Πρόλογος
Όταν μια ζωή έρχεται στον κόσμο πρέπει μια άλλη να ξεψυχά ώστε να διατηρείται η ισορροπία στο σύμπαν.
Με αυτή τη σκέψη είχε μεγαλώσει ο Φρανκ Γουίντερς και με αυτή θα πορευόταν και για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ήταν μόλις τεσσάρων όταν σαν αθώο και αφελές παιδί του είχε δημιουργηθεί μια εύλογη απορία, παρατηρώντας με τα μεγάλα, έξυπνα γαλανά του μάτια καθισμένος στο περβάζι του θολού από την υγρασία παραθύρου του αρχοντικού της οικογένειας του, γυναίκες που κρατούσαν μικρά αγόρια και κορίτσια στην ηλικία του και μεγαλύτερα από το χέρι, κοιτώντας τα με ένα βλέμμα που μόνο τα μάτια της μάνας όταν κοιτούν το σπλάχνο της μπορούν να εκφράσουν. Αυτό το βλέμμα περισσότερο παράξενο του φάνηκε πάρα γνώριμο και θέλησε να ρωτήσει τον πατέρα του γιατί εκείνος δεν είχε μια τέτοια γλυκιά γυναίκα να τον βάζει για ύπνο και να του διαβάζει παραμύθια, να τον παίρνει αγκαλιά και να του λέει μια τρυφερή κουβέντα όταν φοβάται, να του κουμπώνει το παλτό τον χειμώνα, να του χαμόγελα καθησυχαστικά, να του μαθαίνει χίλια δυο νέα πράγματα που κάνουν οι μεγάλοι και όλα όσα έβλεπε να κάνουν και οι μητέρες των φίλων του; Και γιατί ο πατέρας του, ο Κλάους Γουίντερς, δεν είχε γυναίκα όπως όλοι οι άντρες που είχε δει;
Γιατί η δική τους οικογένεια ήταν διαφορετική;
Οι μόνες γυναίκες που έμπαιναν στο σπίτι ήταν οι δύο αδερφές του πατέρα του, που του είχαν μεγάλη αδυναμία και τον φρόντιζαν λες και είχε βγει από τη δική τους κοιλιά. Μα ο μικρός Φρανκ καταλάβαινε πώς δεν ήταν το ίδιο. Μια φορά, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της Μαντλίν Γουίντερς, η μεγαλύτερη από τις δύο θείες του, η Λίζελ, η οποία ήταν πιο ευαίσθητη όσον αφορά το θέμα που απαγορευόταν να συζητούν μπροστά του, είχε βάλει τα κλάματα βλέποντας τον να παίζει με τα παιχνίδια του, ξέγνοιαστος και τον είχε πάρει μια τόσο σφιχτή αγκαλιά που το παιδί ένιωσε να του κόβεται το οξυγόνο. Η απάντηση τότε στο τρυφερό ερώτημα που δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον και μπορεί να κάνει τη καρδία ενός ενήλικα να σπαράξει περισσότερο, «Γιατί κλαις θεία Λίζι;», απαντήθηκε με ένα απελπισμένο «Τίποτα», μα πόσα πολλά συναισθήματα μπορεί να κρύψει αυτή η μικρή αδιάφορη λέξη! Αυτό που θα απαντούσε αν μπορούσε ήταν πόσο πολύ τον λυπόταν που θα μεγάλωνε δίχως τη μητρική φιγούρα να τον βλέπει να μεγαλώνει και να γίνεται από αγόρι σωστός άντρας. Ειδικά η συγκεκριμένη γυναίκα μπορούσε να θεωρηθεί πρότυπο μητέρας, με την ευγενική ψυχή της που φαινόταν από τη ματιά της, την απαλή φωνή και το τρυφερό της χαμόγελο, όπως και με τις γνώσεις που είχε. Όμως ο Φρανκ ποτέ δε θα κατάφερνε να τη ζήσει. Η Λίζελ σκέφτηκε πως τουλάχιστον η Μαντλίν άφησε την τελευταία της πνοή, ευτυχισμένη, κρατώντας την ίδια της τη ζωή στα χέρια της, τον μονάκριβο γιό της.
