Κεφάλαιο 6: Αδερφική κόντρα

Την επόμενη μέρα ο Φρανκ ξύπνησε έχοντας στο μυαλό του την καλλονή νοσοκόμα. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια της, από το πόσο αέρινες, γεμάτες χάρη ήταν οι κινήσεις της, μέχρι και πως σήκωνε τα μάτια της άδολα για να τον κοιτάξει. Ήξερε πολύ καλά όμως πως αφού την κατακτούσε και την έκανε δική του, αυτή η αθώα λάμψη θα εξαφανιζόταν από τα μάτια της και θα τον κοιτούσε δίχως ντροπή, ευθέως. Αναρωτιόταν αν και τότε θα συνέχιζε να την επιθυμεί όπως τώρα ή αν απλά αποτελούσε κι εκείνη μια από τις τόσες γυναίκες που είχαν απολαύσει τα χάδια του Φρανκ για μερικές νύχτες, μέχρι να τις βαρεθεί.

Όμως άφησε στην άκρη τα μελλοντικά σχέδια του και επικεντρώθηκε στο παρόν και ίσως διέκρινε το μέλλον στα καστανά μάτια που θα αντάμωνε ξανά. Ο τραυματισμός του αδερφού του τού έδωσε ένα καλό κίνητρο να επιστρέψει ξανά στο νοσοκομείο και να δει την Αθηνά.

Είχε φροντίσει επιμελώς την εμφάνισή του, όπως κάθε φορά άλλωστε. Είχε στρώσει τα καστανά μαλλιά του με μπριγιαντίνη στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και είχε ψεκάσει και στη στολή του από την αρρενωπή κολόνια του που ήξερε πόσο ξετρέλαινε τα θηλυκά. Αν μη τι άλλο η Αθηνά φαινόταν ένα ευαίσθητο και καλαίσθητο πλάσμα που πιθανώς να μην είχε και κάποια περεταίρω επαφή με άντρα, όπως του είχε επιτρέψει κι εκείνη να καταλάβει. Θα ήταν εύκολο να την κερδίσει, αλλά μέσα του πολύ θα ήθελε η συγκεκριμένη κοπέλα να τον ζορίσει μέχρι να του επιτρέψει να την παρασύρει. Φοβόταν όμως πως η αθωότητα και η απειρία της θα ήταν αυτά που θα την έσπρωχναν στην αγκαλιά του ασκαρδαμυκτί και ο Φρανκ δεν επιθυμούσε να βαρεθεί τόσο γρήγορα, πόσο μάλλον με ένα τόσο ιδανικό για τα γούστα του κορίτσι όπως η Αθηνά. Εκείνη θα τον ερωτευόταν, θα ήθελε να τον βλέπει συνέχεια κι εκείνος θα προσπαθούσε να την αποφύγει. Όμως ο νεαρός Λοχαγός βιαζόταν να βγάλει συμπεράσματα. Ποτέ δεν είχε συλλογιστεί πως θα γινόταν κι εκείνος δέσμιος του έρωτα.

Έκανε την ίδια διαδρομή με το χθεσινό βράδυ, μόνο που αυτή τη φορά του φάνηκε συντομότερη καθώς η αδημονία του είχε μετατραπεί σε λαχτάρα αν και υπήρχε και η αγωνία για την υγεία του αδερφού του αν και ο Χανς τον είχε ενημερώσει το προηγούμενο βράδυ πως επρόκειτο για ένα επιπόλαιο τραύμα. Πριν το καταλάβει είχε περάσει την αυλή του νοσοκομείου και στο εσωτερικό, έχοντας ανοίξει το βήμα του παραπάνω. Τον υποδέχτηκε η μεταλλική οσμή του αίματος και η μυρωδιά του ιωδίου, μαζί με αυτή της ανθρώπινης σάρκας. Ήταν όμως συνηθισμένος σε τέτοιες οσμές, όποτε σχεδόν του πέρασε απαρατήρητο. Με το βλέμμα αναζήτησε την καστανή μικρόσωμη νοσοκόμα που η μορφή της θα ερχόταν σε εξαιρετική αντίθεση με τον τόσο βρώμικο χώρο στον οποίο εργαζόταν. Αντ' αυτού αντίκρισε βλέμματα είτε τρομαγμένα, είτε γεμάτα από τη ψυχράδα της απέχθειας. Ο Φρανκ τους αγνόησε, όπως ήλπιζε να μάθαιναν κι εκείνοι να κάνουν καθώς θα περνούσε ο καιρός. Εξάλλου δεν ένιωθε εκείνος υπαίτιος για την κατάστασή τους.

