Κεφάλαιο III

I'm Brooklyn baby

2 Οκτωβρίου 1941, Μπρούκλιν

Ο φθινοπωρινός αέρας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και από αυτό έβγαινε μια απαλή μουσική από το γραμμόφωνο και μια εξίσου αέρινη νεανική φωνή. Μια πεντάμορφη κοπέλα είχε ξαπλώσει ανάσκελα στο κρεβάτι της και χάζευε ένα εφηβικό περιοδικό. Στάθηκε περισσότερο στη στήλη με τον κινηματογράφο και τους σταρ του σινεμά, την αγαπημένη της στήλη μαζί με τις ρομαντικές ιστορίες. Άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα καστανά μάτια της με τις μακριές, πυκνές βλεφαρίδες μόλις έμαθε πώς κάποιοι Ευρωπαίοι ηθοποιοί είχαν έρθει στο Χόλυγουντ εξαιτίας του πολέμου και την εξάπλωση του Γ' Ράιχ. Δεν την ενδιέφεραν καθόλου τα πολιτικά και ούτε και ο πόλεμος που μαινόταν στην Ευρώπη. Η Αμερική ήταν ασφαλής.

Και εκείνη ήθελε να παρατήσει την τόσο βαρετή και ασήμαντη πόλη της και να πάει στο Χόλυγουντ, να γίνει ηθοποιός. Ήξερε πως ήταν όμορφη και πως είχε ταλέντο, αλλά και ωραία φωνή. Οι φίλες της από το σχολείο της το έλεγαν αυτό συχνά, όταν τους παρουσίαζε κάποια μικρά μονόπρακτα για πλάκα. Επίσης προκαλούσε τα βλέμματα των αγοριών όπου πήγαινε κι ας μην έκανε τίποτα. Έλεγε συνεχώς στη μητέρα της να πουλήσουν το σπίτι τους και βρουν ένα καινούργιο στην Καλιφόρνια, στην αρχή μικρό και φθηνό για να χωράει έστω τις δύο τους, αλλά μόλις έκανε τις πρώτες της δουλειές ως ηθοποιός θα αγόραζαν ένα μεγαλύτερο και ύστερα μόλις γινόταν διάσημη, μια βίλα με πισίνα και κήπο και θα αγόραζαν και έναν σκύλο που τόσο πολύ ήθελε η Μόνικα. Δεν ήθελε με τίποτα να αφήσει τη μητέρα της μόνη και να δεχτεί μια δεύτερη εγκατάλειψη από το μοναδικό άτομο που της είχε απομείνει στον κόσμο.

Και εκεί θα τους ακολουθούσε και ο έρωτας της, ο Ντίλαν Γκρέυ. Από μικρά παιδιά ήταν ερωτευμένα και με τα χρόνια αυτό αυξάνονταν και μετατρεπόταν σε έντονη αγάπη. Μερικές φορές μετά το σχολείο τον συναντούσε κρυφά, μιας και εκείνος ήταν μεγαλύτερος από εκείνη. Επίσης έστελναν ο ένας στον άλλον ρομαντικά γράμματα κι ας ήταν τα σπίτια τους ένα στενό διαφορά. Αφού εκείνη γινόταν γνωστή, θα τον παντρευόταν και θα ζούσαν και οι τρεις τους στο μεγάλο σπίτι των ονείρων της.

Έτσι τα είχε στο μυαλό της η Μόνικα, όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα. Ο πόλεμος πλησίαζε και η μητέρα της το ήξερε αυτό μιας και παρακολουθούσε τις ειδήσεις από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Η Αμερική δεν είχε μπει στον πόλεμο ακόμη, αλλά η Ιαπωνία ήταν μαζί με τις δυνάμεις του Άξονα και απειλούσε εναέρια την ήπειρο. Εκείνη είχε διαφορετικά σχέδια για την Μόνικα τα οποία θα της τα ανακάλυπτε απόψε.

Μόλις άκουσε τη φωνή της μητέρας της να την καλεί, πέταξε το περιοδικό στην άκρη του κρεβατιού κι αφού έστρωσε το φουστάνι της, κατέβηκε ξυπόλητη τα σκαλιά. Η μητέρα της καθόταν στο καθιστικό και είχε ήδη ετοιμάσει ζεστό τσάι και για τις δύο. Μόλις την αντίκρισε χαμογέλασε και το κορίτσι βολεύτηκε δίπλα της στον καναπέ οκλαδόν.