Η σκέψη αυτή στριφογυρνούσε στο μυαλό του αγοριού όλο και πιο συχνά και μερικά βράδια τον έπαιρνε ο ύπνος προσπαθώντας νοητά να δημιουργήσει την εικόνα της μητέρας του στον νου του. Αποφασισμένος να μάθει την αλήθεια, ο Φρανκ σηκώθηκε από τη θέση του στο περβάζι και προχώρησε προς τη πολυθρόνα που καθόταν ο πατέρας του διαβάζοντας αφηρημένα την εφημερίδα του και πίνοντας τον πρωινό καφέ του. Το παιδί είχε παρατηρήσει πως τον τελευταίο χρόνο, ο πατέρας του ήταν άλλος άνθρωπος τόσο που περιποιούταν τον εαυτό του, πάντοτε ήταν φρεσκοξυρισμένος, με καθαρά και ατσαλάκωτα γιλέκα και πουκάμισα, παντελόνια με τσάκιση και τα μαλλιά του, που αν δεν είχαν ήδη αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους από τη στεναχώρια θα ήταν όμοια απόχρωση με τη δική του, ήταν καλοχτενισμένα. Αυτή η αλλαγή είχε μπερδέψει τον Φρανκ που όταν τον είχε δει πρώτη φορά έτσι σχεδόν δεν τον είχε γνωρίσει.
Τρία χρόνια θρηνούσε την Μαντλίν και ήταν έτοιμος να δώσει τέλος και στη δική του ζωή, όμως από την κατάθλιψη τον έσωσε ο μικρός Φρανκ που τα μάτια του ήταν ίδια με αυτά της συγχωρεμένης γυναίκας του, γαλανά και γεμάτα ζωή. Χρειάστηκε μέρες για να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του, όμως η παρουσία του αγοριού που όλο μεγάλωνε του θύμιζε πως πλέον έπρεπε να ζήσει για τον γιο του, το μοναδικό στοιχείο που του θύμιζε τη σύζυγό του. Όμως είχε αρνηθεί στην αρχή να τον δεχτεί για γιό του.
Δεν είχε μάθει τα νέα του θανάτου της γυναίκας του εγκαίρως, καθώς το 1915, το γενέθλιο έτος του Φρανκ, εκείνος βρισκόταν μαζί με τόσους άλλους ενθουσιασμένους νεαρούς στις πεδιάδες της Γαλλίας εξαιτίας του Μεγάλου Πολέμου που η ήττα και η ταπεινωτική συνθηκολόγηση με την Αντάντ έφερε την πτώση και την εξαθλίωση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και μεγάλη ντροπή στους κατοίκους της χώρας της Δυτικής Ευρώπης.
Έτσι όταν γύρισε, το 1916 εξαιτίας του άσθματος που τον τυραννούσε από μικρό παιδί, η λαχτάρα του να σφίξει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του γυναίκα και να γνωρίσει τον καρπό του έρωτα τους ήταν μεγαλύτερη από την απογοήτευση του που αποχωριζόταν το πεδίο των μαχών. Όμως ακόμα μια συμφορά τον περίμενε, συνδυασμένη με μια πικρή χαρά.
Το μόνο που είχε απομείνει από την αριστοκρατική γυναίκα του ήταν τα ακόμα κρεμασμένα φουστάνια της στη ντουλάπα και οι φωτογραφίες της. Εκείνη βρισκόταν έναν χρόνο περίπου αναπαυμένη στο χώμα, αλλά ο μικρός ήταν εκεί, γερός και υγιέστατος, μόλις είχε γίνει ενός και περίμενε κα εκείνος με ανυπομονησία να συναντήσει τον πατέρα του.
Μόλις έμαθε από τις αδερφές του πως η Μαντλίν πάλευε τρείς μέρες για να νικήσει τον επιλόχειο πυρετό μα τελικά το σώμα της παραδόθηκε η εξαντλημένο από τους πόνους της γέννας, δεν ήθελε να δει στα μάτια του το παιδί κατηγορώντας το μωρό για τον θάνατο της αγαπημένης συζύγου του. Το μυαλό του είχε θολώσει από την οδύνη και την οργή και ότι κι αν του έλεγαν οι δυο αδερφές του για να τον λογικέψουν, επέμενε πως δεν ήθελε να δει αυτό το παιδί στα μάτια του και σκληρά τους απάντησε να το κάνουν ο, τι θέλουν. Έμεινε στη καμάρα του κλεισμένος για πέντε μέρες, δίχως να βγαίνει και δίχως να δέχεται κανέναν με εξαίρεση τη μικρότερη αδερφή του, τη Χέλγκα η οποία ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία του και γνώριζε πότε έπρεπε να μείνει σιωπηλή και πότε να μιλήσει. Εκείνη ήταν το πρώτο άτομο που ρώτησε πως έμοιαζε ο γιός του και εκείνη έξυπνα χρησιμοποιώντας τα δικά της μέσα τον παρότρυνε να πάει να τον δει μόνος του. Ήξερε καλά πως θα έμενε αρνητικός για αρκετές ώρες ακόμη, μα ήδη του είχε κινήσει την περιέργεια.