Δυο νοσοκόμες είχαν κοντοσταθεί η μια δίπλα στην άλλη ανταλλάσοντας αβέβαια βλέμματα για το τι να κάνουν. Εν τέλει, η μια τον πλησίασε, ήταν νεαρή, μελαχρινή με πρόσωπο χλωμό, με μαλλιά σγουρά που κάποιες ατίθασες τούφες είχαν γλιστρήσει από τον κότσο στη βάση του λαιμού της. Βρισκόταν στο ύψος της Αθηνάς και ο Φρανκ αναγκάστηκε να σκύψει για να της απευθυνθεί. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη όμως το πρόσωπό της μπορούσε να ταιριάξει σε ένα έργο τέχνης μιας άλλης εποχής.

«Κύριε, μπορώ να σας βοηθήσω;» Ρώτησε η κοπέλα στα γαλλικά, με ένα βλέμμα απαθές, κάνοντας απλώς τη δουλειά της. Ο Φρανκ παρατηρώντας τη λίγο καλύτερα κατάλαβε πως ήταν η φίλη της Αθηνάς που είχε δει με τον Χανς όταν τους είχαν προσπεράσει το προηγούμενο πρωί. Αυτή που άρεσε του Χανς. Δεν θα ξεχνούσε να του το αναφέρει.

«Ναι αδερφή, νοσηλεύεται ο αδερφός μου στο νοσοκομείο σας. Ντίλαν Γουίντερς, Υπολοχαγός.» Αποκρίθηκε ο Φρανκ, δίχως να παύει να αναζητά την όμορφη Αθηνά. Θα ρωτούσε τη φίλη της που βρισκόταν, όμως δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση και να έχει μπελάδες ύστερα. Η κοπέλα ένευσε καταφατικά και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Τον οδήγησε μέσα από έναν πλατύ διάδρομο, με γεμάτα κρεβάτια από τραυματισμένους του Ελληνοιταλικού μετώπου, κάποιοι μάλιστα μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι, έχοντας αφήσει πίσω τους τον μύθο των ηρώων και τις ένδοξες νίκες, στα βλέμματά τους πια είχε εγκατασταθεί η ματαιότητα. Ο Φρανκ επέλεξε να μην τους κοιτάξει. Η έπαρση της νεότητάς του τον έκανε να θεωρεί πως στη θέση τους θα προτιμούσε να ήταν νεκρός, παρά καθηλωμένος για ολόκληρη τη ζωή του. Ίσως αυτή η λογική να τον κρατούσε πάντα υγιή, δίχως κανέναν τραυματισμό, ούτε σαν παιδί κι ας ήταν αρκετά ενεργητικός.

Η νεαρή νοσοκόμα σταμάτησε έξω από μια κλειστή πόρτα και στάθηκε στο πλάι ώστε να του κάνει χώρο να περάσει. Ο Λοχαγός περιεργάστηκε την πόρτα με περιέργεια κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα του έκπληκτος προς τη κοπέλα, που επιθυμούσε να δραπετεύσει το γρηγορότερο.

«Ώστε του δώσατε δωμάτιο;» Ρώτησε επιδοκιμαστικά, έχοντας όρεξη για συζήτηση την οποία η κοπέλα διόλου δε διέθετε. Συγκράτησε το ειρωνικό της χαμόγελο και με μια τελευταία αδιάφορη ματιά του γύρισε τη πλάτη δίχως να θέλει να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.