«Αγάπη μου, θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι.» Είπε η Άρια και κοίταξε την όμορφη κόρη της. Ελάχιστα χαρακτηριστικά είχε δικά της, περισσότερο έμοιαζε με τον φυγά πατέρα της. Δεν ήταν εύκολο να μεγαλώσει το παιδί της μόνη, αλλά κατάφερε να τα βγάλει πέρα μιας και η ίδια δούλευε. Ήθελε να προσφέρει μια καλή ζωή στην κόρη της από εδώ και πέρα μιας και εκείνη μεγάλωνε και δεν ήθελε να την κρατήσει πίσω όσον αφορά τα μεγαλεπήβολα όνειρα της, τα οποία η Άρια με τίποτα δεν καταλάβαινε.

«Τι είναι μαμά;» Ρώτησε και ήπιε από το χλιαρό, αγαπημένο της πράσινο τσάι, κοιτώντας τη μητέρα της με προσμονή. Η Άρια πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να της αναλύει τη σκέψη της.

«Μόνικα, ίσως να μην κινδυνεύει άμεσα η χώρα μας, αλλά οι απειλές είναι συχνές και δεν θα υπάρξει για πολύ ειρήνη κι εδώ. Η Αμερική θα μπει σύντομα στον πόλεμο.» Άρχισε η Άρια και η κόρη της την κοίταξε αδιάφορα. Πίστευε πως η μητέρα της έλεγε αερολογίες μερικές φορές καθώς παρερμήνευε όσα άκουγε και διάβαζε. Δεν είπε κάτι και την άφησε να συνεχίσει. «Εγώ πλέον έχω κουραστεί και τα χρήματα που βγάζω δεν μπορούν δυστυχώς να ανταπεξέλθουν στις νέες σου ανάγκες.» Χάιδεψε το μάγουλο της κόρης της και εκείνη την χαμογέλασε δίχως να γνωρίζει τη συνέχεια, έτοιμη να πει ξανά να πουλήσουν το σπίτι τους. «Σκέφτηκα πως, μιας και ο πόλεμος είναι κοντά κι εσύ είσαι ένα νέο κορίτσι με ανάγκες, μήπως...» Έκανε μια παύση ώστε να σκεφτεί πώς θα συνέχιζε.

«Μήπως τι μαμά;» Ρώτησε η Μόνικα ανυποψίαστη για το τι είχε η μητέρα της στο μυαλό της. Η Άρια πήρε μια βαθιά ανάσα, ούσα προετοιμασμένη για την οποιαδήποτε αντίδραση της κόρης της.

«Σκεφτόμουν μήπως βρούμε για εσένα ένα καλό παλικάρι, εξάλλου τόσα ενδιαφέρονται για εσένα...» Είπε η μητέρα της και το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη της Μόνικα και αντικαταστάθηκε από μια άγρια έκφραση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της σκλήρυναν και οι γωνίες της έγιναν πιο έντονες. Θύμωνε γιατί δεν ήθελε η μαμά της να της ελέγξει τη ζωή όπως είχαν κάνει και σε εκείνη. Έβλεπε τη μάνα της που πάλευε να ζήσει και τις δύο τους με νύχια και με δόντια δεκαπέντε χρόνια από τότε που έφυγε ο πατέρας της και δεν ήθελε να έχει την ίδια μοίρα με εκείνη. Εξάλλου εκείνη είχε τόσους στόχους κι επιθυμίες! Δε θα γινόταν μια νοικοκυρά του Μπρούκλιν που περίμενε τον άντρα της να γυρίσει σπίτι μετά τη δουλειά. Θα γινόταν μια διάσημη σταρ του σινεμά!

«Μαμά... Τι λες;» Ρώτησε με δυσπιστία. Μα η ίδια η μητέρα της μόλις είχε πει πως ήθελε μια καλύτερη ζωή για εκείνη. Γιατί να την καταδικάσει σε έναν γάμο από τα δεκαέξι της;

«Αγάπη μου είναι μια καλή λύση για εσένα. Θα ζήσεις πιο άνετα απ' ότι εμείς τώρα.» Δικαιολογήθηκε η Άρια που όλα στο μυαλό της έμοιαζαν τόσο απλά όπως τα έλεγε. Μόνο που είχε την απαίτηση από την κόρη της να κάνει πραγματικότητα τα δικά της απραγματοποίητα όνειρα, δηλαδή να φτιάξει μια υγιή οικογένεια και να γίνει μια καλή οικοδέσποινα και νοικοκυρά. Το αντίθετο από αυτό που ονειρευόταν η Μόνικα δηλαδή.