Το ίδιο βράδυ που όλοι κοιμόντουσαν, οι υποθέσεις της Χέλγκα αποδείχτηκαν σωστές, καθώς ο Κλάους για πρώτη φορά άφησε το δωμάτιο του νιώθοντας την ασυγκράτητη πια επιθυμία να δει αυτό το παιδί που του είχε προκαλέσει τόσο πόνο. Εξάλλου ήταν ο πατέρας του, ήταν αδύνατο να μην ξέρει πως μοιάζει ο ίδιος ο γιός του.
Προχώρησε αργά, στις σκιές, προσέχοντας μη ξυπνήσει την αδερφή του που κοιμόταν στον ξενώνα και επιδέξια γλίστρησε στο σκοτεινό δωμάτιο του μικρού. Πλησίασε με φόβο πάνω την κούνια του και δειλά κοίταξε την αιτία της δυστυχίας του.
Ο φόβος του δεν άργησε να μετατραπεί σε δέος καθώς παρατηρούσε πως το μωρό αυτό ήταν μια μικρογραφία δική του. Ο Κλάους κράτησε την ανάσα του και έμεινε ακίνητος, νομίζοντας πως κάθε απότομη κίνηση ή έστω και ψίθυρος θα έσπαγε το ξόρκι που κρατούσε τον μικρό γαλήνιο και βυθισμένο στον ύπνο του. Όμως, λες και ο μικρός κατάλαβε πώς κάποιος τον παρακολουθεί, άνοιξε αργά τα μάτια του και τότε ο Κλάους ένιωσε πως τα μάτια αυτά τα γαλανά που τον επεξεργάζονταν νυσταγμένα και με απορία ξεχωρίζοντας μέσα στο σκοτάδι της καμάρας ήταν ίδια και απαράλλαχτα με αυτά της αγαπημένης του Μαντλίν.
Το ενός έτους αγοράκι βλέποντας έναν ξένο πάνω από την κούνια του ξαφνιάστηκε, μα δεν έβαλε τα κλάματα, σα να αναγνώρισε και εκείνο την ομοιότητα μεταξύ τους. Ο Κλάους μαγεμένος, πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και αφού έγιναν οι συστάσεις δεν τον άφησε να φύγει από τα μάτια του στιγμή από τότε μέχρι που μεγάλωσε αρκετά.
Έτσι και τη σημερινή, ψυχρή μέρα ο Κλάους Γουιντερς παρατηρούσε τον τετράχρονο πλέον γιο του που καθόταν ακίνητος στο περβάζι με απορία. Συνήθως ο Φρανκ βαριόταν να κάνει κάτι για πολύ ώρα και συχνά άλλαζε ασχολίες. Μα τώρα φάνηκε πως κάτι τον απασχολούσε και του έγινε ακόμα πιο αντιληπτό μόλις άρχισε να τον πλησιάζει με ένα ελαφρύ σούφρωμα ανάμεσα στα φρύδια του. Άφησε την εφημερίδα του στην άκρη και του χαμογέλασε συγκρατημένα, καθώς καθόταν στον καναπέ απέναντι του.
«Μπαμπά;» Ρώτησε και ο Κλάους του έκανε νόημα με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο να συνεχίσει, έτοιμος να του λύσει κάθε παιδική απορία που του είχε δημιουργηθεί στο μυαλό. «Εγώ γιατί δεν έχω μαμά;» Διατύπωσε την ερώτηση τόσο απλά, δίχως να γνωρίζει τον πόνο που προκάλεσε στον πατέρα του καθώς είχε βολευτεί να αφήνει το γιο του στην άγνοια και στην ψευδαίσθηση που ζούσε εκείνος τα τελευταία χρόνια καθώς ήδη ετοιμαζόταν να κάνει μια νέα αρχή με μια ζηλευτή και γλυκιά γυναίκα στο πλάι του, τη Μαργαρίτα Βλαντή, γόνο ευκατάστατης ελληνικής οικογένειας που εδώ και δυο χρόνια ζούσε στο Βερολίνο. Μαζί της μόνο ξεχνούσε κάθε του θλίψη και σκοτούρα και η αθωότητα και ο γλυκός μα ώριμος χαρακτήρας της, όπως και οι γνώσεις της τον προκαλούσαν να την κάνει δική του για να την μάθει ακόμα καλύτερα, αλλά για να αποκτήσει και ο μικρός Φρανκ μια μητέρα και ίσως και μερικά αδερφάκια ακόμα.
