την Ρέιτσελ με προκλητικό βλέμμα. Η μεγαλύτερη γυναίκα σηκώθηκε αργά και πλησίασε την νεαρή σταθερά. Ο άντρας της κοιτούσε τρομαγμένος.

«Τι ήθελες να κάνω; Να τον δέσω με χειροπέδες για να μη φύγει;» Ρώτησε φωναχτά η γυναίκα που ακόμη έκλαιγε. «Πώς τολμάς να λες πως δεν αγαπούσα τον αδερφό μου; Εσύ, που τον παντρεύτηκες για να σου δώσει όλη τη περιουσία του! Κι εκείνος ο ηλίθιος σε ερωτεύτηκε! Σαν να κλέβεις εκκλησία είναι!» Αναφώνησε μπροστά στο πρόσωπο της Μόνικα η οποία την κοιτούσε περήφανα, καθώς νέα δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους στα απαλά μάγουλα της. «Σου έδωσε και το επίθετο του κι όλας!»

«Τουλάχιστον εγώ αξίζω να λέγομαι Γκρέυ, γιατί εγώ τον αγάπησα πραγματικά.» Είπε με φωνή που έτρεμε και σαν αστραπή όρμησε από την ακόμη ανοιχτή πόρτα, αφήνοντας την μητέρα της να ζητά χίλιες φορές συγγνώμη στη γυναίκα. Στον δρόμο έτρεχε και έκλαιγε και οι περαστικοί την κοιτούσαν με απορία όμως δεν την ένοιαζε γιατί ένιωθε θλίψη και οργή που έβραζε μέσα της και κατέτρωγε τα σωθικά της. Ίσως είχε πει βαριές κουβέντες αλλά πλέον ήταν αργά να της πάρει πίσω κι ας ένιωθε έστω και λίγες τύψεις. Εξάλλου ήταν τόσο μικρή ακόμα και ανώριμη.

Μπήκε στο σπίτι πετώντας τα παπούτσια της και έμεινε μόνο με το νάιλον καλσόν της. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά προς το καταφύγιό της, την κάμαρα της. Μόλις μπήκε μέσα, χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω της και άφησε μια κραυγή πόνου που έκανε τον λαιμό της να πονά και τους πνεύμονες της να καίνε. Έπαιρνε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει τον εαυτό της και ακούμπησε με τον πήχη της στον τοίχο δίπλα από τον καθρέφτη της. Προς στιγμήν ήθελε να τον σπάσει με τη γροθιά της, μα κρατήθηκε. Αντ' αυτού κοίταξε το είδωλό της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και στα μάγουλα της έτρεχε η υγρή από τα δάκρυα μάσκαρα. Ήταν χλωμή και το φουστάνι της τσαλακωμένο από την πτώση της. Έσφιξε την φούστα της στις γροθιές της και παρατήρησε πως ακόμα και σε τόσο άσχημες συνθήκες παρέμενε όμορφη. Ξαφνικά η οργή άρχισε να υποχωρεί και νέες σκέψεις δημιουργήθηκαν στο νεανικό μυαλό της.

Ήταν νέα, ήταν όμορφη και δεν θα έμενε να θρηνεί σε αυτή τη γειτονιά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κινήθηκε προς την ντουλάπα της. Έβγαλε όλα τα καλά της φουστάνια και τα πουκάμισα με τις φούστες, όπως και τα νέα εσώρουχα που είχε επιλέξει για τον γάμο της. Ήταν δαντελένια και ιδιαίτερα σέξι, ταίριαζαν σε μια νιόπαντρη γυναίκα. Τα κορίτσια στο Χόλυγουντ φορούσαν συχνά τέτοια, σκέφτηκε και ήταν το πρώτο πράγμα που έριξε στη βαλίτσα της. Ύστερα, άτσαλα έβαζε μέσα όσα ρούχα της άρεσαν και ταίριαζαν με το κλίμα της περιοχής στην οποία πήγαινε. Μέσα έριξε και κάποια καλλυντικά τα οποία είχε αρχίσει να φορά από την μέρα του γάμου της και της απαγόρευε η μητέρα της να φορά πριν. Καθάρισε το πρόσωπο της από τα ξεραμένα δάκρυα και χτένισε τα κυμματιστά, καστανά μαλλιά της. Πούδραρε το πρόσωπο της και έβαψε τα βλέφαρα της και τέλος έβαλε ένα κόκκινο κραγιόν. Ύστερα, φόρεσε ένα μαύρο δαντελένιο φουστάνι και ένα ασορτί καπέλο με δίχτυ στα μάτια. Δεν θύμιζε με τίποτα τον ανέμελο δεκαεφτάχρονο εαυτό της, αλλά μια γυναίκα ώριμη και αισθησιακή. Θα κρατούσε τα μαύρα για λίγο καιρό ως ένδειξη πένθους.