«Δεν είχαμε άλλη επιλογή.» Ο τόνος της ήταν ειρωνικός, εννοώντας πως αν τον άφηναν μεταξύ των Ελλήνων ασθενών θα τον κατασπάραζαν και ίσως κανένας ανώτερος δεν θα επέμβαινε να τους διακόψει.
Ο Φρανκ συλλογίστηκε πως θα ήταν ακόμα πιο όμορφη αν μιλούσε πιο ευγενικά και όχι τόσο κακότροπα σε έναν ξένο, καθώς άνοιγε την πόρτα του προσωρινού καταλύματος του Ντίλαν.

Φυσικό φως έλουζε τον χώρο, δίνοντας άλλη αίσθηση από τον αρρωστημένο φωτισμό του υπόλοιπου νοσοκομείου εξαιτίας των λαμπτήρων πετρελαίου. Έτσι όπως έμπαινε ο Απριλιάτικος ήλιος από το τζάμι, έκανε το δωμάτιο να φαίνεται ζεστό, ιδανικό για έναν ασθενή που βρισκόταν στην ανάρρωση. Ο Ντίλαν βρισκόταν ανάμεσα σε καθαρά, λευκά σεντόνια με την πλάτη ακουμπισμένη στα μαξιλάρια κι έναν επίδεσμο τυλιγμένο γύρω από το σμιλεμένο στέρνο του. Έδειχνε ήρεμος, ξέγνοιαστος καθώς κάτι ζωγράφιζε στο σημειωματάριό του, χαμένος στις σκέψεις του, λες και δεν είχε τραυματιστεί και υποβληθεί σε χειρουργείο. Ο Φρανκ για να κάνει έκδηλη τη παρουσία του, έκλεισε με δύναμη τη πόρτα πίσω του, ξαφνιάζοντας τον μικρότερο αδερφό του, που έκρυψε το σημειωματάριο κάτω απ' τα σκεπάσματα. Μόλις στράφηκε και αντίκρισε τον μεγαλύτερο Γουίντερς, η αδιαφορία επέστρεψε στα χαρακτηριστικά του και στη προηγούμενη ασχολία του.

«Α, εσύ είσαι;» Ρώτησε, δίχως να σηκώνει το βλέμμα του για να τον κοιτάξει. Ο Φρανκ ανασήκωσε τα φρύδια, αν και δεν περίμενε διαφορετική αντιμετώπιση από τον Ντίλαν. Πολύ πιθανό να μην περίμενε καμία επίσκεψή του. Παρά την αντίδραση αυτή, τράβηξε μια παλιά ξύλινη καρέκλα και την τοποθέτησε πλάι στο κρεβάτι του αδερφού του.

«Περίμενες κάποιον άλλον;» Ρώτησε ευδιάθετα, με μια ελαφριά ειρωνεία στον τόνο του. Βολεύτηκε στη καρέκλα δίχως ενδιαφέρον για την ασχολία του Ντίλαν. Ήταν συνηθισμένος να τον βλέπει σε μια γωνιά να ζωγραφίζει, να γράφει κάτι ή να διαβάζει.

«Όχι, δεν περίμενε κανέναν.» Απάντησε αινιγματικά ο Ντίλαν, με μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό του, συγκεντρωμένος στο σχέδιό του. Ο Φρανκ προσπάθησε να καταλάβει αν ο αδερφός του όντως του έκρυβε κάτι ή αν κι εκείνος όπως και η νοσοκόμα πριν δεν είχε καμία όρεξη για κουβέντα. «Ειδικά εσένα.» Πρόσθεσε μετά από μια μικρή παύση, ρίχνοντας του μια κλεφτή ματιά. Ο μεγαλύτερος άντρας χαμογέλασε και έγειρε την πλάτη του σε αυτή της καρέκλας, προσπαθώντας να βολευτεί.

«Εμένα; Γιατί όχι;» Ρώτησε ειλικρινά ο Φρανκ, σέρνοντας την καρέκλα του πιο κοντά στο κρεβάτι του. Τότε η μύτη της μπότας του κλότσησε κάτι ελαφρύ που τράβηξε το ενδιαφέρον του. Έσκυψε και βρήκε κάτω από το κρεβάτι το Mein Kampf. Αμέσως το πήρε στα χέρια του και το κράτησε ψηλά για να το δείξει στον Ντίλαν. «Δεν είναι εκεί η θέση του.» Αποκρίθηκε αγριεμένα, πετώντας το στα πόδια του αδερφού του. Ο Ντίλαν πριν καλά- καλά προλάβει να αγγίξει το σεντόνι το έπιασε στο χέρι του και το έριξε από την αντίθετη πλευρά.