Ο άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε από τη θέση του. Το γαλανό βλέμμα του αγοριού τον ακολούθησε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Ο πατέρας του πήρε μια μεγάλη φωτογραφία που απεικόνιζε εκείνον και τη πρώην γυναίκα του τη μέρα του γάμου τους και η αναμνήσεις που κρατούσε εδώ και ένα χρόνο καλά κρυμμένες και νόμιζε πως τις είχε λησμονήσει, βγήκαν στην επιφάνεια και τον χτύπησαν κατάστηθα καθώς παρατηρούσε το μοναδικό αντικείμενο που θύμιζε τη γυναίκα του. Με τη κορνίζα ανά χείρας, κάθισε στον καναπέ πλάι στο γιο του και τον πήρε στα γόνατα του. Αυτό έκανε εντύπωση στο αγόρι, καθώς ο πατέρας του αφού ο Φρανκ είχε μεγαλώσει αρκετά δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες θερμές χειρονομίες, παρά έμενε σε μερικά χάδια στο κεφάλι. Αυτό γνώριζε ο Φρανκ ως μέγιστη τρυφερότητα, καθώς ο Κλάους είχε ορίσει στις δυο γυναίκες που τον φρόντιζαν να μην του χαρίζουν τόσο εύκολα την στοργή τους για να σκληραγωγηθεί από μικρή ηλικία. Για τη Χέλγκα αυτό ήταν εύκολο γιατί ήταν αρκετά πειθαρχημένη και με τον ίδιο τρόπο μεγάλωνε και το δικό της παιδί, όμως η Λίζελ ένιωθε πως είχε γεννηθεί για τον ρόλο της μητέρας και συχνά έπαιρνε στην αγκαλιά της ή μιλούσε τρυφερά στον μικρό Φρανκ. Παίρνοντας όμως περισσότερα ερεθίσματα αυστηρότητας, έβρισκε τη συμπεριφορά της μεγαλύτερης θείας του τουλάχιστον κωμική.
Ο Κλάους, κράτησε την εικόνα μπροστά του, αφήνοντας και τον εαυτό του να αφεθεί στις αναμνήσεις του και με το δείκτη του έδειξε την όμορφη γυναίκα στο πλάι του, με το πρόσωπο της να λάμπει από ευτυχία μέσα στο λευκό της φόρεμα. Ο Φρανκ εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της γυναίκας στο κάδρο, σκέφτηκε πως δεν είχε δει πιο όμορφη γυναίκα ποτέ στη ζωή του, την παρομοίωσε μάλιστα με κάποια σταρ του σινεμά στο μυαλό του και δεν μπόρεσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
«Αυτή είναι η μητέρα σου.» Σύστησε τη γυναίκα της φωτογραφίας ο Κλάους στο γιο του με νοσταλγία και του εξήγησε σαν να του διάβαζε κάποιο παραμύθι, το τραγικό συμβάν του θανάτου της και πως κατέληξαν να μείνουν οι δύο τους, αναφέροντας πως ο λόγος που πέθανε ήταν πυρετός και όχι η γέννηση του και θα έφτανε στην εφηβεία για να συνδέσει τα κομμάτια και να μάθει τη πραγματική αιτία θανάτου της μητέρας του.
«Σύντομα όμως αγόρι μου...» Του είπε κοιτώντας τον ελπιδοφόρα στα μάτια. «Δε θα είμαστε μόνοι. Θα έρθει μια άλλη όμορφη γυναίκα να φροντίσει και τους δύο μας. Μια πολύ όμορφη και ευγενική γυναίκα.» Εξήγησε ο Κλάους, μα ο γιός του είχε επικεντρωθεί αρκετά λεπτά στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, αποτυπώνοντας κάθε λεπτομέρεια που σύνθετε τη φυσιογνωμία της γυναίκας που του έδωσε αναπνοή.