Το τελευταίο πράγμα που έκανε πριν κατέβει τα σκαλιά για να ξεκινήσει το ταξίδι της, ήταν να ανοίξει ένα παλιό μπαούλο. Κοίταξε το λευκό νυφικό της και δάκρυα ζαβλάκωσαν ξανά τα μάγουλα της. Ήταν όμορφος γάμος και εκείνη τρισευτυχισμένη δίπλα στον όμοιο με σταρ του Χόλυγουντ σύζυγό της. Όλα αυτά πλέον αποτελούσαν παρελθόν. Έσκαψε πιο βαθιά και βρήκε ένα μεσαίου μεγέθους κουτί. Έβαλε κάποια χρήματα στην τσάντα της και ύστερα τα μέτρησε ώστε να βγουν στη μέση. Τα μισά τα έχωσε κάτω από τα ελάχιστα ρούχα που είχε βάλει στη βαλίτσα της, ενώ τα άλλα τα έβαλε σε έναν φάκελο και τα άφησε επάνω στο κομοδίνο για τη μητέρα της. Σκέφτηκε μάλιστα να αφήσει ένα σημείωμα και να φύγει αμέσως, χωρίς να αποχαιρετήσει τη μητέρα της, αλλά αργότερα θα πέθαινε από τις τύψεις που δεν την αγκάλιασε πριν φύγει.

Κατέβηκε τα σκαλιά, αποχαιρετώντας το παιδικό της δωμάτιο και μαζί και την παιδική της ηλικία. Ήταν σαν να ενηλικιώθηκε απότομα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το σπίτι της μια τελευταία φορά. Τίποτα πια δεν την κρατούσε να μείνει. Εκτός από την μητέρα της που μόλις άνοιξε την πόρτα έμεινε άφωνη από την τρομαχτική αλλαγή της κόρης της, όπως και από τη βαλίτσα που υπήρχε πίσω της.

«Μόνικα... Τι στο καλό σε έχει πιάσει;» Ρώτησε εξοργισμένη με την τόσο απερίσκεπτη σκέψη της κόρης της. «Σε παρακαλώ πολύ, βγάλε αυτό από τα χείλη σου και πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη από τη Ρέιτσελ. Έχουν μεγάλο πένθος όπως ακριβώς κι εμείς.» Είπε τίμια η Άρια μα η Μόνικα ήταν λες και δεν την άκουγε, λες και βρισκόταν ήδη μέσα στο τρένο.

«Δεν θα σε αφήσω έτσι. Επάνω σου έχω αφήσει κάποια χρήματα, είναι από την περιουσία του Ντίλαν.» Είπε το κορίτσι και σήκωσε το βέλο του καπέλου της. «Μαμά, ήταν η τελευταία του επιθυμία να φύγω από εδώ. Και αυτό θα κάνω. Δεν με κρατάει τίποτα πίσω. Θα σου στέλνω λεφτά μόλις βρω δουλειά και θα προσπαθώ να αλληλογραφώ όσο πιο συχνά μπορώ.» Είπε η Μόνικα νιώθοντας δυνατή για την επιλογή που έκανε. Δεν περίμενε με τίποτα το χαστούκι που της έδωσε η μητέρα της. Η Άρια έτρεμε σχεδόν από οργή την οποία δεν μπορούσε να συγκρατήσει μέσα της και η Μόνικα την κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. Πρώτη φορά την χτυπούσε.

«Είσαι τόσο ανώριμη ακόμα που νομίζεις πως μόνο με μερικά χρήματα θα επιβιώσεις; Με ντρόπιασες μια φορά στο σπίτι των Γκρέυ, μην μου δώσεις και άλλη ντροπή! Δε θα σε αφήσω.» Απάντησε και με δυσκολία μπορούσε να ελέγξει τα νεύρα της. Η Μόνικα κούνησε με ένα ειρωνικό νεύμα το κεφάλι της και πήρε χερούλι της βαλίτσας.