«Μαμά! Είμαι μόνο δεκαέξι!» Αναφώνησε το κορίτσι και σηκώθηκε όρθια. «Πώς σου πέρασε από το μυαλό πώς θα ήθελα να παντρευτώ από τώρα; Εγώ έχω μεγαλεπήβολα σχέδια! Σου έχω πει τόσες φορές να φύγουμε από εδώ! Να πάμε να ζήσουμε στην Καλιφόρνια όπου εκεί όλοι πάνε φτωχοί και γίνονται εκατομμυριούχοι!» Συνέχισε να μιλά για το Λος Άντζελες σαν να ήταν ο Τροχός της τύχης μα η μητέρα της ήξερε την πραγματικότητα και πόσο δύσκολο ήταν να αποκτήσει κάποιος τόσα χρήματα.

«Που τα έχεις δει αυτά; Σε αυτά τα ηλίθια περιοδικά που αποπλανούν τα μυαλά σας; Κορίτσι μου, έλα στα λογικά σου, δες εμένα...» Πήγε να πει μα η κοπέλα τη διέκοψε.

«Ναι, σε βλέπω γι' αυτό θέλω να φύγω από εδώ! Θα γίνω ηθοποιός μαμά, διάσημη! Θα βγάλω τόσα χρήματα που στο τέλος δεν θα ξέρουμε τι έχουμε!» Συνέχισε να μιλά δυνατά κουνώντας τα χέρια της έντονα από τον εκνευρισμό της για να πείσει τη μητέρα της. «Δεν θα μου γκρεμίσεις έτσι τα όνειρα... Δεν θα σε αφήσω!» Είπε τελικά και σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σου έχει κολλήσει στο μυαλό να γίνεις ηθοποιός. Αγάπη μου μπορείς να έχεις μια έτοιμη ζωή, αν θες τόσο να δουλέψεις θα βρεις μια τίμια δουλειά και θα έχεις και το σπίτι σου, με τον άντρα σου και τα παιδιά σου.» Είπε και η Μόνικα ένιωσε πώς η μητέρα της δεν καταλάβαινε κουβέντα απ' όσα της είχε πει μόλις, λες και έλεγε κάτι παράλογο.

«Δεν θέλω άντρα, ούτε παιδιά από τώρα! Θέλω να κάνω την επιθυμία μου πραγματικότητα και εσύ δεν θα με εμποδίσεις.» Είπε έντονα και τότε ήχησε ένα χτύπημα πόρτα και διέκοψε τη φιλονικία των δύο γυναικών.

«Α, θα ήρθε ο πρώτος γαμπρός! Άντε βάλε παπούτσια και βούρτσισε τα μαλλιά σου!" Είπε ενθουσιασμένη η Άρια και η Μόνικα την κοίταξε με ορθάνοιχτο στόμα.

«Το κανόνισες κρυφά από εμένα;» Ρώτησε σιγανά το κορίτσι δίχως να μπορέσει να πιστέψει πώς η μητέρα της φερόταν τόσο εγωιστικά.

«Ήξερα πως δεν θα ήθελες να τον δεις και θα αντιδρούσες, οπότε είπα στη μητέρα του να έρθουν μαζί.» Είπε η Άρια. «Άντε περιμένουν οι άνθρωποι!» Είπε με ενθουσιασμό και έκανε να ανοίξει την πόρτα στρώνοντας τα μαλλιά της, μα η Μόνικα της έκλεισε τον δρόμο με μια απότομη κίνηση.

«Μερικές φορές καταλαβαίνω γιατί ο μπαμπάς σε παράτησε...» Είπε και αμέσως μετάνιωσε την κουβέντα που της ξέφυγε καθώς η μητέρα της χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα. «Πες τους πως έχω πυρετό και δεν μπορώ να τους δω.» Είπε μετά πιο ήπια, δίχως να τα βάζει κάτω και τρέχοντας ανέβηκε τα σκαλιά προς το δωμάτιο της για να κλάψει στο μαξιλάρι της. «Δεν είμαι εγώ για τα μούτρα του...» Μονολόγησε και αμέσως λύγισε.