«Ήρθες εδώ για να με μαλώσεις ή για να δεις αν είμαι καλά;» Ρώτησε με μια στάλα ειρωνείας και ο Φρανκ άφησε ένα κοφτό γέλιο αντιλαμβανόμενος την ενόχληση του αδερφού του. Κυριολεκτικά, δεν τον ένοιαζε το βιβλίο, γιατί πίστευε ότι η ιδεολογία τους δεν μπορούσε να χωρέσει μέσα σε μερικές σελίδες και σε παραγράφους, όλα ήταν θέμα πίστης. Και το βιβλίο να μην είχε διαβάσει ο Φρανκ, ίσως το μόνο βιβλίο που ενδιαφέρθηκε να διαβάσει ποτέ, θα παρέμενε ένθερμος υποστηρικτής του Φύρερ τους. Ο στόχος του όμως ήταν να διαταράξει την ησυχία του αδερφού του και αυτό το είχε καταφέρει περίφημα.

«Κυρίως για το δεύτερο, αλλά έχοντας στο μυαλό που πως ξεστρατίζεις συχνά και τα δυο.» Αποκρίθηκε, γέρνοντας ξανά την πλάτη του σε αυτή της καρέκλας και βγάζοντας την ταμπακιέρα του για να καπνίσει κι ας ήξερε πως απαγορευόταν το κάπνισμα, μουρμουρίζοντας μια μελωδία, καθώς αναζητούσε τον αναπτήρα του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Ο Ντίλαν περιεργάστηκε με περιέργεια τον αδερφό του. Ο Φρανκ δεν είχε αρθρώσει ποτέ άλλη μελωδία πλην των εμβατηρίων τους. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί παρά να το σχολιάσει.

«Σε μεγάλα κέφια σε βλέπω.» Έκανε και ο Φρανκ αμέσως σήκωσε το γαλανό βλέμμα του επάνω στον αδερφό του. «Ποια η αιτία της χαράς σου;» Ρώτησε περισσότερο από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον. Ο Φρανκ έβγαλε από τη τσέπη το χέρι του. Είχε ξεχάσει έτσι κι αλλιώς τον αναπτήρα του όπως φαινόταν. Αυτό παραξένεψε και τον ίδιο. Ποτέ δεν ξεχνούσε. Άργησε να απαντήσει στον αδερφό του. Αποφάσισε να του πει την αλήθεια. Εξάλλου γιατί να το κρύψει;

«Εφόσον κυκλοφορείς εδώ μέσα, θα έχεις δει μια καλλονή, καστανή νοσοκόμα. Αν μη τι άλλο, έχεις αισθητική.» Έκανε, παίζοντας το σβηστό τσιγάρο στα δάχτυλά του. Ο Ντίλαν εξεπλάγην, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Χαμήλωσε το βλέμμα του και στράφηκε ξανά στο εικαστικό του δημιούργημα.