«Μόνο ο κόσμος σε ενδιαφέρει τι θα πει και τίποτα άλλο! Γι' αυτό δεν θα βρεις ποτέ την ευτυχία! Αλλιώς θα είχες ήδη βρει έναν άλλον άντρα μετά τον μπαμπά.» Είπε και έκανε να την προσπεράσει μα η μητέρα της την κράτησε απαλά από το χέρι.

«Όταν όλοι οι συγγενείς σου σε έχουν εγκαταλείψει, το μοναδικό σπίτι που σου έχει μείνει είναι η κοινωνία. Οπότε είναι λογικό να σε ενδιαφέρει τι θα πουν...» Είπε σοφά η Άρια και η Μόνικα κοντοστάθηκε δίπλα στη μάνα της. Ανακάλυψε πως έκανε αυτό που δεν ήθελε. Την άφηνε μόνη της. Όμως δεν άντεχε άλλο κλεισμένη μέσα στο σπίτι αυτό, στη γειτονιά αυτή. «Καταλαβαίνω την επιθυμία σου να φύγεις από εδώ και αφού αυτή ήταν και η τελευταία επιθυμία του αγαπημένου σου δεν θα σε εμποδίσω... Μην φύγεις και είμαστε τσακωμένες.» Ολοκλήρωσε η Άρια με δάκρυα στα μάτια και η Μόνικα εγκατέλειψε τις άμυνες τις και να πέσει στην αγκαλιά της μητέρας της συγκινημένη.

«Θα σου γράφω και θα σε παίρνω τηλέφωνο όσο πιο συχνά μπορώ.» Είπε το κορίτσι και αφού η μία απόλαυσε την αγκαλιά της άλλης για αρκετή ώρα αποχωρίστηκαν και η Άρια χάιδεψε τα μαλλιά της μοναχοκόρης της.

«Θα είσαι πάντα το κοριτσάκι μου... Στο καλό ψυχή μου.» Είπε και η Μόνικα αν είχε αλλά δάκρυα να χύσει θα έκλαιγε στην φράση αυτή της μητέρας της.

«Σε αγαπώ πολύ μαμά. Να προσέχεις. Αντίο!» Είπε το κορίτσι πριν σύρει την βαλίτσα της ως την πόρτα και αφού έριξε ένα τελευταίο ελπιδοφόρο βλέμμα στη μητέρα της, άνοιξε την πόρτα και βγήκε μια και καλή έξω από το σπίτι των παιδικών της χρονών. Ξαφνικά ένιωσε πώς μπορούσε να αναπνεύσει ξανά, λες και τόσα χρόνια είχε ξεχάσει και αφού σκούπισε τα μάτια της με τη παλάμη της, με σίγουρο βήμα, ξεκίνησε για τη στάση του τρένου, για τη νέα της ζωή.

Το ταξίδι κράτησε κάμποσες ώρες και την είχε πάρει αρκετές φορές ο ύπνος στο κάθισμα της. Όταν επιτέλους ανακοινώθηκε ο προορισμός της, πετάχτηκε όλο ζωντάνια από το κάθισμα της, πήρε τις αποσκευές της και βρέθηκε στο νέο της σπίτι. Αμέσως αναγνώρισε μια νέα μυρωδιά που έφερνε ο αέρας, τη μυρωδιά της αλμύρας της θάλασσας. Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πλέον αναζωογονημένο πρόσωπο της και αμέσως ένιωσε πώς ήθελε να πετάξει τα μαύρα από πάνω της. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, μόλις αντίκρισε το μεγάλο σήμα του Χόλυγουντ καρφιτσωμένο στις βουνοπλαγιές και μια ευχάριστη ζάλη την πλημμύρισε. Τα είχε καταφέρει. Το μόνο που έμενε ήταν να βρει ένα κατάλυμα να περάσει τη νύχτα της και αύριο θα έβρισκε ένα φθηνό δωμάτιο να νοικιάσει. 

Καλησπέρα σας και καλή χρονιά και από εδώ! Εύχομαι να είστε καλά και ο νέος χρόνος να σας φέρει αυτά που επιθυμείτε! Βλέπετε άργησα να ανεβάσω κεφάλαιο καθώς είχα δώσει παραπάνω βαρύτητα στην άλλη ιστορία μου 'Ο, τι και να είμαι', οπότε μέχρι να τελειώσει η επεξεργασία της ίσως αργώ να ανεβάζω εδώ! Περιμένω τα σχόλια σας, όπως πάντα! Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο!

Να προσέχετε τους εαυτούς σας
Βίκυ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top