Μετά από μια ώρα και αφού έκλαψε αρκετά, η κοπέλα έριξε κάτι επάνω στους ώμους της για να την κρατά ζεστή και γλίστρησε από το παράθυρο της με επιδεξιότητα. Το έκανε σχεδόν κάθε απόγευμα στις έξι για να συναντήσει τον αγαπημένο της κρυφά, ο οποίος την περίμενε σε ένα στενό πιο κάτω από το σπίτι της. Εκείνος μόλις είδε την αγαπημένη του, την αγκάλιασε τρυφερά εισπνέοντας το τριανταφυλλένιο άρωμα της. Εκείνη με θλιμμένα μάτια του εξήγησε τι είχε συμβεί σήμερα το μεσημέρι.

«Μάλιστα...» Ήταν το μόνο που είπε ο Ντιλαν και φάνηκε σαν να σκέφτεται κάτι. Η Μόνικα τον παρατηρούσε καθώς στάθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Ήταν όμορφος, μάλιστα είχε μια γοητεία που στη Μόνικα θύμιζε σταρ του σινεμά, ίσως γι' αυτό να τον είχε ερωτευτεί εξ'αρχής Ήταν ψηλός και αδύνατος με γραμμωμένο σώμα και είχε ένα κλασικό παρουσιαστικό. Μαύρα μαλλιά, ίσια μύτη και ευγενικά, καταγάλανα μάτια, που όποτε τα κοιτούσε η κοπέλα της θύμιζε τον ουρανό μια καλοκαιρινή ηλιόλουστη μέρα. Ο Ντιλαν χαμογέλασε και φάνηκαν τα κατάλευκα δόντια του. «Ο γάμος θα γίνει...» Η Μόνικα τον κοίταξε άναυδη πριν ολοκληρώσει τον διέκοψε άγρια.

«Δεν θα είσαι με τα καλά σου μου φαίνεται κι εσύ! Εσύ υποτίθεται πως με αγαπούσες, το έχεις πει τόσες φορές! Καλά έκανα και δεν σε πίστευα στην αρχή!» Απάντησε με βουρκωμένα μάτια η Μόνικα πληγωμένη από αυτό που είχε ξεστομίσει ο αγαπημένος της. «Δεν με αγαπάς Ντίλαν! Δεν με αγαπάς...» Κλαψούρισε ανώριμα και ο νεαρός γέλασε με τη δραματική αντίδραση της και βιάστηκε να της εξηγήσει.

«Δεν με άφησες να τελειώσω...» Είπε και την πλησίασε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση της. «Ο γάμος θα γίνει... Αλλά εσύ θα επιλέξεις τον γαμπρό.» Είπε έξυπνα και η κοπέλα ενώ κατάλαβε τι εννοούσε ο αγαπημένος της δεν έδειξε τον ενθουσιασμό της και προτίμησε να κάνει την αφελή και πως δεν είχε καταλάβει.

«Εννοείς πως...» Έκανε καχύποπτη και ο νεαρός αεροπόρος γονάτισε μπροστά της με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο. Η νεανική καρδιά της Μόνικα άρχισε να χτυπά δυνατά και προετοιμάστηκε να ακούσει την επίσημη πρόταση του. Ένα από τα όνειρα της θα γινόταν πραγματικότητα.

«Μόνικα Λάνα Χέμινγκς, δέχεσαι να γίνεις γυναίκα μου;» Ρώτησε με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο και τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν, αυτή τη φορά από χαρά.

«Ναι! Δέχομαι!» Αναφώνησε και ο Ντιλαν σηκώθηκε και την αγκάλιασε, φιλώντας την τρυφερά και σηκώνοντας την μερικά εκατοστά από το έδαφος για να την κάνει μια στροφή στην αγκαλιά του.

«Άντε στην μάνα σου τώρα μικρή μου σταρ  να της πεις πως αύριο θα έχει επισκέψεις από τον γαμπρό της.» Της είπε μόλις την άφησε στο έδαφος κι εκείνη, αφού τον φίλησε ξανά έτρεξε να ανέβει στο παράθυρο της και να μιλήσει στη μητέρα της, ζητώντας της πρώτα συγγνώμη. Ο Ντιλαν κοιτούσε την αγαπημένη του που απομακρυνόταν με μια ελαφριά θλίψη στα μάτια του, καθώς δεν της είχε αποκαλύψει πως ίσως δεν την έβλεπε ξανά γιατί μπορεί να έφευγε να υπηρετήσει την πατρίδα του.