«Πολλές νοσοκόμες κυκλοφορούν εδώ μέσα, είναι νοσοκομείο.» Αποκρίθηκε αδιάφορα, πιέζοντας λίγο παραπάνω το μολύβι του στο χαρτί, τόσο που φοβήθηκε μην καταστρέψει το πορτραίτο, οπότε απλά το έσφιξε στο χέρι του. Ο Φρανκ πρόσεξε την απότομη αλλαγή στην διάθεση του αδερφού του. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον αδερφό του αν και το έριξε στον πόνο που μπορεί να ένιωθε. Πράγματι, ο μικρότερος Γουίντερς ήθελε ο Φρανκ να του αναφέρει κάποια άλλη νοσοκόμα, όχι αυτή που τον φρόντιζε. Αν και το ίδιο όμορφος με τον αδερφό του, ο Ντίλαν ενώ είχε την ίδια επιτυχία στο άλλο φύλο, ποτέ δεν είχε κάτι σταθερό με κάποια κοπέλα. Είχε μόνο μια πολύ επιπόλαιη σχέση όσο ακόμα ήταν στο Βερολίνο αν και σύντομα βαρέθηκε καθώς δεν μοιράζονταν με την κοπέλα κοινά ενδιαφέροντα. Η ομορφιά της δεν έφτανε για να τον κρατήσει κοντά της και σίγουρα δεν ήταν ερωτευμένος, όπως νόμιζε στην αρχή. Ύστερα ακολούθησαν ακόμα δυο κοπέλες, σχέσεις που κρατούσαν για τρεις νύχτες το πολύ και μετά έφυγε για την Ελλάδα και γνώρισε εκείνη. Όταν την πρωτοείδε, έμοιαζε με άγγελο θανάτου, με την ποδιά βουτηγμένη στο αίμα, πρόσωπο χλωμό και δυο μάτια σκούρα καστανά, τεράστια γεμάτα με τη φλόγα της νιότης και της ανάγκης για ζωή. Κι αυτό το αχνό της χαμόγελο ήθελε να το βλέπει συχνότερα, γι' αυτό την φώναζε κυρίως, δήθεν πως είχε κάποια ανάγκη και παρεμπιπτόντως της έπιανε και την κουβέντα. Ο βαθύς ήχος της φωνής της απάλυνε κάθε πόνο του. Δεν θα επέτρεπε λοιπόν, στον Φρανκ να του κλέψει την ευκαιρία να ερωτευτεί. Αποφάσισε να αλλάξει θέμα συζήτησης για να αποφύγει να συγχυστεί παραπάνω.
«Πως πάνε τα πράγματα; Εγκατασταθήκατε; Είδατε που θα μείνετε;» Ρώτησε ο Ντίλαν, κρατώντας τα μάτια του μακριά από αυτά του Φρανκ. Ο Λοχαγός ανασήκωσε τα φρύδια από την απότομη αλλαγή θέματος, μα θέλησε να λύσει την απορία του αδερφού του.

«Ακόμα όχι, εσύ νομίζω κάπου κεντρικά είσαι, μέσα στην Αθήνα, εγώ στο Φάληρο δίπλα στη θάλασσα. Να με επισκέπτεσαι που και που, θα έχω μεγάλο σπίτι.» Ο Ντίλαν ένευσε καταφατικά. Του άρεσε η Αθήνα, είχε διαβάσει πολύ για την πόλη των παλιών θεών και των ηρώων και ήθελε πολύ να τη γυρίσει μόλις έπαιρνε εξιτήριο. Επίσης, θα ήταν κοντά στην όμορφη νοσοκόμα του, πιο κοντά από τον αδερφό του. «Αλλά δεν θα είναι άδειο για πολύ.» Πρόσθεσε ο Φρανκ, τραβώντας ξανά τη προσοχή του Ντίλαν. «Σίγουρα την έχεις δει. Ξεχωρίζει. Είναι πανέμορφη, με πολύ μακριά καστανά μαλλιά και δυο μεγάλα καστανά μάτια, μικροκαμωμένη αλλά με μια εκπληκτική σιλουέτα. Τη λένε Αθηνά.» Στο άκουσμα του ονόματος της κοπέλας, ο Ντίλαν ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας στο στέρνο του. Παρ' όλα αυτά, ήξερε καλά πως δεν ήταν λογικό να ζηλεύει τον αδερφό του, η Αθηνά ήταν ένα ευαίσθητο πλάσμα με αισθητική και ιδεολογία που δεν ταίριαζε με αυτή του Φρανκ, δεν είχε καμία ελπίδα μαζί της όσο κι αν προσπαθούσε. Αυτό κάπως τον έκανε να ηρεμήσει και ασυναίσθητα ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του.