Έτσι θυμόταν πάντοτε ο Φρανκ τη μητέρα του. Με μια παγωμένη έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπο, δίχως να γνωρίζει το ακριβές χρώμα των μαλλιών της, καστανό του έμοιαζε, μα να ήταν σκούρο άραγε ή ανοιχτό σαν το δικό του και του πατέρα του; Η επιδερμίδα της να ήταν λευκή σαν πορσελάνη όπως φαινόταν στη φωτογραφία εξαιτίας του φλας; Και τα μάτια της, τι χρώμα να ήταν; Γκρίζα ή γαλανά; Από τις αφηγήσεις του πατέρα του είχε καταλάβει πως ήταν μια αριστοκρατική γυναίκα με εσωτερική ομορφιά όπως ακριβώς και εξωτερική. Όσο ήταν ακόμα μικρός νόμιζε πως συχνά ερχόταν στα όνειρα του και τον έπαιρνε αγκαλιά, τραγουδώντας του με τη γλυκιά φωνή της και αναπληρώνοντας στο υποσυνείδητο του τη μητρική τρυφερότητα που ποτέ δεν του προσφέρθηκε.
Με τα χρόνια συνήθισε έτσι, με την νέα γυναίκα του πατέρα του να προσπαθεί να τον πλησιάσει και φροντίζοντας τον λες και ήταν δικό της παιδί μαζί με τον μικρό μπάσταρδο όπως του άρεσε να τον αποκαλεί μόλις μπήκε στην εφηβεία, που είχε αποκτήσει για αδερφό και πολύ αργότερα μια μικρή αδερφή την οποία λάτρευε και πρόσεχε σαν τα μάτια του. Ποτέ όμως δε κατάφερε αυτή η γυναίκα να αντικαταστήσει τη μητέρα του κι ας μην την είχε γνωρίσει ποτέ, πίστευε πως θα ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνε όλο και λιγότερο η φωτογραφία αυτή ερχόταν στους λογισμούς του. Πλέον στο νου του υπήρχαν πιο σημαντικά και εθνικά ζητήματα, όπως η νεολαία του Χίτλερ που είχε οριστεί αρχηγός και το παθιασμένο μίσος για τους Εβραίους, τους κομμουνιστές και κάθε εχθρό που στεκόταν εμπόδιο στο Τρίτο Ράιχ. Όμως κάποιες μέρες, σκεφτόταν ποια να ήταν άραγε η γνώμη της μητέρας του για εκείνον; Να ήταν περήφανη για τον γιο που δεν κατάφερε ποτέ να γνωρίσει; Άραγε όταν τον γεννούσε να ένιωθε αγάπη για το παιδί της βυθισμένη στην άγνοια για το μέλλον της;
Βαθιά μέσα του είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως ο δικός του γιος δε θα είχε τις ίδιες βασανιστικές σκέψεις να ταλανίζουν το μυαλό του. Τη γυναίκα που θα αγαπήσει με όλο του το είναι δεν θα επιτρέψει ούτε στον θάνατο να την πάρει από κοντά του.
Και ήρθε ο καιρός που αυτή η γυναίκα μπήκε σαν αερικό στη ζωή του, ένα ανοιξιάτικο βράδυ του Απρίλη του 1941 στην καρδιά της άδειας, κατοχικής Αθήνας, Λοχαγός της Βερμαχτ εκείνος τότε και αυτή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, αθώα και ωραία σαν κρίνο ολάνθιστο που από τη πρώτη στιγμή που έστρεψε το φλογερό βλέμμα της επάνω του υποσχέθηκε πώς θα γινόταν εκείνος θάνατος σε όποιον άλλον τολμούσε να την αγγίξει.
Χαίρεται! Επιστρέφει ανανεωμένος λοιπόν ο Χερ Γουίντερς και απίστευτα ερωτικός (αυτό θα το δείτε στη συνέχεια) Πήρατε λοιπόν μια πρώτη γεύση για το πως θα συνεχίσει η ιστορία καθώς σκοπεύω να τη ξεκινήσω από το 1933 ώστε να ρίξουμε μια ματιά στη ζωή του Φρανκ πριν τον πόλεμο και τι σχέσεις είχε με τον αδερφό του τότε και ύστερα να περάσω στο κυρίως πιάτο, στα στοιχεία που ξέρετε από το Ο, τι και να είμαι δηλαδή (μόνο από τη πλευρά της Αθηνάς όμως μιας και γράφω σε Α' πρόσωπο εκεί.)
Έγιναν και κάποιες προσθήκες και αλλαγές στο κάστ οπότε είμαστε καθ'όλα έτοιμοι μόλις ολοκληρωθεί το ΟΚΝΕ να ανεβάσω κεφάλαιο εδώ!
Προς το παρόν περιμένω τα σχόλια σας όπως πάντα και εμείς θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο του Ο,τι και να είμαι!
Χίλια φιλιά!
Βίκυ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top