Η μητέρα της είχε διώξει τους καλεσμένους λέγοντας την ίδια δικαιολογία που της είχε προτείνει η κόρη της. Η Μόνικα μόλις ανέβηκε περίμενε μήπως ακούσει κάποια φασαρία από τον επάνω όροφο. Η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και τότε άκουσε την πόρτα της μητέρας της από απέναντι να ανοίγει. Έχοντας τύψεις για τον τρόπο που της μίλησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε στο δωμάτιο της.

Δεν είχε ανάψει το φως, αλλά άκουσε την βαριά αναπνοή της μητέρας της σημάδι πως πριν έκλαιγε. Αμέσως ένιωσε ακόμα πιο άσχημα και τα δικά της μάτια βούρκωσαν.

«Μαμά;» Τη φώναξε απαλά και η Άρια γύρισε για να αντικρίσει την μετανιωμένη κόρη της. Εκείνη πήγε και κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε. Η Άρια ανταπέδωσε τη σφιχτή αγκαλιά και αναγνώρισε πώς κι εκείνη είχε φερθεί υπερβολικά και πως έπρεπε να είχε γίνει αυτή η κουβέντα υπό άλλες συνθήκες κι όχι τόσο βεβιασμένα.

«Συγχώρεσε με μαμά, δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι, δεν το εννοούσα...» Ψιθύρισε και άφησε τα δάκρυα της να κυλήσουν στα μάγουλα της.

«Εγώ συγγνώμη κοριτσάκι μου... Σε αγαπώ πολύ και είσαι όλα όσα μου έχουν απομείνει, ανησυχώ πολύ για εσένα...» Μίλησε συγκινημένη η μήτρα της κρατώντας το μοναδικό πράγμα που είχε σημασία για εκείνη στον κόσμο. Η Μόνικα απομακρύνθηκε από τη σφιχτή αγκαλιά και κοίταξε τη μητέρα της σκουπίζοντας τα δάκρυα της.

«Λοιπόν θα παντρευτώ, αλλά...» Είπε και τότε η Άρια την κοίταξε έκπληκτη. Η Μόνικα ήταν υπερβολικά ξεροκέφαλη και δεν τα έβαζε ποτέ κάτω, σε αντίθετη με εκείνη. «...έχω αποφασίσει ήδη ποιον θέλω.» Είπε αποφασιστικά το κορίτσι και η μητέρα της την κοίταξε με απορία. Της εξήγησε την όλη κατάσταση με τον Ντίλαν και πως απόψε της έκανε πρόταση γάμου κι εκείνη δέχτηκε. Το άσχημο κλίμα πλέον είχε διαλυθεί και η Άρια κοιτούσε την κόρη της περήφανα. Και η Μόνικα σκέφτηκε πως δεν θα ήταν τόσο κακό πρώτα να παντρευτεί και ύστερα να γίνει ηθοποιός. Ίσα- ίσα θα είχε ένα στήριγμα παραπάνω.

«Ας γίνει όπως το θες.» Είπε με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο η Άρια που θα καμάρωνε την κόρη της νύφη κι έστω και μια φορά είχε περάσει το δικό της.

Γεια σας! Πως είστε; Αναδρομή λοιπόν στο παρελθόν για σήμερα στη ζωή της Μόνικα και όλα ακόμη μοιάζουν πολύ ευχάριστα. Ακόμη. Σας ενημερώνω πως υπάρχουν στιγμές που θα θέλετε να βρίσετε την πρωταγωνίστρια, όπως εδώ ας πούμε. Να σας πω επίσης πως η συγκεκριμένη ιστορία γράφεται υπό την μουσική συντροφιά της Lana Del Rey και σε κάθε κεφάλαιο που υπάρχει αναδρομή θα βάζω από ένα τραγούδι της που ταιριάζει (ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ) 
Στο επόμενο κεφάλαιο θα συναντήσουμε ξανά του δυο ντετέκτιβ ακόμη στην γειτονιά της Μόνικα. Εγώ περιμένω τα σχόλια σας όπως πάντα με ανυπομονησία!

Εμείς τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο! Μέχρι τότε να προσέχετε τους εαυτούς σας.

Βίκυ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top