«Δεν θα γυρίσει να σε κοιτάξει ποτέ.» Αποκρίθηκε. «Κι αν το κάνει, θα είναι μόνο από ανάγκη, αν τύχει και τραυματιστείς.» Συνέχισε προκλητικά ο Ντίλαν, εκπλήσσοντας τον Φρανκ με το θράσος και την ευθύτητά του. Ο θυμός του συσσωρεύτηκε κι ένιωσε το στέρνο του να καίει. Έσφιξε τις γροθιές του κι αν ο αδερφός του δεν ήταν κλινήρης θα τον είχε χτυπήσει τόσο άσχημα που σίγουρα θα τον άφηνε αναίσθητο. Δεν τον ένοιαξαν τόσο τα λόγια του όσο πως κι εκείνος, απ' ότι φαινόταν είχε προσέξει την Αθηνά και είχε αναπτύξει μια συμπάθεια για εκείνη, μάλλον κάτι παραπάνω. Έσφιξε το σαγόνι του και κοίταξε ευθέως τον μικρότερο αδερφό του στα μάτια.

«Μάλλον αυτός που δεν έχει καμία ελπίδα μαζί της είσαι εσύ. Αναρωτιέμαι αν ποτέ έχεις πάει και με γυναίκα.» Ο Ντίλαν στη δήλωση αυτή του Φρανκ ανασήκωσε ειρωνικά τα φρύδια και επέτρεψε στον εαυτό του να γελάσει. Προτίμησε να παραμείνει σίγουρος για τον εαυτό του, όπως και ο Φρανκ. Θεώρησε τον εαυτό του γελοίο που έστω και λίγο μπήκε στη διαδικασία να τον συγκρίνει μαζί του. Τις ίδιες σκέψεις φυσικά είχε και ο Φρανκ, όταν με την άκρη του ματιού του πρόσεξε πως ο Ντίλαν στο σημειωματάριο του ζωγράφιζε ένα πορτραίτο της Αθηνάς. Ένα ελαφρύ γέλιο δραπέτευσε από τα χείλη του. «Δεν έχεις καμία ελπίδα μικρέ μπάσταρδε. Ίσως να το σκεφτείς ξανά γιατί δεν θα έχω χρόνο να σε παρηγορώ όταν σου πει πως σε βλέπει μόνο σαν φίλο.» Είπε ο Φρανκ και δίχως να δίνει περιθώριο στον αδερφό του να απαντήσει κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Το ελαφρύ γέλιο του Ντίλαν ήταν αυτό που τον έκανε να σταματήσει από την ορμητική του έξοδο.

«Δεν νομίζω καμία γυναίκα να αγαπήσει ποτέ έναν δολοφόνο. Γιατί αυτό είσαι. Τουλάχιστον εγώ αναγνωρίζω συνειδητά πως έχω κάνει λάθος, ενώ εσύ...» Δεν του επέτρεψε να συνεχίσει. Άνοιξε τη πόρτα και βγήκε ξανά στον διάδρομο. Αρκετά είχε ακούσει, τα οποία φυσικά και δεν θα τον εμπόδιζαν από τον βασικό του στόχο. Ίσως να μην ήταν καλύτερος από τον Ντίλαν, όμως είχε κι εκείνος τα δικά του χαρίσματα που εύκολα μπορούσαν να τραβήξουν μια γυναίκα.

Καλησπέρα σας αγαπημένοι μου! Πως είστε; Έχω λείψει περισσότερο καιρό απ' όσο υπολόγιζα και με συγχωρείτε απλά οι υποχρεώσεις τρέχουν και με το ζόρι προλαβαίνω αυτές. Γράφω όταν βρίσκω λίγο χρόνο, αλλά ελάχιστα. 
Λοιπόν, στα δικά μας τώρα... Πόσο σας έλειψε ο Φρανκ και πόσο τον μισήσατε σε αυτό το κεφάλαιο. Την αλήθεια, δε θέλω ντροπές. Επίσης κάπου εδώ βλέπετε πως και ο Ντίλαν δεν είναι το αγνό παιδάκι που φαινόταν στο ΟΚΝΕ. 
Νέο κεφάλαιο δεν ξέρω που θα ανέβει και πότε, αλλά σίγουρα θα τα πούμε ξανά κάποια στιγμή αργότερα, σίγουρα τις μέρες των γιορτών που θα έχω περισσότερο χρόνο.

Αυτά από μένα, περιμένω τα σχόλιά σας!

Χίλια Φιλιά,
Βίκυ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top